ΑΠ 155/2017 (πολ.) – Δυνατότητα παροχής αδείας εγγραφής προσημειώσεως σε ακίνητο τρίτου, αν αυτός προσέλθει στη δίκη αυτοβούλως και συναινέσει προς τούτο. Τροπή της προσημειώσεως που ενεγράφη σε ακίνητο του μη ατομικά ενεχομένου τρίτου σε υποθήκη εντός της προβλεπόμενης αποσβεστικής προθεσμίας των 90 ημερών. Εναντίον του μη ατομικά ενεχομένου τρίτου δεν απαιτείται εκτελεστός τίτλος και για την επίσπευση της εναντίον του αναγκαστικής εκτελέσεως, αρκεί δε ότι ο δανειστής διαθέτει τίτλο εκτελεστό κατά του ατομικά ενεχομένου οφειλέτη.
«Από τις διατάξεις των άρθρων 682 παρ. 1, 706 του Κ.Πολ.Δικ. και 1274 του Α.Κ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 56 παρ. 1 του ΕισΝ. Κ.Πολ.Δικ., προκύπτει ότι η εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης αποτελεί κατά τον Κ.Πολ.Δικ., ασφαλιστικό μέτρο, που μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο. Παρέχεται δε στον δανειστή, που δεν έχει τίτλο προς εγγραφή υποθήκης, προς ασφάλεια της χρηματικής απαιτήσεώς του και εξασφάλιση της μελλοντικής αναγκαστικής εκτελέσεως, πάντοτε κατόπιν αδείας του δικαστηρίου, που ορίζει και το ασφαλιστέο ποσό.
Αιτών είναι ο δανειστής και καθ’ ου η αίτηση ο οφειλέτης, ο οποίος πρέπει να έχει την κυριότητα επί του ακινήτου, επί του οποίου θα εγγραφεί η προσημείωση. Υφίσταται όμως δυνατότητα παροχής αδείας εγγραφής προσημειώσεως σε ακίνητο τρίτου, αν αυτός προσέλθει στη δίκη αυτοβούλως και συναινέσει προς τούτο.
Περαιτέρω, ενόψει του ότι η προσημείωση υποθήκης είναι ασφαλιστικό μέτρο με το οποίο δεσμεύεται ακίνητο (του οφειλέτη ή του συναινούντος τρίτου), για να εξασφαλιστεί με αναγκαστική εκτέλεση επ’ αυτού η προνομιακή ικανοποίηση χρηματικής ή μετατρέψιμης σε χρήμα απαιτήσεως του δανειστή, όταν στο μέλλον εξοπλιστεί με εκτελεστό τίτλο, αποτελεί αυτή θεσμό και του ουσιαστικού δικαίου, ρυθμιζόμενο σαφώς από τα άρθρα 1274 έως 1280, 1323, 1330 του Α.Κ., καθώς και από το άρθρο 1265 του Α.Κ., που προβλέπει την δυνατότητα παραχωρήσεως υποθήκης από τρίτο, τα οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά και για την προσημείωση υποθήκης, η οποία στο πλαίσιο αυτό αποτελεί ειδικότερα υποθήκη εξαρτημένη από την αναβλητική αίρεση της τελεσίδικης επιδικάσεως της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως και της εμπρόθεσμης τροπής της σε υποθήκη, η οποία ανατρέχει στο χρόνο εγγραφής της προσημειώσεως με αντίστοιχη προτεραιότητα στην υποθηκική τάξη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1272, 1277, 1323 αριθ. 2 του Α.Κ. (ΑΠ 410/2005).
Η υπό του τρίτου παρεχόμενη προσημείωση αναφέρεται, αποκλειστικά, στην παροχή εξουσίας προς τον υπέρ ου η παραχώρηση δανειστή να επισπεύσει και εναντίον του τρίτου αναγκαστική εκτέλεση προς προνομιακή ικανοποίηση της απαιτήσεώς του, μέσω της δια του πλειστηριασμού αναγκαστικής εκποιήσεως του ακινήτου του τρίτου, χωρίς η άνω παραχώρηση να καθιστά τον τελευταίο, κατά νομική αναγκαιότητα, και υποκείμενο της ενοχικής σχέσεως, ευθυνόμενο προσωπικώς για την καταβολή του δια της προσημειώσεως εξασφαλισθέντος χρέους.
Επέρχεται, συνεπώς, όπως και επί της παραχωρήσεως δικαιώματος εγγραφής υποθήκης από τρίτο, μη οφειλέτη, σε ακίνητό του, διάσπαση της ενοχικής από την εμπράγματη ευθύνη (ΑΠ 491/2013, ΑΠ 1093/2013). Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται προφανές ότι η επιδίωξη από τον δανειστή κτήσεως τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως (ή διαταγής πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου) θα επιδιωχθεί, κατά νομική αναγκαιότητα, μόνον κατά του ενοχικού οφειλέτη.
Με την επίκληση της τελεσίδικης αυτής αποφάσεως (ή διαταγής πληρωμής) κατά του ενοχικού οφειλέτη, θα γίνει στην συνέχεια η τροπή της προσημειώσεως που ενεγράφη σε ακίνητο του μη ατομικά ενεχομένου τρίτου σε υποθήκη και μάλιστα εντός της προβλεπόμενης αποσβεστικής προθεσμίας των 90 ημερών (Α.Κ. 1323 αριθμ. 2). Εναντίον του μη ατομικά ενεχομένου τρίτου δεν απαιτείται εκτελεστός τίτλος και για την επίσπευση της εναντίον του αναγκαστικής εκτελέσεως, αρκεί δε ότι ο δανειστής διαθέτει τίτλο εκτελεστό κατά του ατομικά ενεχομένου οφειλέτη.
Η τροπή της προσημειώσεως σε υποθήκη σημειώνεται στα βιβλία υποθηκών και ανατρέχει, όπως προαναφέρθηκε, στον χρόνο εγγραφής της προσημειώσεως με αντίστοιχη προτεραιότητα στην υποθηκική τάξη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1272, 1277 και 1323 αριθμ. 2 του Α.Κ.
Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 791 του Κ.Πολ.Δικ. “1. Όποιος τηρεί δημόσια βιβλία στα οποία καταχωρίζονται πράξεις ή αποφάσεις που έχουν σχέση με τη σύσταση, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου ή εγγράφονται ή εξαλείφονται κατασχέσεις ή εγγράφονται αγωγές ή ανακοπές ή γίνονται σημειώσεις γι` αυτές, αν αρνείται να ενεργήσει όπως του ζητείται, οφείλει, το αργότερο μέσα στην επόμενη από την υποβολή της αίτησης ημέρα, να σημειώσει περιληπτικά στο σχετικό βιβλίο την άρνησή του και τους λόγους της. 2. Η εκκρεμότητα που δημιουργείται με την άρνηση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει εκείνος που τηρεί τα βιβλία, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. 3. Η απόφαση γνωστοποιείται με επιμέλεια της γραμματείας σε εκείνον που τηρεί τα βιβλία, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να ενεργήσει όπως διατάσσεται και, σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης, να το σημειώσει στο σχετικό βιβλίο. 4. Η εγγραφή, σημείωση ή εξάλειψη που ενεργείται ως συνέπεια απόφασης, θεωρείται ότι έγινε από τότε που υποβλήθηκε η σχετική αίτηση σ’ αυτόν που τηρεί τα δημόσια βιβλία…”.
Με την τελευταία αυτή διάταξη καθιερώνεται πλάσμα νόμου. Δυνάμει αυτού ο νομοθέτης διασφαλίζει πλήρη προστασία του δανειστή, του οποίου το δικαίωμα πλήττεται από την άρνηση του τηρούντος δημόσια βιβλία, με την κανονιστική εξομοίωση δύο εν επιγνώσει του διαφορετικών περιπτώσεων: την περίπτωση που ο τηρών τα δημόσια βιβλία προβαίνει οικειοθελώς στην αιτούμενη καταχώριση με την περίπτωση που αυτός, αρνούμενος να προβεί στην οικεία καταχώριση, καταδικάζεται σε επιχείρησή της.
Ο νομοθέτης, με το νομοτεχνικό μέσο του πλάσματος, αποκαθιστά την διαταραχή, που προκύπτει λόγω της αρνήσεως του τηρούντος δημόσια βιβλία να καταχωρίσει κατά νόμον καταχωρητέες πράξεις και αποφάσεις, συνάπτοντας στην απόφαση, η οποία καταδικάζει τον τηρούντα δημόσια βιβλία να επιχειρήσει την εγγραφή, τις έννομες συνέπειες που θα επέφερε η καταχώριση, αν είχε επιχειρηθεί οικειοθελώς από αυτόν. Ως εκ τούτου, αντικείμενο της δίκης, η οποία ανοίγει με την αίτηση του ενδιαφερομένου να διαταχθεί ο τηρών δημόσια βιβλία να προβεί στην οικεία καταχώριση, επί αρνήσεως αυτού, είναι η διάγνωση του συννόμου ή μη της αρνήσεως κατά τον χρόνο, κατά τον οποίον αυτή εκδηλώθηκε, και συγκεκριμένα κατά τον χρόνο που υποβλήθηκε σ’ αυτόν η σχετική αίτηση, ο οποίος είναι και ο κρίσιμος χρόνος και όχι ο χρόνος της εκδόσεως της αποφάσεως του δικαστηρίου.
Συνεπώς μεταγενέστερα γεγονότα, ήτοι γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα μετά την υποβολή της αιτήσεως στον τηρούντα δημόσια βιβλία, αλλά πριν από την έκδοση της σχετικής αποφάσεως της εκουσίας δικαιοδοσίας, δεν μπορούν κατά νόμον να ληφθούν υπόψη. Άλλωστε ο χρόνος συζητήσεως και εκδόσεως της άνω δικαστικής αποφάσεως δεν μπορεί να υπολογισθεί εκ των προτέρων με ακρίβεια. Ο νομοθέτης όμως, σεβόμενος τις ισχύουσες στην έννομη τάξη αρχές που επιβάλλουν την καταχώριση πράξεων ή αποφάσεων σε δημόσια βιβλία, όπως είναι, μεταξύ των άλλων, η αρχή της δημοσιότητας και η αρχή της χρονικής προτεραιότητας επί εμπραγμάτων δικαιωμάτων, αποσυνέδεσε τον χρόνο επελεύσεως των εννόμων συνεπειών της αποφάσεως από τον τυχαίο χρόνο εκδόσεώς της, συνάπτοντας αυτές με τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως του ενδιαφερομένου προς τον τηρούντα τα δημόσια βιβλία.
Η σκοπιμότητα είναι προφανής: αν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη γεγονότα μεταγενέστερα της αιτήσεως προς τους τηρούντες δημόσια βιβλία, θα ματαιωνόταν ολοσχερώς η προστασία του ενδιαφερόμενου, αφού και αν ακόμη αυτός επιτύγχανε την έκδοση αποφάσεως εναντίον του μη συννόμως αρνουμένου να προβεί στην σχετική καταχώριση στα οικεία βιβλία, η νομική του θέση θα κινδύνευε να μεταβληθεί επί τα χείρω με την επέλευση γεγονότων (έτερες κατά νόμον καταχωρητέες πράξεις) κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της υποβολής της άνω αιτήσεως και, επί αρνήσει του τηρούντος δημόσια βιβλία, του χρόνου εκδόσεως της αποφάσεως, η οποία διατάσσει τον τελευταίο να προβεί στην αιτούμενη σημείωση ή εγγραφή.
Τούτο όμως προϋποθέτει την ύπαρξη της απαιτήσεως, για την οποία εκδίδεται η σχετική απόφαση, καθ’ όσον εάν αυτή δεν υφίσταται πλέον, λόγω εξαλείψεώς της, δεν μπορεί να χωρήσει τροπή τέτοιας ανύπαρκτης προσημειώσεως σε υποθήκη. Έτσι εάν μετά την υποβολή της αιτήσεως του ενδιαφερομένου προς τον τηρούντα δημόσια βιβλία και μέχρι να εκδοθεί η σχετική δικαστική απόφαση υποβληθούν έτερες αιτήσεις για σημειώσεις στα οικεία βιβλία ετέρων κατά νόμο καταχωρητέων πράξεων αυτές δεν λαμβάνονται υπόψη. Τέτοιο όμως γεγονός (μεταγενέστερο, το οποίο δεν λαμβάνεται υπόψη) δεν είναι η έκδοση αποφάσεως με την οποία ανακαλείται η απόφαση με την οποία είχε επιτραπεί στον αιτούντα η εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης, της οποίας ζητείται η τροπή σε υποθήκη.
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ.), προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υποθέσεως, και τα ακόλουθα, κρίσιμα για την έρευνα του μοναδικού λόγου της αναιρέσεως, πραγματικά περιστατικά: “Με βάση την υπ’ αριθμ. 17044/1992 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, επιτράπηκε στην τότε αιτούσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ … ΑΕ”, της οποίας καθολική διάδοχος, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση αυτής, τυγχάνει η εκκαλούσα τραπεζική εταιρεία “Τράπεζα … Ανώνυμη Εταιρεία”, της οποίας ήδη η επωνυμία μεταβλήθηκε σε “Τράπεζα … Ανώνυμη Εταιρεία” και το διακριτικό τίτλο “… …” να εγγράψει, μεταξύ άλλων, και τέσσερεις προσημειώσεις υποθήκης μέχρι του ποσού των 450.000.000 δραχμών επί ακινήτων της κυριότητας του εφεσιβλήτου, που βρίσκονται στην κτηματική περιφέρεια … Αττικής, στην περιφέρεια …, προς εξασφάλιση απαιτήσεως της ως άνω τράπεζας κατά της ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία “… Α.Ε.” και τον διακριτικό τίτλο “… Α.Ε.”, η οποία προερχόταν από την μεταξύ τους καταρτισθείσα υπ’ αριθμ. …/6.3.1990 σύμβαση πιστώσεως δι’ ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού και τις αυξητικές αυτής συμβάσεις. Οι πιο πάνω προσημειώσεις επί των προαναφερομένων ακινήτων του εφεσιβλήτου εγγράφησαν με την επιμέλεια της προαναφερθείσας τράπεζας στα βιβλία υποθηκών των υποθηκοφυλακείων Μαραθώνος, Αθηναίων, Θηβών Βοιωτίας και …. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε, λόγω μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων της οφειλέτριας εταιρείας που απέρρεαν από την προαναφερθείσα σύμβαση η Τράπεζα … προέβη στο κλείσιμο του ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού και κατόπιν αιτήσεώς της, με βάση το κατάλοιπο αυτού εκδόθηκε σε βάρος της οφειλέτριας εταιρείας και των υπέρ αυτής εγγυηθέντων (μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβανόταν και ο εφεσίβλητος) η υπ’ αριθμ. 20909/1993 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκαν, εις ολόκληρον, οι καθ’ ων η αίτηση να καταβάλουν στην αιτούσα τα αναφερόμενα ειδικότερα για έκαστο οφειλέτη ποσά.
Κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής ασκήθηκαν ανακοπές εκ μέρους των καθ’ ων η διαταγή πληρωμής, οι οποίες απορρίφθηκαν εντέλει τελεσίδικα με την υπ’ αριθμ. 5735/1996 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, το οποίο επικύρωσε και την προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής. Η ως άνω απόφαση του Εφετείου Αθηνών δημοσιεύθηκε την 31.5.1996. Κατόπιν τούτου και μετά την τελεσίδικη επιδίκαση της απαιτήσεώς της, εντός της τασσομένης από το νόμο προθεσμίας των ενενήντα ημερών, η Τράπεζα … ζήτησε από τους Υποθηκοφύλακες Αθηνών και Μαραθώνος, με τις από 2-8-1996 αιτήσεις της την τροπή σε υποθήκη των προσημειώσεων που είχαν εγγραφεί α) για ποσό 450.000.000 δραχμών στον τόμο … και αριθμ. φύλλου … στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών και αφορούσε ένα κατάστημα και ένα διαμέρισμα του εφεσιβλήτου (με στοιχεία …, αντίστοιχα), που βρίσκονται στην … και β) για ποσό επίσης 450.000.000 δραχμών στον τόμο … και αριθμ. φύλλου … στα βιβλία υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Μαραθώνος και αφορούσε δύο διώροφες κατοικίες (μαιζονέτες με στοιχεία …) αυτού (εφεσιβλήτου), που βρίσκονται στον … Αττικής.
Οι προαναφερθέντες όμως υποθηκοφύλακες με τις υπ’ αριθμ. …/7-8-1996 και …/6-8-1996 πράξεις τους, αντίστοιχα, απέρριψαν το αίτημα της τράπεζας, για το λόγο ότι η προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής δεν είχε εκδοθεί και κατά του εφεσίβλητου, ο οποίος με καμία δικαστική απόφαση δεν υποχρεούτο να καταβάλει την οφειλή. Κατά της άρνησης αυτής των Υποθηκοφυλάκων, η εκκαλούσα, ως καθολική διάδοχος της Τράπεζας …, υπέβαλε προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών τις από 24-3-1998 αιτήσεις της, με τις οποίες ζητούσε να υποχρεωθούν οι ανωτέρω υποθηκοφύλακες να προβούν σε σημείωση στα βιβλία υποθηκών της τροπής των προσημειώσεων σε υποθήκες.
Η συζήτηση των ως άνω αιτήσεων, η οποία είχε προσδιοριστεί για την 9-4-1998, μετά από διαδοχικές αναβολές, ματαιώθηκε, επαναφέρθηκαν δε προς τούτο με τις από 29-10-2007 κλήσεις, οπότε και συζητήθηκαν ενώπιον του προαναφερθέντος δικαστηρίου την 11-4-2008 και 24-11-2008, χωρίς τη συμμετοχή του εφεσίβλητου, εκδοθεισών των τριτανακοπτομένων υπ’ αριθμ. 3717/2008 και 2682/2009 αποφάσεων αυτού, με τις οποίες έγιναν δεκτές οι αιτήσεις και υποχρεώθηκαν οι ως άνω υποθηκοφύλακες να προβούν στην αιτουμένη σημείωση.
Προηγουμένως, όμως, ήτοι πριν από την επαναφορά προς συζήτηση των από 24-3-1998 αιτήσεων με τις από 29-10-2007 κλήσεις της εκκαλούσας, κατόπιν της από 29-11-2004 (αριθμ. εκθ. καταθ. …/2004) αιτήσεως του εφεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 6305/ 2005 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου με την οποία, δεκτής γενομένης εν μέρει της αιτήσεως αυτού, ανακλήθηκε μερικώς η υπ’ αριθμ. 17044/1992 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, αναφορικά με τις ένδικες προσημειώσεις που είχαν εγγραφεί, με βάση την απόφαση αυτή, στα βιβλία υποθηκών των υποθηκοφυλακείων Αθηνών και Μαραθώνος, οι οποίες αφορούσαν τα ακίνητά του, που ευρίσκοντο στην περιφέρειά τους. Κατόπιν τούτου, με αίτηση του εφεσίβλητου, επήλθε εξάλειψη των ως άνω προσημειώσεων, η οποία σημειώθηκε στα βιβλία υποθηκών των υποθηκοφυλακείων αυτών την 25-4-2007 (Αθηνών) και 24-5-2007 (Μαραθώνος).
Επομένως, όταν επαναφέρθηκαν προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών οι από 24-3-1998 αιτήσεις της εκκαλούσας, προκειμένου να υποχρεωθούν οι προαναφερθέντες υποθηκοφύλακες να προβούν στη σχετική σημείωση περί τροπής των προσημειώσεων σε υποθήκες, επί των οποίων και εκδόθηκαν οι τριτανακοπτόμενες αποφάσεις, δεν υφίσταντο πλέον οι προσημειώσεις των οποίων επιδιωκόταν η τροπή σε υποθήκες, αφού αυτές, κατά τα προαναφερθέντα, είχαν εξαλειφθεί και δεν υπήρχε δυνατότητα να υποχρεωθούν οι υποθηκοφύλακες προς τούτο, γεγονός που γνώριζε η εκκαλούσα, αφού είχε παραστεί στη συζήτηση της αιτήσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 6305/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία και ανακάλεσε την υπ’ αριθμ. 17044/1992 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, η ισχύς της οποίας (6305/2005), ανεξαρτήτως της ορθότητάς της ή μη, δεν αμφισβητείται. Και ναι μεν, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 791 του Κ.Πολ.Δ, η σημείωση της τροπής της προσημειώσεως σε υποθήκη, η οποία ενεργείται ως συνέπεια απόφασης, θεωρείται ότι έγινε από τότε που υποβλήθηκε η σχετική αίτηση σ’ αυτόν που τηρεί τα δημόσια βιβλία, πλην, όμως, τούτο προϋποθέτει την ύπαρξη της προσημειώσεως για την οποία εκδίδεται η σχετική απόφαση, με την οποία αίρεται η εκκρεμότητα που δημιουργήθηκε από την άρνηση του υποθηκοφύλακα να σημειώσει την προαναφερθείσα τροπή, διότι σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή της μη υπάρξεως πλέον κατά το μεσολαβούν χρονικό διάστημα της προσημείωσης λόγω εξαλείψεως αυτής, όπως εν προκειμένω, δεν μπορεί να χωρήσει τροπή τέτοιας ανύπαρκτης προσημείωσης σε υποθήκη”.
Αφού έκρινε δηλαδή το Εφετείο ανελέγκτως ότι: α) ο αναιρεσίβλητος, χωρίς να ευθύνεται ενοχικά από την κύρια σύμβαση παρείχε με την 17044/1992 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την συναίνεσή του όπως η αναιρεσείουσα εγγράψει προσημείωση υποθήκης επί των αναφερομένων στην προσβαλλομένη απόφαση ακινήτων, ιδιοκτησίας του, μέχρι του ποσού των 450.000.000 δραχμών, προς εξασφάλιση απαιτήσεώς της, β) η αναιρεσείουσα ζήτησε και πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά των προσωπικώς ενεχομένων, γ) όταν η διαταγή πληρωμής απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, η αναιρεσείουσα υπέβαλε εμπροθέσμως στους υποθηκοφύλακες Αθηνών και Μαραθώνος τα αναγκαία πιστοποιητικά για την τροπή των προσημειώσεων σε υποθήκες και με σχετικές αιτήσεις της ζήτησε την τροπή των προσημειώσεων σε υποθήκες, δ) η άρνηση των Υποθηκοφυλάκων δεν ήταν σύννομη και ε) όταν επαναφέρθηκαν προς συζήτηση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι αιτήσεις της ήδη αναιρεσείουσας, η υπ’ αριθμ. 17044/1992 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καθ’ όσον αφορά στις ένδικες προσημειώσεις, είχε ανακληθεί μερικώς με την υπ’ αριθμ. 6305/ 2005 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, λόγος για τον οποίο οι ένδικες προσημειώσεις εξαλείφθηκαν, κατόπιν αιτήσεως του ήδη αναιρεσιβλήτου, που σημειώθηκε στα βιβλία υποθηκών, ακολούθως και με βάση την προεκτεθείσα παραδοχή (ότι δεν μπορεί να χωρήσει τροπή ανύπαρκτης προσημειώσεως σε υποθήκη) απέρριψε την έφεση της ήδη αναιρεσείουσας και επικύρωσε την υπ’ αριθμ. 5364/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε κρίνει ομοίως, δεχόμενη ως και κατ’ ουσίαν βάσιμες τις ασκηθείσες από τον ήδη αναιρεσίβλητο δύο τριτανακοπές του κατά των 3717/2008 και 2682/2009 αποφάσεων του ιδίου Δικαστηρίου, με τις οποίες είχαν γίνει δεκτές ως και κατ’ ουσίαν βάσιμες οι από 24.3.1998 αιτήσεις της ήδη αναιρεσείουσας και είχαν υποχρεωθεί οι ως άνω υποθηκοφύλακες να προβούν στην σημείωση της αιτουμένης τροπής.
Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1272, 1277 του Α.Κ. και 791 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δικ. τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, κατά τα αναλυτικώς προεκτιθέμενα. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον μοναδικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δικ., κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και ο λόγος αναιρέσεως». (areiospagos.gr)