Ωστόσο, η καταπολέμηση του απουσιασμού από την εργασία μπορεί να αποτελέσει θεμιτό σκοπό δικαιολόγησης τέτοιας νομοθεσίας
Με την απόφασή του που δημοσιεύθηκε στις 18-01-2017, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται ότι το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που προβλέπει ότι ο εργοδότης δύναται να απολύσει εργαζόμενο εξαιτίας απουσιών από την εργασία που επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα, έστω και αν οι απουσίες είναι δικαιολογημένες, στην περίπτωση κατά την οποία οι απουσίες αυτές αποτελούν συνέπεια ασθενειών οφειλόμενων στην αναπηρία από την οποία πάσχει ο εργαζόμενος.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, οι διατάξεις της οδηγίας 2000/78/ΕΚ για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία αντιτίθενται σε ένα τέτοιο εθνικό μέτρο.
Όπως επιπλέον επισημαίνει το ΔΕΕ, παρόλο που μία τέτοια εθνική ρύθμιση συνιστά έμμεση δυσμενή διακριτική μεταχείριση λόγω αναπηρίας, ο προβαλλόμενος από το κράτος μέλος λόγος καταπολέμησης του απουσιασμού από την εργασία με στόχο την αποφυγή της αύξησης του κόστους εργασίας για τις επιχειρήσεις, δύναται να θεωρηθεί ως θεμιτός σκοπός δικαιολόγησης αυτής.
Ωστόσο, το ΔΕΕ διευκρινίζει ότι η τελική εκτίμηση περί του σκοπού τον οποίο επιδιώκει πράγματι η εθνική νομοθεσία, αλλά και η εκτίμηση περί του πρόσφορου και αναγκαίου χαρακτήρα των μέσων που χρησιμοποιεί η εν λόγω εθνική ρύθμιση προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της, εναπόκεινται στο αιτούν δικαστήριο.
Ιστορικό της υπόθεσης
Στις 2 Ιουλίου 1993, o C.–E. Ruiz Conejero προσελήφθη ως εργαζόμενος καθαριότητας σε νοσοκομείο της Cuenca (Ισπανία), που υπάγεται στην Αυτόνομη Κοινότητα της Καστίλλης-Λα Μάντσα (Ισπανία). Η τελευταία επιχείρηση που τον απασχόλησε στη θέση αυτή ήταν η επιχείρηση καθαριότητας Ferroser Servicios Auxiliares.
Ο C.–E. Ruiz Conejero παρέσχε ομαλά την εργασία του τόσο στην επιχείρηση αυτή όσο και σε εκείνες που τον απασχόλησαν προηγουμένως. Ουδέποτε είχε προβλήματα στην εργασία του ούτε του επιβλήθηκαν κυρώσεις.
Με απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2014, το delegación de Cuenca de la Consejería de Salud y Asuntos Sociales de la Junta de Comunidades de Castilla-La Mancha (τοπικό παράρτημα Cuenca του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικών Υποθέσεων της Κυβερνήσεως της Αυτόνομης Κοινότητας της Καστίλης–Λα Μάντσα) διαπίστωσε ότι ο C.–E. Ruiz Conejero έπασχε από αναπηρία. Το ποσοστό αναπηρίας του προσδιορίστηκε στο 37 %, εκ του οποίου το 32 % αφορούσε σωματικούς περιορισμούς λόγω παθήσεως του ενδοκρινικού-μεταβολικού συστήματος (παχυσαρκία) και περιορισμένης λειτουργίας της σπονδυλικής του στήλης και το 5 % οφειλόταν σε συναφείς επιβαρυντικούς κοινωνικούς παράγοντες.
Μεταξύ 2014 και 2015, ο C.–E. Ruiz Conejero περιήλθε σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία σε συγκεκριμένα σύντομα χρονικά διαστήματα, λόγω προβλημάτων υγείας που ανέκυψαν εξαιτίας εκφυλιστικής αρθροπάθειας και πολυαρθρίτιδας τις οποίες επιδείνωνε η παχυσαρκία του C.–E. Ruiz Conejero, όπως διαγνώσθηκε σχετικά. Μάλιστα, οι Servicios Médicos de la Sanidad Pública (Ιατρικές Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, Ισπανία) συνήγαγαν ότι τα εν λόγω προβλήματα οφείλονταν στις παθήσεις λόγω των οποίων αναγνωρίστηκε η αναπηρία του C.–E. Ruiz Conejero.
Ο C.–E. Ruiz Conejero ενημέρωσε τον εργοδότη του εμπροθέσμως και νομοτύπως για όλες τις περιόδους απουσίας του από την εργασία λόγω ασθενείας με ιατρικά πιστοποιητικά που ανέφεραν τον λόγο των απουσιών αυτών και τη διάρκειά τους.
Με έγγραφο της 7ης Ιουλίου 2015, η Ferroser Servicios Auxiliares ενημέρωσε τον C.–E. Ruiz Conejero για την απόλυσή του κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 52, στοιχείο d, του Εργατικού Κώδικα, με το αιτιολογικό ότι η σωρευτική διάρκεια των απουσιών του, έστω και αν αυτές ήταν δικαιολογημένες, είχε υπερβεί το κατά τη διάταξη αυτή ανώτατο όριο, ήτοι το 20 % των εργάσιμων ημερών κατά τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2015, το δε σύνολο των απουσιών του κατά τους δώδεκα προηγούμενους μήνες είχε ανέλθει στο 5 % των εργάσιμων ημερών.
Ο C.–E. Ruiz Conejero προσέβαλε την απόφαση απολύσεως ενώπιον του Juzgado de lo Social n° 1 de Cuenca (μονομελές δικαστήριο εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών υπ’ αριθ. 1 της Cuenca, Ισπανία).
Ο C.–E. Ruiz Conejero δεν αμφισβητεί την αλήθεια και την ορθότητα των στοιχείων σχετικά με τις απουσίες του ούτε το ποσοστό των απουσιών αυτών, αλλά επικαλείται την ύπαρξη άμεσης σχέσεως μεταξύ των εν λόγω απουσιών και της καταστάσεώς του ως ατόμου με αναπηρία. Ζητεί να ακυρωθεί η απόλυσή του ως συνιστώσα δυσμενή διάκριση λόγω αναπηρίας.
Το Juzgado de lo Social n° 1 de Cuenca, διατηρώντας αμφιβολίες όσον αφορά το συμβατό της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας με το δίκαιο της Ένωσης, ειδικότερα με τις διατάξεις της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, καθόσον, κατά την εκτίμησή του, συντρέχει περίπτωση διαφορετικής μεταχείρισης ενέχουσας έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω αναπηρίας, κατά την έννοια της ως άνω οδηγίας, χωρίς η διαφορετική αυτή μεταχείριση να μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικώς από θεμιτό στόχο, απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ ζητώντας, κατ’ ουσίαν, να μάθει αν αντιτίθεται ή όχι το δίκαιο της Ένωσης και συγκεκριμένα οι διατάξεις της οδηγίας 2000/78/ΕΚ στην επίμαχη εθνική νομοθεσία.
Απόφαση του Δικαστηρίου
Με τη δημοσιευθείσα αυτή απόφασή του, το Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι σκοπός της οδηγίας 2000/78 είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση, στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας, των διακρίσεων που στηρίζονται σε ορισμένους λόγους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αναπηρία.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, έχοντας ως βάση αναφοράς τη νομολογία του [1], ότι ως «αναπηρία», κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78, πρέπει να νοείται μειονεκτικότητα οφειλόμενη ιδίως σε μακροχρόνια σωματική, διανοητική ή ψυχική πάθηση η οποία, σε συνδυασμό με διάφορα εμπόδια, μπορεί να παρακωλύσει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του ενδιαφερομένου στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους λοιπούς εργαζομένους.
Κατά το Δικαστήριο, σε περίπτωση που η παχυσαρκία του εργαζομένου συνεπάγεται μειονεκτικότητα, υπό δεδομένες συνθήκες, όπως σε περίπτωση που η παχυσαρκία του εργαζομένου παρακωλύει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους λοιπούς εργαζομένους εξαιτίας μειωμένης κινητικότητας ή της εμφανίσεως σε αυτόν παθολογικών καταστάσεων που δεν του επιτρέπουν να εκτελέσει την εργασία του ή του προκαλούν δυσχέρειες κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας, η εν λόγω παχυσαρκία εμπίπτει στην κατά την οδηγία 2000/78 έννοια της «αναπηρίας».
Ωστόσο, στο σημείο αυτό το Δικαστήριο διευκρινίζει πως ο χαρακτηρισμός ενός ατόμου ως «ατόμου με αναπηρία» κατά την έννοια του εθνικού δικαίου δεν προδικάζει ότι πάσχει από αναπηρία κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78. Έτσι, στην υπόθεση εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να ελέγξει αν η μειονεκτικότητα την οποία εμφανίζει η κατάσταση του C.–E. Ruiz Conejero πρέπει να χαρακτηριστεί ως αναπηρία κατά την έννοια της ως άνω οδηγίας.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διερευνά αν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική διάταξη μπορεί να συνεπάγεται δυσμενή διάκριση εις βάρος των ατόμων με αναπηρία. Εξ αρχής, όμως, αποκλείει την περίπτωση της άμεσης δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης στηριζόμενης στην αναπηρία, καθόσον βασίζεται σε κριτήριο το οποίο δεν είναι αρρήκτως συνδεδεμένο με την αναπηρία, δεδομένου ότι η επίμαχη ρύθμιση εφαρμόζεται κατά τρόπο πανομοιότυπο στα άτομα με αναπηρία και στα άτομα χωρίς αναπηρία τα οποία απουσίασαν από την εργασία.
Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι εργαζόμενοι με αναπηρία διατρέχουν καταρχήν μεγαλύτερο κίνδυνο να εφαρμοστεί εις βάρος τους η επίμαχη εθνική νομοθεσία σε σύγκριση με τους εργαζομένους χωρίς αναπηρία. Ειδικότερα, σε σύγκριση με τους εργαζομένους χωρίς αναπηρία, οι εργαζόμενοι με αναπηρία διατρέχουν τον πρόσθετο κίνδυνο να απουσιάζουν λόγω ασθενείας σχετιζόμενης με την αναπηρία τους. Διατρέχουν έτσι αυξημένο κίνδυνο να συσσωρεύσουν ημέρες απουσίας λόγω ασθενείας και, συνεπώς, να συμπληρώσουν τα όρια της εν λόγω εθνικής διάταξης.
Επομένως, σύμφωνα με το Δικαστήριο, ο κανόνας που προβλέπεται στη διάταξη εν προκειμένω, ενδέχεται να θέσει σε μειονεκτική θέση τους εργαζόμενους με αναπηρία και να επαχθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο διαφορετική μεταχείριση στηριζόμενη εμμέσως στην αναπηρία, κατά την έννοια των διατάξεων της οδηγίας 2000/78.
Ακολούθως, και με βάση την πάγια νομολογία του, το Δικαστήριο ελέγχει κατά πόσον η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων με αναπηρία και των εργαζομένων χωρίς αναπηρία την οποία συνεπάγεται η επίμαχη εθνική νομοθεσία δικαιολογείται αντικειμενικώς από θεμιτό στόχο και κατά πόσον τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και δεν υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου τον οποίον επιδιώκει ο Ισπανός νομοθέτης.
Το Δικαστήριο συνάγει ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία στην υπόθεση της κύριας δίκης, στοχεύει στην αποφυγή αδικαιολόγητης αύξησης όχι μόνο του άμεσου κόστους εργασίας για τις επιχειρήσεις – αφού οι επιχειρήσεις σε μία τέτοια περίπτωση εξακολουθούν να καταβάλλουν την κοινωνικοασφαλιστική παροχή λόγω προσωρινής ανικανότητας προς εργασία κατά τις πρώτες δεκαπέντε ημέρες απουσίας από την εργασία χωρίς να μπορούν να ζητήσουν την απόδοσή της από το Γενικό Ταμείο Κοινωνικής Ασφαλίσεως – αλλά και του έμμεσου κόστους που προκύπτει λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας την οποία παρουσιάζει η αναπλήρωση των απουσιών σύντομης διάρκειας, το οποίο συνεπάγεται ο απουσιασμός από την εργασία, που εκδηλώνεται με τη μορφή επαναλαμβανόμενων κατά διαστήματα αδειών ασθενείας σύντομης διάρκειας.
Συνεπώς, κατά το Δικαστήριο, πρέπει να θεωρηθεί ότι η καταπολέμηση του απουσιασμού από την εργασία είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί ως θεμιτός σκοπός, κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78, εφόσον πρόκειται για μέτρο που αφορά την πολιτική απασχολήσεως.
Στο σημείο αυτό, το Δικαστήριο τονίζει ότι στα κράτη μέλη αναγνωρίζεται ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όχι μόνο ως προς την επιλογή του προς επίτευξη συγκεκριμένου σκοπού στο πλαίσιο της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής στον τομέα της απασχολήσεως, αλλά και ως προς τον καθορισμό των μέτρων με τα οποία μπορεί να υλοποιηθεί ο σκοπός αυτός.
Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον τα μέσα τα οποία χρησιμοποιεί η εθνική νομοθεσία για την υλοποίηση του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και δεν υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του.
Ωστόσο, η εκτίμηση περί της προσφορότητας και της αναλογικότητας των μέσων που χρησιμοποιούνται προς επίτευξη του επιδιωκόμενου ως άνω σκοπού άπτεται του ελέγχου του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο θα πρέπει να λάβει υπόψη του το σύνολο των δεδομένων καθώς και των παραμέτρων στην υπόθεση εν προκειμένω.
Το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που προβλέπει ότι ο εργοδότης δύναται να απολύσει εργαζόμενο εξαιτίας απουσιών από την εργασία που επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα, έστω και αν οι απουσίες είναι δικαιολογημένες, στην περίπτωση κατά την οποία οι απουσίες αυτές αποτελούν συνέπεια ασθενειών οφειλόμενων στην αναπηρία από την οποία πάσχει ο εργαζόμενος, εκτός εάν η νομοθεσία αυτή επιδιώκει τον θεμιτό σκοπό της καταπολεμήσεως του απουσιασμού και δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA
[1] Απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Milkova, C-406/15.