Σε πλήρες αδιέξοδο οδηγείται η προσπάθεια δημιουργίας ενός μόνιμου μηχανισμού κατανομής αιτούντων άσυλο μεταξύ των κρατών-μελών μέσω της αναμόρφωσης του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (μηχανισμός που προσδιορίζει ποιο κράτος είναι υπεύθυνο να εξετάσει τα αιτήματα ασύλου). Ο νέος κανονισμός τυπικά θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2018 και να ξεκινήσει η διαδικασία έγκρισης και ψήφισης.
Ομως την ίδια στιγμή που τα τεχνικά κλιμάκια της Ευρωπαϊκής Ενωσης επεξεργάζονται τις λεπτομέρειες και μετρούν ποσοστώσεις για να συσταθεί ένα «πιο δίκαιο Δουβλίνο», που θα κατανέμει τους αιτούντες άσυλο και κατά συνέπεια και το βάρος της διαδικασίας εξέτασης των αιτημάτων μεταξύ των κρατών-μελών με συγκεκριμένα κριτήρια, το κλίμα που διαμορφώνεται σε κυβερνητικό επίπεδο σε πολλά κράτη-μέλη βρίσκεται εντελώς στον αντίποδα.
Στην πράξη όλα δείχνουν ότι ακόμα και αν ψηφιστεί ο νέος κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ που θα καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας ενός ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, και θα περιλαμβάνει έναν αναγκαστικό μηχανισμό μοιράσματος αιτούντων άσυλο, δεν θα μπορέσει να εφαρμοστεί. Ουγγαρία, Τσεχία και Πολωνία αρνούνται να δεχθούν πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο παρά τις απειλές για κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Αυστρία επίσης δεν δέχθηκε αιτούντες άσυλο στο πλαίσιο του προγράμματος μετεγκατάστασης. Παράλληλα και η Γερμανία στο πλαίσιο της συμφωνίας για τον κυβερνητικό συνασπισμό περιορίζει τον αριθμό των αιτούντων άσυλο που θα υποδέχεται η χώρα σε 200.000 ετησίως. Οσο για το σύστημα απευθείας μεταφοράς αιτούντων άσυλο από την Τουρκία σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (το οποίο συμφωνήθηκε στο πλαίσιο της κοινής δήλωσης Ε.Ε. – Τουρκίας τον Μάρτιο 2016), 8.834 Σύροι κατανεμήθηκαν σε 15 χώρες της Ε.Ε., ενώ 13 χώρες αρνήθηκαν να συμμετέχουν.
Είναι φανερό ότι οι χώρες εισόδου –Ελλάδα και Ιταλία κατά κύριο λόγο αλλά και η Ισπανία– καλούνται να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν τις προσφυγικές ροές με όποιες συνθήκες και δυσκολίες. Παράλληλα τα άλλα κράτη-μέλη πιέζουν ολοένα και περισσότερο για επιστροφές αιτούντων άσυλο που εισήλθαν από την Ελλάδα και πέρασαν παρανόμως στην Ευρώπη. Ενδεικτικά το καλοκαίρι του 2016 η Ουγγαρία κυριολεκτικά βομβάρδισε τις ελληνικές αρχές με αιτήματα επιστροφών αιτούντων άσυλο, τα οποία δεν έγιναν αποδεκτά. Το 2017 η ελληνική υπηρεσία ασύλου δέχθηκε 1.998 αιτήματα επιστροφών αιτούντων άσυλο από κράτη-μέλη και έγιναν αποδεκτά τα 68.
Αφίξεις και αιτήματα
Μετά τη λήξη του προγράμματος μετεγκατάστασης, τον Σεπτέμβριο του 2017 (μέσω του οποίου περίπου 22.815 αιτούντες άσυλο έγιναν αποδεκτοί για να μεταβούν από την Ελλάδα σε άλλα κράτη-μέλη), η Ελλάδα καλείται να διαχειριστεί τα αιτήματα ασύλου σχεδόν όλων των «νεοφερμένων». Ο αριθμός των αφίξεων μπορεί να έχει μειωθεί δραστικά ωστόσο πρόκειται για χιλιάδες ανθρώπους: Το 2017, 29.600 άτομα έφθασαν στην Ελλάδα, η πλειονότητα των οποίων κατέθεσε αίτημα ασύλου, ενώ μόλις τις τρεις πρώτες εβδομάδες του 2018, και παρά τις κακές καιρικές συνθήκες, 882 άτομα πέρασαν το Αιγαίο και έφτασαν στα ελληνικά νησιά.
Ο μόνος νόμιμος δρόμος που έχει μείνει για τη μετάβαση αιτούντων άσυλο από τις χώρες εισόδου στα άλλα κράτη-μέλη είναι η διαδικασία οικογενειακής επανένωσης. Μέσω αυτού του μηχανισμού ένας αιτών άσυλο ο οποίος βρίσκεται σε ευρωπαϊκή χώρα μπορεί να φέρει στην ίδια χώρα τη γυναίκα και τα παιδιά του εφόσον αυτά είναι ανήλικα. Ομως στην πράξη και αυτός ο μηχανισμός είναι εξαιρετικά χρονοβόρος και δύσβατος.
Ηδη 3.500 άτομα βρίσκονται σε αναμονή στην Ελλάδα (παρά το γεγονός ότι το αίτημά τους έχει εγκριθεί) προκειμένου να ταξιδέψουν και να συναντήσουν τις οικογένειές τους κυρίως στη Γερμανία, στη Σουηδία και στην Αγγλία. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται σε αυτή την «προσωρινή» κατάσταση πάνω από έναν χρόνο.