Απορρίφθηκε από την Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου το αίτημα ιδρυτικού στελέχους της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου για την άσκηση εφέσεως κατά του υπ’ αρίθμ. 181/2017 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, με το οποίο αποφασίστηκε να μην γίνει κατηγορία εις βάρος 9 μελών του διοικητικού συμβουλίου, δύο γενικών διευθυντών και ενός ειδικού οικονομικού συμβούλου, για την πράξη της απιστίας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, με περιουσιακή ζημία άνω των 30.000 ευρώ, που φέρονται ότι τέλεσαν στη Ρόδο, κατά το χρονικό διάστημα από 18 Οκτωβρίου 2011 έως 30 Ιουνίου 2013.
Όπως έγραψε η «δημοκρατική», ιδρυτικό στέλεχος της τράπεζας, που κίνησε την συγκεκριμένη δικογραφία μετά την υποβολή μήνυσης, είχε λάβει δάνειο ύψους 111.000 ευρώ, προκειμένου να καλυφθούν επιχειρηματικές δραστηριότητες της εταιρείας του, ενώ ως εγγυητές είχαν συμβληθεί ο ίδιος και η σύζυγός του.
Περί το τέλος του 2010 η εταιρεία του ανέστειλε τις επαγγελματικές της δραστηριότητες, ωστόσο, όμως, εξυπηρετούσε το αναληφθέν δάνειο, συνέχισε δε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της μέχρι και το πρώτο τρίμηνο του 2011, με υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό την 18.05.2012, 103.363,32 ευρώ.
Ζήτησε τότε, όπως ισχυρίζεται, να κινηθούν οι διαδικασίες ρευστοποίησης των μερίδων του, μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του μηνός Ιανουαρίου 2012, με αποκλειστικό σκοπό να εξοφληθεί πλήρως, συμψηφιστικά με την τρέχουσα αξία των μερίδων του, το δάνειο της εταιρείας του.
Αυτό δεν του επετράπη όμως από την τράπεζα με αποτέλεσμα να υποστεί ζημία.
Μεταξύ άλλων ισχυρίζεται ότι δεν είχε δοθεί η σωστή εικόνα για την οικονομική κατάσταση της τράπεζας στους συνεταίρους.
Η μήνυσή του είχε τεθεί στο αρχείο, ενώ οι διώξεις σε βάρος των κατηγορουμένων ασκήθηκαν κατόπιν παραγγελίας Αντεισαγγελέως Εφετών Δωδεκανήσου, που έκανε δεκτή την προσφυγή του μηνυτή κατά της διατάξεως αρχειοθέτησης.
Το Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε μεταξύ άλλων ότι η ενδεχομένως κακή διαχείριση των οικονομικών στοιχείων της τράπεζας που οδήγησε στην ανάκληση της άδειας της και κατ’ επέκταση στην πρόκληση ζημίας σε βάρος κάποιων μεριδούχων και όχι μόνο και στην αποκόμιση οφέλους για άλλους, αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης άλλου ποινικού αδικήματος και δη αυτού της απιστίας στην υπηρεσία και όχι αυτού της κοινής απιστίας, το οποίο είναι διάφορο του πρώτου, για την πλήρωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του οποίου, θα πρέπει να συντρέχουν συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία, όμως, από τα στοιχεία της δικογραφίας, ουδόλως διαφαίνεται ότι πληρούνται.
Έκρινε ειδικότερα ότι, πράξεις και παραλείψεις των κατηγορουμένων σε συνδυασμό με την άρνηση ικανοποίησης του αιτήματος του εγκαλούντος περί ρευστοποίησης των συνεταιριστικών του μερίδων δεν στοιχειοθετούν αυτόματα και το αδίκημα της απιστίας.
Κρίθηκε ότι η μη αποδοχή από τους κατηγορούμενους των δύο αιτήσεων αποχώρησης και απόδοσης της αξίας των συνεταιριστικών μερίδων του εγκαλούντος, δεν στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση της απιστίας, δεδομένου ότι ο τελευταίος δεν πληρούσε τις τυπικές προϋποθέσεις που προβλέπονταν στις σχετικές διατάξεις του καταστατικού, ήτοι υπέβαλε το αρχικό του αίτημα εκπρόθεσμα και δεν είχαν συμπληρωθεί στο πρόσωπο του τρία έτη από το χρόνο απόκτησης των μερίδων του κι επιπλέον όφειλαν να τηρήσουν τις συστάσεις της ΤτΕ, με συνέπεια μετά την απόφαση του Μαίου 2011 να μην είναι δυνατή η λήψη άλλης απόφασης περί ρευστοποίησης μερίδων.
Ζήτημα τέθηκε και ως προς το οριστικό της ζημίας, που απαιτεί ο νόμος για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης, δοθέντος ότι εν προκειμένω η επέλευση της ζημίας στον εγκαλούντα δεν είναι ορισμένη και οριστική αλλά αμφίβολη, μιας και η Τράπεζα τελεί υπο εκκαθάριση και η διαδικασία είναι σε εξέλιξη.
Ο συνήγορος του πολιτικός ενάγοντος κ. Σέργιος Αναστασιάδης, υπέβαλε αίτημα για την αναίρεση του ίδιου βουλεύματος από τον Αρειο Πάγο κατόπιν της απορριπτικής απόφασης της Εισαγγελίας Εφετών Δωδεκανήσου.