Η χορήγηση αδείας άνευ αποδοχών γίνεται έπειτα από συμφωνία των μερών εργοδότη – εργαζόμενου. Η άδεια αυτή αποτελεί συμβατική αναστολή της εργασιακής σύμβασης, κατά τη διάρκεια της οποίας ούτε ο μισθωτός παρέχει υπηρεσίες ούτε ο εργοδότης καταβάλλει αποδοχές και ασφαλιστικές εισφορές.
του Βασίλειου Παπαβασιλείου (Οικονομολόγος, Μ.Β.Α.)
Μετά τη λήξη της αδείας, ο εργαζόμενος υποχρεώνεται να προσφέρει και πάλι τις υπηρεσίες του, ο δε εργοδότης να τις αποδεχτεί. Σε περίπτωση σύμβασης ορισμένου χρόνου, η χορήγηση της άδειας αυτής μπορεί να θεωρηθεί ότι επιφέρει αναστολή λήξης της σύμβασης για ίσο χρόνο, με το χρονικό διάστημα της άδειας.
Η άδεια αυτή δεν είναι δυνατόν να χορηγηθεί υποχρεωτικά από τον εργοδότη (ΑΠ 751/1987). Η μονομερής χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών ισοδυναμεί με άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών του μισθωτού, με αποτέλεσμα την υπερημερία του εργοδότη. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να επιβληθεί μονομερώς ούτε από τον εργοδότη ούτε από το μισθωτό, αλλά απαιτείται προηγηθείσα συμφωνία αμφοτέρων.
Γίνεται ωστόσο δεκτό ότι, ο εργοδότης δεν μπορεί εύλογα να αρνηθεί τη χορήγηση άδειας χωρίς αποδοχές, όταν ο μισθωτός έχει ανάγκη απ΄ αυτή και η αντικατάστασή του στην εργασία δεν είναι δυσχερής.
Η άδεια άνευ αποδοχών δεν προβλέπεται από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, αλλά στηρίζεται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων σύμφωνα με το άρθρο 361 του ΑΚ, το οποίο αναφέρει: «Ενοχή από σύμβαση. Για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικό».
Επίσης, δεν υπάρχει διάταξη που να καθορίζει τον αριθμό των ημερών αδείας άνευ αποδοχών. Κατά κανόνα, ο χρόνος της άδειας αυτής είναι προκαθορισμένος, οπότε ο μισθωτός με τη λήξη της οφείλει να επανέλθει στην εργασία του. Μπορεί ωστόσο να συνομολογηθεί και αόριστης διάρκειας, οπότε έκαστο μέρος έχει δικαίωμα καταγγελίας της σχετικής συμφωνίας και ο μεν εργαζόμενος οφείλει να επανέλθει στην εργασία του, ο δε εργοδότης να αποδεχθεί άμεσα την εργασία του (Κ. Μαρκόπουλος, Άδεια άνευ αποδοχών, ΔΕΝ 42, σελ. 492).
Επιπλέον, δεν υπάρχουν ιδιαίτερες διατυπώσεις για την χορήγηση της άδειας αυτής, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύεται με στοιχεία, όπως αίτηση των εργαζομένων, έγκριση του εργοδότη ή έγγραφη συμφωνία για τη χορήγηση της άδειας, οικεία κατάσταση προσωπικού, τα οποία θα θέτει στην διάθεση των ελεγκτικών οργάνων ο εργοδότης (Εγγρ.83/26-1-2011 Υπ. Εργασίας και Κοιν. Ασφάλισης).
Κατά τη διάρκεια της άδειας άνευ αποδοχών, είναι επιτρεπτή η καταγγελία της εργασιακής σχέσης (ΑΠ 1998/1986, ΕΕΔ 46, σελ. 791).
Η μη καταβολή των αποδοχών στον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της άδειας αυτής, προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 648 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο μισθός αντιστοιχεί σε πραγματική εργασία. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 648 «Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει την υποχρέωση να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει τον συμφωνημένο μισθό».
Μετά δε τη λήξη της άδειας, ο μεν εργαζόμενος υποχρεούται να προσφέρει και πάλι τις υπηρεσίες του, ο δε εργοδότης υποχρεούται να τις αποδεχθεί, ερμηνεύοντας καλόπιστα τους όρους της εργασιακής σύμβασης, κατά τα άρθρα 200 του ΑΚ «Ερμηνεία συμβάσεων. Οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη» και 288 του ΑΚ «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη». Αν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί τις υπηρεσίες του, εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασία (Αρ.Πρωτ.1896/28.8.1997 Υπ. Εργασίας και Κοιν. Ασφαλίσεων).
Δεδομένου ότι, η άδεια άνευ αποδοχών αποτελεί αναστολή της εργασιακής σχέσης, καθώς ο εργασιακός δεσμός μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου δεν διακόπτεται (σχέση εργασίας ενεργή), ο χρόνος άδειας άνευ αποδοχών θεωρείται ως χρόνος υπηρεσίας και συνεπώς υπολογίζεται για τον καθορισμό των δικαιωμάτων του μισθωτού που σχετίζονται με την προϋπηρεσία, καθώς και το ποσό της αποζημίωσης λόγω απόλυσης (ΑΠ 1534/1986, ΕΕΔ 1988, σελ. 13, ΑΠ 751/1987, ΔΕΝ 44, σελ. 178). Αντίθετα, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό των δώρων Χριστουγέννων ή Πάσχα. Θεωρείται ευνόητο ότι ο μισθωτός δεν δικαιούται αμοιβής ή ασφάλισης κατά την διάρκεια της άδειας (έγγραφο ΙΚΑ Ε40/211/25-6-2008).
Συμπερασματικά, για την άδεια άνευ αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα μπορούν να λεχθούν τα κάτωθι:
- Πρόκειται για μορφή αναστολής της εργασιακής σχέσης.
- Δεν προβλέπεται από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, αλλά στηρίζεται επί της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (361 του ΑΚ).
- Για τις ημέρες χορήγησής της δεν καταβάλλονται αποδοχές ούτε ασφαλιστικές εισφορές.
- Χορηγείται κατόπιν αιτήσεων του μισθωτού και συγκατάθεσης του εργοδότη.
- Δεν υπάρχει διάταξη που να καθορίζει τον αριθμό των ημερών της άδειας άνευ αποδοχών.
- Δεν προβλέπονται ιδιαίτερες διατυπώσεις για τη χορήγησή της, αλλά θα πρέπει να αποδεικνύεται με στοιχεία, όπως αίτηση του εργαζομένου, έγκριση από τον εργοδότη, οικεία κατάσταση προσωπικού (Έγγραφο 83/2011, Υπ. Εργασίας – Κοιν. Ασφάλισης, ΔΕΝ 2011, σελ. 1616).
Άδεια άνευ αποδοχών και κανονική άδεια
Τα περί αδείας ρυθμίζει ο ΑΝ 539/1945, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.3302/2004 και ισχύουν για όλους τους εργαζόμενους ανεξάρτητα με τον τρόπο που αμείβονται (μισθό ή ημερομίσθιο, μικτό σύστημα-ποσοστά, όπως οι σερβιτόροι κ.λπ.) και το είδος της σύμβασης εργασίας (ορισμένου ή αορίστου χρόνου) και το είδος της απασχόλησης (πλήρη, μερική, διαλείπουσα, πολλαπλή).
Δεν δικαιούνται ετήσια κανονική άδεια οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις οικογενειακές, σε εργασίες γεωργικές, κτηνοτροφικές, δασικές, ναυτιλιακές, αλιευτικές, οι απασχολούμενοι πάρεργα ως μισθωτοί, αλλά και αυτοί που κατέχουν θέση στελέχους. Τέλος, εκείνοι που απουσίασαν από την εργασία τους λόγω ασθένειας για μεγάλο χρονικό διάστημα, μεγαλύτερο από αυτό της «βραχείας διάρκειας».
Το ΝΣΚ (Γνωμ. 557/63) δέχεται ότι η χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών δεν αποστερεί το μισθωτό από το δικαίωμα να ζητήσει βάσει του ΑΝ 539/45 την ετήσια με αποδοχές άδειά του, προκειμένου κατά τον σκοπό του νόμου αυτού, να παρασχεθεί η δυνατότητα να αναπαυθεί με αυξημένα οικονομικά μέσα προς αναπλήρωση των αναλωθεισών στην εργασία σωματικών ή πνευματικών δυνάμεών του.
Αντίθετα, ο ΑΠ (Απόφ.161/1967) και τα λοιπά δικαστήρια της ουσίας (Πρωτ.Αθ.6298/64, Πρωτ.Τρικαλ.77/67) δέχονται ότι αυτός που επανέρχεται από την άδεια χωρίς αποδοχές, δεν δικαιούται και κανονικής αδείας κατά τον ΑΝ 539/45, καθόσον με την χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών έχει εκπληρωθεί ο σκοπός του παραπάνω Νόμου.
Το Υπουργείο Εργασίας συντάσσεται με την άποψη του ΝΣΚ με το αριθ.1332/86 έγγραφό του, καθόσον έχει την γνώμη ότι αφενός μεν με τη σύμβαση παροχής αδείας χωρίς αποδοχές, τεκμηριώνεται θέληση του εργοδότη να αναγνωρίσει τον χρόνο της άδειας χωρίς αποδοχές ως χρόνο πραγματικής υπηρεσίας, αφετέρου δε ο μισθωτός που έτυχε άδειας άνευ αποδοχών είναι δυνατό να έχει αναλώσει περισσότερες πνευματικές ή σωματικές δυνάμεις κατά το χρόνο αυτής, όπως συμβαίνει στην περίπτωση μετεκπαιδεύσεως στο εξωτερικό και συνεπώς επανερχόμενος από την άδεια άνευ αποδοχών, δικαιούται τόσο την κανονική άδεια με αποδοχές βάσει του Ν.1346/83 όσο και το επίδομα αδείας βάσει της παρ.16 του άρθρου 3 του Ν.4504/66 .
Το Υπ. Εργασίας με το υπ΄ αρ.1896/28-8-97 έγγραφό του επανερχόμενο για το θέμα αυτό έχει την άποψη ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι σε κάθε περίπτωση χορήγησης αδείας άνευ αποδοχών, οφείλεται στον εργαζόμενο και η κανονική ετήσια άδεια με αποδοχές. Μόνο αν πρόκειται περί απολύτως δικαιολογημένης απουσίας, κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος που έτυχε της άδειας αυτής άνευ αποδοχών είναι δυνατόν, να έχει αναλώσει περισσότερες πνευματικές ή σωματικές δυνάμεις (όπως στην άδεια άνευ αποδοχών για μετεκπαίδευση), δικαιούται τόσο την κανονική άδεια με αποδοχές βάσει του Ν.1346/83 όσο και το επίδομα αδείας βάσει της παρ.16 του άρθρου 3 του Ν.4504/66.
Για τους παραπάνω λόγους, η άδεια άνευ αποδοχών θα πρέπει να χορηγείται μετά την εξάντληση της κανονικής αδείας ή να συμφωνείται η τύχη της κανονικής αδείας κατά τη χορήγηση της άδειας άνευ αποδοχών. Θα μπορούσαμε ίσως να διατυπώσουμε την άποψη ότι, αν ένας εργαζόμενος κάνει χρήση της άδειας άνευ αποδοχών, μπορεί να μην λάβει την κανονική άδεια, δικαιούται όμως τις αποδοχές της άδειας και του επιδόματος αδείας.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 539/45 σκοπός της άδειας αναψυχής των μισθωτών, είναι η ανάπαυση του μισθωτού με αυξημένα οικονομικά μέσα (αποδοχές και επίδομα αδείας) προς αναπλήρωση των σωματικών και πνευματικών του δυνάμεων που απώλεσε κατά την εργασία του.
Εν προκειμένω, με την συμφωνία χορήγησης άδειας άνευ αποδοχών, τεκμηριώνεται η θέληση του εργοδότη να αναγνωρίσει τον χρόνο της άδειας χωρίς αποδοχές, ως χρόνο πραγματικής υπηρεσίας του μισθωτού, ενώ ο μισθωτός που έλαβε άδεια άνευ αποδοχών, είναι δυνατό να έχει αναλώσει περισσότερες πνευματικές ή ψυχικές δυνάμεις κατά τον χρόνο αυτής και συνεπώς επανερχόμενος από την άδεια αυτή δικαιούται τόσο την κανονική άδεια με αποδοχές, όσο και το επίδομα αδείας.
Εξάλλου, κατά ρητή πρόβλεψη της παρ.6 του άρθρου 2 του ΑΝ 539/1945, για τον υπολογισμό του χρόνου απασχολήσεως για την λήψη της κανονικής άδειας, τα διαστήματα κατά τα οποία ο μισθωτός απείχε από την εργασία του, δεν συμψηφίζονται με τις ημέρες αδείας που αυτός δικαιούται. Στην άδεια άνευ αποδοχών, η σχέση εργασίας διατηρείται ενεργή, ενώ η αποχή του μισθωτού είναι αποτέλεσμα της συμφωνίας του, με τον εργοδότη.
Το άρθρο 4 του ΑΝ 539/1945, ορίζει ότι η χρονική περίοδος χορηγήσεως της άδειας αναψυχής των μισθωτών, κανονίζεται μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, ενώ ο εργοδότης υποχρεούται την χορήγηση αδείας εντός διμήνου από τη διατύπωσης της σχετικής αίτησης του μισθωτού.
Επίσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.4093/2012, μπορεί να κατατμηθεί η κανονική άδεια πολλές φορές, κατόπιν αίτησης του μισθωτού.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άδεια ή να συμψηφισθεί με τις ημέρες κανονικής άδειας, η για οποιοδήποτε λόγο υποχρεωτική χορήγηση μιας ή περισσοτέρων ημερών αναπαύσεως (άνευ αποδοχών) από τον εργοδότη στον μισθωτό, μετά από απόφαση του εργοδότη. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτός θα λάβει τις αποδοχές του, όχι βάσει των διατάξεων του ΑΝ 539/1945, δηλαδή όχι ως αποδοχές αδείας, αλλά βάσει των διατάξεων περί υπερημερίας εργοδότη.
Οι ανωτέρω ημέρες αναπαύσεως (άνευ αποδοχών) δεν μπορεί να συμψηφισθούν με τις ημέρες αδείας του μισθωτού, η χορήγησή τους δηλαδή δεν έχει ως συνέπεια τη μείωση των ημερών αδείας αυτού. Υπενθυμίζουμε την υποχρέωση του εργοδότη, για τήρηση στο αρχείο του και επίδειξή τους στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, των αιτήσεων των μισθωτών για χορήγηση ημερών κανονικής άδειας. Ωστόσο σε κάθε περίπτωση, η άδεια πρέπει να χορηγηθεί στον μισθωτό πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν δεν ζητήθηκε από τον μισθωτό.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υφίσταται διάταξη στην Εργατική Νομοθεσία που να θέτει ως προϋπόθεση λήψης της αδείας άνευ αποδοχών την λήψη της κανονικής αδείας, σε προηγούμενη χρονική στιγμή. Η κανονική άδεια ασφαλώς, ενδέχεται να προηγείται ή να έπεται της αδείας άνευ αποδοχών, μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος.
Τέλος θα τονίζαμε ότι, η μονομερής χορήγηση των αδειών αναψυχής καθώς και της άνευ αποδοχών δεν επιτρέπεται, ενώ δύναται η δυνατότητα τα ζητήματα των αδειών αυτών να καθορίζονται με ατομική σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 361 του ΑΚ (ελευθερία συμβάσεων) και εντός του πλαισίου του Νόμου.
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από άρθρο του κ. Βασίλειου Παπαβασιλείου, με τίτλο «Η χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Δεκεμβρίου 2017 του περιοδικού Epsilon7.