Α.Π. 277/2017 – Παραγραφή εν επιδικία σε υπόθεση διατάραξης ή αποβολής νομής – Διακοπή παραγραφής με την άσκηση της αγωγής και σε περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση.
Γ’ Πολιτικό ΤμήμαΣυγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Παρασκευή Καλαϊτζή- Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Δεκεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ν. Μ. του Α., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κάπο, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1. Δ. Π. κατοίκου …, 2. Χ. Π. του Δ., κατοίκου …, 3. Δ. Μ., κατοίκου …, 4. Μ. Μ. του Δ. κατοίκου …, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 06-07-2007 αγωγή πρώτου ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο ‘Ορους. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 17/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 1071/2014 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 15-06-2015 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Παρασκευή Καλαϊτζή, ανέγνωσε την από 07 – 12-2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως και την αναίρεση (εν όλω) της αναιρεβαλλομένης 1071/2014 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Οι απολειπόμενοι αναιρεσίβλητοι έχουν νομοτύπως και εμπροθέσμως κληθεί από τον επισπεύδοντα την συζήτηση αναιρεσείοντα (για την μετ’αναβολήν εκ της αρχικής δικασίμου 16-12-2015 δικάσιμο της 20-4-2016, κατά την οποία η συζήτηση της υποθέσεως εκ του πινακίου αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης αποφάσεως δικάσιμο). Η κλήτευση προκύπτει από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες 10528Β, 10529Β, 10530Β και 10531Β εκθέσεις επιδόσεως της 5-2-2016 του δικ. Επιμελητή του Πρωτοδικείου Κέρκυρας Δ. Λ. Επομένως, η συζήτηση προχωρεί παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων (576 παρ.2γ ΚΠολΔ).
ΙΙ. Το άρθρο 261 ΑΚ, (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ.101 παρ.1 του ν. 4139/2013), προβλέπει, ότι: “Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της δίκης” (παρ.1). “Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης” (παρ.2). “Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση”. (παρ.3).
ΙΙΙ. Με τον (κατ’εκτίμηση μοναδικό) λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων Ν. Μ., (των λοιπών απαραδέκτως στην επικεφαλίδα των προτάσεων μνημονευομένων ως αναιρεσειόντων, μη εν προκειμένω προσλαβόντων την ιδιότητα του διαδίκου), προσάπτει στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, (το οποίο δίκασε σε δεύτερο βαθμό), ότι παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και δεν εφήρμοσε το άνω άρθρο και υπέπεσε στην κατ’αρθρ.560 αρ.1 (όπως ορθώς εκτιμάται) ΚΠολΔ πλημμέλεια. Ο λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, καθόσον στην προειπωθείσα διάταξη του ΑΚ με σαφήνεια προβλέπεται η υπαγωγή σε αυτήν των εκκρεμών υποθέσεων, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Το Πρωτοδικείο στις επιτρεπτώς επισκοπούμενες παραδοχές της πληττομένης αποφάσεώς του διέλαβεν, ότι η προρρηθείσα διάταξη δεν είναι εν προκειμένω εφαρμοστέα, διότι η αγωγική αξίωση (αναγνωρίσεως οιονεί νομής δουλείας διόδου) κατέστη παραγεγραμμένη εν επιδικία και προς αποφυγήν αναδρομικής αναβιώσεως παραγεγραμμένων αξιώσεων. Ειδικότερα, οι εν λόγω παραδοχές έχουν ως ακολούθως: Εν προκειμένω, οι παρόντες εφεσίβλητοι – εναγόμενοι με τις ένδικες προτάσεις τους και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, ισχυρίστηκαν ότι η αξίωση των εναγόντων έχει υποπέσει σε παραγραφή εν επιδικία, καθώς μεταξύ αφενός του χρόνου επίδοσης της ένδικης έφεσης στους δύο πρώτους εφεσίβλητους – εκκαλούντες, ήτοι την 14.12.2009, που ήταν και η τελευταία διαδικαστική πράξη των εκκαλούντων και αφετέρου του χρόνου για τον οποίο προσδιορίστηκε η συζήτησή της, μεσολάβησε χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το ένα έτος (χρόνος παραγραφής αξιώσεων από διατάραξη ή αποβολή νομής) χωρίς να μεσολαβήσει καμία άλλη διαδικαστική πράξη μετά την άσκηση της έφεσης και τον προσδιορισμό της. Με το περιεχόμενο αυτό ο ισχυρισμός των εφεσίβλητων συνιστά ένσταση παραγραφής εν επιδικία, που είναι νόμιμη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην άνωθι μείζονα πρόταση, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 261 και 992 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων αποδεικνύεται ότι μεταξύ του χρόνου επίδοσης της ένδικης έφεσης στους δύο πρώτους εφεσίβλητους – εναγόμενους, ήτοι την 14.12.2009 (βλ. υπ’αρίθμ 3724 και 3725/14.12.2009 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Α. Σ.) και του χρόνου για τον οποίο προσδιορίστηκε η συζήτησή της (βλ. υπ’αρίθμ.555/14.11.2009 έκθεση κατάθεσης με πράξη ορισμού συζήτησης για την 20.09.2011) μεσολάβησε χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το ένα έτος (χρόνος παραγραφής αξιώσεων από διατάραξη ή αποβολή νομής) χωρίς να μεσολαβήσει καμία άλλη διαδικαστική πράξη, μετά την άσκηση της έφεσης και τον προσδιορισμό της και χωρίς οι εκκαλούντες να εξαντλήσουν τις δυνατότητες προσδιορισμού της συζήτησης της έφεσης σε εγγύτερη δικάσιμο. Να σημειωθεί δε ότι οι διαδικαστικές πράξεις στις οποίες προέβησαν εν συνεχεία οι εκκαλούντες με την παράσταση τους κατά την ορισμένη δικάσιμο της 20-9-2011 κατά την οποία η συζήτηση της έφεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 5-2-2013 κατά την οποία οι εκκαλούντες παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις και επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 324/2013 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση, η επαναφορά με κλήση (64/2013) της υπόθεσης και ο προσδιορισμός της δικασίμου που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ουδεμία επιρροή ασκούν εν προκειμένω αφού όπως ήδη εκτέθηκε από την άσκηση της έφεσης το έτος 2009 μέχρι την προσδιορισμένη το έτος 2011 δικάσιμο παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, έχοντας υποπέσει οι αξιώσεις των εκκαλούντων σε εν επιδικία παραγραφή, ήδη από το έτος 2010. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι οι αξιώσεις των εκκαλούντων -εναγόντων από την αποβολή ή τη διατάραξη της νομής της δουλείας διόδου, υπέπεσαν σε εν επιδικία παραγραφή προ της θέσης σε ισχύ του ν. 4139/2013 και ως εκ τούτου, κατά τα άνωθι εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, δεν είναι δυνατό να αναβιώσουν αναδρομικά”.
IV. Η προδιαλαμβανομένη επισκόπηση των παραδοχών της ψεγομένης αποφάσεως καταδεικνύει την βασιμότητα, όπως προαναφέρεται, του αναιρετικού λόγου, αφού ο νόμος στην προπαρατεθείσα διάταξη αναμφιβόλως προβλέπει το σαφές, ήτοι την στην πρόβλεψη του εν θέματι άρθρου υπαγωγή των εκκρεμών υποθέσεων, εφόσον δεν έχει (κατά περίπτωση) εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Τούτου δε παρερμηνευθέντος και μη επί της κρισιολογουμένης περιπτώσεως εφαρμοσθέντος, βαρύνει το δικαστήριο της ουσίας με την βασιμότητα της καταλογιζομένης στην απόφασή του πλημμέλειας, κατά τα άνω εκτιθέμενα.
V. Κατά συνέπεια, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση μετ’αναίρεσιν στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερον δικασάντων, κατ’αρθρ.580 παρ.3 ΚΠολΔ, να επιβληθεί στους αναιρεσιβλήτους η δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, κατά παραδοχή του αιτήματός του και να διαταχθεί η επιστροφή σε αυτόν του κατατεθέντος υπ’αυτού παραβόλου (άρθρ.176, 183, 191 παρ.2, 495 παρ.4 ΚΠολΔ), συμφώνως προς το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1071/2014 απόφαση του (δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό) Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κέρκυρας.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση.
Επιβάλλει στους αναιρεσιβλήτους την δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, το ποσό της οποίας ορίζει σε τρεις χιλιάδες ευρώ (3.000€). Και Διατάσσει την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του καταβληθέντος από αυτόν παραβόλου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Ιανουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Φεβρουαρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Α.Π. 277/2017