- I. Το διακύβευμα της εθνικής δίκης
Κρίσιμες διατάξεις για το τεθέν νομικό ζήτημα στην προκείμενη περίπτωση ήταν: 1. το άρθρο 2 του νομοθετικού διατάγματος 74/2000, με το οποίο θεσπίστηκαν νέες διατάξεις όσον αφορά στα εγκλήματα που σχετίζονται με τη φορολογία εισοδήματος και τον φόρο προστιθέμενης αξίας, στο οποίο ορίζεται ότι: «όποιος υποβάλλει δολίως ψευδή δήλωση ΦΠΑ με τη χρήση τιμολογίων ή άλλων εγγράφων για ανύπαρκτες συναλλαγές τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ενός έτους και έξι μηνών έως έξι ετών», 2. το άρθρο160 του ιταλικού ποινικού κώδικα που ορίζει τα εξής: «την προθεσμία παραγραφής διακόπτει η έκδοση καταδικαστικής αποφάσεως ή διατάξεως. Την προθεσμία παραγραφής διακόπτουν και η έκδοση διατάξεως για την επιβολή περιοριστικών όρων και […] η διάταξη περί διενέργειας προκαταρκτικής εξετάσεως […].Η προθεσμία παραγραφής που διακόπηκε αρχίζει εκ νέου από την ημέρα της διακοπής. Αν συντρέχουν περισσότεροι λόγοι διακοπής, η προθεσμία αρχίζει από την επέλευση του τελευταίου λόγου διακοπής· σε κάθε περίπτωση, οι προθεσμίες του άρθρου 157 δεν μπορούν να παραταθούν πέραν των χρονικών ορίων του άρθρου 161, δεύτερο εδάφιο, εξαιρουμένων των εγκλημάτων του άρθρου 51, παράγραφοι 3bis και 3quater, του κώδικα ποινικής δικονομίας», και 3. το άρθρο 161 εδάφιο δεύτερο του ίδιου κώδικα που ορίζει ότι: «Εξαιρουμένης της διώξεως των εγκλημάτων του άρθρου 51, παράγραφοι 3bis και 3quater, του κώδικα ποινικής δικονομίας, η διακοπή της παραγραφής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να οδηγήσει σε επιμήκυνση της προθεσμίας παραγραφής πλέον του ενός τετάρτου του αρχικού χρόνου παραγραφής […]».
[1]
, το Δ.Ε.Ε. είχε κρίνει ότι το άρθρο 160, τελευταίο εδάφιο, του ποινικού κώδικα, σε συνδυασμό με το άρθρο 161 του κώδικα αυτού, στο μέτρο που ορίζουν ότι πράξη που διακόπτει την προθεσμία παραγραφής στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας αφορώσας σοβαρές απάτες σχετικά με τον ΦΠΑ επιμηκύνει την προθεσμία παραγραφής μόνο κατά ένα τέταρτο της αρχικής της διάρκειας, ενδέχεται να θίγουν τις υποχρεώσεις που επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, σε περίπτωση που οι εν λόγω εθνικές διατάξεις αποκλείουν την επιβολή κυρώσεων αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ή προβλέπουν μεγαλύτερες προθεσμίες παραγραφής για τις περιπτώσεις απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων του οικείου κράτους μέλους σε σχέση με τις περιπτώσεις απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο όφειλε να εξασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, αφήνοντας, εν ανάγκη, ανεφάρμοστες τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που συνεπάγονταν την αδυναμία του οικείου κράτους μέλους να τηρήσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις εν λόγω διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ.
Το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) και το Corte d’appello di Milano (εφετείο Μιλάνου), παρέπεμψαν το ζήτημα της συνταγματικότητας των εν λόγω διατάξεων ενώπιον του Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο).
Το Corte costituzionale (Συνταγματικό Δικαστήριο) έθεσε το ζήτημα, αν η μη εφαρμογή των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα περί παραγραφής είναι συμβατή με την αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» που επιτάσσει, μεταξύ άλλων, να ορίζονται οι ποινικές διατάξεις με σαφήνεια και να μην έχουν αναδρομική ισχύ, αφού, κατά την κρίση του, ο θεσμός της παραγραφής στο ποινικό δίκαιο έχει ουσιαστικό χαρακτήρα και εμπίπτει, συνεπώς, στο πεδίο εφαρμογής της κατά το άρθρο 25 του ιταλικού Συντάγματος αρχής της νομιμότητας. Κατά συνέπεια, το καθεστώς αυτό πρέπει να είναι καθορισμένο με σαφείς κανόνες, ευρισκόμενους σε ισχύ κατά τον χρόνο τελέσεως του εγκλήματος.
Μ’ αυτή την έννοια, έκρινε ότι καλείται να αποφανθεί κατά πόσον ο νομολογιακός κανόνας που διατυπώθηκε στην απόφαση Taricco τηρεί την απαίτηση του «καθορισμού» που πρέπει, σύμφωνα με το ιταλικό Σύνταγμα, να χαρακτηρίζει το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο. Κατά τις κρίσεις του, θα πρέπει, πρώτον, να εξακριβωθεί, αν ο ενδιαφερόμενος μπορούσε, κατά τον χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, να γνωρίζει ότι το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στον εθνικό δικαστή, εφόσον συντρέχουν οι οριζόμενες στην εν λόγω απόφαση προϋποθέσεις, τη μη εφαρμογή των επίμαχων διατάξεων του ποινικού κώδικα. Εξάλλου, έκρινε, επάλληλα, ότι η απαίτηση να δύναται ο δράστης της αξιόποινης πράξεως να προσδιορίσει εκ των προτέρων και με σαφήνεια τον ποινικό χαρακτήρα του αδικήματος και την εφαρμοστέα ποινή απορρέει και από τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επί του άρθρου 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950. Δεύτερον, διαπίστωσε ότι η απόφαση Taricco δεν διευκρινίζει επαρκώς τα στοιχεία που πρέπει να λάβει υπόψη ο εθνικός δικαστής, προκειμένου να διαπιστώσει τον «μεγάλο αριθμό περιπτώσεων» με τις οποίες συνδέεται η εφαρμογή του απορρέοντος από την απόφαση αυτή κανόνα και, κατά συνέπεια, δεν θέτει όρια στη διακριτική ευχέρεια των δικαστών. Τρίτον, η απόφαση Taricco δεν αποφαίνεται κατά πόσον ο κανόνας που διατυπώνει είναι συμβατός με τις υπέρτατες αρχές της ιταλικής συνταγματικής τάξεως και ανέθεσε ρητώς το καθήκον αυτό στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, δεδομένου, ότι, σύμφωνα με τις σκέψεις 53 και 55 της αποφάσεως, αν το εθνικό δικαστήριο αποφασίσει να αφήσει ανεφάρμοστες τις επίμαχες διατάξεις του ποινικού κώδικα, πρέπει επίσης να μεριμνήσει για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων προσώπων. Τέταρτον, στην απόφαση αυτή, το δικαστήριο εξέτασε μόνον το ζήτημα αν ο κανόνας που διατυπώθηκε με την απόφαση αυτή είναι συμβατός με το άρθρο 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την αρχή της μη αναδρομικότητας. Ωστόσο το Δικαστήριο δεν εξέτασε την έτερη πτυχή της αρχής «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», ήτοι την απαίτηση να ρυθμίζεται το καθεστώς των ποινικών κυρώσεων με επαρκή ακρίβεια, παρά το ότι πρόκειται για απαίτηση που περιλαμβάνεται στις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, καθώς επίσης και στο σύστημα προστασίας της ΕΣΔΑ, και η οποία, κατά συνέπεια, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.Τόνισε, δε, ότι ακόμη κι αν θα έπρεπε, στην ιταλική έννομη τάξη, το καθεστώς της παραγραφής του ποινικού δικαίου να θεωρηθεί δικονομικής φύσεως, και πάλι θα έπρεπε να εφαρμόζεται σύμφωνα με ακριβείς κανόνες.
ToΣΔ ανέστειλε τη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως του και απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, το οποίο, όπως αναδιατυπώθηκε από το ΔΕΕ έχει ως εξής:
πρέπει το άρθρο 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στον εθνικό δικαστή να μην εφαρμόσει, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας αφορώσας εγκλήματα σχετικά με τον ΦΠΑ, εθνικές διατάξεις περί παραγραφής που εμπίπτουν στο εθνικό ουσιαστικό δίκαιο και εμποδίζουν την επιβολή ποινικών κυρώσεων αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ή προβλέπουν βραχύτερες προθεσμίες παραγραφής για τις περιπτώσεις απάτης σε βάρος των εν λόγω συμφερόντων σε σχέση με τις περιπτώσεις απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων του οικείου κράτους μέλους, ακόμη και όταν η εκτέλεση της υποχρεώσεως αυτής συνεπάγεται παραβίαση της αρχής «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», επειδή ο εφαρμοστέος νόμος στερείται ακρίβειας ή εφαρμόζεται αναδρομικώς.
- II. Η κρίση του Δικαστηρίου
Το δικαστήριο, καταρχήν, έκρινε ότι «το άρθρο 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να καταπολεμούν, με αποτελεσματικά και αποτρεπτικά μέτρα, τις παράνομες δραστηριότητες που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και να λαμβάνουν, για την καταπολέμηση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μέτρα ίδια με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των δικών τους οικονομικών συμφερόντων» (σκ.30). Περαιτέρω, ότι «δεδομένου ότι οι ίδιοι πόροι της Ένωσης περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την απόφαση 2014/335/ΕΕ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2014, για το σύστημα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE 2014, L 168, σ. 105), τα έσοδα από την εφαρμογή ενιαίου συντελεστή όσον αφορά την εναρμονισμένη βάση του ΦΠΑ, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης, υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ, αφενός, της εισπράξεως των εσόδων από ΦΠΑ σύμφωνα με τους κανόνες του εφαρμοστέου δικαίου της Ένωσης και, αφετέρου, της αποδόσεως των αναλογούντων πόρων από ΦΠΑ στον προϋπολογισμό της Ένωσης, εφόσον οποιοδήποτε κενό στην είσπραξη των εν λόγω εσόδων οδηγεί δυνητικά σε μείωση των αντίστοιχων πόρων (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C-617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 26, και Taricco, σκέψη 38)». (σκ.31).
Στο πλαίσιο, αυτό, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι εναπόκειται στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την αποτελεσματική είσπραξη των ιδίων πόρων της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Degano Trasporti, C-546/14, EU:C:2016:206, σκέψη 21), ενώ ως προς την επίτευξη του σκοπού αυτού, «διαθέτουν ελευθερία επιλογής των κυρώσεων που επιβάλλουν, οι οποίες είναι δυνατόν να προσλαμβάνουν τη μορφή διοικητικών κυρώσεων, ποινικών κυρώσεων ή ενός συνδυασμού των δύο (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C-617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 34, και Taricco, σκέψη 39)». (σκ.32-33 της αποφάσεως).
Το δικαστήριο, όμως, τόνισε, ότι «οι οι ποινικές κυρώσεις ενδέχεται να είναι αναγκαίες για την καταπολέμηση κατά τρόπο αποτελεσματικό και αποτρεπτικό ορισμένων περιπτώσεων σοβαρής απάτης στον τομέα του ΦΠΑ (βλ., συναφώς, απόφασηTaricco, σκέψη 39)» (σκ.34) και για τον λόγο αυτόν, «τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε, στις περιπτώσεις σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης στον τομέα του ΦΠΑ, να επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα, άλλως παραβαίνουν τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει το άρθρο 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ., συναφώς, απόφαση Taricco, σκέψεις 42 και 43)» (σκ.35).
Έτσι, κατέληξε ότι «τα κράτη αυτά πρέπει επίσης να μεριμνούν ώστε οι προβλεπόμενοι από το εθνικό δίκαιο κανόνες παραγραφής να παρέχουν τη δυνατότητα αποτελεσματικής καταστολής των εγκλημάτων που συνδέονται με τέτοιου είδους απάτες» (σκ.36).
Το δικαστήριο τόνισε ότι «όσον αφορά τις συνέπειες ενδεχόμενης ασυμβατότητας των διατάξεων του εθνικού δικαίου με το άρθρο 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο αυτό επιβάλλει στα κράτη μέλη υποχρεώσεις προς επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος μη υποκείμενες σε οποιαδήποτε αίρεση όσον αφορά την εφαρμογή των θεσπιζομένων με τις διατάξεις αυτές κανόνων (βλ., συναφώς, απόφαση Taricco, σκέψη 51). Κατέληξε δε ότι «τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ και να αφήσουν ανεφάρμοστες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου αφορώσες, μεταξύ άλλων, την παραγραφή οι οποίες, στο πλαίσιο διαδικασίας που αφορά σοβαρά εγκλήματα σχετικά με τον ΦΠΑ, εμποδίζουν την εφαρμογή κυρώσεων αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα για την καταπολέμηση της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση Taricco, σκέψεις 49 και 58). (σκ.39).
Στη συνέχεια, τόνισε ο εναπόκειται στον εθνικό νομοθέτη να προβλέψει κανόνες περί παραγραφής παρέχοντες τη δυνατότητα εκπληρώσεως των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που παραθέτει το Δικαστήριο στη σκέψη 58 της αποφάσεως Taricco. Συγκεκριμένα, στον νομοθέτη αυτόν εναπόκειται να διασφαλίσει ότι το εθνικό καθεστώς για την παραγραφή στο ποινικό δίκαιο δεν θα οδηγήσει στην ατιμωρησία μεγάλου αριθμού περιπτώσεων σοβαρής απάτης στον τομέα του ΦΠΑ ή δεν θα είναι, για τους κατηγορουμένους, πιο αυστηρό στις περιπτώσεις απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων του οικείου κράτους μέλους από ό,τι στις περιπτώσεις απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.
Εξάλλου, το δικαστήριο απεφάνθη ότι αν ο εθνικός νομοθέτης επιμηκύνει την προθεσμία παραγραφής με άμεση εφαρμογή της επιμηκύνσεως αυτής, ακόμη και για αξιόποινες πράξεις που δεν έχουν ακόμη παραγραφεί, δεν συνεπάγεται, καταρχήν, παραβίαση της αρχής «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο» (βλ., συναφώς, απόφαση Taricco, σκέψη 57 και παρατιθέμενη στη σκέψη αυτή νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).
Το δικαστήριο, στη συνέχεια τόνισε τη σημαντική θέση που κατέχει, τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις, η αρχή «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», με τις απαιτήσεις της όσον αφορά την προβλεψιμότητα, τη σαφήνεια και τη μη αναδρομικότητα της εφαρμοστέας ποινικής νομοθεσίας (σκ.51).
Κατέληξε δε ότι η υποχρέωση διασφαλίσεως αποτελεσματικής εισπράξεως των ιδίων πόρων της Ένωσης δεν μπορεί να αντιστρατεύεται την εν λόγω αρχή (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2012, Belvedere Costruzioni, C-500/10, EU:C:2012:186, σκέψη 23). (σκ.52).
Παρέθεσε δε τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, το οποίο έχει κρίνει, σχετικά με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, ότι, δυνάμει της αρχής αυτής, «οι ποινικές διατάξεις πρέπει να πληρούν ορισμένες απαιτήσεις προσβασιμότητας και προβλεψιμότητας όσον αφορά τόσο τον ορισμό του εγκλήματος όσο και τον καθορισμό της ποινής (βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 15ης Νοεμβρίου 1996, Cantoni κατά Γαλλίας, CE:ECHR:1996:1115JUD001786291, § 29, της 7ης Φεβρουαρίου 2002, E.K. κατά Τουρκίας, CE:ECHR:2002:0207JUD002849695, § 51, της 29ης Μαρτίου 2006, Achour κατά Γαλλίας, CE:ECHR:2006:0329JUD006733501, § 41, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, OAO Neftyanaya Kompaniya Yukos κατά Ρωσίας, CE:ECHR:2011:0920JUD001490204, § 567 έως 570)». (σκ.55), και υπογράμμισε ότι « η απαίτηση σαφούς νομοθετικής προβλέψεως, η οποία είναι συμφυής με την αρχή αυτή, συνεπάγεται ότι ο νόμος πρέπει να καθορίζει σαφώς τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές με τις οποίες τιμωρούνται οι πράξεις αυτές. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν ο πολίτης έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει, με βάση το γράμμα της οικείας διατάξεως και, εν ανάγκη, με τη βοήθεια της ερμηνείας που δίδεται στη διάταξη αυτή από τα δικαστήρια, ποιες πράξεις και παραλείψεις συνεπάγονται την ποινική ευθύνη του (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C-72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 162)» (σκ.56). Τόνι δε ότι «η αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου αποκλείει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα του δικαστή, κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας, είτε να επιβάλλει ποινικές κυρώσεις σε συμπεριφορά που δεν απαγορεύεται από εθνικό κανόνα θεσπισθέντα πριν από την τέλεση του εγκλήματος το οποίο αφορά η κατηγορία είτε να επιτείνει το καθεστώς ποινικής ευθύνης αυτών κατά των οποίων στρέφεται μια τέτοια διαδικασία (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2016, Ognyanov, C-554/14, EU:C:2016:835, σκέψεις 62 έως 64 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία)» (σκ.57).
Κατέληξε δε ότι «το άρθρο 325, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι επιβάλλει στον εθνικό δικαστή να μην εφαρμόσει, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που αφορά εγκλήματα σχετικά με τον ΦΠΑ, εθνικές διατάξεις περί παραγραφής που εμπίπτουν στο εθνικό ουσιαστικό δίκαιο και εμποδίζουν την επιβολή ποινικών κυρώσεων αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων σοβαρής απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ή προβλέπουν βραχύτερες προθεσμίες παραγραφής για τις περιπτώσεις σοβαρής απάτης σε βάρος των εν λόγω συμφερόντων σε σχέση με τις περιπτώσεις απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων του οικείου κράτους μέλους, εκτός αν μια τέτοια μη εφαρμογή συνεπάγεται παραβίαση της αρχής «ουδέν έγκλημα, ουδεμία ποινή χωρίς νόμο», λόγω ελλείψεως σαφήνειας του εφαρμοστέου νόμου, ή λόγω αναδρομικής εφαρμογής νομοθεσίας που επιβάλλει αυστηρότερες προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ποινικής ευθύνης σε σχέση με αυτές που ίσχυαν κατά τον χρόνο τελέσεως του εγκλήματος».