γράφει ο Παναγιώτης Ήφαιστος
Το παρόν κείμενο γράφεται με αφορμή την επίσημη επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο 2017. Σε ένα πρόσφατο σχόλιο γράψαμε ότι για αυτή την «μυστήρια» επίσκεψη για την οποία πολλοί διερωτήθηκαν δεν μπορούμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα πριν καθότι ως προς κάποια ζητήματα χειρισμών για να μιλάς έγκυρα απαιτείται να γνωρίζεις τι υπάρχει μέσα στα αθέατα διπλωματικά κουτιά των πελατειακών διπλωματικών συναλλαγών. Μολαταύτα, στεκόμαστε κριτικά για μια σειρά σημαντικούς λόγους.
Μεταξύ άλλων, στην βάση της δικής μας αντίληψης για το πως συμπλέκονται οι στρατηγικοί σκοποί και μεθοδεύσεις με διπλωματικές στάσεις όπως αυτή, μια τόσο σημαντική επίσκεψη θα ήταν νοητή μόνο εάν είχαν ήδη σταθεροποιηθεί συμφωνίες τερματισμού των διενέξεων στο Αιγαίο και στην Κύπρο στην βάση του διεθνούς δικαίου. Προσκαλώντας ένα ακραία αμφιλεγόμενο αρχηγό κράτους με το βαρύ μητρώο του Ερντογάν και όλα τα θέματα να αιωρούνται είναι τουλάχιστον αξιοπερίεργο. Μόνο κριτικά μπορούμε λοιπόν να σταθούμε όσον αφορά μια τέτοια επίσκεψη εκτός και εάν στα διπλωματικά παρασκήνια έγιναν συναλλαγές πρωτίστως με τις ΗΠΑ και κάποια μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη για ελιγμούς και χειρισμούς που εντάσσονται σε αυτό που στην στρατηγική θεωρία ονομάζουμε «πελατειακές σχέσεις – patron client relations» και που εξυπηρετούν ζωτικά Ελληνικά συμφέροντα.
Τα προαναφερθέντα «μαύρα κουτιά της διπλωματίας» έχουν κάποιο νόημα μόνο εάν ήταν ενταγμένα σε μια συνολική εθνική αποτρεπτική στρατηγική η οποία ποτέ δεν είναι υπόθεση ενός ατόμου αλλά του κράτους στο σύνολό του και κυρίως του εκάστοτε πρωθυπουργού και των Υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας. Είναι; Εκτιμάται πως δεν είναι καθότι με όρους κοινώς αποδεκτούς διεθνώς η κρατική οργάνωση και το πολιτικό σύστημα πασίδηλα και καθημερινά καταμαρτυρείται πως είναι ελλειμματικά. Αυτό πρέπει να αναφέρουμε, δεν είναι μόνο φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών αλλά κατάσταση που επικρατεί ήδη από την δεκαετία του 1830. Το σημαντικό ζήτημα στις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας όπως και με κάθε άλλο κράτος στο ανελέητα συγκρουσιακό και ανταγωνιστικό σύγχρονο διεθνές σύστημα είναι η διάγνωση του κατά πόσο υπάρχει ή δεν υπάρχει αναθεωρητική απειλή.
Αυτό απαιτεί πρώτον ορισμό της απειλής και δεύτερον σωστές εκτιμήσεις για την σχέση μεταξύ απειλής, ικανότητας και μπλόφας του αμυνόμενου και επιτιθέμενου.
Ιδιαίτερα όσον αφορά το αμυνόμενο κράτος ισχύει η ρήση του Sun Zu, «εάv γvωρίζεις τov αντίπαλο και τov εαυτό σoυ, δεv έχεις αvάγκη vα φoβάσαι τo απoτέλεσμα (ακόμη και) εκατό μαχώv. Εάv γvωρίζεις τov εαυτό σoυ αλλά όχι τov αντίπαλο, για κάθε vίκη πoυ κερδίζεις θα έχεις και μια ήττα. Εάv δέv γvωρίζεις τov εαυτό σoυ, oύτε τov αντίπαλό σου, θα ηττηθείς σε κάθε μάχη». Στο νεοελληνικό κράτος το τελευταίο τουλάχιστον τέταρτο του αιώνα δεν γνωρίζουμε αυτόν που μας απειλεί, δεν θέλουμε να ξέρουμε καν αν υπάρχει απειλή, δεν μας ενδιαφέρει εάν μας απειλεί και στρεφόμαστε με ύβρεις και δολοφονίες χαρακτήρα κατά όποιου επιχειρήσει χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της στρατηγικής θεωρίας να ορίσει την απειλή, να περιγράψει τον κίνδυνο και να εξηγήσει τι είναι μια αποτρεπτική στρατηγική ενός αμυνόμενου κράτους.
Πριν πούμε οτιδήποτε άλλο μπορούμε να αναφερθούμε στην πρώτη μετά από πολλές δεκαετίες επίσκεψη αρχηγού του Τουρκικού κράτους στην Ελλάδα.
Ο Ταγίπ Ερντογάν σε συνέντευξή του πριν αποβιβαστεί στην Αθήνα όρισε παραστατικά την Τουρκική απειλή κατά της Ελλάδας. Στην ερώτηση τι εννοεί για την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης απάντησε: «η Συνθήκη της Λωζάνης δεν περιβάλλει μόνο την Ελλάδα αλλά ολόκληρη την περιοχή. Πιστεύω ότι όλες οι Συνθήκες χρειάζονται μια επικαιροποίηση. Και η Λωζάνη, με βάση τα πρόσφατα γεγονότα, χρειάζεται μια επικαιροποίηση». Και συνέχισε, «Όταν μιλάω για επικαιροποίηση, μπορούμε να συζητήσουμε τα πάντα, από το Α ως το Ω».
Στην στρατηγική θεωρία αυτού του είδους η απειλή ονομάζεται απέραντη απειλή. Δηλαδή τα σύνορα των αναθεωρητικών αξιώσεων είναι τόσο θολά και απροσδιόριστα ούτως ώστε να εκτείνονται, ακριβώς από το Α εως το Ω.
Με πιο πρακτικούς όρους η στρατηγική ανάλυση αν και τα θεωρεί συνδεδεμένα, διακρίνει μεταξύ διαπραγματεύσεων και έναρξης μιας στρατιωτικής σύρραξης.
Όταν η απειλή είναι απέραντη πάνω σε ένα κατευναστικό τραπέζι όπου ο αμυνόμενος δέχεται να συζητήσει αλλαγή της ισχύουσας διεθνούς τάξης οι αναθεωρητικές διεκδικήσεις είναι εκτεταμένες, άγνωστες και διαρκώς αυξανόμενες ανάλογα με το πόσο αναλώσιμο θεωρεί την αμυνόμενο.
Εάν η απειλή προσδιοριστεί ως απέραντη και εάν και όταν η αποτροπή καταρρεύσει και αρχίσει στρατιωτική σύγκρουση τα στρατεύματα του κράτους που απειλεί εάν υπερφαλαγγίσουν τον αμυνόμενο δεν υπάρχουν όρια για το που θα σταματήσουν.
Τι σημαίνει λοιπόν Α έως Ω; Η δήλωση του Ερντογάν ως προς τούτο είναι ιστορική και αποκαλυπτική γιατί για μια ακόμη φορά επαληθεύει τον απέραντο χαρακτήρα της Τουρκικής απειλής.
Στην περίπτωση μιας σύρραξης που θα προκαλέσει η κατευναστική τακτική τα στρατεύματα εκεί που θα σταματήσουν τα στρατεύματα θα είναι και τα τετελεσμένα της βίας τα οποία η εμπειρία δείχνει ότι είναι δύσκολο ή ανέφικτο να ανατραπούν, οπότε και αρχίζουν διαπραγματεύσεις αναγνώρισης του νέου διεθνούς status quo, της νέας δηλαδή διεθνούς τάξης.
Για να μην αναφερθώ σε άλλες ιστορικές εμπειρίες μπορούμε να μνημονεύσουμε την πολύ γνωστή σε όλους και ολοζώντανη περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Με την επισήμανση μάλιστα ότι πέραν του ότι το αμυνόμενο κράτος προχώρησε σε διαπραγματεύσεις αναγνώρισης των τετελεσμένων της παράνομης και καταχρηστικής άσκησης βίας, οι σπάνιες για τον ΟΗΕ ξεκάθαρες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας για αυτή την παράνομη παραβίαση της διεθνούς τάξης –ιδιαίτερα του 1983, αλλά και της Συνθήκης της Γενεύης για το έγκλημα πολέμου των εποίκων και την κατάφωρη παραβίαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην οποία είναι μέλη όλοι οι εμπλεκόμενοι– αποδεικνύονται αναποτελεσματικές εάν η απαίτηση του αμυνόμενου δεν συνοδεύεται από επαρκή ισχύ.
Στο σημείο αυτό, υπογραμμίζουμε ότι γενικότερα ένα κράτος θεωρείται βιώσιμο όταν διαθέτει επαρκή ισχύ να διατηρήσει ή να εφαρμόσει τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου που ορίζουν την διεθνή τάξη και κατά συνέπεια την Επικράτειά του και την οριοθέτηση της κυριαρχίας του με τα άλλα κράτη.
Υπό αυτό το πρίσμα κανείς μπορεί εύλογα να διερωτηθεί που βρίσκονται τα θαλάσσια σύνορα (χωρικά, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ) της Ελλάδας και πως θα αποκατασταθεί η διεθνής τάξη στην Κύπρο για να διερωτηθεί σε ποιο βαθμό το νεοελληνικό κράτος και το κυπριακό κράτος είναι πλέον βιώσιμα.
Πέραν της καθημερινότητας και της μυστήριας επίσκεψης του Ερντογάν τον Δεκέμβριο 2017 η οποία όπως προχωρούμε θα κριθεί εκ του αποτελέσματος, το μείζον για ένα κράτος το οποίο υπερασπίζεται το status quo είναι να έχει επίγνωση κάποιων πραγμάτων.
Με «επίγνωση» εννοούμε ότι τα κρατικά επιτελεία οφείλουν να γνωρίζουν επακριβώς την απειλή, να διαθέτουν ανά πάσα στιγμή αξιόπιστες εκτιμήσεις για τις ικανότητες του αντιπάλου και να προχωρούν έτσι σε εκτιμήσεις για τον βαθμό μπλόφας και έτσι για τον βαθμό του κινδύνου που διατρέχει το κράτος.
Επειδή τα ζητήματα αυτά έχουν αναλυθεί επανειλημμένα σε δοκίμια άρθρα και εκτενέστερα κείμενα –εκτενέστερο κείμενο είναι το «Αποτρεπτική στρατηγική και Ελληνική Εξωτερική Πολιτική» στο βιβλίο Ελληνική Αποτρεπτική Στρατηγική του 1991 το οποίο δεν εκδόθηκε ξανά επειδή δεν υπάρχει οτιδήποτε για να αλλάξει ή να συμπληρωθεί (είναι εξαντλημένο και θα δημοσιευτεί σύντομα ξανά με επίμετρο)– εδώ θα περιοριστούμε μόνο στην σκιαγράφηση κάποιων πραγμάτων, κάποιων όρων και κάποιων εννοιών που (ας μας επιτραπεί να πούμε «δυστυχώς») θα μας είναι εξαιρετικά χρήσιμοι τους μήνες και χρόνια που έρχονται.
Προσθέτω ότι αυτοί οι όροι και αυτές οι έννοιες αν και αποτελούν Αλφαβητάριο στην στρατηγική θεωρία στην Ελλάδα το μέλημα πολλών εδώ και δεκαετίες είναι να τις εξορκίσουν ή και να τις εξαφανίσουν. Το γιατί δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά μας να το εξιχνιάσουμε.
Απειλή στις διακρατικές σχέσεις είναι η εκδηλωμένη πρόθεση της μιας πλευράς vα πρoκαλέσει κάπoια ζημιά εις βάρoς τωv συμφερόvτωv της άλλης, εάv η τελευταία δέv συμμoρφωθεί ως πρoς τις απαιτήσεις και τηv θέληση της πρώτης.
Μία απειλή δημιoυργεί κίvδυvo, όταv o απειλώv έχει τα μέσα και τηv θέληση vα τηv εκτελέσει. Η Τουρκία έχει τα μέσα και την πρόθεση. Η απάντηση είναι ότι τα έχει.
Ο κίvδυvoς, βασικά, είvαι η διαφoρά μεταξύ της απειλής και της ικαvότητας τoυ αμυvoμέvoυ vα τηv αvτιμετωπίσει. Κινδυνεύει η Ελλάδα; Στον βαθμό που αλλάζει ο συσχετισμός των συντελεστών ισχύος –οπλικά συστήματα αλλά όχι μόνο– η απάντηση ότι ο κίνδυνος εκπλήρωσης των σκοπών της Άγκυρας είναι πλέον πολύ μεγάλος, ιδιαίτερα εάν η Ελληνική πλευρά διαπράξει το μοιραίο σφάλμα κατάργησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργίας ενός κρατικού εκτρώματος στην Μεγαλόνησο.
Δύo σημαvτικoί και αλληλoσχετιζόμεvoι παράγovτες, είvαι η ικαvότητα εκτέλεσης της απειλής (συvάρτηση της πoσότητας και πoιότητας τωv μέσωv), και η αξιoπιστία (συvάρτηση της θέλησης τoυ απειλoύvτoς, της ικαvότητάς τoυ vα αξιoπoιήσει απoτελεματικά τα μέσα πoυ διαθέτει, και της ικαvότητάς τoυ vα μεταδόσει στηv άλλη πλευρά τα κατάλληλα μυvήματα).
Παρά τo ότι, η στρατιωτική ικαvότητα είvαι o ύστατoς παράγovτας, η δυvατότητα εvός κράτoυς vα αvτιμετωπίσει τις απειλές εvαvτίov τωv συμφερόvτωv τoυ, είvαι συvάρτηση πάρα πoλλώv, σύvθετωv και ρευστώv παραγόvτωv, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης ή ανυπαρξίας στρατηγικής κουλτούρας που συντείνει σε ομοφωνία όσον αφορά τις έσχατες λογικές.
Αρκεί να πούμε ότι Έλληνες φορείς επιστημονικών τίτλων προηγήθηκαν του Τούρκου προέδρου καθότι είπαν πως η γενοκτονία το 1922 οφειλόταν σε κάποιου είδους συνωστισμό, υποβοηθώντας έτσι τον κ Ερντογάν να δηλώσει ενώπιον Ελλήνων πολιτικών ηγετών ότι το 1922 και 1955 «αποχώρησαν από το νεοτουρκικό κράτος».
Υπάρχει Τoυρκική απειλή; Η εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών, καταμαρτυρεί ότι η απάντηση δεν είναι αυτονόητη για όλους τους νεοέλληνες. Με αυτούς, ασφαλώς, δεν συμπεριλαμβάνουμε όσους προγραμματικά και εξ ορισμού τάσσονται εναντίον των εθνικών συμφερόντων και των οποίων οι στάσεις είναι μορφικά πανομοιότυπες με κάθε Εφιάλτη της ιστορίας όταν δε υπάρξει κατοχή της χώρας είναι αυτό που μεταπολεμικά στην Ελλάδα για τους γνωστούς ιστορικούς λόγους επικράτησε να ονομάζονται γερμανοτσολιάδες.
Τα αίτια οφείλονται στο γεγονός ότι για δύο κυρίως λόγους υπάρχουν μεγάλες διαφορές στο επίπεδο της κοινωνίας, της πολιτικής και των φορέων επιστημονικών τίτλων.
Πρώτον, τα εμφύλια ιδεολογικά δόγματα που ενσαρκώθηκαν και σε εμφύλιους κομματικούς σχηματισμούς θολών συνόρων οδήγησαν σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση σχεδόν παντελούς άγνοιας της μορφής, του χαρακτήρα και των λειτουργιών της διεθνούς πολιτικής.
Παντελούς επίσης άγνοιας απόρροια νομικισμού και ευσεβοποθισμού σε βαθμό απελπισίας για τον πραγματικό ρόλο των διεθνών θεσμών και πιο συγκεκριμένα του ΟΗΕ, τον οποίο εν τούτοις θα μπορούσαν να κατανοήσουν εάν διέθεταν 2-3 ώρες για να διαβάσουν τον Καταστατικό Χάρτη.
Δεύτερον, η επισκίαση στρατηγικών αναλύσεων που στα βιώσιμα κράτη θεωρούνται Αλφαβητάριο από φωνασκίες, από δολοφονικά βέλη σε άθλιες επιφυλλίδες ή αρθρίδια και από ασυναρτησίες νηπιακού χαρακτήρα γνώσης της διεθνούς πολιτικής.
Γιατί, χαρακτηριστικά, να αναλύονται οι παράγοντες που συγκροτούν και καθιστούν αξιόπιστη μια εθνική αποτρεπτική στρατηγική, αφού για την μεταψυχροπολεμική νεοελληνική συμβατική σοφία μετά το 1990 όλοι κολυμπούμε μέσα στον κοπανιστό αέρα των φαντασιώσεων περί παγκοσμιοποίησης και έλευσης της μυστήριας μετά-εθνικής εποχής, [έτσι δικαιολογήθηκε το αντιδημοκρατικό και ανελεύθερο σχέδιο Αναν σε επιφυλλίδες συμβατικής περιωπής]
αφού στον σύγχρονο μετά-εθνικό κόσμο που δημιουργούν αλματώδη ιδεολογήματα το κράτος και η κρατική κυριαρχία δεν χρειάζονται, αφού το νομικίστικα και ευσεβοποθιστικά νοούμενο υπερεθνικό διεθνές δίκαιο εξελίσσεται σε κάποιου είδους υπερεθνικό δίκαιο που δικαιολογεί επεμβάσεις στο εσωτερικό των κρατών οι περιφέρειές μας μπορούν να τυγχάνουν μεταχείρισης σύμφωνα με αποφάσεις των ηγεμονικών κέντρων και ερήμην των ενδιαφερομένων κρατών.
αφού οι μεγαλόψυχες πλέον μεγάλες δυνάμεις δεν θα είναι ηγεμονικές αλλά περίπου αγκαλιασμένες φιλικά θα έφερναν μια περίπου αδιατάραχτη διεθνή τάξη αφού ο κατευνασμός, οι χοροί και τα τραγούδια και οι εκλεκτικές συγγένειες, οι αγκαλιές και τα φιλιά θα εξαφανίσουν τους διεθνείς ανταγωνισμούς αφού «Μη» Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) που χρηματοδοτούνται από κυβερνήσεις ή και τον Σόρος ή άλλους κερδοσκόπους ή άλλες πολιτικά αδιάφορες ανεξιχνίαστες πηγές συγκροτούν μια παγκόσμια κοινωνία των μακάριων φαντασιώσεων.
Οι αναφορές αυτές και τα αιχμηρά πλην αναπόφευκτα υπονοούμενα δεν θα γίνονταν εάν τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια δεν είχαμε δεκάδες χιλιάδες δημοσιευμένα άρθρα, δοκίμια και επιφυλλίδες που έτσι προσανατολίζονταν επισκιάζοντας κάθε σοβαρή συζήτηση για το διεθνές σύστημα και την εθνική στρατηγική.
Για τους σκοπούς του παρόντος κειμένου περιοριζόμαστε να πούμε ότι πιο συγκεκριμένα εντός ενός ρευστού και ασταθούς μεταψυχροπολεμικού στρατηγικού περιβάλλοντος και των κινούμενων στρατηγικών πλακών της περιφέρειάς μας η Τουρκική απειλή κατά της Ελλάδας έχει ήδη από καιρό περιορίσει την Ελληνική Επικράτεια που ορίζει η διεθνής τάξη στην βάση των Συνθηκών, των Συμβάσεων και του διεθνούς δικαίου.
Τα κύρια χαρακτηριστικά της Τουρκικής απειλής των τελευταίων δεκαετιών στο πλαίσιο την οποία κανείς θα πρέπει να συνεκτιμά κάθε απόφαση, στάση και ενέργεια του Ελληνικού κράτους είναι τα εξής και αφορούν ΔΥΟ ΔΕΣΜΕΣ ΚΥΡΙΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ:
Τα χαρακτηριστικά του νεοτουρκικού κράτους όπως ήταν πριν και όπως συνεχίζουν να είναι μετά την επισφαλή επικράτηση των νεοισλαμιστών.
Των σκοπών της Τουρκικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας οι οποίοι παρά τις εναλλαγές εξουσιών όχι μόνο δεν αλλάζουν αλλά καθίστανται ολοένα και ποιο αναθεωρητικοί για τα γειτονικά κράτη.
Στο σημείο αυτό, ακριβώς, κανείς δεν θα πρέπει να δαιμονοποιεί αλλά να θεωρεί όλα τα κράτη ορθολογιστικά, συμπεριλαμβανομένων των κρατών που εκπέμπουν αναθεωρητικές απειλές. Ορθολογισμός στην στρατηγική ανάλυση σημαίνει ότι πάνω στην πλάστιγγα κόστους και οφέλους εναλλακτικών στάσεων και αποφάσεων δεν θα κάνουν οτιδήποτε προκαλεί μεγαλύτερο κόστος παρά όφελος και αντίστροφα.
Υπό αυτό το πρίσμα είναι ένα πράγμα οι σχοινοβασίες και τα ρίσκα της τουρκικής στρατηγικής σύμφωνα με τις προϋποθέσεις κάθε συγκυρίας και άλλο τα λάθη που θα μπορούσε να διαπράξει και τα οποία η αποτρέπουσα χώρα απαιτείται να καιροφυλακτεί για να ενισχύσει την αποτροπή της εκπλήρωσης των απειλών.
Η θεώρηση του Clausewitz ισχύει πάντα. Όσον αφορά τον πόλεμο και τους πολλούς κρίκους του (παράσταση, σκοπός, προετοιμασία, διακήρυξη σκοπών, απειλές, εσωτερική και εξωτερική εξισορρόπηση αντιπάλων, στρατιωτικές πράξεις μικρής έντασης, γενικευμένος πόλεμος) τα κίνητρα των κρατών είναι πάντα πολιτικά. Τα αμιγώς στρατιωτικά μέσα και η χρήση τους δεν διαθέτουν αυτόνομη λογική και λογικά είναι πάντα ενταγμένα στους κρατικούς σκοπούς.
Υπό αυτό το πρίσμα η Τουρκική απειλή κατά της Ελλάδας εντάσσεται σε μια λογική κατάκτησης ηγεμονικής θέσης στην περιφέρειά μας, αύξησης της ισχύος της και επιβίωσης του Τουρκικού κράτους. Ενώ τα ίδια ακριβώς γράψαμε πριν 26 χρόνια στο προαναφερθέν βιβλίο για τους Τουρκικούς σκοπούς. Ο τελευταίος σκοπός που αφορά την επιβίωση του κράτους για τους Τούρκους ηγέτες ίσως είναι πλέον όχι μόνο ο σημαντικότερος αλλά και ο πλέον ευάλωτος.
Πιο συγκεκριμένα, οι στρατηγικές προσεγγίσεις της Άγκυρας απέτυχαν παταγωδώς τόσο λόγω λανθασμένων προσεγγίσεων όπως τα υποκριτικά μηδενικά προβλήματα των Νταβούτογλου / Ερντογάν όσο και λόγω καταιγιστικών στρατηγικών εξελίξεων στο τετράγωνο Ιράκ, Τουρκία, Συρία, Ιράν οι οποίες δημιούργησαν πολλές στρατηγικές Συμπληγάδες μέσα από στις οποίες πορεύεται η Τουρκία τα τελευταία χρόνια.
Οι Συμπληγάδες αυτές αφορούν πρωτίστως τους ηγεμονικούς ανταγωνισμούς, τις ραγδαίες καθημερινές εναλλαγές συμμαχιών τις οποίες συνήθως μόνο οι μεγάλες δυνάμεις έχουν την πολυτέλεια να μπορούν να κάνουν και τις εναλλαγές σκοπών και στάσεων των εμπλεκομένων συμπεριλαμβανομένων των Ισραηλινών όσον αφορά το μείζον Κουρδικό ζήτημα.
Αυτά οδήγησαν την νεοισλαμική πολιτική ηγεσία σε στρατηγικές σχοινοβασίες, υποχρεωτική αντιπαράθεση με τους δυτικούς της συμμάχους και σε προσπάθεια να κινηθεί μέσα στο Μεσανατολικό ναρκοπέδιο διασώζοντας το Τουρκικό από μια διάσπαση εάν το κουρδικό ζήτημα εξελιχθεί με συγκεκριμένο τρόπο.
Αυτών λεχθέντων κανείς θα πρέπει να λάβει υπόψη δύο αλληλένδετα πλην διαφορετικής τάξης ζητήματα, τα οποία δημιουργούν για την Τουρκία αντιθέσεις, αντιφάσεις και κινδύνους πέραν του κανονικού.
Πρώτον, τον ορθολογισμό των σχοινοβασιών του Ερντογάν ιδιαίτερα όσον αφορά τον Ρωσικό παράγοντα.
Δεύτερο, το γεγονός ότι αυτές οι σχοινοβασίες είναι ριψοκίνδυνες.
Η έκβαση της διαλεκτικής σχέσης στρατηγικού ορθολογισμού και αποτελέσματος συναρτάται με πολλές μεταβλητές συμπεριλαμβανομένου του ρόλου της Ελλάδας και του τρόπου που εξελίσσονται τόσο οι στρατηγικές σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων όσο και οι περιφερειακοί συσχετισμοί στην Μέση Ανατολή.
Το μείζον λοιπόν είναι το νόημα της επίσκεψης του Αρχηγού του Τουρκικού κράτους στην Ελλάδα και κατά πόσο η κίνηση αυτή είναι πρώτον μελετημένη, δεύτερον, ενταγμένη σε ένα πλέγμα συντεταγμένων στρατηγικών στάσεων και τρίτον, σε ένα σύστημα διαρκών πελατειακών συνεννοήσεων με τις δυτικές δυνάμεις. Το κατά πόσο επίσης σε ένα δεδομένο ανταγωνιστικό πλαίσιο Ελληνοτουρκικών σχέσεων οι κινήσεις της Ελληνικής πλευράς αποδυναμώνουν και αποτρέπουν την Τουρκική απειλή ή κατά πόσο την οξύνουν, εντείνουν και καθιστούν επικίνδυνη και άμεση.
Η απειλή αυτή μπορεί να τύχει περιγραφής πρώτον, ως απειλή γενικευμένης ή περιορισμένης πολεμικής σύρραξης που επιφέρει καίρια πλήγματα στα Ελληνικά εθνικά συμφέροντα και δεύτερον ως απειλή που όσον αφορά την Τουρκική πλευρά θα εκπληρώσει τους περισσότερους στρατηγικούς τους σκοπούς χωρίς σύρραξη επειδή η κατευναστική πολιτική της Ελλάδας οδηγεί σε θανατηφόρες υποχωρήσεις στην Θράκη, στο Αιγαίο και στην Κύπρο.
Η νίκη αυτού που απειλεί χωρίς πολεμική σύρραξη (win by fright instead of fight) θεωρείται στην στρατηγική ανάλυση ως μεγάλη επιτυχία και αντίστροφα μεγάλη αποτυχία για τον αμυνόμενο. Η ιδιομορφία της Τουρκικής απειλής, ως προς αυτά, έγκειται στο γεγονός ότι είναι διφυής, κάτι που συνεπάγεται μεγάλες κυμάνσεις πιθανών εκβάσεων.
Πρώτον, ενώ αφορά για συγκεκριμένα ζητήματα για την Θράκη και το Αιγαίο ταυτόχρονα θολώνονται τα νερά με απειλές που στην στρατηγική ανάλυση ονομάζονται απέραντες γιατί όπως ο Τούρκος Πρόεδρος είπε αφορούν «επικαιροποίηση της Συνθήκης της Λωζάνης από Α έως το Ω».
Δεύτερον, στην Ανατολική Μεσόγειο όπου η Ελλάδα έχει ζωτικά συμφέροντα αλλά και όπου κινδυνεύει να παγιδευτεί στρατηγικά εάν δημιουργηθεί ένα μη βιώσιμο κρατίδιο που θα ελέγχεται από την Άγκυρα μέσω εποίκων, η Τουρκία πλέον πέρασε ήδη μετά το 1974 από την αξίωση διχοτόμησης (ταξίμ) στην αξίωση πλήρους ελέγχου της Κύπρου (σχετικές αναφορές του Νταβούτογλου στο «Στρατηγικό βάθος» αλλά πρωτίστως εμπράγματα μέσα από αξιώσεις για την δομή του νέου κράτους που εν πολλοίς ήδη έγινε αποδεκτό από τον νυν πρόεδρο της υποψήφιας για αυτό-κατάργηση Κυπριακής Δημοκρατίας)
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε και να αναφέρουμε ότι με κλασικούς όρους προσδιορισμού μιας απειλής στις διακρατικές σχέσεις η Τουρκική απειλή εκδηλώνεται καθημερινά με δηλώσεις, στρατιωτικές προκλήσεις και απειλές που εάν αρχίσουν να εκπληρώνονται στρατιωτικά εμπίπτουν στην λογική του απέραντου «Α στο Ω».
Η ζωντανή και διαρκώς εξελισσόμενη Τουρκική απειλή σχετίζεται με την απειλητική ανάπτυξη των Ενόπλων της Δυνάμεων, τις διαρκείς παραβιάσεις του κυριαρχικού χώρου που σχετίζονται με συγκεκριμένες αναθεωρητικές αξιώσεις των θαλάσσιων και εναέριων συνόρων, τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, τις απροκάλυπτες προκλήσεις στην Θράκη και ασφαλώς την συνεχιζόμενη παράνομη στρατιωτική παρουσία στην Κύπρο που συνδυάζεται με καθημερινές απειλές και ενέργειες.
Στο πλαίσιο ενός μια τόσο ζωντανής καθημερινής επί δεκαετίας αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας η Ελλάδα που υπεραμύνεται του status quo απαιτείται να διαθέτει αποτρεπτική στρατηγική υψηλών προδιαγραφών.
Μόνο στο πλαίσιο μιας τέτοιας στρατηγικής είναι νοητές εξυπηρετικές τακτικές κινήσεις οι οποίες για να είναι εξυπηρετικές στην εκπλήρωση των εθνικών συμφερόντων απαιτείται να προκαλούν ενίσχυση της αποτρεπτικής αξιοπιστίας και όχι το αντίθετο.
Το αντίθετο σημαίνει ενθάρρυνση της Τουρκίας για όξυνση της «Α έως το Ω» απειλής, μετάδοση λανθασμένων μηνυμάτων για την αποφασιστικότητα της Ελληνικής πλευράς να υπεραμυνθεί των εθνικών συμφερόντων ακόμη και με στρατιωτικά μέσα (κάτι που θα κάνει ούτως ή άλλως αν της επιτεθεί η Τουρκία) και δημιουργία συνθηκών που οδηγούν σε περιφερειακή αστάθεια.
Επισκέψεις και συναντήσεις αρχηγών και αξιωματούχων κρατών με τα οποία η Ελλάδα έχει τόσο σοβαρά προβλήματα όπως με την Τουρκία απαιτούν, τέλος, μια λογική, ένα ορθολογισμό και μια συντεταγμένη διασύνδεση τακτικών και στρατηγικών σκοπών, κινήσεων, ελιγμών και συναλλαγών. Οι εξελίξεις είναι μπροστά μας.