Των Νικήτα Παπαντωνίου και Στέλιου Ορφανάκη
Από τον Δεκέμβριο του 2009 μέχρι τον Οκτώβριο του 2017 όπου υπάρχουν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η τραπεζική χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα μειώθηκε κατά 63 δισ. ευρώ για το σύνολο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Μετά από διάφορες συγχωνεύσεις και εξαγορές, οι τράπεζες που έχουν κυρίαρχο ρόλο είναι οι τέσσερις συστημικές και σε αυτές οφείλεται κυρίως η μείωση των δανείων και η αρνητική πιστωτική επέκταση. Η κρίση χρέους οδήγησε την ελληνική οικονομία σε μείωση του ΑΕΠ αθροιστικά κοντά στο 27% την περίοδο 2008-2016. Ως αποτέλεσμα ήταν η κατακόρυφη αύξηση των “κόκκινων δανείων”, ενώ η εφαρμογή του PSI οδήγησε τις τράπεζες σε τεράστια μείωση των ιδίων κεφαλαίων. Έτσι οι τράπεζες μετατράπηκαν από πιστωτικά ιδρύματα σε “εταιρείες” διαχείρισης επισφαλών απαιτήσεων, χάνοντας τον βασικό ρόλο ύπαρξή τους τους καθώς και την κύρια πηγή κερδοφορίας τους που είναι η πιστωτική επέκταση.
Οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες, ΕΤΕ, ΑΛΦΑ, ΕΥΡΩΒ, ΠΕΙΡ που βρίσκονται εδώ και τρία χρόνια υπό τον έλεγχο της Ε.Κ.Τ το Σεπτέμβριο του 2017 είχαν δανειακό χαρτοφυλάκιο αξίας 211 δισ. ευρώ (Gross Loans) το οποίο μετά τις προβλέψεις περιορίζεται στα 147,7 δισ. ευρώ (Net Loans).
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αλλάζει. Οι ελληνικές τράπεζες μικραίνουν για να αυξήσουν τη χρηματοοικονομική σταθερότητά τους. Μικραίνουν πουλώντας συμμετοχές σε περιοχές των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης, όπου η οικονομία τους καλπάζει, με σκοπό την αύξηση του core-tier1 (CET1). Αυτός ο τρόπος αποεπένδυσης που ακολουθούν τις αναγκάζει να περιοριστούν στην ελληνική αγορά. Μια ελληνική αγορά που βρίσκεται χωρίς κανένα σοβαρό βηματισμό ανάπτυξης. Ενδεικτικό της δύσκολης κατάστασης που βρίσκονται οι τέσσερις συστημικές τράπεζες είναι ότι το σύνολο των αναβαλλόμενων φόρων είναι κοντά στα 20 δισ. ευρώ (19,5), ένα γεγονός που δείχνει την ανάγκη ενός “μαξιλαριού” για να αντιμετωπιστούν τόσο οι φορολογικές επιβαρύνσεις του μέλλοντος όσο και τα δυνητικά κεφάλαια που θα απαιτηθούν ύστερα από τα stress tests. Οι αναβαλλόμενοι φόροι θεωρούνται assets, όμως προσμετρούνται ακόμη ως κεφαλαιακό μαξιλάρι σε περιπτώσεις ανάγκης όπως τα stress tests.
Προσπαθώντας να απαντήσουμε στο ερώτημα κατά πόσο οι συστημικές τράπεζες μας είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, παραθέτουμε τον παρακάτω πίνακα:
Όπως φαίνεται η Εθνική Τράπεζα και η Alpha έχουν την καλύτερη κεφαλαιακή διάρθρωση, καθώς σχεδόν το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων χαρακτηρίζεται από τον ρευστοποιήσιμο χαρακτήρα τους. Αντίθετα, η μεν Πειραιώς έχει ένα μεγάλο ποσό σε μετατρέψιμα ομολογιακά της τάξης των 2 δισ. ευρώ, η δε Eurobank έχει ακόμη 950 εκατομμύρια ευρώ σε προνομιούχες μετοχές.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα των τραπεζών, που πιέζει την κερδοφορία τους, είναι το χρηματοδοτικό κενό (FGAP). Από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες το μεγαλύτερο πρόβλημα το εμφανίζει η Alpha Βank, ενώ η Εθνική Τράπεζα δεν έχει κανένα πρόβλημα, απεναντίας είναι στο +6,5 δισ. ευρώ.
Μεσοπρόθεσμα, η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η εφαρμογή των σχεδίων αναδιάρθρωσης αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για τη δια- τήρηση του κεφαλαιακού αποθέματος των ελληνικών τραπεζικών ομίλων σε ικανοποιητικό επίπεδο. Για τη μελέτη του χρηματοδοτικού κενού ας δούμε τον παρακάτω πίνακα:
Το χρηματοδοτικό κενό οι τράπεζες το καλύπτουν από E.L.A, η E.C.B καθώς και η διατραπεζική-repos που σιγά σιγά ξαναεμφανίστηκαν μετά από το επεισοδιακό 1ο εξάμηνο του 2015. Δυστυχώς αυτά τα εργαλεία έχουν αυξημένο κόστος και πιέζουν περαιτέρω την κερδοφορία τους ή είναι μικρού χρονικού διαστήματος, όπως η διατραπεζική-repos αγορά και επομένως η χρήση τους είναι αναγκαστικά περιορισμένη μέσα στο αβέβαιο περιβάλλον της Ελληνικής οικονομίας. Οι τράπεζες προτιμούν ως μέσο χρηματοδότησης τις καταθέσεις. Επομένως τα 18 δισ. ευρώ, τα οποία δανείζονται οι συστημικές τράπεζες (εκτός Εθνικής τράπεζας) από άλλες πηγές, θα τα υποδεχόντουσαν πολύ ευχάριστα μέσω καταθέσεων από νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Τέλος αξίζει να σημειωθούν κάποια βασικά στοιχεία από τα κόκκινα δάνεια των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Τα NPLs (Μη εξυπηρετούμενα δάνεια με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών) βρίσκονται στο 35,8% ενώ τα NPEs (Μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα) βρίσκονται στο 50,3%, δείχνοντας το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες με τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται επαρκώς. Με αυτήν την κατάσταση οι τράπεζες έχουν ουσιαστικά 4 επιλογές:
1. Διαγραφή δανείων
2. Ρύθμιση δανείων
3. Πώληση δανείων με το μικρότερο αντίκτυπο στον ισολογισμό
4. Ρευστοποίηση εξασφαλίσεων μέσω πλειστηριασμού
Το “portfolio” επιλογών πρέπει να έχει κοινωνικό πρόσημο, επιμερισμό ευθύνης και σωστά κριτήρια, ώστε να έχει το απαιτούμενο αποτέλεσμα. Χωρίς αυτά δεν θα υπάρχει κοινωνική και οικονομική ισορροπία, ώστε τελικά οι τράπεζες να πετύχουν την αποστολή τους, δηλαδή την υγιή πιστωτική επέκταση, που είναι τόσο απαραίτητη για την ανάταση της ελληνικής οικονομίας.
* Ο κ. Νικήτας Παπαντωνίου είναι πρώην CFO της Nobacco και αναλυτής της Eurobank και νυν σύμβουλος στο ΕΒΕΑ, πολιτικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, που έχει περάσει από τη διαδικασία του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών μετέχοντας στις επιτροπές Οικονομίας, Ανάπτυξης και Ενέργειας
** Ο κ. Στέλιος Ορφανάκης είναι Καθηγητής (M.Sc) Φυσικών και Θετικών Επιστημών στη Δημόσια Εκπαίδευση, έχει εξειδικευθεί στην Τραπεζική Διοίκηση και σε Παράγωγα Προϊόντα, έχει εργαστεί και ως Επενδυτικός Σύμβουλος στην Ιδιωτική Τραπεζική (Alpha Private Bank – Όμιλος ALPHA BANK). Από τον Ιανουάριο του 2017 είναι πολιτικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας μέσω της διαδικασίας αξιολόγησης του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών.