Γραμματικό, Φυλή, Σχιστό, Ελαιώνας, Παπάγου, Κορωπί, Μαρκόπουλο, Σπάτα, Παιανία, Μέγαρα. Είναι τα «καυτά» σημεία στον χάρτη της Αττικής όπου εξετάζεται να δημιουργηθούν υποδομές διαχείρισης ή διάθεσης απορριμμάτων. Μια διαδικασία που αποδεικνύεται ιδιαιτέρως δύσκολη και χρονοβόρα, με τους αρμοδίους στην Περιφέρεια Αττικής και στον ΕΔΣΝΑ (Ενιαίο Διαβαθμιδικό Σύνδεσμο Νομού Αττικής) να βρίσκονται μπλεγμένοι στα… μαθηματικά της προσθαφαίρεσης προκειμένου το τελικό άθροισμα των παλιών και νέων εγκαταστάσεων να μπορεί να καλύψει τη διαχείριση του συνόλου των σκουπιδιών.
Σύμφωνα με το Βήμα το στοίχημα που καλούνται να κερδίσουν είναι να μην ανοίξει… μύτη στις τοπικές κοινωνίες, αλλά και να μη δημιουργηθεί «χρονικό κενό» μεταξύ της δημιουργίας και λειτουργίας των νέων εγκαταστάσεων και του κορεσμού των παλαιών. Η εξίσωση ωστόσο δείχνει δύσκολη, καθώς ήδη στους Δήμους Κρωπίας, Πετρούπολης και Μάνδρας επικρατεί μεγάλος αναβρασμός, με τους δημοτικούς άρχοντες να αντιδρούν στη λειτουργία εγκαταστάσεων διαχείρισης απορριμμάτων σε λατομεία των περιοχών τους.
Για αυτό σε πρώτη φάση, όπως αναφέρει στο «Βήμα» η αντιπρόεδρος της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΕΔΣΝΑ κυρία Αφροδίτη Μπιζά, θα παραταθεί η διαβούλευση της πρότασης για τα ανενεργά λατομεία του Λεκανοπεδίου που μπορούν να αποτελέσουν χώρους για την υποδοχή εγκαταστάσεων διαχείρισης απορριμμάτων, στο πλαίσιο της υλοποίησης του Περιφερειακού Σχεδιασμού Διαχείρισης Απορριμμάτων (ΠΕΣΔΑ) Αττικής. «Οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν αφού ολοκληρωθεί η διαβούλευση, εκτιμώ εντός του Δεκεμβρίου» σημειώνει η κυρία Μπιζά.
«Σωσίβιο» και πάλι η Φυλή
Παράλληλα, η εξεύρεση των κατάλληλων περιοχών που θα υποδεχθούν τις υποδομές για τα απορρίμματα και η ολοκλήρωση της κατασκευής τους θα πρέπει να συνδεθούν με την απόσυρση των παλαιών. Πρόσφατα η παράταση του χρόνου ζωής του Χώρου Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) Φυλής έδωσε στην Περιφέρεια Αττικής ένα χρονικό περιθώριο τριών ετών (ένα έτος υπόλοιπο ζωής συν δύο χρόνια η παράταση) για την υλοποίηση του σχεδιασμού της. Αφορά την επέκταση του Β’ κυττάρου κατά 108 στρέμματα.