Συγκεντρωτική παρουσίαση των τροποποιήσεων σε Ποινικό Κώδικα, Κώδικες Ποινικής, Διοικητικής και Πολιτικής Δικονομίας, Κώδικα Δικηγόρων και άλλους
Στη Βουλή βρίσκεται εδώ και λίγες μέρες το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής και άλλες διατάξεις».
Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη δημοσίευση, το σχέδιο νόμου περιλαμβάνει μία σειρά τροποποιήσεων σε βασικούς κώδικες, ενώ μεγάλο ενδιαφέρον συγκεντρώνουν οι διατάξεις για τα συναινετικά διαζύγια (δείτε αναλυτικότερα εδώ).
Το σχέδιο νόμου αποτελείται από δύο μέρη: το πρώτο, το οποίο αφορά στα μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής (άρθρα 1-22) και το δεύτερο, το οποίο περιλαμβάνει διατάξεις που αφορούν τα πολιτικά, ποινικά και διοικητικά δικαστήρια.
Η συντακτική ομάδα του Lawspot συγκέντρωσε και σας παρουσιάζει αναλυτικά τις προτεινόμενες τροποποιήσεις με το νέο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ
Άρθρο 31 Τροποποίηση του Κώδικα Δικηγόρων
Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 61 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α’ 208) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η υποχρέωση προκαταβολής της παράστασης κατά τη συζήτηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων θεωρείται τυπική παράλειψη η οποία μπορεί να καλυφθεί μετά τη συζήτηση και πριν από την έκδοση της απόφασης, ύστερα από σχετική ειδοποίηση του πληρεξούσιου δικηγόρου από το δικαστήριο.»
ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ
Άρθρο 1
Το άρθρο 69 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 69
Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής
1. Αν κάποιος που τέλεσε αξιόποινη πράξη, η οποία απειλείται με ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον ενός (1) έτους, απαλλάχθηκε από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής (άρθρο 34), το δικαστήριο διατάσσει κατάλληλο για τη θεραπεία του μέτρο, εφόσον κρίνει ότι, εξαιτίας της κατάστασής του, υπάρχει κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης κίνδυνος, αν αφεθεί ελεύθερος, να τελέσει και άλλα τουλάχιστον ανάλογης βαρύτητας εγκλήματα. Η διάταξη της απόφασης που αφορά το θεραπευτικό μέτρο εκτελείται με φροντίδα της εισαγγελικής αρχής.
2. Η παρ. 1 ισχύει για όλα τα εγκλήματα κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας που απειλούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Δεν ισχύει για τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας που δεν εμπεριέχουν χρήση βίας ή απειλή βίας.
3. Κατάλληλα θεραπευτικά μέτρα είναι: (α) η νοσηλεία σε ειδικό τμήμα δημόσιου ψυχιατρικού ή γενικού νοσοκομείου, (β) η νοσηλεία σε ψυχιατρικό τμήμα δημόσιου ψυχιατρικού ή γενικού νοσοκομείου, και (γ) η υποχρεωτική θεραπεία και ψυχιατρική παρακολούθηση κατά τακτά χρονικά διαστήματα σε κατάλληλη εξωνοσοκομειακή Μονάδα Ψυχικής Υγείας ή εξωτερικά ιατρεία δημόσιου ψυχιατρικού ή γενικού νοσοκομείου.
4. Οι προϋποθέσεις επιβολής του μέτρου βεβαιώνονται με μία τουλάχιστον πραγματογνωμοσύνη που διενεργείται αμέσως μετά τη σύλληψη και με άλλη μία τουλάχιστον πραγματογνωμοσύνη που διενεργείται όσο το δυνατό πλησιέστερα προς τη δικάσιμο, που διενεργούνται από πραγματογνώμονα που επιλέγεται, κατά προτίμηση, από τον κατάλογο που τηρείται στο οικείο Πρωτοδικείο. Στις πραγματογνωμοσύνες προτείνεται και το τυχόν κατάλληλο μέτρο θεραπείας.»
Άρθρο 2
Το άρθρο 70 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 70 Διάρκεια του θεραπευτικού μέτρου
1. Στην απόφαση που διατάσσει το θεραπευτικό μέτρο ορίζεται ο μέγιστος χρόνος της διάρκειάς του, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δύο (2) έτη για τα πλημμελήματα και τα πέντε (5) έτη για τα κακουργήματα. Ένα (1) μήνα τουλάχιστον πριν από τη συμπλήρωση του χρόνου αυτού, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εκτελείται το θεραπευτικό μέτρο, μπορεί, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, να διατάξει την παράταση του μέτρου ή την αντικατάστασή του με άλλο για τον ίδιο κατά ανώτατο όριο χρόνο, εφόσον τούτο επιβάλλεται για τις ανάγκες της θεραπείας και εξακολουθούν να υπάρχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 69. Πριν από την έκδοση της απόφασης, το δικαστήριο καλεί τον θεραπευόμενο και τον συνήγορο του, καθώς και τη διεύθυνση της μονάδας όπου εκτελείται το μέτρο, να διατυπώσουν τις απόψεις τους.
2. Το ίδιο δικαστήριο, κάθε έτος, τηρώντας την ίδια διαδικασία, αποφασίζει αν το θεραπευτικό μέτρο που έχει επιβληθεί πρέπει να εξακολουθήσει ή να αντικατασταθεί με άλλο. Μπορεί όμως και οποτεδήποτε, με αίτηση του εισαγγελέα, του θεραπευομένου ή της διεύθυνσης της μονάδας όπου εκτελείται το μέτρο, μετά από εισήγηση του θεράποντος ιατρού, να διατάξει την άρση ή την αντικατάστασή του. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, απαιτείται να υπάρχει στην απόφαση ειδική αιτιολογία ως προς την ανάγκη διατήρησης του θεραπευτικού μέτρου. Νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από την απόρριψη της προηγούμενης.
3. Στη διαδικασία ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου του παρόντος άρθρου, καθώς και ενώπιον του Εφετείου σε περίπτωση άσκησης έφεσης, αν ο θεραπευόμενος δεν έχει συνήγορο, διορίζεται συνήγορος αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 340 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.»
Άρθρο 3
Μετά το άρθρο 70 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται άρθρο 70Α ως εξής:
«Άρθρο 70Α Μέτρα θεραπείας ατόμων μειωμένου καταλογισμού λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής
1. Αν κάποιος τέλεσε αξιόποινη πράξη λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής που μειώνει σημαντικά τον καταλογισμό του (άρθρο 36 παρ. 1) και η πράξη του απειλείται με ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον ενός (1) έτους, το δικαστήριο, εκτός από την επιβολή μειωμένης ποινής (άρθρο 83), διατάσσει την εισαγωγή του σε ψυχιατρικό παράρτημα καταστήματος κράτησης ή, σε περίπτωση αναστολής εκτέλεσης της ποινής του, τα θεραπευτικά μέτρα της παρ. 3 του άρθρου 69, εφόσον κρίνει ότι συντρέχει ο κίνδυνος της παρ. 1 του άρθρου 69. Οι παρ. 2 και 4 του άρθρου 69 έχουν και στην περίπτωση αυτή εφαρμογή.
2. Η εκτέλεση του μέτρου γίνεται αμέσως μετά από την έκδοση της απόφασης, με φροντίδα της εισαγγελικής αρχής.
3. Το άρθρο 70 εφαρμόζεται αναλόγως. Μετά την ολοκλήρωση του θεραπευτικού μέτρου, ο καταδικασθείς εκτίει την ποινή του, εφόσον δεν έχει ανασταλεί η εκτέλεσή της. Από την ποινή αφαιρείται ο χρόνος νοσηλείας στο ψυχιατρικό παράρτημα καταστήματος κράτησης ή στις μονάδες των περίπτ. α’ και β’ της παρ. 3 του άρθρου 69. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο του τόπου εκτέλεσης του μέτρου μπορεί όμως να διατάξει τη μη έκτιση της ποινής, αν το έγκλημα για το οποίο επιβλήθηκε είναι πλημμέλημα.»
Άρθρο 21
Καταργούμενες και μεταβατικές διατάξεις
1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται τα άρθρα 38 έως 41 του Ποινικού Κώδικα και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
2. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου εκτελείται η ποινή που προβλέπεται στα καταργούμενα άρθρα 38 έως 41 του Ποινικού Κώδικα, αποφασίζει αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του κρατουμένου σχετικά με την αντικατάσταση της ποινής από το μέτρο του άρθρου 70Α του Ποινικού Κώδικα. Η ποινή της φυλάκισης ή της κάθειρξης που έχει επιβάλλει το δικαστήριο κατ’ εφαρμογή του καταργούμενου άρθρου 40 του Ποινικού Κώδικα, εκτελείται σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 70Α του Ποινικού Κώδικα, μετά την ολοκλήρωση του μέτρου θεραπείας.
3. Μέτρο που έχει επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 69 του Ποινικού Κώδικα και δεν έχει ολοκληρωθεί, εκτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Εντός τριών (3) μηνών, από την έναρξη ισχύος του παρόντος, ο εισαγγελέας που ορίζεται στο άρθρο 18, εξετάζει όλους του φακέλους των προσώπων που τελούν υπό το καθεστώς του άρθρου 69 του Ποινικού Κώδικα.
Σημείωση: Βλέπε και άρθρα 9-20 (Κεφάλαιο Γ΄) σχετικά με τους κανόνες εκτέλεσης των μέτρων θεραπείας των άρθρο 69 και 70Α του Ποινικού Κώδικα.
Άρθρο 27
Τροποποίηση του άρθρου 358 του Ποινικού Κώδικα
Το άρθρο 358 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 358
Παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή και της συμφωνίας για επικοινωνία
1. Όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο ή προκύπτει από συμφωνία που έχει επικυρώσει ο συμβολαιογράφος κατά το άρθρο 1441 του Αστικού Κώδικα, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχτεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους.
2. Όποιος με πρόθεση δεν συμμορφώνεται σε συμφωνία που επικυρώθηκε από συμβολαιογράφο κατά το άρθρο 1441 του Αστικού Κώδικα και αφορά την επικοινωνία των ανήλικων τέκνων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.»
ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο 4
Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Για τους κατηγορουμένους που εμφανίζουν ψυχική ή διανοητική διαταραχή ως περιοριστικός όρος είναι δυνατόν να διατάσσεται ένα από τα μέτρα της παρ. 3 του άρθρου 69 του Ποινικού Κώδικα.»
Άρθρο 5
Στο άρθρο 313 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μετά το πρώτο εδάφιο προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Ομοίως, κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 310, το δικαστικό συμβούλιο διατάσσει την εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου και όταν κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση απαλλαγής από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής και επιβολής μέτρου θεραπείας κατά το άρθρο 69 του Ποινικού Κώδικα.»
Άρθρο 6
Στο άρθρο 315 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Όταν η δικογραφία εισάγεται στο αρμόδιο δικαστήριο λόγω συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 1 του άρθρου 69 του Ποινικού Κώδικα, το δικαστικό συμβούλιο επιβάλλει υποχρεωτικά ως περιοριστικό όρο ένα από τα μέτρα της παρ. 3 του άρθρου 69 του Ποινικού Κώδικα, αν δε ο κατηγορούμενος κρατείται προσωρινά, αντικαθιστά υποχρεωτικά την προσωρινή κράτηση με το ίδιο μέτρο.»
Άρθρο 7
Μετά το άρθρο 486 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 486 Α ως εξής:
«Άρθρο 486 Α
1. Ο κατηγορούμενος μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης η οποία τον κηρύσσει αθώο λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής κατά το άρθρο 34 του Ποινικού Κώδικα και επιβάλλει σε αυτόν μέτρο θεραπείας, σύμφωνα με το άρθρο 69 του Ποινικού Κώδικα.
2. Εκείνος στον οποίο έχει επιβληθεί το μέτρο θεραπείας μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που διατάσσει την παράταση του μέτρου σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 70 του Ποινικού Κώδικα.»
Άρθρο 8
1. Στο τέλος του άρθρου 500 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στην περίπτωση άσκησης έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης που επιβάλλει μέτρο θεραπείας σύμφωνα με το άρθρο 69 του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 486 Α παρ. 1), καθώς και κατά απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που διατάσσει την παράταση του μέτρου σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 70 του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 486 Α παρ. 2), ο ορισμός δικασίμου από τον αρμόδιο εισαγγελέα γίνεται υποχρεωτικά σε ημέρα που δεν απέχει περισσότερο από τρεις (3) μήνες από τη διαβίβαση των εγγράφων σε αυτόν.»
2. Το άρθρο 555 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 555
Η εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής αναβάλλεται αν ο καταδικασθείς παρουσίασε μετά την καταδίκη του ψυχική ή διανοητική διαταραχή τέτοιας έντασης ώστε να μην έχει συνείδηση της εκτελούμενης ποινής. Ταυτόχρονα διατάσσεται η νοσηλεία του σε δημόσιο ψυχιατρικό ή γενικό νοσοκομείο. Το άρθρο 70 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζεται αναλόγως. Μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας ο καταδικασθείς εκτίει την ποινή του, από την οποία αφαιρείται ο χρόνος νοσηλείας του.»
Άρθρο 41
Τροποποίηση του άρθρου 308Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Η παρ. 1 του άρθρου 308Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «1. Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις των κακουργημάτων του ν.δ. 86/1969 (Α’ 7) και των νόμων 998/1979 (Α’ 289), 2168/1993 (Α’ 147), 4174/2013 (Α’ 170), 4251/2014 (Α’ 80), 2960/2001 (Α’ 265) και 4139/2013 (Α’ 74), του εμπρησμού δασών και των άρθρων 374 και 380 του Ποινικού Κώδικα, μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση, μαζί με τα τυχόν συναφή εγκλήματα ανεξαρτήτως βαρύτητας, απευθείας στο ακροατήριο. Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται και στα κακουργήματα των νόμων 2523/1997 (Α’ 179), 3386/2005 (Α’ 212) και 3459/2006 (Α’ 103), καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση στην οποία διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων προβλέπουν την κατ’ εξαίρεση περάτωση της ανάκρισης σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου.»
ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο 23
Τροποποίηση του άρθρου 686 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας
Η παρ. 6 του άρθρου 686 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στο μονομελές πρωτοδικείο ή στο ειρηνοδικείο η πρόσθετη παρέμβαση και η ανταίτηση μπορεί να ασκηθεί και προφορικά.»
Άρθρο 42
Εισάγεται «Κεφάλαιο Θ’» στο Βιβλίο Πέμπτο (Ασφαλιστικά Μέτρα) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αποτελούμενο από ένα άρθρο με αριθμό 738Α, ως εξής:
«Κεφάλαιο Θ’ Ευρωπαϊκή Διαταγή Δέσμευσης Λογαριασμού
Άρθρο 738Α
1. Αρμόδιος να εκδώσει Ευρωπαϊκή Διαταγή Δέσμευσης Λογαριασμού σύμφωνα με τον Κανονισμό 655/2014 είναι για απαίτηση της αρμοδιότητας ειρηνοδικείου ο ειρηνοδίκης και για κάθε άλλη απαίτηση ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου.
2. Ο δικαστής απορρίπτει εν όλω ή εν μέρει την αίτηση: α) αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Κανονισμού για την έκδοση της διαταγής, β) αν ο αιτών δεν υποβάλει τα στοιχεία που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κανονισμού ή δεν συμπληρώνει ή διορθώνει την αίτηση εντός της προθεσμίας που όρισε ο δικαστής. Η απορριπτική απόφαση περιέχει συνοπτική αιτιολογία και γνωστοποιείται επιμέλεια του δικαστηρίου στον αιτούντα. Η γνωστοποίηση μπορεί να γίνεται και με ηλεκτρονικό μήνυμα στον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος με ηλεκτρονική υπογραφή και ηλεκτρονικό αποδεικτικό παραλαβής. Κατά της απορριπτικής απόφασης επιτρέπεται έφεση εντός τριάντα (30) ημερών από τη γνωστοποίησή της. Η έφεση εκδικάζεται από το αρμόδιο κατά τις γενικές διατάξεις δικαστήριο κατά τη διαδικασία του άρθρου 11 του Κανονισμού.
3. Ο οφειλέτης έχει τα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 33 έως 38 του Κανονισμού. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κανονισμού, για την εκτέλεση της Ευρωπαϊκής Διαταγής Δέσμευσης Λογαριασμού εφαρμόζονται οι διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτήσεων στα χέρια τρίτου και το πιστωτικό ίδρυμα, εκείνος που επέβαλε την κατάσχεση και ο οφειλέτης έχουν όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές.
4. Αν η διαταγή δέσμευσης έχει εκδοθεί πριν από την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση, η αγωγή πρέπει να ασκηθεί εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της διαταγής στον τρίτο. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία του προηγουμένου εδαφίου αίρεται αυτοδικαίως η δέσμευση, εκτός αν εκείνος που επέβαλε την κατάσχεση μέσα στην προθεσμία αυτή επιδώσει διαταγή πληρωμής για την ίδια απαίτηση.
5. Όποιος έχει επιδώσει Ευρωπαϊκή Διαταγή Δέσμευσης Λογαριασμού γίνεται, από την τελεσιδικία της απόφασης που δέχεται την αγωγή για την κύρια υπόθεση ή από την τελεσιδικία της διαταγής πληρωμής που επιδικάζει την ίδια απαίτηση, δικαιούχος ολόκληρης της απαίτησης ή μέρους της, ανάλογα με το περιεχόμενο της απόφασης ή της διαταγής πληρωμής.
6. Η ευθύνη του δανειστή που έχει επιτύχει την έκδοση Ευρωπαϊκής Διαταγής Δέσμευσης Λογαριασμού για τη ζημία που προξενήθηκε στον οφειλέτη διέπεται από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 13 του Κανονισμού. Το άρθρο 703 εφαρμόζεται ανάλογα.»
ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο 25 Τροποποιήσεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
1. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 70 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής, όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για οποιονδήποτε τυπικό λόγο και σε κάθε περίπτωση, εκτός από αυτή της απόρριψής της ως εκπρόθεσμης, καθώς και όταν ο προσφεύγων κλήθηκε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 28 παρ. 3,139Α και 277 παρ. 1 του παρόντος Κώδικα.»
2. Στην παρ. 4 του άρθρου 92 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται περίπτ. στ’ ως εξής:
«στ) αν η προσβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με απόφαση άλλου δικαστηρίου που επυλύει υπόθεση φορολογικού αντικειμένου εκ κληρονομιάς η οποία στηρίζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση ακόμη και για διαφορετικό διάδικο.»
3. Οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις, δύναται δε να ασκηθεί δεύτερη προσφυγή κατά την παρ. 1 ή έφεση κατά την παρ. 2 εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος.
4. Οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 110 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Ως προς τη διαδικασία των παρ. 1 και 2 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ρυθμίζουν την εκδίκαση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, το οποίο προκάλεσε την έκδοση της απόφασης.
4. Η διαδικασία της αυτεπάγγελτης διόρθωσης δεν υπόκειται σε προθεσμία και κινείται με πράξη του προέδρου του συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή του εισηγητή δικαστή, με την οποία προσδιορίζονται τα λάθη και εισάγεται σε συμβούλιο, εφαρμοζομένης αναλόγως της διάταξης του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.»
5. Στην παρ. 3 του άρθρου 126 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Μαζί με τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα κατατίθεται και αντίγραφο της προσβαλλόμενης ατομικής διοικητικής πράξης ή της δικαστικής απόφασης, εφόσον έχουν κοινοποιηθεί.»
6. Η παρ. 1 του άρθρου 139Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις, ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου καλεί, και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή τον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο στους οποίους έχει χορηγηθεί σχετική πληρεξουσιότητα, σε κάθε περίπτωση, είτε αυτοί έχουν παρασταθεί αυτοπροσώπως ή με δήλωση είτε δεν έχουν παρασταθεί, ή τον διάδικο, στην περίπτωση που ο τελευταίος παρίσταται αυτοπροσώπως, να τις συμπληρώσουν ή να τις καλύψουν, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία. Τα στοιχεία που προσκομίζονται για την κάλυψη των τυπικών παραλείψεων επιτρέπεται να είναι και μεταγενέστερα της συζήτησης.»
7. Στην παρ. 2 του άρθρου 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Ως προς την απόφαση αυτή μπορούν να τύχουν ανάλογης εφαρμογής οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 189 και της παρ. 3 του άρθρου 193.»
8. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 218 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Ειδικώς, όταν πρόκειται για κατασχέσεις εις χείρας πιστωτικών ιδρυμάτων, αρμόδιο είναι και το δικαστήριο του τόπου κατοικίας του οφειλέτη.»
9. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Κατά την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων της παρ. 3 καταβάλλεται από τον υπόχρεο το 1/3 του κατά την προηγούμενη παράγραφο παραβόλου, έως δε την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης τα υπόλοιπα 2/3 αυτού, εφαρμοζόμενης της διάταξης του άρθρου 139Α.»
10. Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 9 εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς δίκες. Σε περίπτωση ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων που έχουν απορριφθεί, αυτά μπορεί να ασκηθούν εκ νέου εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος και με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 94 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως ισχύει.
Προεδρικό Διάταγμα 18/1989 (Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας)
Άρθρο 26 Τροποποιήσεις του π.δ. 18/1989
1. Στο άρθρο 33 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8) προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι δεν θα εμφανισθούν στο ακροατήριο, αλλά θα παραστούν με κοινή δήλωση που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Τέτοια δήλωση μπορεί να γίνει και από έναν ή ορισμένους μόνο πληρεξούσιους. Η δήλωση κατατίθεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή, σε περίπτωση κοινής δήλωσης, από έναν τουλάχιστον πληρεξούσιο δικηγόρο, στον αρμόδιο γραμματέα, το αργότερο έως την παραμονή της δικασίμου.»
2. Στο άρθρο 53 του π.δ. 18/1989 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Επιτρέπεται πάντοτε η άσκηση αίτησης αναιρέσεως ανεξαρτήτως ποσού, ακόμη και εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 3, όταν η προσβαλλόμενη απόφαση έρχεται σε αντίθεση με τελεσίδικη απόφαση άλλου δικαστηρίου που επυΧύει υπόθεση του ιδίου φορολογικού αντικειμένου εκ κληρονομιάς, η οποία στηρίζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση, ακόμη και για διαφορετικό διάδικο.»
3. Η αίτηση αναιρέσεως της παρ. 2 μπορεί να κατατεθεί εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος.
ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΩΝ
Άρθρο 30 Τροποποιήσεις του Κώδικα Συμβολαιογράφων
1. Η παρ. 4 του άρθρου 3 του Κώδικα Συμβολαιογράφων (ν. 2830/2000, Α’ 96) αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Ο αναπληρωτής του συμβολαιογράφου μπορεί να λάβει μέχρι το ήμισυ των δικαιωμάτων, οπότε, στην περίπτωση αυτή, αποδίδει το υπόλοιπο στον αναπληρούμενο.»
2. Η περίπτ. ζ’ της παρ. 1 του άρθρου 107 του Κώδικα Συμβολαιογράφων αντικαθίσταται ως εξής:
«ζ) Να ασκεί έλεγχο με τα ίδια τα μέλη του, τους εν ενεργεία ή συνταξιούχους υπαλλήλους του Συλλόγου ή τους εν ενεργεία ή συνταξιούχους συμβολαιογράφους, για την ακριβή τήρηση των υποχρεώσεων των μελών για κρατικά συμβόλαια, να καθορίζει την ημερήσια αποζημίωση των ασκούντων τον έλεγχο αυτό και να καθορίζει τον χρόνο λειτουργίας των συμβολαιογραφείων εντός του πλαισίου των υπουργικών αποφάσεων».
Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Άρθρο 32 Τροποποιήσεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
1. Η παρ. 5Α του άρθρου 4 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α’ 35) καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2018.
2. Η παρ. 1 του στοιχείου Β. του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε όσα Πρωτοδικεία και Εφετεία, καθώς και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε (15) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση. Στα Εφετεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, προκειμένου να επιτευχθεί η επιτάχυνση της ποινικής δίκης, ορίζονται από την Ολομέλεια των δικαστηρίων αυτών, δικαστές που θα προεδρεύουν αποκλειστικά στα ποινικά δικαστήρια. Στο Εφετείο Αθηνών οι ανωτέρω δικαστές ορίζονται για μια τριετία με δυνατότητα ανανέωσης της θητείας τους για ένα (1) ακόμα έτος. Η Ολομέλεια μπορεί να ανανεώσει τη θητεία των δικαστών για ένα (1) επιπλέον έτος, εφόσον υπάρχει προς τούτο συναίνεση των τελευταίων. Για την κάλυψη των κενών που δημιουργούνται στους δικαστές που θα προεδρεύουν αποκλειστικά στα ποινικά δικαστήρια από οποιεσδήποτε υπηρεσιακές μεταβολές, η Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών μπορεί οποτεδήποτε να τροποποιεί και να συμπληρώνει τις ανωτέρω αποφάσεις της. Στα Εφετεία Πειραιώς και Θεσσαλονίκης οι δικαστές, που θα προεδρεύουν αποκλειστικά στα ποινικά δικαστήρια, ορίζονται από την Ολομέλεια για μια διετία με δυνατότητα παράτασης της θητείας τους για δύο (2) ακόμα έτη. Στους πίνακες που καταρτίζονται από την Ολομέλεια περιλαμβάνεται ο ανάλογος με τις ανάγκες του δικαστηρίου αριθμός δικαστών, μεταξύ των οποίων γίνεται η κλήρωση των τακτικών και αναπληρωματικών σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους.»
3. Οι παρ. 9, 10, 11 και 12 του στοιχείου Β. του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών αναριθμούνται σε 8, 9, 10 και 11 αντίστοιχα.
4. Μετά την αναριθμημένη παρ. 11 του στοιχείου Β. του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών προστίθεται παράγραφος 12 ως εξής:
«12. α. Στο Εφετείο Αθηνών λειτουργεί Τμήμα Βουλευμάτων για τη συγκρότηση του οποίου ορίζεται από την Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών ο αριθμός των δικαστών που είναι αναγκαίοι προς τούτο. Οι δικαστές, Πρόεδροι Εφετών και Εφέτες, που μετέχουν στο Τμήμα Βουλευμάτων με ισάριθμους αναπληρωματικούς, ορίζονται για δύο (2) δικαστικά έτη με κλήρωση μεταξύ των Προέδρων Εφετών που έχουν οριστεί για να προεδρεύουν αποκλειστικά στα ποινικά δικαστήρια και όλων των Εφετών που υπηρετούν στο Δικαστήριο αυτό. Σε περίπτωση κλήρωσης των δικαστών για μια διετία, αυτοί δεν περιλαμβάνονται στην κλήρωση για τα επόμενα δύο (2) δικαστικά έτη. Η κλήρωση γίνεται από το Α’ Τριμελές Εφετείο κατά την τελευταία δικάσιμο του Ιουνίου σε δημόσια συνεδρίαση και με δύο κληρωτίδες. Αν δεν έχουν ολοκληρωθεί οι υπηρεσιακές μεταβολές, σύμφωνα με το άρθρο 50 του παρόντος Κώδικα, η κλήρωση μπορεί να διενεργηθεί το αργότερο μέχρι τις 15 Ιουλίου. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι σφαιρίδια αδιαφανή. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το ανωτέρω δικαστήριο συνέρχεται σε συμβούλιο προκειμένου να τοποθετηθούν τα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του Συμβουλίου τα ονόματα όλων των Προέδρων Εφετών και των Εφετών. Στη συνέχεια, τοποθετούνται τα σφαιρίδια σε χωριστές κληρωτίδες για τους Προέδρους Εφετών και Εφέτες. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση ο Πρόεδρος εξάγει από την πρώτη κληρωτίδα, που περιέχει τα σφαιρίδια με τα ονόματα όλων των Προέδρων Εφετών, τον ορισθέντα από την Ολομέλεια αριθμό Προέδρων Εφετών, μετά των αναπληρωματικών τους. Ακολούθως, εξάγει από τη δεύτερη κληρωτίδα, που περιέχει τα σφαιρίδια με τα ονόματα όλων των Εφετών, αριθμό κλήρων ίσο προς το διπλάσιο αριθμό των Εφετών που πρόκειται να υπηρετήσουν στο Τμήμα Βουλευμάτων. Από τους κληρωθέντες οι πρώτοι κατά σειρά της κλήρωσης μέχρι τη συμπλήρωση του ημίσεος του όλου αριθμού αποτελούν τα τακτικά και οι υπόλοιποι τα αναπληρωματικά μέλη του Τμήματος. Για τα δύο στάδια της κλήρωσης συντάσσονται πρόχειρα πρακτικά, σε δύο όμοια πρωτότυπα, τα οποία υπογράφονται στην έδρα. Το ένα από αυτά αναρτάται αμέσως στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου. Τα αναπληρωματικά μέλη αναπληρώνουν κατά τη σειρά κλήρωσής τους τα τακτικά, όταν ελλείπουν, απουσιάζουν ή κωλύονται.
β. Η θητεία των μελών του Τμήματος Βουλευμάτων αρχίζει στις 16 Σεπτεμβρίου του έτους της κλήρωσης και είναι διετής.»
5. Η περίπτ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 28 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών αντικαθίσταται ως εξής:
«γ. τρεις θέσεις αντεπιτρόπων.»
6. Η παρ. 4 του άρθρου 40 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Επιτρέπεται η απομάκρυνση του δικαστικού λειτουργού από την έδρα του κατά τις ημέρες στις οποίες δεν έχει υπηρεσιακή απασχόληση, όπως αυτή καθορίζεται από τις κείμενες διατάξεις, τους κανονισμούς εσωτερικής υπηρεσίας, τις πράξεις των οργάνων που διευθύνουν τα δικαστήρια και τις εισαγγελίες και τις γενικές οδηγίες που εκδίδονται από τα όργανα των περίπτ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 19.»
7. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 41 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικώς στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, δεν μπορεί να μετέχει ως μέλος δικαστικός λειτουργός στο πρόσωπο του οποίου συντρέχει κάποιο από τα κωλύματα των περίπτ. α’, β’ και γ’ της παρ. 6 του άρθρου 15.
Εφόσον, στις ανωτέρω επιτροπές, δεν συμμετέχει δικαστικός λειτουργός με τον βαθμό του Προέδρου ή Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου ή αντίστοιχο, ως Πρόεδρος της επιτροπής μπορεί να ορίζεται μέλος το οποίο δεν έχει τη δικαστική ιδιότητα.»
8. Η παρ. 4 του άρθρου 80 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Δεν μπορούν να ορισθούν τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης ή επιθεωρητές όσοι άσκησαν καθήκοντα στις ίδιες θέσεις κατά τα αμέσως δύο προηγούμενα χρόνια.»
Δείτε αναλυτικά το σχέδιο νόμου εδώ και την αιτιολογική του έκθεση εδώ.