Ανατράπηκε απόφαση του Κακουργιοδικείου Πάφου από το Ανώτατο Δικαστήριο, που αύξησε την ποινή φυλάκισης 36χρονου από 18 μήνες σε 3 χρόνια, αναφορικά με υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του πως, με γνώμονα ότι η υπόθεση αφορά παιδί 6 ½ ετών και η ανώτατη προνοούμενη ποινή είναι αυτή της ισόβιας φυλάκισης και, λαμβάνοντας υπόψη την επιτακτική ανάγκη γενικής αποτροπής ως εκ της παρατηρούμενης έξαρσης, θεωρεί ότι η ποινή των 18 μηνών που το Κακουργιοδικείο επέβαλε πρέπει να αντικατασταθεί με ποινή 3 ετών φυλάκισης.
Επισημαίνει ότι αν εξέλιπε ο παράγων της παραδοχής στα σεξουαλικά αδικήματα, ιδιαίτερα εναντίον μικρών παιδιών, και τα προσωπικά προβλήματα του εφεσίβλητου, η ποινή θα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη.
Η Δημοκρατία, ασκώντας την έφεση, εισηγήθηκε ότι πρόκειται περί έκδηλα ανεπαρκούς ποινής (1ος λόγος έφεσης), ότι το Κακουργιοδικείο δεν εφάρμοσε ορθά τις αρχές της νομολογίας και υπέπεσε σε σφάλμα αρχής σε σχέση με το ύψος της προβλεπόμενης ποινής εφόσον με την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου η ανώτατη προβλεπόμενη ποινή είναι η δια βίου φυλάκιση (2ος λόγος έφεσης).
Το Ανώτατο στην απόφασή του σημειώνει επίσης την ανάγκη, όπως οι ποινές σε τέτοιας φύσεως αδικήματα, τα οποία στρέφονται εναντίον παιδιών, είναι αυστηρές, εφόσον το προστατευόμενο αγαθό είναι ακριβώς τα παιδιά και όσο μικρότερη είναι η ηλικία αυτών, τόσο πιο έντονη είναι η ανάγκη να προστατευθούν, γι΄ αυτό και η διαβάθμιση που προκύπτει από τον ίδιο το νόμο είναι ότι όταν το παιδί – θύμα είναι κάτω των 13 ετών η προνοούμενη ποινή είναι αυτή της ισόβιας φυλάκισης.
Αυτό, συνεχίζει στην απόφαση του το Ανώτατο,” συναρτάται και με την αντίστοιχη αδυναμία του θύματος να προστατευθεί από σεξουαλικές ορέξεις ατόμων ειδικά του φιλικού -οικογενειακού περιβάλλοντος του και την εγγενή δυσκολία έκφρασης παραπόνου ως προς το ανάλογο βίωμα μιας τέτοιας τραυματικής εμπειρίας”.
Αναφέρει ακόμη πως το θύμα, λόγω της ηλικίας του, ήταν εύκολη λεία σε άτομα, όπως τον εφεσίβλητο. Υπήρξε ωστόσο σημειώνει, ευτυχής συγκυρία ότι δημιουργήθηκαν υποψίες στο οικογενειακό περιβάλλον της μικρής πως κάτι κακό συνέβαινε και η μικρή μπόρεσε να εκφράσει την εμπειρία της σε σύντομο χρόνο και να κινητοποιηθεί ο μηχανισμός των αρμοδίων αρχών εναντίον του εφεσίβλητου.
Σημειώνει ότι το Κακουργιοδικείο, παρά το ότι, φραστικά, απέδωσε τη σοβαρότητα του αδικήματος καθώς και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής, φαίνεται ότι δεν πραγμάτωσε το στόχο αυτό με την επιλογή της ποινής των 18 μηνών. Πρόκειται, κατά την κρίση μας, προσθέτει, για έκδηλα ανεπαρκής ποινή, και η επέμβαση του Εφετείου είναι αναγκαία.
Επιβαλλόταν η ποινή του πρωτόδικου δικαστηρίου, χωρίς να αγνοεί τις περιστάσεις του εφεσίβλητου, να αντανακλά ακριβώς την ανάγκη προστασίας ανηλίκων θυμάτων από επίδοξους παραβάτες, με δεδομένη μάλιστα την ανησυχητική αύξηση διάπραξης τέτοιων αδικημάτων, όπως μπορούμε να διαγνώσουμε από τις ενώπιον μας υποθέσεις, αναφέρεται.
Το αδίκημα διαπράχθηκε στις 13.10.2016, όταν ο εφεσίβλητος (φιλικό προς την οικογένεια της ανήλικης άτομο) και ενώ η ανήλικη βρισκόταν υπό την εποπτεία της μητέρας του εφεσίβλητου, την πήρε μαζί με ακόμα ένα συγγενικό του παιδί να παίξουν στην αυλή της οικίας του. Ο εφεσίβλητος συλληφθείς για την υπόθεση παραδέχθηκε ενοχή.