Όπως είναι γνωστό, με την απόφαση 3312/2017 το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την υπ. αρίθμ 1069/19.10.2017 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών με τον τίτλο «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.), σύμφωνα με την οποία έγιναν οι δηλώσεις πόθεν έσχες για το έτος 2016. Υπενθυμίζουμε ότι ήδη με την απόφαση ΣτΕ 2649/2017 είχε ακυρωθεί και η απόφαση με την οποία έγιναν οι δηλώσεις πόθεν έσχες του 2015.
Στην πρόσφατη απόφασή του το ΣτΕ αναφέρει επιπροσθέτως ότι “διατάξεις που θα ρυθμίζουν, ενόψει των κριθέντων με την προηγούμενη ΣτΕ 2649/2017 απόφαση, καθώς και με την παρούσα απόφαση, την υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. για τα ανωτέρω δύο έτη, πρέπει να προβλέψουν εύλογη προθεσμία για την υποβολή τους.”
Τα βασικότερα σκεπτικά για την ακύρωση της απόφασης του ΣτΕ για όλους τους υπόχρεους είναι τα ακόλουθα:
…….
10. Επειδή, κατ’ επίκληση του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3213/2003 εκδόθηκε, αρχικώς, η 1846/13.10.2016 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών με τον τίτλο «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) – Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών» (Β’ 3300/13-10-2016).
Η απόφαση αυτή ακυρώθηκε στο σύνολο της τόσο ως ανυπόστατη όσο και ως μη νόμιμη με την ΣτΕ 2649/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν αιτήσεως των ήδη αιτουσών ενώσεων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Ειδικότερα, με την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου εκρίθη ότι η ανωτέρω κανονιστική απόφαση δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση και, συνεπώς, ήταν ακυρωτέα, λόγω του ότι, ενώ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιεύθηκε το κείμενο της και οι πίνακες που περιελαμβάνοντο στο Παράρτημα I, δεν συνδημοσιεύθηκαν και οι παραμετρικές τιμές που περιελαμβάνοντο στο ηλεκτρονικό σύστημα «πόθεν έσχες», μέσω του οποίου υποβάλλονται, πλέον, αποκλειστικώς οι Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., καθώς και οι οδηγίες συμπλήρωσης πεδίων των εν λόγω δηλώσεων. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να προχωρήσει στην εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως, λόγω της σπουδαιότητας των τιθεμένων με αυτούς ζητημάτων, τα οποία αφορούσαν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης κοινής υπουργικής αποφάσεως. Κατόπιν τούτου, εκρίθησαν, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Α) Οι διατάξεις του άρθρου 3 παρ.1 περ. α’ υποπερ. αα’ του ν. 3213/2003 και των άρθρων 7 παρ.1 εδ. β’, 7 Α παρ. 3 περ. γ’ υποπερ. δδ’ του ν. 3691/2008, όπως ισχύουν, κατά το μέρος που ορίζουν ότι οι Δ.Π.Κ. και, συνακόλουθα, και οι προβλεπόμενες από το άρθρο 229 του ν. 4281/2014 και συνυποβαλλόμενες Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών (περιλαμβανομένων και των εισαγγελικών λειτουργών) υποβάλλονται στη Γ’ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της συσταθείσας με το άρθρο 7 του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, «Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης», είναι ανίσχυρες ως αντίθετες προς το άρθρο 26 και το εξειδικεύον αυτό άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος.
Τούτο δε για τους εξής λόγους: Κατά την έννοια των συνταγματικών αυτών διατάξεων, ο έλεγχος των ανωτέρω δηλώσεων των δικαστικών λειτουργών (εν ενεργεία και συνταξιούχων, για όσο χρόνο μετά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία προβλέπεται υποχρέωση αυτών να υποβάλουν ΔΠΚ και ΔΟΣ) πρέπει να διενεργείται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται, προς το συμφέρον των πολιτών, η απαραίτητη για την άσκηση των καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών ανεξαρτησία αυτών έναντι των οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών. Τούτο σημαίνει ότι το όργανο που είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο αυτόν πρέπει να έχει όχι μόνο το ανάλογο, ενόψει της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα θέσης των δικαστικών λειτουργών, θεσμικό κύρος, ως προς τα πρόσωπα από τα οποία αποτελείται, αλλά πρέπει και να συγκροτείται, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, από ανώτατους τακτικούς δικαστές, μέλη των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων.
Στην ανωτέρω, όμως, Αρχή (Γ’ Μονάδα), στην οποία ο νόμος επιφυλάσσει ιδιαίτερα ευρείες ελεγκτικές αρμοδιότητες και της οποίας ο έλεγχος μπορεί να απολήξει σε διατύπωση ακόμη και ποινικής φύσεως κατηγοριών εις βάρος δικαστικών λειτουργών, μεταξύ των οποίων και των Προέδρων των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων, που είναι οι επικεφαλής της δικαστικής εξουσίας, δεν μετέχει κανένας τακτικός δικαστής, αλλά από τη δικαστική εξουσία προέρχεται μόνον ο Πρόεδρος αυτής, ο οποίος είναι ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, δηλαδή δικαστικός λειτουργός, ο οποίος ανήκει στον κλάδο που έχει ως αποστολή τη διερεύνηση ποινικών αδικημάτων και την άσκηση ποινικής δίωξης, ενώ τα τέσσερα μέλη της είναι απλά «στελέχη» της Διοικήσεως, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό προσόντων – εκτός από το προερχόμενο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στέλεχος, το οποίο πρέπει να έχει «πτυχίο νομικής σχολής» – προτείνονται δε είτε από τον αρμόδιο Υπουργό, είτε από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δηλαδή από όργανα των οποίων οι πράξεις ελέγχονται, κατά το Σύνταγμα, από τους υποκειμένους στον έλεγχο της προαναφερθείσας Αρχής δικαστικούς λειτουργούς. Κατ’ ακολουθία τούτων, η ανάθεση του ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών λειτουργών, μεταξύ των οποίων και των προέδρων των τριών Ανώτατων Δικαστηρίων, που είναι οι επικεφαλής της δικαστικής εξουσίας, σε όργανο μη συγκροτούμενο, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, από ανώτατους τακτικούς δικαστές, μέλη των τριών Ανώτατων Δικαστηρίων, και μη έχον τις απαραίτητες για την αποστολή του θεσμικές εγγυήσεις, αντίκειται στις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις.
Β) Από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 περ. γ’ εδ. β’ του ν. 3213/2003 και 2 παρ. 4 και 5 της ανωτέρω ΚΥΑ προκύπτει ότι ο έλεγχος των Δ.Π.Κ. και των Δ.Ο.Σ. αφορά όχι μόνο το υπόχρεο πρόσωπο, αλλά και την οικογένεια αυτού (σύζυγο και, στην περίπτωση των Δ.Π.Κ., ανήλικα τέκνα). Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία ο/η σύζυγος δικαστικού λειτουργού είναι και ο/η ίδιος/ίδια αυτοτελώς υπόχρεος σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., τα περιουσιακά στοιχεία του/της συζύγου θα πρέπει να δηλώνονται από τον/την δικαστικό λειτουργό στη Δ.Π.Κ. αυτού/αυτής, την οποία θα υποβάλλει στο όργανο που θα συγκροτηθεί κατά τα ανωτέρω οριζόμενα (περ. Α), στο όργανο δε αυτό θα υποβάλλεται και η Δ.Ο.Σ. του/της συζύγου· ο/η δε σύζυγος απαλλάσσεται από την υποχρέωση να υποβάλει αυτοτελή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. στο κατ’ αρχήν αρμόδιο γΓ αυτόν/αυτήν όργανο και υπόκειται, και για τα δικά του/της περιουσιακά στοιχεία και οικονομικά συμφέροντα, στον έλεγχο του αρμόδιου για τον/την δικαστικό λειτουργό οργάνου. Τούτο δε διότι, υπό την αντίθετη εκδοχή, η Δ.Π.Κ. και η Δ.Ο.Σ. του/της δικαστικού λειτουργού θα ελεγχόταν μέσω της Δ.Π.Κ. και της Δ.Ο.Σ. του/της συζύγου του από όργανο διάφορο εκείνου που θα συγκροτηθεί κατά τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά (περ. Α). Τα προαναφερθέντα δεν ισχύουν στην περίπτωση που ο/η δικαστικός λειτουργός είναι σύζυγος προσώπου εκ των μνημονευόμενων στο άρθρο 1 παρ. 1 περ. α’-ε’ του ν. 3213/2003, όπως ισχύει.
Στην περίπτωση αυτή, λόγω του αυξημένου θεσμικού κύρους του οργάνου που ελέγχει τους μνημονευόμενους στη διάταξη αυτή υπόχρεους και της έκτασης του ελέγχου (άρθρα 3Α παρ. 1, 2, 1 παρ. 2 εδ. β’, 2 παρ. 1 περ. α’ στοιχ. ίχ, 2 παρ. 3, 3Β παρ. 2 του ν. 3213/2003, όπως ισχύουν), ο/η δικαστικός λειτουργός και ο/η σύζυγος του πρέπει να υποβάλλουν και οι δύο δηλώσεις στο αρμόδιο για τον καθένα όργανο, στις οποίες θα περιλαμβάνονται τα περιουσιακά στοιχεία αμφοτέρων, καθώς και των ανηλίκων τέκνων τους (άρθρο 2 παρ. 1 περ. γ’ εδ. β’ του ν. 3213/2003), οι οποίες θα ελέγχονται και από τα δύο όργανα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, αντίκεινται στα άρθρα 26 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος οι προαναφερθείσες διατάξεις, κατά το μέρος που με βάση το καθιερούμενο από αυτές σύστημα, στην περίπτωση που ο/η σύζυγος δικαστικού λειτουργού είναι αυτοτελώς υπόχρεος, οι Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. του δικαστικού λειτουργού καταλήγουν να ελέγχονται δύο φορές και μάλιστα από διαφορετικά όργανα (μη συγκροτούμενα, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, από ανώτατους τακτικούς δικαστές). Γ) Η ιδιότητα του δικαστικού λειτουργού ως υπηρετούντος σε Ανώτατο Δικαστήριο ως κριτήριο για τον υποχρεωτικό έλεγχο της δήλωσής του (άρθρο 7 Α παρ. 3 περ. γ’ υποπερ. δδ’ του ν. 3691/2008, όπως ισχύει), και αν ακόμη θεωρηθεί ότι ο έλεγχος αυτός αφορά μόνο τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς που υπηρετούν στα ως άνω δικαστήρια (και όχι και τους Εισηγητές και Παρέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου) είναι απρόσφορο προς επίτευξη του σκοπού, η εξυπηρέτηση του οποίου επιδιώκεται με το συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο ελέγχου (δηλαδή η ενίσχυση του κύρους και η προστασία της
Δικαιοσύνης από καταγγελίες εναντίον των λειτουργών της, η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και των δικαστικών λειτουργών και η αποφυγή απόκτησης περιουσιακών ωφελημάτων εκ μέρους δικαστικών λειτουργών επωφελουμένων από την ιδιότητά τους).
Και τούτο, διότι δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι υπάρχει ανάγκη κατά προτεραιότητα ελέγχου των δικαστικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων σε επίπεδο που να καθιστά αναγκαία τη λήψη μέτρων όπως το ανωτέρω του υποχρεωτικού ελέγχου, ενόψει, μάλιστα, των αναφερομένων στην έκθεση αξιολόγησης για την Ελλάδα, που υιοθετήθηκε από την GRECO κατά την 68η Ολομέλεια αυτής (15-19 Ιουνίου 2015) και αφορά την πρόληψη διαφθοράς, μεταξύ άλλων, δικαστών και εισαγγελέων, από τα οποία συνάγεται ότι ο κίνδυνος, στον οποίο κυρίως είναι εκτεθειμένοι οι δικαστές, ιδίως οι ανώτατοι, κατά την γνώμη των συντακτών της εν λόγω έκθεσης, είναι να επιχειρήσει η εκτελεστική λειτουργία – ενόψει της εξουσίας που έχει ως προς την επιλογή στους ανώτατους βαθμούς της δικαστικής ιεραρχίας και τον πειθαρχικό έλεγχο των δικαστών – να ασκήσει πιέσεις έναντι της υπόσχεσης περαιτέρω ιεραρχικής εξέλιξης ή υπό την απειλή άσκησης πειθαρχικής δίωξης (σελ. 13, 75, 76, 79), ο κίνδυνος δε αυτός προδήλως δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με τον υποχρεωτικό έλεγχο των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, διότι δεν αφορά τη διάπραξη του αδικήματος της δωροληψίας.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 7 Α παρ. 3 περ. γ’ υποπερ. δδ’ του ν. 3691/2008, κατά το μέρος που προβλέπει τον υποχρεωτικό έλεγχο των δηλώσεων των δικαστικών λειτουργών των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, με τον οποίο συναρτάται και η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 1 περ. Γ’ εδ. δ’ του ν. 3213/2003 (και εξειδικευθείσα με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ, 6 της ακυρωθείσης με την ανωτέρω ΣτΕ 2649/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου ΚΥΑ, με την οποία όμοια είναι και η ταυτάριθμη διάταξη της ήδη προσβαλλομένης ΚΥΑ) υποχρέωση των υποχρεωτικώς ελεγχομένων προσώπων να επισυνάψουν στην Δ.Π.Κ. όλα τα αναγκαία έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η περιουσιακή τους κατάσταση, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική.
Δ) Οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α’ υποπερ. ν και νί του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, κατά το μέρος που προβλέπουν ότι στη Δ.Π.Κ. περιλαμβάνονται ως περιουσιακά στοιχεία, μεταξύ άλλων, το σύνολο των μετρητών χρημάτων που δεν περιλαμβάνονται σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ, καθώς και τα κινητά μεγάλης αξίας, εφόσον η αξία αυτών υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., αντίκεινται στα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9 Α του Συντάγματος, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος).
Και τούτο για τους εξής λόγους: Ο επιδιωκόμενος με τη θέσπιση της υποχρέωσης υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. σκοπός επιτυγχάνεται κυρίως με τον έλεγχο της μεταβολής (αύξησης) της περιουσίας των υποχρέων επί όσο χρόνο διατηρούν την ιδιότητα λόγω της οποίας υπέχουν την υποχρέωση υποβολής των ως άνω δηλώσεων. Επομένως, δεν αποτελεί αντικείμενο των διατάξεων του ν. 3213/2003 η δημιουργία περιουσιολογίου, δηλαδή η καταγραφή των κατεχομένων πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων και της αξίας αυτών, για πληθώρα κατηγοριών και μεγάλο αριθμό ελλήνων πολιτών – στους οποίους περιλαμβάνονται και οι δικαστικοί λειτουργοί – και ο έλεγχος της ακρίβειας αυτού με την απειλή βαρύτατων ποινικών και διοικητικών κυρώσεων, χωρίς μάλιστα να προκύπτει ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος επιδιώκεται με την κατάρτιση ενός τέτοιου περιουσιολογίου.
Περαιτέρω, η υποχρέωση δήλωσης μετρητών χρημάτων που δεν περιλαμβάνονται σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα δεν αποτελεί πρόσφορο μέτρο για τη διαπίστωση της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου ή μεταβολής αυτής που δεν δικαιολογείται από τα νόμιμα έσοδά του· τούτο, προεχόντως διότι δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί η ακρίβεια της δήλωσης ως προς την κατοχή ή μη μετρητών χρημάτων και του ακριβούς ύψους τους, εφόσον η Δ.Π.Κ. περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, τα περιουσιακά στοιχεία του υπόχρεου κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγουμένου της δήλωσης έτους, ο δε έλεγχος της θα γίνει σε χρόνο προφανώς μεταγενέστερο της ημερομηνίας αυτής. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι ο μόνος δυνατός τρόπος ελέγχου από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο, ειδικώς για την εξακρίβωση του ακριβούς ύψους των φυλασσομένων στην οικία των υπόχρεων μετρητών χρημάτων, θα ήταν η κατ’ οίκον έρευνα, η οποία, πραγματοποιούμενη για τον σκοπό απλώς της διαπίστωσης αν είναι ακριβής ή όχι η δήλωση περί της περιουσιακής κατάστασης υπόχρεου, θα αντέκειτο στη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Συντάγματος.
Ο ίδιος τρόπος ελέγχου, εξ ίσου αντίθετος προς τη συνταγματική αυτή διάταξη, θα ήταν ο μόνος δυνατός και για τη διαπίστωση της ακρίβειας Δ.Π.Κ., ως προς τυχόν δηλούμενα ως κινητά μεγάλης αξίας ευρισκόμενα στην οικία υπόχρεου. Εξ άλλου, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, σκοπός των διατάξεων του ν. 3213/2003, δεν αποτελεί η καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων και της αξίας αυτών ορισμένων κατηγοριών ελλήνων πολιτών, μεταξύ των οποίων και των δικαστικών λειτουργών, και του ότι οι θεσπιζόμενες με το άρθρο 2 παρ. 1 περ. α’ του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 173 παρ. 1 του ν. 4389/2016, νέες ρυθμίσεις (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εκείνη που αφορά την υποχρέωση δήλωσης της κατοχής κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 30.000 ευρώ) δεν μπορεί να ανατρέξουν στο παρελθόν και να στηρίξουν ευθύνη των δηλούντων με βάση τις διατάξεις περί Δ.Π.Κ. για κινητά, που είναι ήδη στην κατοχή τους – λαμβανομένων, μάλιστα, υπόψη των αυστηρών κυρώσεων που προβλέπονται από τα άρθρα 6 και 9 του ν. 3213/2003 σε περίπτωση ανακριβούς ή ελλιπούς Δ.Π.Κ. και των αμφισβητήσεων που μπορεί να προκύψουν ως προς τον προσδιορισμό της αξίας κινητών πραγμάτων – η απλή κατοχή κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 30.000 ευρώ δεν αποτελεί πρόσφορο στοιχείο προς εξυπηρέτηση του σκοπού, στον οποίο πράγματι αποβλέπει ο θεσπίζων την υποχρέωση υποβολής των Δ.Π.Κ. και ο οποίος είναι ο έλεγχος της μεταβολής (αύξησης) της περιουσιακής κατάστασης των υπόχρεων.
Πρόσφορο στοιχείο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, προκειμένου περί κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, είναι η υποχρέωση δήλωσης της αγοράς αυτών κατά το έτος κατά το οποίο κτώνται, κατά τον έλεγχο δε της αφορώσας το έτος αυτό δήλωσης μπορεί να εξακριβωθεί αν η δαπάνη για την απόκτηση των κινητών αυτών καλύπτεται από τα δηλωθέντα εισοδήματα του υπόχρεου.
Τέτοια υποχρέωση υπάρχει, εφόσον ο ήδη ισχύων Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α’ 167) – στο άρθρο 32 παρ. 1 περ. α’ του οποίου ορίζεται ότι ως ετήσια δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών του λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται, μεταξύ άλλων, για αγορά κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, ως τέτοιων νοουμένων εκείνων των οποίων η αξία υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ – επιβάλλει στους φορολογούμενους να δηλώσουν τη δαπάνη για την απόκτηση κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 10.000 ευρώ, που πραγματοποίησαν εντός του οικείου έτους, με την αφορώσα το έτος αυτό δήλωση φόρου εισοδήματος, η οποία συνυποβάλλεται με τη Δ.Π.Κ., και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, περιέρχεται σε γνώση του αρμόδιου για τον έλεγχο της Δ.Π.Κ. οργάνου η πραγματοποίηση της συγκεκριμένης δαπάνης. Παρόμοια ρύθμιση προβλεπόταν και από τον προηγούμενο Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α’ 151) στο άρθρο 17 παρ. 1 περ. α’, όπως αυτό ίσχυε με τις εκάστοτε τροποποιήσεις του (ως μεγάλης αξίας θεωρουμένων κινητών αξίας αρχικώς 1.000.000 δραχμών και, στη συνέχεια, 3.000 και 5.000 ευρώ), και, επομένως, η δήλωση στη φορολογία εισοδήματος της κτήσης κινητών πραγμάτων, η αξία των οποίων υπερέβαινε κάποιο ποσό, που κατά την κρίση του νομοθέτη, ήταν, αναλόγως των εκάστοτε οικονομικών συνθηκών, υψηλό, ήταν υποχρεωτική, ενόψει δε του ότι η φορολογική δήλωση συνυποβαλλόταν με τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης, η κτήση τέτοιας αξίας κινητών πραγμάτων ήταν σε γνώση και του αρμόδιου για τον έλεγχο της τελευταίας αυτής δηλώσεως οργάνου.
Υπέρ της άποψης ότι η υποχρέωση δήλωσης των κινητών περιουσιακών στοιχείων αποβλέπει στην καταγραφή των ήδη κατεχομένων από τους δηλούντες κινητών πραγμάτων και της αξίας τους (και όχι στην αποτροπή από την αποδοχή εκ μέρους των υποχρέων δωρεών κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας) συνηγορεί και το γεγονός ότι υποχρέωση δηλώσεως υπάρχει για τα κινητά, ως προς τα οποία υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για την κτήση και την αξία τους, και όχι για κινητά για τα οποία ο υπόχρεος δεν διαθέτει σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.
Ε) Η παράλειψη του νομοθέτη να προβλέψει εύλογη προθεσμία για τη διενέργεια και ολοκλήρωση του ελέγχου, η οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη της πενταετίας από τη λήξη του έτους υποβολής των ανωτέρω δηλώσεων [πρβλ. και τη ΣτΕ Ολομ. ΣτΕ 1738/2017 σκέψη 10, δημοσιευθείσα μετά την τελευταία διάσκεψη επί της υποθέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα ΣτΕ Ολομ. 2649/2017], καθώς και για τη διατήρηση των προσωπικών δεδομένων των υποχρέων, όπως επίσης και η ειδικότερη πρόβλεψη στο άρθρο 7 παρ. 3 περ. δ’ εδ. ε’ του ν. 3691/2008, όπως ισχύει, ότι υπόθεση που αρχειοθετήθηκε μπορεί οποτεδήποτε, χωρίς δηλαδή κανένα χρονικό περιορισμό, να ανασυρθεί και να συνεχισθεί ο έλεγχος ή να συσχετισθεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής, αντίκεινται στην αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος, και στη δυνατότητα διατήρησης των προσωπικών δεδομένων μόνο για όσο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο για τις ανάγκες της επεξεργασίας, [πρβλ. ΣτΕ Ολομ. ΣτΕ 1738/2017 σκέψεις 5, 6, 10 και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: α) της 9.1.2013, αριθμός προσφυγής 21722/11, Voikov κατά Ουκρανίας, σκέψεις 139 και 140, κατά την οποία (απόφαση) η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη να προβλέψει προθεσμία παραγραφής σε υποθέσεις δικαστικών λειτουργών απειλεί σοβαρά την ασφάλεια δικαίου και η παράλειψη αυτή συνιστά παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, β) της 3.3.2015, αριθμός προσφυγής 12655/09, Dimitrovi κατά Βουλγαρίας, σκέψεις 45 και 46]
ΣΤ) Η μνεία στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 περ. α’ του ν. 3213/2003 και 3 παρ. 4 εδ. β’ της ακυρωθείσης με την ανωτέρω ΣτΕ 2647/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου ΚΥΑ (1846/13.10.2016) ότι η ετήσια, πλην της πρώτης, Δ.Π.Κ. περιέχει τα υφιστάμενα κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους περιουσιακά στοιχεία, έχει την έννοια, ενόψει και της διατάξεως του εδ. α’ της περ. γ’ της ίδιας ως άνω παρ. 1του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, ότι στην ετήσια Δ.Π.Κ. περιλαμβάνονται τα περιουσιακά στοιχεία, στα οποία επήλθε κάποια μεταβολή κατά την χρήση, στην οποία αναφέρεται η Δ.Π.Κ. (κτήση, διάθεση, μεταβολή αξίας), και ότι επιτρεπτώς – προφανώς εξαιρετικώς – κατά την υποβολή της πρώτης ετήσιας ηλεκτρονικής δήλωσης δηλώνεται το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου, η επανάληψη, όμως, δήλωσης περιουσιακού στοιχείου δεν συνεπάγεται την εκκίνηση νέας προθεσμίας ελέγχου.
Εκρίθη δε ότι προς την ερμηνεία αυτή στοιχούσε και η ρύθμιση της ανωτέρω ΚΥΑ, η οποία, με σχετική υποσημείωση στους πίνακες 5, 9, 10, 11, 12 και 13 του Παραρτήματος I, προκειμένου περί μετοχών κ.λπ., ακινήτων κ.λπ., οχημάτων, πλωτών μέσων, εναερίων μέσων, συμμετοχών σε επιχειρήσεις κ.λπ., τα οποία απεκτήθησαν σε προηγούμενη χρήση, δεν απαιτούσε συμπλήρωση των πεδίων: αξία κτήσης/ συνολικό καταβληθέν τίμημα/ αρχικό κεφάλαιο εισφοράς, πηγές προέλευσης χρημάτων, ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πηγή προέλευσης χρημάτων. Η συγκεκριμένη ρύθμιση της τότε προσβαλλομένης ΚΥΑ, η οποία εκρίθη κατά τούτο ως σύμφωνη με τις διατάξεις του ν. 3213/2003, είχε ως συνέπεια ότι ναι μεν κατά την υποβολή της πρώτης ετήσιας ηλεκτρονικής δήλωσης δηλώνονται τα περιουσιακά στοιχεία του υπόχρεου, του/της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων, δηλαδή και εκείνα ως προς τα οποία δεν υπάρχει καμία μεταβολή κατά το έτος στο οποίο αφορά η πρώτη ηλεκτρονική δήλωση, αλλά ότι δεν απαιτείται η συμπλήρωση, ως προς τα περιουσιακά αυτά στοιχεία, των ανωτέρω πεδίων (αξία κτήσης/ συνολικό καταβληθέν τίμημα/ αρχικό κεφάλαιο εισφοράς, πηγές προέλευσης χρημάτων, ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πηγή προέλευσης χρημάτων), εφόσον τα δεδομένα που δηλώνονται στα πεδία αυτά έχουν, προκειμένου περί περιουσιακών στοιχείων κτηθέντων σε προηγούμενα έτη, ήδη δηλωθεί με τις δηλώσεις των προηγουμένων ετών. Για τον λόγο δε αυτόν με την 2649/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου απερρίφθη ο λόγος ακυρώσεως ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 4 εδ. β’ της προσβαλλομένης στην υπόθεση εκείνη υπουργικής αποφάσεως (κατά την οποία «Η ετήσια Δ.Π.Κ. περιέχει τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία κατά την 31η Δεκεμβρίου του έτους, στο οποίο αφορά η δήλωση, … καθώς και την αξία κτήσης τους, εφόσον είναι διαθέσιμη») κείται εκτός των ορίων της εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3213/2003. Αντιθέτως, με την απόφαση αυτή της Ολομέλειας εκρίθη ότι η ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 3 της ίδιας ως άνω Κ.Υ.Α., με την οποία ορίσθηκε ότι σε κάθε ετήσια Δ.Π.Κ. πρέπει να περιλαμβάνεται το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου, ανεξαρτήτως αν επήλθε ή όχι κατά το προηγούμενο έτος μεταβολή σε αυτά, ευρίσκετο εκτός των ορίων της προαναφερθείσης εξουσιοδοτικής διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003.
12. Επειδή, η προαναφερθείσα ΣτΕ 2649/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου δημοσιεύθηκε στις 18-10-2017, την δε επόμενη ημέρα (19-10-2017) δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η ήδη προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση.
Στο άρθρο 3 παρ. 1 της κανονιστικής αυτής απόφασης ορίζεται ότι η Δ.Π.Κ. έχει ως περιεχόμενο το συνημμένο υπόδειγμα στο Παράρτημα I, συνοδευόμενο από παραμετρικές τιμές, γενικές οδηγίες και επεξηγήσεις συμπλήρωσης των πεδίων της ηλεκτρονικής εφαρμογής, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής. Οι εν λόγω παραμετρικές τιμές, τις οποίες οι χρήστες της εφαρμογής/υπόχρεοι υποβολής Δ.Π.Κ. υποχρεούνται να επιλέξουν για τη συμπλήρωση καθενός από τους περιλαμβανόμενους στο Παράρτημα I πίνακες, καθώς και οι οδηγίες συμπλήρωσης πεδίων των δηλώσεων αυτών, έχουν συνδημοσιευθεί, μαζί με τους πίνακες, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Με τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη ΚΥΑ έχει αποκτήσει νόμιμη υπόσταση, σε συμμόρφωση, άλλωστε, προς τα γενόμενα δεκτά με την προαναφερθείσα απόφαση του Δικαστηρίου.
13. Επειδή, με την προσβαλλόμενη απόφαση εισάγεται εκ νέου σύστημα υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. ερειδόμενο, όμως, στις ρυθμίσεις των νόμων 3213/2003 και 3691/2008, όπως ισχύουν, οι οποίες εκρίθησαν ως αντισυνταγματικές με την προαναφερθείσα ΣτΕ 2649/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα ειδικότερον αναφερόμενα στη σκέψη 10 της παρούσης αποφάσεως. Εξ άλλου, η νεότερη αυτή ΚΥΑ (1069/19.10.2017), στο προοίμιο της οποίας, άλλωστε, δεν μνημονεύεται η ανωτέρω απόφαση του Δικαστηρίου, είναι ομοίου, κατ’ αρχήν, περιεχομένου προς την ακυρωθείσα με την εν λόγω απόφαση 1846 οικ/13.10.2016 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών.
Συνεπώς, με την έκδοση της προσβαλλόμενης ΚΥΑ εκδηλούται, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, η εμμονή της Διοικήσεως προς διατήρηση των ρυθμίσεων της ακυρωθείσης 1846/13.10.2016 ΚΥΑ.
Με τα δεδομένα αυτά, η ήδη προσβαλλόμενη απόφαση έχει τις ίδιες νομικές πλημμέλειες, τις οποίες είχε διαγνώσει η ΣτΕ 2649/2017 ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία, υπό την αυτή νομική και πραγματική βάση και μεταξύ των αυτών διαδίκων, εκρίθη ως μη νόμιμη η ανωτέρω 1846/13.10.2016 ΚΥΑ. Κατ’ ακολουθία τούτων, η προσβαλλόμενη πράξη, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, παρεβίασε το δεδικασμένο, το οποίο παρήχθη από τις αναφερθείσες στη σκέψη 10 κρίσεις της ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες δεν διατυπώθηκαν ως εκ περισσού, ούτε ανεφέρθησαν αφηγηματικώς στην ανωτέρω απόφαση, αλλ’ απετέλεσαν το αναγκαίο έρεισμα του διατακτικού της, με το οποίο η ανωτέρω 1846 /13.10.2016 ΚΥΑ ακυρώθηκε όχι μόνον ως ανυπόστατη, αλλά και ως μη νόμιμη, προσδιορίζοντας, επομένως, και τις μετά την ακύρωση της εν λόγω ΚΥΑ και σε συμμόρφωση προς την ως άνω ακυρωτική απόφαση ενέργειες του νομοθέτη και της Διοικήσεως.
17. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι στη Δ.Π.Κ. και στη Δ.Ο.Σ. δηλώνεται η περιουσιακή κατάσταση και τα οικονομικά συμφέροντα, αντιστοίχως, τόσο του/της υπόχρεου, όσο και της οικογένειάς του, στην οποία περιλαμβάνονται ο/η σύζυγος και τα ανήλικα τέκνα τους. Ειδικότερα, στη μεν Δ.Π.Κ. δηλώνεται η περιουσιακή κατάσταση του/της υπόχρεου, του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων τους, στη δε Δ.Ο.Σ. δηλώνονται τα οικονομικά συμφέροντα του/της υπόχρεου και του/της συζύγου. Οι προαναφερθείσες διατάξεις, κατά τη ρητή και αδιάστικτη διατύπωσή τους, αναφέρονται στον/στην σύζυγο, ήτοι σε πρόσωπο που έχει συνάψει με τον υπόχρεο γάμο, κατά το Αστικό Δίκαιο. Κατ’ ακολουθία τούτων, στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, οι οποίες, ως θεσπίζουσες υποχρεώσεις, η μη τήρηση των οποίων συνεπάγεται την επιβολή κυρώσεων, είναι στενώς ερμηνευτέες, δεν εμπίπτει το πρόσωπο με το οποίο ο/η υπόχρεος προς υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, είτε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3719/2008 (Α’ 241), με τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης μεταξύ ενήλικων ετερόφυλων προσώπων, είτε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4356/2015 (Α’ 181), με τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα αυτή στα ενήλικα πρόσωπα ανεξάρτητα από το φύλο τους. [Άλλωστε, και στη φορολογία εισοδήματος ο νομοθέτης έχει ρυθμίσει ρητώς το ζήτημα της υποβολής δηλώσεως εκ μέρους προσώπων που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και δεν θεώρησε ότι στα πρόσωπα αυτά ισχύει αυτομάτως ό,τι ισχύει προκειμένου περί συζύγων, βλ. άρθρο 67 παρ. 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ν. 4172/2013 – Α’ 167, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 4374/2016– Α’ 50.]
Συνεπώς, ο/η υπόχρεος προς υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. δεν υποχρεούται να δηλώσει την περιουσιακή κατάσταση και τα οικονομικά συμφέροντα του προσώπου με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, εφόσον τούτο δεν ορίζεται ρητώς.
Διάφορο είναι το ζήτημα ότι, ενόψει του σκοπού που επιδιώκεται με την υποβολή των Δ.Π.Κ. και των Δ.Ο.Σ., και λαμβανομένου υπόψη ότι και στην περίπτωση της συμβίωσης βάσει συμφώνου, υφίσταται, όπως και στον γάμο, κοινότητα ζωής του υπόχρεου με τον/την σύντροφο του και τα ανήλικα τέκνα τους (βλ. σχετ. ΣτΕ 2649/2017 σκ. 20), δεν συντρέχει κανένας λόγος που να δικαιολογεί την εξαίρεση των προσώπων που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης από την υποχρέωση να περιλάβουν στις δηλώσεις τους και τα σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση των προσώπων με τα οποία έχουν συνάψει το σύμφωνο αυτό στοιχεία, η δε νομοθετική ρύθμιση προς την κατεύθυνση αυτή είναι όχι μόνο δυνατή αλλά και επιβεβλημένη. Κατά τη γνώμη, όμως, του Αντιπροέδρου Α. Ράντου και των Συμβούλων Ε. Νίκα και Μ. Παπαδοπούλου, ανεξάρτητα από τις θεμελιώδεις διαφορές στις λοιπές έννομες σχέσεις μεταξύ του γάμου και του συμφώνου συμβίωσης, ειδικά στην περίπτωση της υποχρεώσεως υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, υποχρεούνται, κατά την έννοια των κρίσιμων εν προκειμένω ειδικών διατάξεων, όπως άλλωστε αυτή προκύπτει και από το περιεχόμενο του παραρτήματος I της προσβαλλομένης ΚΥΑ, σε υποβολή των εν λόγω δηλώσεων και τα πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Τούτο, διότι η ανάγκη ελέγχου των επίμαχων περιουσιακών στοιχείων συντρέχει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στην περίπτωση αυτή, ενώ αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα έθετε αδικαιολόγητα και κατά παράβαση των ορισμών του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος σε χειρότερη μοίρα τους έχοντες συνάψει γάμο από τους έχοντες συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, χωρίς να συντρέχει κανένας απολύτως δικαιολογητικός λόγος.
18. Επειδή, το άρθρο 2 της προσβαλλομένης Κ.Υ.Α. ορίζει στην παρ. 1 ότι στη Δ.Π.Κ. του υπόχρεου περιλαμβάνεται και η περιουσιακή κατάσταση του/της συζύγου, στην παρ. 4 ότι ο/η υπόχρεος υποβάλλει με τον/την σύζυγο κοινή Δ.Π.Κ. και στην παρ. 5 ότι σε περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας του/της συζύγου του υπόχρεου να συνυποβάλλει κοινή δήλωση, η δήλωση υποβάλλεται μόνον από τον/την υπόχρεο, ο/η οποίος/α αναφέρει στις παρατηρήσεις του συστήματος το γεγονός της άρνησης ή της αδυναμίας, ως άρνηση δε θεωρείται και η βεβαιωμένη διάσταση των συζύγων, που έχει δηλωθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του/της υπόχρεου. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά τη Δ.Ο.Σ., το δημοσιευθέν Παράρτημα II, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναφέρεται σε υποβολή δήλωσης των υπόχρεων και των συζύγων τους. Προκειμένου, όμως, να προσδιορισθεί η οικογενειακή κατάσταση του/της υπόχρεου σε Δ.Π.Κ., στις οδηγίες συμπλήρωσης των πεδίων του πίνακα 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως με τον τίτλο «Στοιχεία συζύγου», ο οποίος, επίσης αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής, γίνεται παραπομπή στον πίνακα 5 των παραμετρικών τιμών, που περιλαμβάνονται στο ηλεκτρονικό σύστημα «πόθεν έσχες», στο οποίο, υπό τον τίτλο «Οικογενειακή Κατάσταση», αναφέρεται, μεταξύ άλλων παραμετρικών τιμών (άγαμος/η, έγγαμος/η, διαζευγμένος/η, χηρεία, βεβαιωμένη διάσταση), και ο «συμβιών βάσει συμφώνου συμβίωσης». Με τη συμπλήρωση, ωστόσο της τελευταίας αυτής παραμετρικής τιμής με την ανωτέρω ένδειξη και τη δήλωση, κατ’ επέκταση, της συνάψεως συμφώνου συμβίωσης, ο/η υπόχρεος σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. υποχρεούται να περιλάβει, στις αντίστοιχες δηλώσεις, τα περιουσιακά στοιχεία και τα οικονομικά συμφέροντα του προσώπου, με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.
Η υποχρέωση αυτή δεν αίρεται εκ μόνης της δυνατότητας δηλώσεως, στον ίδιο ως άνω πίνακα 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό τον αύξοντα αριθμό 13, περί του αν υφίσταται υποχρέωση δηλώσεως περιουσιακών στοιχείων για τον/την σύζυγο ή το πρόσωπο, με το οποίο συμβιώνει ο/η υπόχρεος, διότι, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Διοίκηση με την έκθεση των απόψεών της, στον αριθμό αυτό δηλώνεται αν ο/η σύζυγος ή, ενόψει του πίνακα 5 των παραμετρικών τιμών, ο/η έχων/έχουσα συνάψει με τον/την κυρίως υπόχρεο σύμφωνο συμβίωσης είναι αυτοτελώς υπόχρεος σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης και όχι αν ο/η κυρίως υπόχρεος έχει, εν σχέσει με το πρόσωπο, με το οποίο έχει συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης, υποχρέωση να περιλάβει τα αφορώντα το πρόσωπο αυτό στοιχεία στις υποβαλλόμενες από τον ίδιο Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. Συνεπώς, δεν παρέχεται στον/στην υπόχρεο η δυνατότητα να δηλώσει ότι έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, χωρίς τούτο να συνεπάγεται αυτομάτως την υποχρέωσή του να περιλάβει στις Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. και τα αφορώντα το πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει το σύμφωνο στοιχεία για την περιουσία και τα οικονομικά του συμφέροντα. Η ρύθμιση, όμως, αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ευρίσκει έρεισμα, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, στις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1 περ. γ’ εδ. β’ του ν. 3213/2003 και 229 παρ. 1 και 2 του ν. 4281/2014, όπως ισχύουν, και συνεπώς, για τον λόγο αυτόν, εμμέσως προβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη νόμιμη κατά το προαναφερθέν μέρος της. Αντιθέτως, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
19. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. είναι ακυρωτέα, διότι η εφαρμογή του ηλεκτρονικού συστήματος υποβολής των ανωτέρω δηλώσεων δεν πληροί τις απαιτούμενες προδιαγραφές σαφήνειας, ακρίβειας και αναλογικότητας, στο μέτρο που εξαναγκάζει τους υπόχρεους να δηλώνουν αναλυτικά όλες τις πηγές προέλευσης των χρηματικών ποσών που είναι κατατεθειμένα σε κάθε τραπεζικό τους λογαριασμό και επακριβώς τα αναλογούντα σε κάθε πηγή ποσά. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η τήρηση της εν λόγω υποχρεώσεως είναι αντικειμενικώς αδύνατη, δεδομένου ότι οι βεβαιώσεις που χορηγούν τα τραπεζικά ιδρύματα στους υπόχρεους προκειμένου να συντάξουν τις επίμαχες δηλώσεις αφορούν το υπόλοιπο των καταθέσεών τους την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους και δεν περιέχουν αναλυτική κατάσταση της κίνησης των πάσης φύσεως λογαριασμών του/της υπόχρεου, του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων τους γραμμή προς γραμμή.
21. Επειδή, μεταξύ των πεδίων συμπληρώσεως του πίνακα 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως με τον τίτλο «Καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα», ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα αυτής, αναφέρονται και τα πεδία «ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ/ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ» [«Το υπόλοιπο στις 31 Δεκεμβρίου του έτους για το οποίο υποβάλλεται η ΔΠΚ (εφόσον πρόκειται για ΕΤΗΣΙΑ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ), ή στην ημερομηνία υποβολής σε διαφορετική περίπτωση (π.χ. αρχική δήλωση)»], «ΠΗΓΕΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΧΡΗΜΑΤΩΝ» («ΟΛΕΣ οι πηγές από τις οποίες προήλθαν τα χρήματα του λογαριασμού»), «ΠΟΣΟ» («το ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πηγή προέλευσης»).
Η τελευταία αυτή ρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλει στον/στην υπόχρεο την υποχρέωση να δηλώσει στη Δ.Π.Κ. αναλυτικώς όλες τις πηγές προέλευσης του ποσού που αναγράφεται σε κάθε τραπεζική κατάθεση την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της δήλωσης έτους, και να αναφέρει το ποσό που αντιστοιχεί σε κάθε πηγή προέλευσης. Συνεπώς, στην περίπτωση που τα κατατεθειμένα στον τραπεζικό λογαριασμό του/της υπόχρεου χρηματικά ποσά προέρχονται από διάφορες πηγές, πρέπει να αθροισθούν τα προερχόμενα από κάθε πηγή ποσά καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και, ακολούθως, να παρατεθούν οι πηγές από τις οποίες προέρχεται το απομένον την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της δηλώσεως έτους υπόλοιπο του λογαριασμού και το ακριβές ποσό που αντιστοιχεί σε εκάστη εξ αυτών, αφού αφαιρεθούν τα ποσά των αναλήψεων, χωρίς να προσδιορίζεται από ποια πηγή ο/η υπόχρεος μπορεί να αφαιρέσει τα ποσά που ανέλαβε.
Με το περιεχόμενο, όμως, αυτό, η ρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ευρίσκει έρεισμα στις διατάξεις των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 5 και 2 παρ. 1 περ. α’ υποπερ. ΐν του ν. 3213/2003, οι οποίες προβλέπουν την υποχρέωση δηλώσεως μόνο του υπολοίπου του τραπεζικού λογαριασμού του/της υπόχρεου την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της δήλωσης έτους, που προκύπτει από την χορηγούμενη σε αυτόν/ήν βεβαίωση του τραπεζικού ιδρύματος, στην οποία δεν αναφέρονται ούτε οι πηγές προελεύσεως του εν λόγω υπολοίπου, ούτε τα ποσά που αντιστοιχούν σε εκάστη εξ αυτών, στοιχεία τα οποία, όμως, απαιτούνται από τη προσβαλλόμενη απόφαση για τη συμπλήρωση των πεδίων του ανωτέρω πίνακα 7. Εάν δε τυχόν ήθελε θεωρηθεί ότι η εξουσιοδοτική διάταξη είχε τέτοια έννοια, δηλαδή ότι επέβαλε την καταγραφή των στοιχείων αυτών στη δήλωση, θα ήταν αντίθετη στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, διότι θα επέβαλε ένα δυσανάλογο βάρος στους υπόχρεους να προβούν στους ανωτέρω υπολογισμούς με κίνδυνο να υποπέσουν σε σφάλματα, τα οποία θα τους άφηναν, ενδεχομένως, εκτεθειμένους σε κίνδυνο διατυπώσεως κατηγοριών εις βάρος τους· και τούτο για στοιχεία (κινήσεις λογαριασμών) στα οποία το ελέγχον τη δήλωση όργανο έχει ευχερώς πρόσβαση, χωρίς να απαιτείται καμία συνεργασία εκ μέρους των υποχρέων, εφόσον έναντι του ελεγκτικού οργάνου δεν ισχύει το τραπεζικό απόρρητο (βλ. άρθρο 7Β παρ. 4 του ν. 3691/2008).
Εξ άλλου, η εκπλήρωση μιας υποχρεώσεως, ως η ανωτέρω, είναι ακόμη περισσότερο δυσχερής για τον/την υπόχρεο στην περίπτωση που ο τραπεζικός λογαριασμός είναι – πράγμα που δεν απαγορεύεται (ν. 5638/1932, Α’ 307) – κοινός του/της υπόχρεου με τρίτο πρόσωπο ή του/της συζύγου με τρίτο πρόσωπο, τις ενέργειες του οποίου ο/η υπόχρεος αδυνατεί εκ των πραγμάτων να ελέγξει, με συνέπεια να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, η οποία επιβάλλει στο νομοθέτη και στην, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, εν όψει και της σοβαρότητας των απειλούμενων κυρώσεων, να οργανώσουν το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο της εκ μέρους των υπόχρεων υποβολής Δ.Π.Κ. κατά τρόπο που να μην επιβάλλονται σε αυτούς υποχρεώσεις η εκπλήρωση των οποίων είναι είτε αδύνατη είτε εξαιρετικώς δυσχερής. Αλλωστε, η μη παράθεση των ανωτέρω στοιχείων εκ μέρους των υποχρέων στη δήλωσή τους δεν δυσχεραίνει τον έλεγχο, εφόσον το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο, γνωρίζοντας τον αριθμό και το υπόλοιπο των λογαριασμών των υποχρέων, των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων τους, έχει, εν πάση περιπτώσει, την εξουσία να αναζητήσει τα ειδικότερα στοιχεία για τις επί μέρους κινήσεις των λογαριασμών απ’ ευθείας από τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα, δοθέντος ότι, κατά τα προεκτεθέντα, έναντι του οργάνου αυτού δεν ισχύει το τραπεζικό απόρρητο. Συνεπώς, για τον ανωτέρω λόγο, βασίμως προβαλλόμενο με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι νόμιμη και κατά το μέρος που προβλέπει την αναφορά στη Δ.Π.Κ. όλων των πηγών από τις οποίες προήλθαν τα απομένοντα στους λογαριασμούς στις 31 Δεκεμβρίου του έτους στο οποίο αφορά η δήλωση χρήματα, καθώς και του ακριβούς ποσού που αντιστοιχεί σε κάθε πηγή.
23. Επειδή, η ακύρωση της προσβαλλόμενης κανονιστικής αποφάσεως, αφενός μεν λόγω παραβίασης του δεδικασμένου που προέκυψε από την ΣτΕ 2649/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, με την οποία εκρίθησαν ως αντισυνταγματικές οι μνημονευθείσες στη σκέψη 10 διατάξεις των ν. 3213/2003 και 3691/2008, αφετέρου δε λόγω των διαπιστωθεισών πλημμελειών στην ήδη προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τα ήδη γενόμενα δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, έχει ως συνέπεια να πάσχει, ως προς καίριες και ουσιώδεις ρυθμίσεις του, το σύστημα υποβολής και ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., το οποίο θέσπισε ο νομοθέτης με τους ν. 3213/2003 και 3691/2008 και εξειδίκευσε η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση με την έκδοση της ανωτέρω αποφάσεως.
Οι περισσότερες δε από τις κριθείσες ως μη νόμιμες ρυθμίσεις του εισαχθέντος με τους ανωτέρω νόμους και την προσβαλλόμενη απόφαση συστήματος υποβολής και ελέγχου των Δ.Π.Κ. και των Δ.Ο.Σ. δεν αφορούν αποκλειστικά και μόνο τους δικαστικούς λειτουργούς, αλλά και όλους τους λοιπούς υπόχρεους, στη ρύθμιση της υποβολής των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των οποίων αποβλέπει η προσβαλλόμενη απόφαση [δηλαδή αφορούν όλους τους υπόχρεους των περιπτώσεων στ’ έως μη’ του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει1 βλ. και άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως].
Ειδικότερα, αφορούν όλους τους υπόχρεους σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. οι ακόλουθες μη νόμιμες ρυθμίσεις ή παραλείψεις ρυθμίσεων:
α) η υποχρέωση δηλώσεως των μετρητών χρημάτων άνω των 15.000 ευρώ, που δεν περιλαμβάνονται σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και των κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 30.000 ευρώ,
β) η μη πρόβλεψη εύλογης προθεσμίας τόσο για τη διενέργεια και την ολοκλήρωση του ελέγχου, όσο και για τη διατήρηση των προσωπικών δεδομένων των υπόχρεων,
γ) η υποχρέωση να περιλαμβάνεται στην ετήσια δήλωση το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων των υπόχρεων, ανεξαρτήτως αν επήλθε ή όχι κατά το προηγούμενο έτος μεταβολή σε αυτά,
δ) η μη πρόβλεψη, προκειμένου περί περιουσιακών στοιχείων κτηθέντων σε προηγούμενες χρήσεις, για τη μη αναγραφή στην πρώτη ηλεκτρονική δήλωση της αξίας κτήσεως/συνολικού καταβληθέντος τιμήματος/αρχικού κεφαλαίου εισφοράς, της πηγής προελεύσεως των χρημάτων και του ποσού που αντιστοιχεί σε κάθε πηγή,
ε) η υποχρέωση δηλώσεως των περιουσιακών στοιχείων του προσώπου με το οποίο ο/η υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης,
στ) προκειμένου περί τραπεζικών λογαριασμών, η υποχρέωση αθροίσεως των προερχομένων από κάθε πηγή ποσών καθ’ όλο το έτος και ακολούθως παραθέσεως των πηγών από τις οποίες προέρχεται το απομένον στις 31 Δεκεμβρίου υπόλοιπο του λογαριασμού και του ακριβούς ποσού που αντιστοιχεί σε κάθε μια από αυτές, αφού αφαιρεθούν τα ποσά των αναλήψεων, χωρίς να προσδιορίζεται από ποια πηγή ο/η υπόχρεος μπορεί να αφαιρέσει τα ποσά που ανέλαβε. Λόγω όμως της σπουδαιότητας και της έκτασης των ως άνω κριθεισών ως μη νομίμων ρυθμίσεων, δεν είναι δυνατόν, χωρίς αυτές, να λειτουργήσει καθ’ ολοκληρία το σύστημα υποβολής των δηλώσεων – όπως αυτό σχεδιάσθηκε ως οργανική ενότητα από τον νομοθέτη και εξειδικεύθηκε από την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση – δεδομένου μάλιστα ότι το ηλεκτρονικό σύστημα υποβολής των εν λόγω δηλώσεων δεν επιτρέπει, κατ’ αρχήν, την πρόοδο στη συμπλήρωση, ολοκλήρωση και υποβολή αυτών, αν προηγουμένως δεν συμπληρωθούν υποχρεωτικώς όλα τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στους οικείους πίνακες.
Συνεπώς, ως εκ των προδήλων συνεπειών που έχουν οι πλημμέλειες αυτές στην όλη δομή και λειτουργία του συστήματος υποβολής, εκ μέρους όλων των υπόχρεων, των επίμαχων δηλώσεων, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί έναντι πάντων στο σύνολο της. Κατά τη γνώμη, όμως, του Αντιπροέδρου Α. Ράντου και των Συμβούλων Ε. Νίκα και Γ. Τσιμέκα, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί μόνον κατά το μέρος που αφορά τους υποχρέους – μέλη των αιτουσών ενώσεων και όχι και ως προς τους λοιπούς υποχρέους. Τούτο, διότι, από τις επισημαινόμενες με την απόφαση πλημμέλειες της προσβαλλομένης, μόνον οι αφορώσες τη συγκρότηση της αρχής ελέγχου και την ειδικότερη δικαστική ιδιότητα του ελεγχομένου, που αφορούν αμφότερες τους δικαστικούς λειτουργούς, είναι γενικής μορφής, επαγόμενες πλήρη, ως προς αυτούς ακύρωση.
Οι λοιπές επισημαινόμενες ως πλημμελείς ρυθμίσεις – ορισμένες μάλιστα από τις οποίες είναι εντελώς λεπτομερειακές και επουσιώδεις (υποχρέωση ή μη υποβολής δηλώσεως σε περίπτωση μη μεταβολής στοιχείων, καθώς και από τους έχοντες συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, δυσχέρειες συμπλήρωσης συνοδευτικού πίνακα, κ.λπ.), άλλες δε δεν επιδρούν αμέσως στην προς το παρόν δυνατότητα κανονικής υποβολής Δ.Π.Κ. (περιορισμός ελέγχου δηλώσεως στην πενταετία) – δεν συγκροτούν, πάντως, αναγκαία οργανική ενότητα με τις λοιπές μη πληττόμενες ή κρινόμενες ως νόμιμες ρυθμίσεις της προσβαλλομένης ΚΥΑ, ώστε να συνεπάγονται την ολοκληρωτική ακύρωσή της, αλλά οι τελευταίες αυτές μη θιγόμενες ρυθμίσεις μπορούν να στηρίξουν αυτοτελώς την υποχρέωση των λοιπών, πλην των δικαστικών λειτουργών, υποχρέων, προς υποβολή δηλώσεως με το απομένον περιεχόμενο. Η λύση αυτή επιβάλλεται και από το πρόδηλο δημόσιο συμφέρον ταχείας υποβολής δηλώσεων από τους λοιπούς υποχρέους. Αντίθετη λύση οδηγεί σε ακύρωση της πράξεως και κατά τμήμα της, που οι αιτούντες δεν προσβάλλουν ούτε και θα είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν (ultra petita partium), παραγνωρίζει δε τον πάγιο τρόπο ελέγχου των κανονιστικών πράξεων από το Δικαστήριο, κατά τον οποίο, πλην της περιπτώσεως ανυποστάτου, για την οποία δεν πρόκειται, ακυρώνεται, κατ’ αρχήν, μόνο το κρινόμενο ως νομικώς πλημμελές τμήμα ή τμήματα της πράξεως, χωρίς να θίγεται το λοιπό (utile per inutile non vitiatur), και, μάλιστα, επί διαφόρων κατηγοριών προσώπων καταλαμβανόμενων από κανονιστική ρύθμιση, η ακύρωση απαγγέλλεται, κατ’ αρχήν, μόνον ως προς τα πρόσωπα εκείνα, τα οποία αφορά η πλημμέλεια που διαγιγνώσκεται.
24. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, καθόσον, μετά την ακύρωση της προηγούμενης ομοίου περιεχομένου ΚΥΑ (1846/13.10.2016) με την ΣτΕ 2649/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, η ήδη προσβαλλόμενη ΚΥΑ παρέλειψε να ορίσει νέα προθεσμία υποβολής των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. για το έτος 2016 (δηλαδή για την περιουσιακή κατάσταση του έτους 2015), η προθεσμία υποβολής των οποίων είχε ήδη παρέλθει, περαιτέρω δε οι δικαστικοί λειτουργοί υπεχρεώθησαν να υποβάλουν τις Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. για το έτος 2017 (δηλαδή για την περιουσιακή κατάσταση του έτους 2016) εντός προθεσμίας μόλις δύο (2) ημερών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (19-10-2017), δεδομένου ότι ως καταληκτική ημερομηνία υποβολής των εν λόγω δηλώσεων είχε ορισθεί η 21-10-2017.
Τέλος, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που σε αυτήν προβλέπεται η εις διπλούν δήλωση των τραπεζικών λογαριασμών των υπόχρεων, ήτοι η δήλωσή τους στους πίνακες 7 και 9 του Παραρτήματος I αυτής, είναι ακυρωτέα, λόγω της δημιουργούμενης ασάφειας και σύγχυσης.
Μετά, όμως, την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως για λόγους ουσιαστικής νομιμότητας, η εξέταση των ανωτέρω, διαδικαστικού χαρακτήρα, λόγων ακυρώσεως παρέλκει ως αλυσιτελής. Διάφορο δε είναι το ζήτημα ότι, ενόψει της αρχής του κράτους δικαίου, διατάξεις που θα ρυθμίζουν, ενόψει των κριθέντων με την προηγούμενη ΣτΕ 2649/2017 απόφαση, καθώς και με την παρούσα απόφαση, την υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. για τα ανωτέρω δύο έτη, πρέπει να προβλέψουν εύλογη προθεσμία για την υποβολή τους.
25. Επειδή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η δίκη πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη ως προς το σωματείο με την επωνυμία «Ένωση Μελών Νομικού Συμβουλίου του Κράτους», η δε κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που ασκείται από τις λοιπές ενώσεις πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολο της.
Δ ι ά ταύτα
…
Ακυρώνει την 1069/19.10.2017 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών με τον τίτλο «Τύπος και περιεχόμενο της Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και της Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) – Ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων αυτών (Β’ 3702/19-10- 2017).
…..