Το όνομα του Ντόναλντ Τραμπ πρόκειται να δώσει το Ισραήλ στον σταθμό του τρένου ταχείας κυκλοφορίας που θα κατασκευαστεί στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ, κοντά στο Τείχος των Δακρύων. Πρόκειται για μικρή αναγνώριση μιας κίνησης που ωστόσο προεξοφλείται ότι θα έχει μεγαλύτερο κόστος μεσοπρόθεσμα: ήτοι της αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, όπως ο Αμερικανός πρόεδρος είχε υποσχεθεί στους ψηφοφόρους (και τους χρηματοδότες του…).
Οι αντιδράσεις, που ήδη καταγράφηκαν σε επίπεδο Συμβουλίου Ασφαλείας και Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, δεν μπορούν να ερμηνευθούν αν δεν λάβουμε υπόψη μας τη σημασία της Ιερουσαλήμ ως ιερής πόλης του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ, αλλά και ως κυριότερου “επάθλου” των εθνικών επιδιώξεων των Παλαιστινίων. Η πόλη των 850.000 κατοίκων (εξ ων 37% Άραβες μουσουλμάνοι, 1% Άραβες χριστιανοί και 61% Ισραηλινοί Εβραίοι, συμπεριλαμβανομένων 200.000 υπερορθοδόξων) περιλαμβάνει το Όρος του Ναού, το Τέμενος Αλ Άκσα και τον Πανάγιο Τάφο και το τελικό καθεστώς της αποτελεί κορυφαίο αντικείμενο της επιζητούμενης από τη διεθνή κοινότητα “λύσης δύο κρατών” στην ισραηλινο – παλαιστινιακή διένεξη.
Διεθνές θέμα από τον 19ο αιώνα
Η έννοια του status quo ως προς τη διαχείριση των ιερών προσκυνημάτων και τα δικαιώματα των επιμέρους δογμάτων προκύπτει το 1757 με πρωτοβουλία των Οθωμανών οι οποίοι είναι κύριοι της Ιερουσαλήμ από το 1517. Για τους επικεφαλής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι, άλλωστε, οικειοποιούνται τον τίτλο του χαλίφη, η κυριαρχία επί του τρίτου ιερότερου τόπου του Ισλάμ, έχει προφανή πολιτικο ιδεολογική σημασία. Παράλληλα, η υποδαύλιση των ανταγωνισμών των διαφορετικών χριστιανικών εκκλησιών (συνήθως με την απόδοση προνομίων στους Ελληνορθόδοξους εις βάρος των Ρωμαιοκαθολικών) δημιουργεί το έδαφος για την παρέμβαση ξένων δυνάμεων, όπως είναι αντιστοίχως η Ρωσία ή η Γαλλία, για την υπεράσπιση της παρουσίας των ομοδόξων τους στους Αγίους Τόπους. Το ζήτημα της Ιερουσαλήμ ανάγεται έτσι σε κορυφαίο αντικείμενο της διεθνούς διπλωματικής δραστηριότητας τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα. Αρκεί, λ.χ., να αναλογισθεί κανείς ότι ο Κριμαϊκός Πόλεμος ξέσπασε με αφορμή την παρεμβολή των Μεγάλων Δυνάμεων σε διαφορές ως προς το προσκυνηματικό καθεστώς, με την τσαρική αυτοκρατορία να αντιπαρατίθεται προς την οθωμανική, στο πλευρό της οποίας βρέθηκαν οι Αγγλογάλλοι.
Οι γεωπολιτικές ανατροπές
Το status quo μπόρεσε να επιβιώσει όλων των μεγάλων ανατροπών που έφερε στα γεωπολιτικά δεδομένα της περιοχής ο 10ός αιώνας. Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (και κατόπιν η έκλειψή της), η μυστική συμφωνία Σάικς – Πικό για τη διανομή των αραβικών εδαφών μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας, η απόδοση της Παλαιστίνης σε βρετανική εντολή της Κοινωνίας των Εθνών, η έναρξη της εισροής Εβραίων μεταναστών σύμφωνα με το δόγμα Μπάλφουρ του 1917, η Αραβική Εξέγερση του 1936-1938 και τα πρώτα σχέδια διαμελισμού, το Ολοκαύτωμα, το σχέδιο του ΟΗΕ για τη δημιουργία ενός αραβικού και ενός εβραϊκού κράτους στην περιοχή μεταξύ Ιορδάνη και Μεσογείου, η ίδρυση του Ισραήλ, ο πρώτος αραβο – ισραηλινός πόλεμος και η δημιουργία του παλαιστινιακού προσφυγικού ζητήματος, η άνοδος και η πτώση του παναραβικού εθνικισμού, ο Πόλεμος των Έξι Ημερών το 1967 και η έναρξη του εποικισμού των Κατεχομένων, η προσάρτηση της ανατολικής Ιερουσαλήμ και η ανακήρυξη της όλης πόλης σε “αιώνια και αδιαίρετη” πρωτεύουσα του εβραϊκού κράτους, η μεγαλύτερη διεθνής νομιμοποίηση που εξασφάλισε το Ισραήλ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η πρώτη και δεύτερη Ιντιφάντα (που ξέσπασαν με αφορμές σχετικές με την ιερή πόλη), η διαδικασία του Όσλο, η δημιουργία του τείχους που αποκόπτει την Ιερουσαλήμ από την “ενδοχώρα” της στη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη, είναι τα κυριότερα ιστορικά συμφραζόμενα της μοίρας της ιερής πόλης τον τελευταίο αιώνα.
Η στάση του διεθνούς παράγοντα
Ήδη το ψήφισμα της 19ης Νοεμβρίου 1947 της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών περί διαμελισμού της ιστορικής Παλαιστίνης προέβλεπε ότι η Ιερουσαλήμ θα περιερχόταν σε ειδικό καθεστώς διεθνοποίησης, ουδετερότητας και αποστρατιωτικοποίησης, ώστε να εξασφαλιστούν τα δίκαια των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών που είχαν την πόλη ως σημείο αναφοράς, αλλά και η συνεργασία των πληθυσμών των δύο νεότευκτων κρατών (εβραϊκού και αραβικού). Με νεότερο ψήφισμά της την 9η Νοεμβρίου 1949, η Γενική Συνέλευση επαναλάμβανε και εξειδίκευε τη θέση της αυτή, μολονότι ο αραβο – ισραηλινός πόλεμος, που είχε μεσολαβήσει το προηγούμενο έτος, είχε δημιουργήσει άλλα δεδομένα, με τη διαίρεση της Ιερουσαλήμ σε ένα δυτικό τμήμα που έλεγχε το Ισραήλ και ένα ανατολικό υπό την Ιορδανία.
Η διπλωματία της Αγίας Έδρας υπήρξε επίσης πολύ δραστήρια επί του θέματος, με τον Πάπα Πίο ΙΒ’ να εκδίδει δύο εγκυκλίους το 1948 και 1949 υπέρ της διεθνοποίησης της Ιερουσαλήμ, ενώ το 1967 ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ ζήτησε (χωρίς να εισακουστεί) να εξαιρεθεί η πόλη από τις επιχειρήσεις του Πολέμου των Έξι Ημερών και να κηρυχθεί “ανοικτή και απαραβίαστη”.
Στις 4 και εκ νέου στις 14 Ιουλίου 1967 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε τα ψηφίσματα 2253 και 2254 με τα οποία αντιτίθεται στα μέτρα αλλαγής του καθεστώτος της Ιερουσαλήμ που ήδη λάμβανε το Ισραήλ. Το Συμβούλιο Ασφαλείας, πάλι, με το ψήφισμα 252 της 21ης Μαΐου 1968 χαρακτήρισε άκυρες τις σχετικές νομοθετικές και διοικητικές κινήσεις του Ισραήλ, που περιλάμβαναν και απαλλοτριώσεις ακινήτων, ενώ αντίστοιχες θέσεις, με ρητή αναφορά στην Ιερουσαλήμ, επαναλαμβάνουν τα ψηφίσματα 267 (13 Ιουλίου 1969), 271 (15 Σεπτεμβρίου 1969), 298 (25 Σεπτεμβρίου 1971), 465 (1 Μαρτίου 1980) και 476 (30 Ιουλίου 1980).
Μετά την προσάρτηση
Ο “θεμελιώδης νόμος” του εβραϊκού κράτους περί ανακήρυξης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας καταγγέλλεται με το ψήφισμα 478 της 20ής Αυγούστου 1980, με το οποίο ζητείται από τα κράτη – μέλη του ΟΗΕ να αποσύρουν τις πρεσβείες που τυχόν διατηρούν στην πόλη.
Αλλά και στις μέρες μας, το Συμβούλιο Ασφαλείας, με την απόφασή του της 23ης Δεκεμβρίου 2016 επαναβεβαιώνει τη θέση ότι “ο εποικισμός των παλαιστινιακών εδαφών που κατέχονται από το 1967, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ”, συνιστά παραβίαση του διεθνούς δικαίου και εμπόδιο για την επίτευξη μιας λύσης δύο κρατών.