Διασπορά ψευδών ειδήσεων: Αναίρεση της αθωωτικής απόφασης λόγω έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ελλείψεις, ασάφειες και αντιφάσεις)
Με την υπ’ αριθμ. 2/2017 απόφασή της η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αναίρεσε την αθωωτική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών σχετικά με το αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων που αφορούσε στη δυνατότητα αποπληρωμής του δημοσίου χρέους της Ελλάδας με το ποσό των 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διέλαβε σ’ αυτήν την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στηρίζουν την ανυπαρξία των απαιτούμενων στοιχείων για τη συγκρότηση της ποινικής υπόστασης του διωκομένου, κατά τα άνω, εγκλήματος, ούτε προκύπτει από το σκεπτικό της αποφάσεως, κατά τρόπο αναμφίβολο, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και εκτίμησε για σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ’ επιλογή, διαλαμβάνοντας ελλιπή, ασαφή και αντιφατική αιτιολογία, εξαιτίας των οποίων στέρησε αυτήν νόμιμης βάσης, καθιστώντας ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 191 παρ.1 του Π.Κ.
Ειδικότερα, δεν παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αφού, ούτε καν στο προοίμιο του σκεπτικού δεν μνημονεύονται, έστω και κατ’ είδος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το δικάσαν Μονομελές Πλημμελειοδικείο συνήγαγε τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε.
Παράλληλα, το δικαστήριο δεν διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ύπαρξη του υπέρογκου ποσού των εξακοσίων δισεκατομμυρίων (600.000.000.000) δολαρίων, ενώ δεν εξειδικεύει και δεν προσδιορίζει δυνάμει ποιου αμετάκλητου πληρεξουσίου τυγχάνει διαχειριστής ο κατηγορούμενος Α. Σ. του αμύθητου αυτού ποσού, αναφέροντας αορίστως και με ελλιπή αιτιολογία, κατά λέξη, ότι “δυνάμει αμετακλήτου πληρεξουσίου, τυγχάνει διαχειριστής του εν λόγω χρηματικού ποσού”.
Επιπρόσθετα, δεν προσδιορίζει τα ακριβή στοιχεία των έξι (6) διεθνών γραμματίων αμερικανικού ταμείου, τα οποία, κατά τις παραδοχές της απόφασης, “έχουν κατατεθεί σε λογαριασμό καταπιστεύματος και φυλάσσονται προς πίστωση και χορηγία της ελληνικής Δημοκρατίας”, χωρίς να αναφέρεται που ακριβώς φυλάσσονται, παραθέτοντας, παντελώς αόριστα στο διατακτικό ότι “βρίσκονται κατατεθειμένα σε κεντρική τράπεζα του Καναδά υπό τη μορφή ομολόγων…”, την οποία ουδόλως προσδιορίζει.
Περαιτέρω, διέλαβε η προσβαλλόμενη απόφαση ασαφή και αντιφατική αιτιολογία, καθόσον, ενώ αρχικά δέχεται ότι ” το ποσό των εξακοσίων δισεκατομμυρίων (600.000.000.000) δολαρίων έχει ενσωματωθεί σε έξι (6) διεθνή γραμμάτια του αμερικανικού ταμείου…τα οποία έχουν κατατεθεί σε λογαριασμό καταπιστεύματος και φυλάσσονται προς πίστωση και χορηγία της ελληνικής Δημοκρατίας”, ακολούθως, δέχεται, εντελώς αντιφατικά, ότι ” τούτος (Α. Σ.) προτίθεται να χορηγήσει το ανωτέρω χρηματικό ποσό στο ελληνικό κράτος, υπό τη μορφή δανείου, με διάρκεια πληρωμής εκατό ετών και με επιτόκιο 0,5%.”, ενώ στη συνέχεια, επίσης, αντιφατικά αναφέρεται σε τίτλους ομολόγων και όχι διεθνών γραμματίων, όπως αρχικά δέχεται, με την παραδοχή “…ο G. P., ο οποίος τυγχάνει διευθυντής και … πρακτορείου μεταφοράς μετοχών, που εδρεύει στο … και είναι ο θεματοφύλακας των εν λόγω ομολόγων…”.
Περαιτέρω, αντιφατικά και εσφαλμένα ερμηνεύει η προσβαλλόμενη απόφαση ότι καμιά ανησυχία δεν δημιουργήθηκε στους πολίτες, ούτε έλλειψη εμπιστοσύνης στο Κράτος από την ανακοίνωση της είδησης περί της ύπαρξης του άνω αμύθητου ποσού και της διάθεσής του από τους παραπάνω κατηγορούμενους, για την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους, με τον όρο, μεταξύ άλλων, της αλλαγής του Συντάγματος της Ελλάδος, η οποία (ανακοίνωση – είδηση), αντικειμενικώς κρινόμενη, δύναται να φέρει ανησυχία στους πολίτες, υπό την ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη, εκτεθείσα έννοια, αφού φέρεται, ενόψει της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης της Χώρας, να μην καλύπτει το Κράτος τις από την αιτία αυτή υποχρεώσεις του, βάλλοντας, παράλληλα με τον ως άνω προσχηματικό λόγο -τρόπο κατά του Συντάγματος της Χώρας, κρίση, η οποία, άλλωστε ελέγχεται αναιρετικώς (Ολ. Α.Π. 1463/1981).
Επομένως, η Ολομέλεια έκρινε ότι είναι βάσιμοι οι λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης υπέρ του νόμου της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω των αναφερθεισών ελλείψεων, ασαφειών και αντιφάσεων, δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και κατά συνέπεια, παρεβίασε εκ πλαγίου την ουσιαστικού ποινικού δικαίου διάταξη του άρθρου 191 παρ. 1 του ΠΚ.
Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η αναίρεση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ., τηρουμένων, όμως, απαραμείωτων των δικαιωμάτων των ως άνω κατηγορουμένων.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr