Εκτεθειμένοι στον κίνδυνο να κληθούν να πληρώσουν άδικα επιπλέον φόρο εισοδήματος βρίσκονται χιλιάδες μισθωτοί, συνταξιούχοι και κατ’ επάγγελμα αγρότες οι οποίοι εξόφλησαν κατά τη διάρκεια του 2017 σημαντικού ύψους ποσά καταναλωτικών δαπανών μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking) σε ιδιωτικές επιχειρήσεις
Εκτεθειμένοι στον κίνδυνο να κληθούν να πληρώσουν άδικα επιπλέον φόρο εισοδήματος βρίσκονται χιλιάδες μισθωτοί, συνταξιούχοι και κατ’ επάγγελμα αγρότες οι οποίοι εξόφλησαν κατά τη διάρκεια του 2017 σημαντικού ύψους ποσά καταναλωτικών δαπανών μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking) σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι δαπάνες αυτές είναι πολύ πιθανό να μην «μετρήσουν» τελικά για την κατοχύρωση του αφορολογήτου ορίου των 8.636 έως 9.545 ευρώ, με συνέπεια οι συγκεκριμένοι φορολογούμενοι να εμφανιστούν ότι δεν έχουν καλύψει τα ποσά ηλεκτρονικών πληρωμών που απαιτούνται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, ώστε να δικαιούνται ολόκληρου του ισχύοντος κατά περίπτωση αφορολογήτου ορίου. Έτσι απειλούνται να χρεωθούν με φόρο 22% επί των ποσών που θα εμφανίζονται ότι άφησαν ακάλυπτα.
Πολλά από τα έξοδα που έχουν εξοφλήσει μισθωτοί, συνταξιούχοι και κατ’ επάγγελμα αγρότες μέσω e-banking κατά τη διάρκεια του 2017 δεν μπορούν αυτή τη στιγμή να συνυπολογιστούν στο σύνολο των δαπανών που θα ληφθούν υπόψη για την κάλυψη των αφορολογήτων ορίων τους. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι, μέχρι στιγμής, οι τράπεζες δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσουν αν μια μεταφορά ποσού σε λογαριασμό μέσω e-banking είναι δαπάνη που καλύπτει το αφορολόγητο ή αν πρόκειται απλώς για προσωπική συναλλαγή μεταξύ δύο φορολογουμένων. Δεν μπορούν δηλαδή να διακρίνουν ποιες μεταφορές ποσών μέσω e-banking στους τραπεζικούς λογαριασμούς των επιχειρηματιών είναι πράγματι καταναλωτικές δαπάνες των πελατών τους που κατοχυρώνουν γι’ αυτούς την κάλυψη των αφορολογήτων ορίων και ποιες μεταφορές στους ίδιους λογαριασμούς αποτελούν απλά προσωπικές συναλλαγές των επιχειρηματιών ως φυσικών προσώπων.
Η αδυναμία ταυτοποίησης και διάκρισης των ποσών που μεταφέρονται στους τραπεζικούς λογαριασμούς πολλών ιδιωτικών επιχειρήσεων οφείλεται στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν έχουν ακόμη δηλώσει στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων τους επαγγελματικούς τους λογαριασμούς, δηλαδή τους τραπεζικούς λογαριασμούς που χρησιμοποιούν αποκλειστικά για εισπράξεις από τους πελάτες τους. Σύμφωνα με πηγές από το υπουργείο Οικονομικών, από τη στιγμή που όλες οι επιχειρήσεις θα έχουν δηλώσει τους επαγγελματικούς τους λογαριασμούς θα καταστεί δυνατό στις τράπεζες να εντοπίζουν τις καταναλωτικές δαπάνες που πραγματοποίησαν οι φορολογούμενοι μέσω e-banking και να τις συνυπολογίζουν κι αυτές στο σύνολο των δαπανών που λαμβάνονται υπόψη για την κατοχύρωση των αφορολογήτων ορίων.
Μέχρι όμως αυτό να συμβεί, όσοι φορολογούμενοι πραγματοποίησαν το 2017, μέσω e-banking, σημαντικού ύψους πληρωμές δαπανών για αγορές αγαθών και λήψη υπηρεσιών οι οποίες ανήκουν στις κατηγορίες που κατοχυρώνουν το αφορολόγητο όριο, δεν θα είναι στο σύνολό τους καλυμμένοι. Μόνο όσοι έχουν προνοήσει και έχουν αποθηκεύσει στους υπολογιστές τους τα αποδεικτικά των δαπανών τους αυτών, με συγκεκριμένη σαφή περιγραφή τους, θα έχουν ενδεχομένως τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι τις πραγματοποίησαν και θα μπορούν να τις επικαλεστούν κι αυτές κατά την υποβολή των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2017 ώστε να μη χάσουν το δικαίωμα κατοχύρωσης των συνολικών ποσών των αφορολογήτων ορίων που τους αναλογούν. Οι υπόλοιποι (οι μη προνοήσαντες) κινδυνεύουν να μείνουν εκτεθειμένοι και να μην καταφέρουν να αποδείξουν το ύψος των δαπανών που πραγματοποίησαν μέσω e-banking με συνέπεια να μην καταφέρουν να καλύψουν το σύνολο των απαιτούμενων ποσών για την κατοχύρωση των αφορολογήτων ορίων τους και τελικά να πληρώσουν επιπλέον φόρο 22% επί των ποσών που θα εμφανίζονται ως «ακάλυπτα».
Την ύπαρξη αυτού του κινδύνου για χιλιάδες μισθωτούς, συνταξιούχους και κατ’ επάγγελμα αγρότες παραδέχθηκε χθες η ίδια η υφυπουργός Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου, μιλώντας στην πρωινή ενημερωτική εκπομπή του τηλεοπτικού σταθμού ΑΝΤ1.
Συγκεκριμένα, η υφυπουργός ερωτηθείσα για το γεγονός ότι αρκετοί φορολογούμενοι διαπιστώνουν πως πολλές καταναλωτικές δαπάνες που πραγματοποίησαν μέσω e-banking δεν υπολογίζονται στο «κτίσιμο» του αφορολογήτου ανέφερε ότι «με το e-banking υπάρχει όντως ένα ζήτημα» και ότι για να λυθεί θα πρέπει όλες οι επιχειρήσεις να δηλώσουν τους επαγγελματικούς τους λογαριασμούς.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68 του ν. 4446/2016, που τέθηκαν σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2017 και με την υπ’ αριθμόν ΠΟΛ. 1062/2017 διευκρινιστική εγκύκλιο που εξέδωσε στις 12 Απριλίου 2017 ο Διοικητής της Α.Α.Δ.Ε. Γ. Πιτσιλής:
1) Όσοι φορολογούμενοι αποκτούν εισοδήματα από μισθούς ή συντάξεις και όσοι είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, για να δικαιούνται στις δηλώσεις φορολογίας που θα υποβάλουν φέτος ετήσιο αφορολόγητο όριο εισοδήματος από 8.636 έως 9.545 ευρώ, οφείλουν να έχουν πραγματοποιήσει κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους δαπάνες συνολικού ύψους από 10% έως και 18,75% του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος του ιδίου έτους, πληρωθείσες είτε με πλαστικό χρήμα είτε μέσω e-banking είτε με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Ειδικότερα:
α) Κάθε φορολογούμενος με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα έτους 2017 μέχρι 10.000 ευρώ από μισθούς ή συντάξεις και κάθε κατά κύριο επάγγελμα αγρότης με ετήσιο εισόδημα έτους 2017 μέχρι 10.000 ευρώ πρέπει να έχει καλύψει το 10% του εισοδήματός του αυτού με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες μέσω χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών ή μέσω e-bankong ή άλλων μεθόδων ηλεκτρονικών συναλλαγών, για να δικαιούται το αφορολόγητο όριο.
β) Κάθε φορολογούμενος με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα έτους 2017 από 10.001 έως 30.000 ευρώ προερχόμενο από μισθούς ή συντάξεις καθώς επίσης και κάθε κατά κύριο επάγγελμα αγρότης με ετήσιο εισόδημα έτους 2017 από 10.001 έως 30.000 ευρώ πρέπει να έχει καλύψει ποσοστό 10% του τμήματος του εισοδήματός του μέχρι τα 10.000 ευρώ και ποσοστό 15% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τα 10.000 ευρώ με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες μέσω χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών ή μέσω e-banking ή με άλλου είδους ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, για να δικαιούται ολόκληρο το ισχύον γι’ αυτόν αφορολόγητο όριο.
γ) Κάθε φορολογούμενος με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα έτους 2017 άνω των 30.000 ευρώ προερχόμενο από μισθούς ή συντάξεις, καθώς και κάθε κατά κύριο επάγγελμα αγρότης με ετήσιο εισόδημα έτους 2017 άνω των 30.000 ευρώ πρέπει να έχει καλύψει ποσοστό 10% του τμήματος εισοδήματός του μέχρι τα 10.000 ευρώ, ποσοστό 15% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τα 10.000 και έως τα 30.000 ευρώ και ποσοστό 20% του τμήματος του εισοδήματός του πάνω από τα 30.000 ευρώ με δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών εξοφληθείσες μέσω χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών ή μέσω e-banking ή μέσω άλλων ηλεκτρονικών μεθόδων πληρωμής για να κατοχυρώσει ολόκληρο το ισχύον γι’ αυτόν αφορολόγητο όριο.
2) Σε κάθε περίπτωση μη κάλυψης του απαιτούμενου ποσού δαπάνης με τέτοιου είδους μέσα πληρωμής, ο φορολογούμενος θα επιβαρύνεται κατά την εκκαθάριση της φετινής φορολογικής δήλωσης με επιπλέον φόρο 22% επί του «ακάλυπτου» ποσού.
3) Εξαιρούνται από την υποχρέωση πληρωμής των δαπανών με «πλαστικό χρήμα» ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα οι συνταξιούχοι ηλικίας 70 ετών ή μεγαλύτερης, καθώς και οι ανάπηροι κατά ποσοστό 80% και άνω. Όμως κι αυτές οι κατηγορίες φορολογουμένων υποχρεούνται να έχουν καλύψει τα παραπάνω ποσοστά του ετησίου εισοδήματός τους με δαπάνες πληρωθείσες με μετρητά, προσκομίζοντας και τις σχετικές αποδείξεις λιανικών συναλλαγών.