Η Γερμανία και η Γαλλία είναι βασικοί παράγοντες στις σχέσεις της ΕΕ με την Ρωσία. Και οι δύο έχουν στο παρελθόν θέσει ως προτεραιότητα τη Ρωσία έναντι των άλλων χωρών στον μετά-σοβιετικό χώρο. Παραδοσιακά είναι οι πιο σημαντικοί ομόλογοι της Μόσχας στις “διμερείς” σχέσεις της προς την ΕΕ, με άλλα λόγια, η εστίασή της σε μεγάλα κράτη-μέλη της ΕΕ παραμελώντας παράλληλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τα μικρότερα κράτη, και προσπαθώντας συχνά να εκμεταλλευτεί τις διαφωνίες τους. Μέχρι πρόσφατα, το Βερολίνο και το Παρίσι ήταν οι κύριοι φορείς μιας στρατηγικής εταιρικής σχέσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Μόσχας. Η Μόσχα από την πλευρά της, τις χαρακτήρισε ως τους δύο πιο σημαντικούς στρατηγικούς εταίρους στην Ευρώπη.
Ωστόσο οι σχέσεις μεταξύ Γερμανίας, Γαλλίας και Ρωσίας διαφέρουν σημαντικά -όπως έκαναν εδώ και πολύ καιρό, τα κίνητρα πίσω από τη γερμανική και τη γαλλική πολιτική προς τη Ρωσία. Η γερμανική στάση απέναντι στη Ρωσία διαμορφώνεται (και έχει διαμορφωθεί) από την κληρονομιά του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το DNA της Ostpolitik του Willy Brand είναι βαθιά χαραγμένο στη γερμανική συλλογική μνήμη ως μια βασική συμβολή στη γερμανική ενοποίηση και στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Για μεγάλο μέρος της μετά τον Ψυχρό πόλεμο περιόδου, ενέπνευσε την γερμανική πεποίθηση ότι η “αλλαγή μέσω της προσέγγισης” τελικά θα οδηγούσε στην ενοποίηση της εκδημοκρατισμένης Ρωσίας στην ευρωπαϊκή πολιτική τάξη και τάξη ασφάλειας -και αυτομάτως θα είχε θετικό αντίκτυπο σε ολόκληρη τη μετασοβιετική περιοχή.
Επιπλέον, η στενή συνεργασία με τη Ρωσία θεωρούνταν επίσης μια απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξη των χωρών της Ανατολικής Κεντρικής Ευρώπης στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ -άλλη μία βασική αποστολή της ενωμένης Γερμανίας στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές του 2000. Οι πολιτικές σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας υποστηρίζονταν από την αυξανόμενη οικονομική εξάρτηση.Ήδη στην εποχή της Σοβιετίας, η Γερμανία ήταν ο μεγαλύτερος Δυτικός εμπορικός εταίρος της Μόσχας. Αυτή η τάση συνεχίζεται μέχρι σήμερα παρά τις αμοιβαίες κυρώσεις, ενώ η Γερμανία εξαρτάται ακόμη σε μεγάλο βαθμό για τις εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία.
Η εικόνα των γαλλό-ρωσικών σχέσεων μοιάζει πολύ διαφορετική. Η Γαλλία καταλαμβάνει μία μικρή μόνο θέση στο εξωτερικό εμπόριο της Ρωσίας. Ενώ η Γερμανία επιδιώκει την ενεργειακή μετάβαση, η Γαλλία στηρίζεται στην πυρηνική ενέργεια και ως εκ τούτου είναι πολύ λιγότερο εξαρτημένη από τη Ρωσία και το βασικό εξαγώγιμο προϊόν. Από μια γαλλική άποψη, η πολιτική εταιρική σχέση μεταξύ των δύο χωρών ξεδιπλώθηκε περισσότερο σε διεθνές επίπεδο, όπου η Γαλλία και η Ρωσία μοιράζονται αρκετά βασικά χαρακτηριστικά: και οι δύο έχουν μόνιμη θέση στο συμβούλιο ασφαλείας του ΟΗΕ, και οι δύο είναι πυρηνικές δυνάμεις και θεωρούν τους εαυτούς τους μεγάλες δυνάμεις στο διεθνές σύστημα, και οι δύο έχουν συχνά θέμα με την αμερικανική διεθνή ηγεμονία. Αυτό δημιούργησε έναν συγκεκριμένο δεσμό και εμπάθεια στη γαλλική πολιτική ελίτ και κοινωνία για τα παράπονα που εξέφρασε η Ρωσία σχετικά με τη Δύση, ιδιαίτερα τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, την πολιτική της στη γειτονιά και αλλού.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχουν σημειωθεί σημαντικές αλλαγές στη γαλλική και γερμανική συμπεριφορά. Στη Γερμανία αυτή η διαδικασία αρχικά ενεργοποιήθηκε από την απογοήτευση για τα φτωχά αποτελέσματα της πολιτικής εκσυγχρονισμού του Medvedev, στην οποία οι Γερμανοί είχαν εναποθέσει σε μεγάλο βαθμό τις ελπίδες τους, και από τις συνθήκες επιστροφής του Vladimir Putin στην εξουσία. Οι εξελίξεις στην Ουκρανία το 2014 έδωσαν άλλη μία διάσταση σε αυτές τις ανησυχίες: για πρώτη φορά μετά από τον Ψυχρό Πόλεμο, οι Γερμανοί κατέληξαν να θεωρούν τη Ρωσία ως πηγή αστάθειας και απειλή για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Εάν η Ρωσία είχε εκπλαγεί από την σκληρή πολιτική του Βερολίνου λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας και του εξελισσόμενου πολέμου στο Ντονμπας οι Γερμανοί εξεπλάγησαν από την αγριότητα της αντίδρασης της Ρωσίας στις κυρώσεις της ΕΕ.
Η εκπροσώπηση της προσφυγικής κρίσης στη Γερμανία το 2015 στα ρωσικά κρατικά και στα ξενόγλωσσα ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένης και της περιβόητης “υπόθεσης Λίζα”, είχε πολύ αρνητική επίδραση στο ρωσικό προφίλ στη Γερμανία. Εάν το 2014 η πολιτική της Μόσχας προς την Ουκρανία θεωρούνταν αρνητική για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, η Ρωσία τώρα θεωρείται ότι θέτει σε κίνδυνο την σταθερότητα στη Γερμανία διασπείροντας ψευδείς ειδήσεις και προκαλώντας εντάσεις μεταξύ των κοινοτήτων. ΟΙ ρωσικές προσπάθειες το 2016 να επηρεάσουν τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ, δημιούργησαν ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία. Πριν από τις εκλογές για την γερμανική βουλή το Σεπτέμβριο του 2017, οι ενέργειες των ρωσικών ΜΜΕ και οι επαφές μεταξύ διαφόρων Ρώσων παραγόντων και του νέου ακροδεξιού κόμματος της Γερμανίας, AfD, παρατηρήθηκαν από την πλειοψηφία με μεγάλη ανησυχία. Σήμερα υπάρχει πολύ λίγη εμπιστοσύνη στη Γερμανία για τη Ρωσία.
Το Παρίσι υποστήριξε την προσέγγιση του Βερολίνου προς τη Ρωσία και την Ουκρανία και ήταν πολύ αποδυναμωμένο από την εσωτερική κρίση και την παραπαίουσα προεδρία του Francois Hollande, για να αναφέρει έναν πιο ισχυρό ρόλο. Η κοινή γνώμη στη Γαλλία ήταν λιγότερο επικριτική της πολιτικής της Ρωσίας για την Ουκρανία. Σε αντίθεση με τη Γερμανία, δύο σημαντικές πολιτικές δυνάμεις, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα υπό τον υποψήφιο για την προεδρία Francois Fillon και το ακροδεξιό εξτρεμιστικό Εθνικό Μέτωπο και η ηγέτης του Marine Le Pen, επέκριναν άγρια την πολιτική κυρώσεων της ΕΕ και ζήτησαν την ταχεία εξομάλυνση των σχέσεων με τη Ρωσία. Στη Γαλλία, όπως και στη Γερμανία, η ρωσική παρέμβαση στη Συρία από το Σεπτέμβριο του 2015 δημιούργησε έναν δεσμό μεταξύ της ευρωπαϊκής προσφυγικής κρίσης και των σχέσεων με τη Ρωσία. ΟΙ πολιτικοί παράγοντες που τάχθηκαν υπέρ της εξομάλυνσης των σχέσεων με τη Ρωσία, αισθάνθηκαν δικαιωμένοι καθώς η Μόσχα διεκδικούσε το ρόλο της στη Μέση Ανατολή και παρουσιαζόταν ως σταθεροποιητική δύναμη.
Πριν από τις γαλλικές προεδρικές εκλογές, η Ρωσία υποστήριξε ανοιχτά τους δύο βασικούς αντιπάλους του Macron, μαζί με μια οικονομική συνεισφορά προς το Εθνικό Μέτωπο. Ωστόσο, η ανάληψη της εξουσίας από τον Emmanuel Macron άλλαξε την κατάσταση σημαντικά. Ο Macron εμφανίστηκε στα χαλάσματα του γαλλικού κομματικού συστήματος, ως ένας υποψήφιος που δεν ανήκει στο κατεστημένο, με μια ευρωπαϊκή ατζέντα, ο οποίος κοιτάζει τις σχέσεις με τη Ρωσία, μέσα από το πρίσμα της ευρωπαϊκής και γαλλό-γερμανικής συνεργασίας. Οι προσπάθειες να χακάρουν και να πλήξουν την προεκλογική του εκστρατείες, των οποίων φαινομενικά τα ίχνη μπορούν να βρεθούν στη Ρωσία, τον έκαναν ακόμη πιο σκεπτικό έναντι της Μόσχας. Η γαλλική κοινή γνώμη μπορεί να είναι πιο ανοιχτή στη ρωσική αφήγηση για την Ουκρανία -ο νέος πρόεδρος και το περιβάλλον του ασφαλώς δεν είναι. Επιπλέον, και οι “Σύμμαχοι” της Ρωσίας στη γαλλική πολιτική, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και το Εθνικό Μέτωπο, υπέστησαν συντριπτικές ήττες στις εκλογές και θα πάρει χρόνο να ανασυγκροτηθούν -εάν μπορέσουν να ανακάμψουν καθόλου.
Η εσωτερική κατάσταση στη Γερμανία και στη Γαλλία παραμένει διφορούμενη. Η μεταρρυθμιστική ατζέντα του Macron θα συνεχίσει να συναντά αντίσταση. Η Merkel δεν έχει αντιμετωπίσει ποτέ παρόμοιες προκλήσεις όταν σχημάτιζε μια κυβέρνηση -το οποίο εξηγεί γιατί δεν έχει απαντήσει ακόμη στις πρωτοβουλίες του Macron. Οι δεξιές λαϊκιστικές και εξτρεμιστικές δυνάμεις που εκμεταλλεύονται τη μετανάστευση, θα είναι ένας παράγοντας που θα αξιολογηθεί και στις δύο χώρες για τα επόμενα χρόνια.
Αυτό που είναι σημαντικό να σημειώσουμε ωστόσο, είναι πως οι αντιλήψεις και οι στάσεις που διαμορφώνουν τη γαλλική και γερμανική πολιτική έναντι της Ρωσίας, έχουν αλλάξει σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Η εμπιστοσύνη στη Ρωσία έχει κλονιστεί, ιδιαίτερα με την εμπειρία των ρωσικών προσπαθειών να επηρεάσουν εκλογές. Σήμερα, οι γερμανικές και γαλλικές θέσεις αποτυπώνουν πολύ περισσότερο τον σκεπτικισμό που εντάσσεται στις “πέντε βασικές αρχές της ΕΕ για τις σχέσεις με τη Ρωσία” από ό,τι οι προηγούμενες ιδέες για μια στρατηγική συνεργασία με τη Μόσχα. Αυτό θα καταστήσει αδύνατο για τη Ρωσία να επιστρέψει έτσι απλά στις παραδοσιακές διμερείς σχέσεις. Εάν κάποια στιγμή στο μέλλον, μια ρωσική ηγεσία θέλει να ομαλοποίησε τις σχέσεις με την ΕΕ και να επανοικοδομήσει την ευρωπαϊκή ασφάλεια, θα πρέπει να λάβει υπόψη, μεταξύ πολλών άλλων πραγμάτων, την σχεδόν πλήρη κατάρρευση της εμπιστοσύνης στις σχέσεις με τη Γερμανία και τη Γαλλία.