Ὁ Χριστὸς γεννᾶται, γιὰ νὰ ἀναστήσει τὴν πεσμένη εἰκόνα. Αὐτὴ ἡ φράση τοῦ ἱεροῦ ὑμνογράφου, ἡ ὁποία ἀκούγεται στὴν ἄγνωστη γιὰ πολλούς, Ἀκολουθία τῶν Μεγάλων Ὡρῶν τῶν Χριστουγέννων, κρύβει ἕνα βαθύτατο περιεχόμενο. Ποιὰ ὅμως εἶναι αὐτὴ ἡ εἰκόνα;
Ἄν ξεφυλλίσουμε τὸ πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγ. Γραφῆς, θὰ διαβάσουμε: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεός: ‘Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ὁμοίωσιν’. ‘Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, κατ’εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν’. (Γεν. Α΄ 26-27). Σ’ αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς δύο φράσεις τῆς Γενέσεως «κατ’εἰκόνα» καὶ «καθ’ὁμοίωσιν» φανερώνεται ἡ στενότατη πνευματικὴ σχέση καὶ συγγένεια τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεὸν-Δημιουργόν του καὶ θεμελιώνεται ὁλόκληρη ἡ χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία. Ἡ καθόλου ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου εἰκονίζει τὸν Θεὸ καὶ μιὰ καὶ τὸ νόημά τοῦ ἀληθοῦς προορισμοῦ του ἔχει ἤδη προσφερθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, ἀκριβῶς διὰ τῆς «κατ’εἰκόνα» ἅμα δὲ καὶ «καθ’ὁμοίωσιν» δημιουργίας του.
Στὴν προπτωτικὴ κατάσταση ὁ ἄνθρωπος «εἰκὼν καὶ δόξα τοῦ Θεοῦ ὑπάρχων», ζοῦσε κατὰ χάριν σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό, συνομιλοῦσε μαζί Του, ὡς φίλος πρὸς φίλον καὶ ἔνοιωθε τὰ δῶρα τῆς ἀναμαρτησίας καὶ ἀθανασίας, τὰ μακάρια ἐκεῖνα δῶρα τῆς ἀρχεγόνου δικαιοσύνης. Ἀλλὰ μεσολάβησε ἡ πτώση.
Ἡ πτώση, ἡ ὁποία διετάραξε τὴν ζωὴν τῶν πρωτοπλάστων καὶ πρὸς ἀλλήλους καὶ στὴ σχέση τους πρωτίστως μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος κατ’ἀκολουθίαν μὲ τὴν πτώση του ἠμαύρωσε τὸ «κατ’εἰκόνα» του. Ἡ εἰκόνα ἔτσι ὑπέστη ἀχρείωση καὶ ζόφωση καὶ κατέστη φθαρμένη καὶ ἀλλοιωμένη. Καὶ τοῦτο, διότι καθ’ὅσον ὁ ἄνθρωπος μετεῖχε τῆς πρὸς τὸν θεῖον Ἀρχέτυπον ὁμοιότητος «διέμενεν ἐν τῷ καλῷ». Ὅταν ὅμως «ἔξω ἐγένετο τούτου, ἐγυμνώθη τοῦ κάλλους, ἐν ᾧ ἦν» ὡς λέγει ὁ Γρηγόριος Νύσσης. Αὐτήν, λοιπόν, τὴν πεσμένη εἰκόνα ξανασηκώνει ὁ γεννηθεὶς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνοίγει καὶ πάλιν τὴν ὁδὸ πρὸς τὴ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεάνθρωπος, ὡς «νέος Ἀδάμ», ὁ Χριστός, ἀνακεφαλαιώνει ἐν Ἑαυτῷ καὶ ἀναπλάσσει τὴν ὅλη ἀνθρώπινη φύση, ἀκριβῶς διὰ τῆς ὑπερφυοῦς Γεννήσεώς Του. Παραστατικότατα ὁ Μ. Ἀθανάσιος γράφει: «Ὅπως ἡ εἰκόνα ἑνὸς ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ζωγραφίζεται πάνω στὸ ξύλο, ὅταν ξεθωριάσει ἤ καὶ σβησθεῖ τελείως λόγῳ τῶν διαφόρων οὐσιῶν ποὺ πέφτουν πάνω της, εἶναι ἀνάγκη νὰ παρουσιασθεῖ ἐκ νέου αὐτὸς τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ μορφή, διὰ νὰ καταστεῖ δυνατὸν νὰ γίνει καὶ πάλι καινούργια ἡ εἰκόνα στὸ ἴδιο ξύλο, γιὰ τὴν ἀνανέωση δὲ τῆς εἰκόνος δὲν πετάγεται τὸ πρῶτο ξύλο, ἀλλὰ χρησιμοποιεῖται τὸ ἴδιο καὶ ἐπάνω σ’αὐτὸ γίνεται ἡ καινούργια μορφή, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Πανάγιος Υἱὸς τοῦ Πατρός, ἐπειδὴ εἶναι εἰκόνα τοῦ Πατρός, ἦλθε στοὺς δικούς μας τόπους γιὰ νὰ κάμει καινούργιο τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ σύμφωνα μὲ τὴν ἰδική Του εἰκόνα». Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὡραιότατα, τονίζει: «Αὐτὸ πανηγυρίζουμε καὶ αὐτὸ ἑορτάζουμε σήμερα· τὸν ἐρχομὸ τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε ἐμεῖς πρὸς τὸ Θεό…».
Ἀλλὰ ἀκόμη δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι στὴ χριστιανικὴ ὑμνολογία χρησιμοποιεῖται χρόνος ἐνεστώς. «Χριστὸς γεννᾶται», ἀναφέρει ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, σ’ὅλα τὰ τροπάριά του καὶ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ τὸ ὑπογραμμίσουμε ὅτι δὲν εἶναι σχῆμα λόγου. Ὁ χρόνος τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἀπροσδιόριστος. Οἱ ἱεροὶ Εὐαγγελιστὲς προσδιορίζουν μὲ σαφήνεια τὸ χρόνο καὶ τὸν τόπο τῆς Γεννήσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. «Ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, ἐν ἡμέραις Ἡρώδου τοῦ βασιλέως» (Ματθ. 2:1) «ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου» (Λουκ. 2:2). Καὶ ὅμως ἡ Ἐκκλησία διακηρύσσει ὅτι «Χριστὸς γεννᾶται». Εἶναι ὁ λεγόμενος λειτουργικὸς χρόνος. Τὸ διαρκὲς παρὸν τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι καὶ τὸ μέγα μυστήριο τῆς φιλανθρωπίας καὶ ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὸ ὁποῖο ἐκδηλώνεται μὲ τὴ θεία Γέννηση. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὡς ἄλλος Καλὸς Ποιμὴν «καταλιπὼν ἐν τοῖς ὑψηλοῖς τὴν ἀπλανῆ τε καὶ ὑπερκόσμιον ποίμνην, τὸ πεπλανημένον πρόβατον, τὴν ἡμετέραν φύσιν ὑπὸ φιλανθρωπίας μετέρχεται… ἵνα ζητήσῃ καὶ σώσῃ τὸ ἀπολωλός» (Γρηγ. Νύσσης). Αὐτὴ ἡ σωτηρία μπορεῖ νὰ ἰδιοποιηθεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος ἀποδεχόμενος τὴ σάρκωση τοῦ Λόγου μέσα στὸ εἶναι του. Ἔτσι ἡ Γέννηση ἀποτελεῖ ἕνα διαρκὲς παρόν. Εἶναι ἕνα πνευματικὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖο συντελεῖται στὴν κάθε ἀνθρώπινη ψυχή, ὁ ὁποία λέγει τὸ ἀποφασιστικὸ «ναί» στὸ Θεό.
Ὅλα αὐτὰ ὅμως, ἴσως ἠχοῦν, κάπως παράδοξα μέσα στὸν πλουραλισμὸ τῶν λόγων καὶ ρητορειῶν, στὴν πληθώρα τῶν διαφημιστικῶν μηνυμάτων καὶ ποικίλων ἰδεολογιῶν καὶ φιλοσοφιῶν. Ἠχοῦν ἀκόμη, ἴσως ἐνοχλητικὰ εἰς ὦτα ὀρθολογιστῶν καὶ τάχα διανοουμένων.
Ὁ κοσμικὸς ἄλλωστε τρόπος ἑορτασμοῦ τῶν Χριστουγέννων, μὲ τὸ θόρυβο καὶ τὶς μέριμνες τῶν ἡμερῶν καὶ τὶς τυποποιημένες εὐχὲς καὶ διασκεδάσεις, ἐξαφανίζει τὸ νόημα τῆς ἑορτῆς καὶ ἀποκλείει τὴν προσωπικὴ συμμετοχή. Ἔτσι, τὰ Χριστούγεννα γίνονται μία ἐμπορικὴ καὶ κοινωνικὴ εὐκαιρία, μία εὐκαιρία ἐκδρομῆς ἤ ταξιδιοῦ, μὲ ἴσως κάποια συναισθηματικὴ φόρτιση ποὺ μεταφράζεται σὲ εὐχετήριες κάρτες ἐνίοτε καὶ ἄσχετες μὲ τὴν ἑορτὴ καὶ τυπικὲς φιλανθρωπικὲς δραστηριότητες μὲ ἐλάχιστη προσωπικὴ συμμετοχή.
Ὅμως, οἱ Μάγοι δὲν ἔστειλαν τὰ δῶρα τους ταχυδρομικῶς. Ὑπεβλήθησαν σὲ μακρυνό, μακροχρόνιο, κοπιαστικὸ καὶ ἐπικίνδυνο ταξίδι γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸ Βρέφος καὶ νὰ προσφέρουν τὰ δῶρα τους. Πρῶτα ὅμως πρόσφεραν τὴν ψυχή τους καὶ κατόπιν τὰ πολύτιμα ὑλικὰ δῶρα τους.
Ἡ προσωπικὴ πορεία πρὸς τὸ Θεῖο Βρέφος, ἡ ἀποδοχὴ τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ μέσα μας προϋποθέτει αὐτὴ τὴν «ἀναχώρηση» ὄχι τυπικά, ἀλλἀ τροπικά, ὑπαρξιακά, ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ καὶ βιοτικά. Προϋποθέτει τὴν ἄσκηση τῆς πίστεως. Εἶναι ἄραγε διατεθειμένος ὁ νεοέλληνας γι’αὐτὴ τὴν ἄσκηση; Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, πάντως, θὰ παραμένει ὁ πάντοτε Ἐρχόμενος γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο.
*Τοῦ Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαθανασίου ἱεροκήρυκος τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῶν Ἀθηνῶν.