Με απόφαση, που εξέδωσε το 2ο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Ρόδου, απορρίφθηκε, η αγωγή που υπέβαλε ένας κάτοικος της Ρόδου σε βάρος δύο πρώην αστυνομικών της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρόδου, του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και του Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία διεκδικεί χρηματική αποζημίωση συνολικού ύψους 300.000 ευρώ για βλάβες που του προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια επιχείρησης για τη σύλληψη διαρρηκτών.
Οι αστυνομικοί είχαν κριθεί αθώοι από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου, για τα αδικήματα της πρόκλησης σωματικής βλάβης και της παράβασης καθήκοντος μετά από μηνύσεις σε βάρος τους από τον ενάγοντα και δύο φίλους του.
Πρόκειται για μια απίθανη εξέλιξη αστυνομικής επιχείρησης για τον εντοπισμό και τη σύλληψη διαρρηκτών δωματίων ξενοδοχειακής μονάδας, που οδήγησε σε καταδίωξη και τραυματισμό των τριών πολιτών, που ισχυρίστηκαν αρχικώς ότι έγινε χρήση υπηρεσιακών όπλων για τον εκφοβισμό τους!!
Την 15η Αυγούστου 2009 και περί ώραν 03.00 εποχούμενη περιπολία της Υποδιεύθυνσης, Ασφαλείας Ρόδου κλήθηκε να μεταβεί στο ξενοδοχείο «Καλλιθέα Μάρε», όπου είχε διαπραχθεί κλοπή σε δωμάτιο.
Οι αστυνομικοί μετέβησαν στο σημείο, και διενήργησαν αυτοψία του χώρου, όπου διαπράχθηκε η κλοπή. Οι παθόντες ανέφεραν ότι οι δράστες έγιναν αντιληπτοί από τους ίδιους και τράπηκαν σε φυγή προς την παραλία.
Οι περιγραφές που έδωσαν στους αστυνομικούς αφορούσαν δύο άτομα, εκ των οποίων ο ένας φορούσε πορτοκαλί μπλούζα και ο άλλος μαύρη.
Στο χώρο του ξενοδοχείου βρέθηκε ένα μηχανάκι για το οποίο είχαν περιέλθει πληροφορίες στους αστυνομικούς, ότι χρησιμοποιήθηκε σε προγενέστερες κλοπές ξενοδοχείων.
Οι αστυνομικοί συνέχισαν τις έρευνες στην περιοχή της Καλλιθέας καθόσον εκτίμησαν ότι οι δράστες θα αναζητούσαν τρίτο άτομο για να τους μεταφέρει αφού το όχημά τους είχε ήδη κατασχεθεί.
Στο μεσοδιάστημα επιλήφθηκαν καταγγελίας για βιασμό και μιάμιση ώρα μετά επανήλθαν στις έρευνες στην περιοχή πέριξ του ξενοδοχείου.
Περί ώραν 05.45 αντιλήφθηκαν οι αστυνομικοί να εξέρχεται από χώρο στάθμευσης δίπλα από το ξενοδοχείο μια μοτοσυκλέτα με τρία άτομα.
Ο οδηγός φορούσε πορτοκαλί μπλούζα, ενώ οι δύο συνεπιβάτες φορούσαν μαύρες μπλούζες.
Θεωρώντας ότι οι τρείς ανωτέρω ήταν οι δράστες, αφού ταίριαζαν με την περιγραφή των παθόντων, οι αστυνομικοί αποφάσισαν να τους ακινητοποιήσουν και να τους ελέγξουν.
Οι αστυνομικοί υποστηρίζουν ότι χρησιμοποίησαν την σειρήνα του αυτοκινήτου, τους προσέγγισαν και τους δήλωσαν την ιδιότητά τους. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους δεν σταμάτησαν και συνέχισαν την διαδρομή τους.
Οι ενάγοντες από την άλλη ισχυρίστηκαν ότι δεν αντιλήφθηκαν πως επρόκειτο για αστυνομικούς και ότι πίστευαν ότι τους καταδίωκαν κακοποιοί για να τους ληστέψουν.
Ακολούθησε έτσι καταδίωξη με αποτέλεσμα το υπηρεσιακό αυτοκίνητο που οδηγούσαν να έρθει σε επαφή με την μοτοσυκλέτα που επέβαιναν οι τρείς Ροδίτες.
Αποτέλεσμα της καταδίωξης ήταν η μοτοσυκλέτα να πέσει κάτω και να τραυματιστούν ελαφρώς. Ο οδηγός υπέστη κάταγμα στο χέρι και οι άλλοι δύο εκδορές.
Ακολούθως, οδηγήθηκαν στο ξενοδοχείο με χειροπέδες, προκειμένου να υποδειχθούν στους παθόντες.
Ο υπάλληλος της υποδοχής του ξενοδοχείου επιβεβαίωσε ότι δεν ήταν οι διαρρήκτες του δωματίου τους και οι αστυνομικοί οδήγησαν τους τραυματισθέντες στο Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου.
Οι αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρόδου σχημάτισαν σε βάρος τους δικογραφία για απείθεια και τους μετέφεραν στην υπηρεσία για να δώσουν εξηγήσεις.
Από τις έρευνες που ακολούθησαν σε διοικητικό και ποινικό επίπεδο διαψεύστηκε η χρήση υπηρεσιακών όπλων.
Οι δύο αστυνομικοί απηλλάγησαν εξάλλου από τον πειθαρχικό έλεγχο, ενώ σε άλλη δίκη με τα ίδια πραγματικά περιστατικά κρίθηκαν αθώοι πρόκλησης σωματικής βλάβης.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο έκρινε ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε βάναυση συμπεριφορά, πυροβολισμοί, ραπίσματα και προπηλακισμοί, παρά τους περί αντιθέτου ισχυρισμούς του ενάγοντος. Κρίθηκε παραπέρα ότι ο ενάγων και οι συνεπιβαίνοντες στη μοτοσυκλέτα υπέπεσαν σε αντιφατικούς, στις καταθέσεις τους ισχυρισμούς, σχετικά με την ευθύνη και τις ενέργειες των αστυνομικών.
Ως συνήγορος υπεράσπισης των αστυνομικών παρέστη ο δικηγόρος κ. Ακης Δημητριάδης και ως συνήγορος του ενάγοντος ο δικηγόρος κ. Μιχάλης Τεχνίτης.