Μόνιμες γίνονται οι μειώσεις όλων των συντάξεων από τον Δεκέμβριο του 2018 με τον «κόφτη» έως 18% σε κύριες και επικουρικές αλλά και με πιθανές πρόσθετες περικοπές στα επόμενα χρόνια γιατί η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού δεν έχει ακόμη θωρακιστεί, όπως δείχνουν τα πρώτα στοιχεία από την καινούργια εθνική αναλογιστική μελέτη που εκπονείται κάθε τρία χρόνια και παραδίδεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τους δείκτες που μετρούν τις αντοχές και την προοπτική του ασφαλιστικού συστήματος.
Οι δύο δείκτες που κρίνουν το αν θα χρειαστούν και άλλες περικοπές είναι εκτός τροχιάς.
Η δαπάνη για την καταβολή των συντάξεων έχει όριο το 16,2% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος αλλά, σύμφωνα με στοιχεία της μελέτης που δημοσιεύει κατ’ αποκλειστικότητα ο Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής, το 2016 ανέβηκε στο 17,3% και έχει ξεπεράσει το 17,5% για το 2017. Στην αύξηση συνέβαλε και η πληρωμή των καθυστερούμενων συντάξεων που θεωρείται κρατική χρηματοδότηση.
Για το 2015, η δαπάνη, σύμφωνα με τη μελέτη, μετρήθηκε από τη Eurostat στο 17,8% του ΑΕΠ, ποσοστό που σήμανε συναγερμό και έφερε νέο Μνημόνιο με τις τότε αυξήσεις στα όρια ηλικίας, ενώ ακολούθησε η δεύτερη δόση μέτρων με μειώσεις και αλλαγή στον υπολογισμό των συντάξεων στο νόμο Κατρούγκαλου. Η τρίτη δόση των μέτρων ήταν με το νόμο 4472 του Μαΐου του 2016, όπου η κυβέρνηση ψήφισε στο άρθρο 1 και τις παραγράφους 1 και 2 την κατάργηση των επιδομάτων (συζύγου-τέκνων) που θα καταβάλλονται στις παλιές συντάξεις μέχρι 31/12/2018 και στο άρθρο 2 προνομοθέτησε την κατάργηση των (προσωπικών) διαφορών που θα έχουν οι παλιές με τις νέες συντάξεις κατά τον επανυπολογισμό. Η μέριμνα για να μην είναι μεγάλες οι περικοπές ήταν στο να προβλεφθεί ότι οι μειώσεις από την κατάργηση των διαφορών δεν θα υπερβούν το 18% στα ποσά που έχουν σήμερα οι συνταξιούχοι.
Είχαν προηγηθεί, βέβαια, τα μέτρα του 2011 και του 2012 με τις τότε περικοπές που έγιναν ακριβώς γιατί είχε αυξηθεί η δαπάνη συντάξεων με επακόλουθο να αυξηθεί και η κρατική χρηματοδότηση για να καλύπτονται τα ελλείμματα.
Σχεδόν 98,7 δισ. ευρώ, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που δημοσιεύει η εφημερίδα, στοίχισε στο κράτος η τακτική και έκτακτη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού από το 2010 έως και το 2015.
Τα ποσά κρατικής χρηματοδότησης του ασφαλιστικού είναι από τα υψηλότερα στην ευρωζώνη αλλά, παρά ταύτα, οι συντάξεις μειώνονται χωρίς να πέφτει όμως η συνολική δαπάνη.
Αυτό συμβαίνει γιατί στα Ταμεία υπάρχει μεγάλο στοκ απλήρωτων συντάξεων που μεταφέρει αυξημένες δαπάνες από χρόνο σε χρόνο.
Η απόκλιση από το στόχο του 16,2% είναι βέβαιη, παρά τις περικοπές, και δείχνει νέα μέτρα στον ορίζοντα, αν οι μειώσεις 18% δεν φέρουν αποτέλεσμα.
Σε κάθε περίπτωση, δε, τα περιθώρια αναβολής των προνομοθετημένων μειώσεων είναι ανύπαρκτα. Παρότι ανεπίσημα καλλιεργείται ένα τέτοιο κλίμα από την κυβέρνηση, το ενδεχόμενο μιας «δήθεν» επαναδιαπραγμάτευσης των μειώσεων που θα έρθουν τον Δεκέμβριο ή μιας μικρότερης μείωσης από 18% δεν είναι στο τραπέζι των δανειστών.
Ακόμη και ο υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης, Τάσος Πετρόπουλος, απέκλεισε το ενδεχόμενο αναβολής των περικοπών για το 2019, λέγοντας την περασμένη Τετάρτη σε τηλεοπτική εκπομπή ότι «μειώσεις θα γίνουν το 2019, δεσμευόμαστε από το στόχο να μην ξεφεύγει η δαπάνη πέραν του 16,2% του ΑΕΠ».
Τον τελικό λόγο όμως τον έχει η τρόικα. Αν βάσει της νέας μελέτης που συντάσσεται ήδη και θα βγει τον Μάρτιο, κρίνουν ότι τα μεγέθη είναι απογοητευτικά, ουδείς μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να απαιτήσουν πρόσθετες παρεμβάσεις και μετά το 2018 είτε στο σκέλος των συντάξεων είτε στα όρια ηλικίας. Το κρίσιμο στοιχείο για τους δανειστές είναι, αφενός, να μην ξεφεύγει η δαπάνη και, αφετέρου, σε αυτή την ελεγχόμενη δαπάνη, το κράτος να πληρώνει λιγότερα, ώστε να έχει περίσσευμα όχι για τα ελλείμματα του ασφαλιστικού αλλά για να την ανάπτυξη της οικονομίας και την αύξηση της απασχόλησης.
Ο δεύτερος δείκτης που μετρά πόσο βιώσιμο είναι το ασφαλιστικό σύστημα και πόσο «εγγυημένα» είναι τα ποσά που πληρώνει στους συνταξιούχους είναι η κρατική χρηματοδότηση, δηλαδή πόσα θα έπρεπε να πληρώνει το κράτος για τις συντάξεις από θεσμοθετημένους πόρους και πόσα τελικά δίνει για να καλύπτει τα ελλείμματα. Η κρατική χρηματοδότηση, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία της μελέτης, κινείται άνω του 9,7% του ΑΕΠ για το 2016, δηλαδή σε ένα ποσό της τάξης των 17,3 και πλέον δισ. ευρώ, όταν η συνολική δαπάνη όλων των συντάξεων είναι κοντά στα 27 δισ. ευρώ. Στην προηγούμενη μελέτη του 2014, η κρατική συνεισφορά ήταν στο 7,72% του ΑΕΠ, δηλαδή το κράτος ξόδευε πολύ λιγότερα για το συνταξιοδοτικό και είχε πιάσει το μέσο όρο κρατικής δαπάνης στην Ε.Ε.
Η πορεία όμως από το 2014 και μετά έδειξε ότι τα ποσά που δαπανήθηκαν αυξήθηκαν και η κύρια ανάληψη αυτής της δαπάνης προήλθε από το κράτος και όχι από τις ασφαλιστικές εισφορές.
Η θεσμοθετημένη και όχι η έκτακτη χρηματοδότηση, δηλαδή αυτά που οφείλει να δώσει το κράτος για να στηρίξει τις συντάξεις, είναι ή θα έπρεπε να είναι στο ύψος των 13 δισ. ευρώ, που σημαίνει ότι η διαφορά των 4 και πλέον δισ. ευρώ έως τα 17 δισ. ευρώ, που τελικά αποδίδονται στα Ταμεία, είναι γιατί το ασφαλιστικό δεν έχει τους πόρους για να χρηματοδοτήσει επαρκώς τις συντάξεις.
Τα 4 δισ. ευρώ είναι το έλλειμμα του συστήματος που καλείται να πληρώσει το κράτος, ώστε να καταβάλλονται απρόσκοπτα οι συντάξεις.
Το ποσό αυτό είναι ταυτόχρονα και το χάσμα μεταξύ κρατικής χρηματοδότησης και εισφορών. Οι εισφορές δεν επαρκούν για να πληρώνονται οι συντάξεις και, παρά τις περικοπές, η μελέτη δείχνει ότι η κρατική συνολική πληρωμή είναι περίπου στο 62% επί της συνολικής δαπάνης συντάξεων.
Οι 5 «βόμβες»
Οι δείκτες της νέας μελέτης κρύβουν πέντε «βόμβες» για το ασφαλιστικό:
1 Οι μειώσεις συντάξεων έως 18% με το τέχνασμα του επανυπολογισμού και της προσωπικής διαφοράς είναι αναπόφευκτες και αναγκαίες, γιατί σε διαφορετική περίπτωση έρχεται πλήρης εκτροχιασμός στις δαπάνες (στο 18% ή 19%) και το ενδεχόμενο μεγαλύτερων μειώσεων είναι σχεδόν βέβαιο.
2 Οι εισφορές, παρότι αυξήθηκαν με το νόμο Κατρούγκαλου και πλέον επιβάλλεται ασφάλιστρο 26,95% σε κάθε ευρώ που κερδίζει ένας εργαζόμενος πέραν της μισθωτής του απασχόλησης, αποδεικνύεται ότι δεν επαρκούν για να χρηματοδοτήσουν τις συντάξεις. Αφενός γιατί πολλοί αδυνατούν να τις πληρώνουν και αφετέρου διότι έχουν μειωθεί σημαντικά οι μισθοί.
3 Τα ποσοστά αναπλήρωσης, δηλαδή η σχέση σύνταξης και μισθού, δεν πρόκειται να βελτιωθούν, αντιθέτως θα βαίνουν μειούμενα. Στην πρώτη μελέτη του 2014, προτού καν έρθουν ο ΣΥΡΙΖΑ και οι νόμοι με περικοπές κύριων και επικουρικών συντάξεων, το ποσοστό αναπλήρωσης της κύριας σύνταξης προβλεπόταν να πέσει από περίπου 65% σε περίπου 53% στα επόμενα χρόνια, ενώ της επικουρικής από 15% περίπου στο 11%. Δηλαδή σε μισθό 1.000 ευρώ, η κύρια φτάνει στα 530 ευρώ και η επικουρική στα 110 ευρώ. Η εξέλιξη των ποσοστών βαίνει μειούμενη στα επόμενα χρόνια και στη νέα μελέτη, τα ποσοστά πέφτουν σε μέσο όρο κάτω από το 50% στις κύριες συντάξεις και κάτω από 10% στις επικουρικές.
4 Τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης συνδέονται πλέον με το προσδόκιμο ζωής. Η πρώτη εφαρμογή αυτής της νέας ρήτρας για τις συντάξεις θα γίνει το 2021. Ο νόμος που την προέβλεψε είναι ο 3863 του 2010 (κυβέρνηση ΓΑΠ). Στην πράξη, η ρήτρα αυτή καταργεί οριστικά την πρόωρη έξοδο από το 2021 και σταδιακά ανεβάζει τα όρια συνταξιοδότησης στα 69 έως το 2029 και στα 72 μέσα στα επόμενα 20 χρόνια.
5 Οι εισφορές όσο και αν αυξηθούν δεν επαρκούν, γιατί απλά επιβάλλονται σε χαμηλότερους μισθούς ή δεν πληρώνονται καθόλου αφενός γιατί είναι τόσο υψηλές που αποτελούν αντικίνητρο στην ασφάλιση των εργαζομένων και αφετέρου διότι δεν είναι ανταποδοτικές, αφού για κάθε 100 ευρώ εισφορών ο εργαζόμενος είναι ζήτημα να πάρει 40 ευρώ σύνταξη.