Αθώος κρίθηκε χθες από το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου ένας 52χρονος Ροδίτης, που είχε συλληφθεί στο Βέλγιο, δυνάμει 4 ενταλμάτων σύλληψης.
Ο 52χρονος είχε οδηγηθεί στις φυλακές της Κω και είχε καταδικαστεί σε δύο υποθέσεις σε πρώτο βαθμό (στις άλλες δύο αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών).
Το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου τον έκρινε αθώο και στις δύο υποθέσεις στις οποίες είχε καταδικαστεί. Η τελευταία απόφαση εκδόθηκε χθες.
Ο πρώην συνέταιρος του 52χρονου, πολιτικώς ενάγων σε τρεις από τις τέσσερις υποθέσεις για τις οποίες αθωώθηκε, ήταν παιδικός του φίλος και συνέταιρός του σε ομόρρυθμη εταιρεία. Υποστήριξε ότι καταχρώμενος την σχέση εμπιστοσύνης και την φιλία τους, διέπραξε σε βάρος του προσωπικά και σε βάρος της εταιρείας τους πλαστογραφίες, απάτες και υπεξαιρέσεις, ποσού άνω των 120.000.000 δρχ.
Στην υπόθεση, που εκδικάστηκε χθες, στον 52χρονο, είχε επιβληθεί πρωτοδίκως, ποινή κάθειρξης 6 ετών, ενώ ο πρώην συνέταιρος του στην δίκη αυτή ήταν μάρτυρας κατηγορίας.
Κατηγορήθηκε ειδικότερα ότι την 24η Δεκεμβρίου 2001 νόθευσε επιταγή της Ιονικής Τράπεζας, επί λογαριασμού όψεως μιας κατοίκου της Ρόδου που διατηρούσε κατάστημα δίπλα σε κατάστημα της ομόρρυθμης εταιρείας στην οποία μετείχε.
Εφέρετο συγκεκριμένα να είχε οπισθογραφήσει την επιταγή, που είχε υπογράψει λευκή ο σύζυγος της εγκαλούσης και ότι άγνωστο πρόσωπο την είχε συμπληρώσει θέτοντας δίπλα από την ένδειξη «σε διαταγή» το ονοματεπώνυμό του, ως ημερομηνία εκδόσεως την 24-12-2001, ως τόπο εκδόσεως τη Ρόδο, γράφοντας ολογράφως και αριθμητικώς το ποσό των 46.000.000 δρχ, έτσι ώστε να φέρεται ότι εκδόθηκε από την εγκαλούσα σε διαταγή του.
Περαιτέρω δε εφέρετο να μεταβίβασε την επιταγή σε έναν δικηγόρο των Αθηνών, ο οποίος έχει πλέον αποβιώσει.
Η συγκεκριμένη επιταγή, όπως κι ακόμη 4, είχαν αρχικώς δηλωθεί ως απωλεσθείσες από τον σύζυγο της εγκαλούσης, που στην πορεία υποστήριξε ότι είχαν κλαπεί από τον 52χρονο. Εις βάρος του 52χρονου δεν έγινε κατηγορία για κλοπή από το δικαστικό συμβούλιο, που είχε εξετάσει την υπόθεση.
Ο 52χρονος προέβαλε στο δικαστήριο τον ισχυρισμό ότι η συμπλήρωση της επιταγής δια της θέσεως της ημερομηνίας 24/12/2011, του ποσού των 46.000.000 δραχμών και του ονοματεπωνύμου του κατηγορουμένου στη θέση «εις διαταγήν» έγινε δυνάμει προγενέστερης προφορικής συμφωνίας μεταξύ του και του συζύγου της εγκαλούσης.
Υποστήριξε συγκεκριμένα ότι η εν λόγω επιταγή δεν ήταν προϊόν κλοπής, αλλά είχε κατατεθεί εν γνώσει του συζύγου της εγκαλούσης και του πρώην συνεταίρου του στις αρχές του 2000 με τη μεσολάβηση του στην Ιονική Τράπεζα προς εξασφάλιση της Ιονικής ΑΧΕ έναντι οφειλών τους λόγω επιζήμιων χρηματιστηριακών συναλλαγών τους.
Υποστήριξε ακόμη ότι η πολιτική αγωγή ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για την κατοχή του σώματος της επιταγής από τον ίδιο επί ενάμισι και πλέον έτος μέχρι και τη σφράγιση της επιταγής ως ακάλυπτης.
Ισχυρίστηκε ακόμη ότι περί τον μήνα Μάιο του 2000 εξόφλησε τις οφειλές των ανωτέρω, ύψους 39.000.000 δραχμών στο χρονικό εκείνο σημείο και παρέλαβε από τον τότε διευθυντή της Ιονικής Τράπεζας την επίμαχη επιταγή, η οποία συμπληρώθηκε κατά ημερομηνία, δικαιούχο και ποσό κατόπιν συμφωνίας μαζί τους. Σε περίπτωση μη εξοφλήσεως των οφειλών το σώμα της επιταγής, όπως υποστήριξε, δεν θα του δινόταν.
Ισχυρίστηκε ακόμη ότι για την εξόφληση των χρηματιστηριακών οφειλών κατέβαλε εξ ιδίων χρημάτων 23 εκατομμύρια δραχμές και δανείσθηκε τα υπόλοιπα από τον δικηγόρο Αθηνών, που έχει πλέον αποβιώσει.
Τόνισε ακόμη ότι δεν επιδίωξε να εισπράξει τα χρήματα της επιταγής, μολονότι είχε τη δυνατότητα, αλλά την οπισθογράφησε στον δικηγόρο των Αθηνών, προκειμένου αφενός να του επιστρέψει τα δανεικά, αφετέρου να εξοφλήσει οφειλές από παροχή δικηγορικών υπηρεσιών.
Ως συνήγοροι υπεράσπισής του παρέστησαν οι δικηγόροι κ.κ. Αλέξης Κούγιας και Σάββας Παυλίδης και ως συνήγορος πολιτικής αγωγής ο δικηγόρος κ. Γ. Γιαννάτος.