Το ICTY ιδρύθηκε στις 25 Μαΐου του 1993, από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με εντολή να εκδικάσει υποθέσεις εγκλημάτων πολέμου που διαπράχθηκαν στον χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας
Tο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Γιουγκοσλαβία (ICTY) θα πάψει να υπάρχει στις 31 Δεκεμβρίου, μετά από σχεδόν 25 χρόνια λειτουργίας. Η επίσημη τελετή ολοκλήρωσης των εργασιών του δικαστηρίου θα πραγματοποιηθεί σήμερα, στη Χάγη, παρουσία του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτιέρες και εκπροσώπων των χωρών με τις οποίες ασχολήθηκε το δικαστήριο.
Το ICTY ιδρύθηκε στις 25 Μαΐου του 1993, από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, με εντολή να εκδικάσει υποθέσεις εγκλημάτων πολέμου που διαπράχθηκαν στο χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Συνολικά, δικάστηκαν 161 κατηγορούμενοι και οι περισσότεροι από τους μισούς ήταν Σέρβοι. Καταδικάστηκαν 90 άτομα. Σε έξι κατηγορούμενους επιβλήθηκε η ποινή της ισοβίου κάθειρξης ενώ εφτά κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν για γενοκτονία.
Ενδιαφέρον είναι το στοιχείο ότι εφτά κατηγορούμενοι απεβίωσαν, από φυσικά αίτια, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη η δίκη τους, και ο ένας απ’ αυτούς ήταν και ο πρώην πρόεδρος της Σερβίας Σλομπόνταν Μιλόσεβιτς. Στις φυλακές του δικαστηρίου της Χάγης έγιναν και τρεις αυτοκτονίες. Δύο κατηγορούμενοι, οι Σερβοκροάτες Μίλαν Μπάμπιτς και Σλάβκο Ντοκμάνοβιτς κρεμάστηκαν στο κελί τους, ενώ στην τελευταία δίκη ο Κροάτης Σλομπόνταν Πλάλιακ αυτοκτόνησε πίνοντας δηλητήριο την ώρα που του απαγγέλλονταν η καταδικαστική απόφαση από τον πρόεδρο του δικαστηρίου.
Στα 25 χρόνια λειτουργίας του δικαστηρίου έγιναν 10.800 συνεδριάσεις, κατέθεσαν 4.650 μάρτυρες και καταχωρήθηκαν στα πρακτικά 2,5 εκατομμύρια σελίδες υλικό.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα δικαστήρια της Νυρεμβέργης και του Τόκυο, το ICTY είναι το πρώτο διεθνές ποινικό δικαστήριο που συστάθηκε για να εκδικάσει εγκλήματα πολέμου. Η αποστολή του ήταν να καταστήσει σαφές ότι τα εγκλήματα δεν θα μένουν ατιμώρητα ακόμη και όταν διαπράττονται σε πολέμους που δεν έχουν λάβει παγκόσμια διάσταση. Πάνω σ΄ αυτήν τη βάση ιδρύθηκαν αργότερα τα δικαστήρια στη Ρουάντα και την Σιέρρα Λεόνε.
Ο πρώην εισαγγελέας του δικαστηρίου, Τζέφρι Νάις, που χειρίστηκε την υπόθεση Μιλόσεβιτς, εξέφρασε επιφυλάξεις για την επιτυχία της αποστολής του δικαστηρίου. Ο κ. Νάις σε συνέντευξη του, χθες, στην εφημερίδα The Guardian του Λονδίνου επισημαίνει ότι η παρέμβαση πολλές φορές ισχυρών κρατών στο έργο της Δικαιοσύνης περιόρισε τις δυνατότητες του δικαστηρίου.
Ειδικότερα για τη Σρεμπρένιτσα, ο Τζέφρι Νάις επισημαίνει ότι ποτέ δεν διερευνήθηκε η παθητική στάση που τήρησαν οι ΗΠΑ, η Μ. Βρετανία και η Γαλλία ενώ συντελούνταν μία ανθρωπιστική καταστροφή, όπως και το γεγονός ότι αρνήθηκαν να υποστηρίξουν στρατιωτικά την ολλανδική ειρηνευτική δύναμη που βρισκόταν στην περιοχή. «Εφόσον συνέβη αυτό μήπως τα ισχυρά αυτά κράτη αποκάλυψαν στον Μιλόσεβιτς ότι αν επιτεθούν οι Σέρβοι στη Σρεμπρένιτσα δεν θα γίνουν αεροπορικοί βομβαρδισμοί;» διερωτάται ο Τζέφρι Νάις. Ο πρώην εισαγγελέας του δικαστηρίου της Χάγης καταγγέλλει στη συνέντευξη του στην εφημερίδα του Λονδίνου, ότι πολλές φορές γινόταν παρεμβάσεις δυτικών χωρών για να «καθαρίσουν» πραγματικά, ιστορικά στοιχεία που ήταν επιβαρυντικά για τις ίδιες αλλά και για την Σερβία.
Το ICTY πέρα από την απόδοση δικαιοσύνης είχε και μία εξίσου σημαντική αποστολή. Αυτή ήταν να δημιουργήσει την αίσθηση ότι για τα εγκλήματα ευθύνονται συγκεκριμένα άτομα που έχουν ονοματεπώνυμο και όχι οι λαοί στο σύνολό τους. Να δημιουργήσει, δηλαδή, τις προϋποθέσεις για τη συμφιλίωση και ομαλή συμβίωση διαφόρων εθνικών κοινοτήτων που βρέθηκαν αντιμέτωπες κατά την διάρκεια των πολέμων. Κατά γενική εκτίμηση αυτή η αποστολή δεν επετεύχθη. Στην Σερβία θεωρήθηκε αντισερβικό δικαστήριο, επειδή τα 2/3 των κατηγορουμένων ήταν Σέρβοι, ενώ παραβλέπεται το γεγονός ότι στα περισσότερα εγκλήματα συμμετείχαν οι σερβικές ένοπλες δυνάμεις. Στην Κροατία, επίσης, εκφράζεται οργή κυρίως για τις τελευταίες αποφάσεις του δικαστηρίου που ενοχοποιούν το κροατικό κράτος και τον πρώτο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Φράνιο Τούτζμαν, για συμμετοχή σε οργανωμένο εγκληματικό σχέδιο κατά της Βοσνίας. Δυσαρέσκεια εκφράζεται και από τους Βόσνιους, που πιστεύουν ότι δεν αποδόθηκε στο βαθμό που έπρεπε δικαιοσύνη για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά του μουσουλμανικού πληθυσμού.
Έτσι, 25 χρόνια μετά την ίδρυση του δικαστηρίου της Χάγης και τις δεκάδες καταδικαστικές αποφάσεις, φαίνεται ότι «η κάθαρση» που επιδιώκονταν δεν επήλθε. Στη Σερβία και την Κροατία οι εγκληματίες πολέμου ανακηρύσσονται ήρωες, δίδονται τα ονόματα τους σε κεντρικές οδούς, ενώ τα εγκλήματα που διέπραξαν γιορτάζονται ως εθνικές νίκες. Η συμβίωση δεν συνέβη και οι λαοί πορεύονται ο ένας δίπλα στον άλλον χωρίς να επικοινωνούν.