Το 1715-17 οι Τούρκοι επιχείρησαν για τελευταίο φορά να προελάσουν προς τη Δύση. Βρήκαν όμως απέναντί τους τον πρίγκιπα Ευγένιο.
Το 1715 ο τουρκικός κίνδυνος άρχισε και πάλι να γίνεται αισθητός για την αυτοκρατορία των Αψβούργων. Ευτυχώς αυτό συνέβη όταν ο πόλεμος κατά της Γαλλίας είχε τελειώσει.
Ο καλύτερος στρατηγός της Αυτοκρατορίας, ο πρίγκιπας Ευγένιος της Σαβοΐας, διαβλέποντας τον επερχόμενο κίνδυνο εργάστηκε σκληρά για την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και την οριστική διευθέτηση των διαφορών με τη Γαλλία.
Η αυτοκρατορία έπρεπε να είναι απερίσπαστη για να αντιμετωπίσει με όλες τις δυνάμεις την τουρκική απειλή. Οι τουρκικές φιλοδοξίες είχαν αναβιώσει από το 1711, όταν ο Μεχμέτ πασάς με 260.000 άνδρες νίκησε τους 40.000 άνδρες του Μεγάλου Πέτρου στη μάχη του Προύθου.
Ακολουθώντας πάντα την ίδια επεκτατική πολιτική οι Τούρκοι, παραβιάζοντας τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, επιτέθηκαν κατά των ενετικών κτήσεων στην Ελλάδα, το 1714. Η ενετική άμυνα κατέρρευσε ταχύτατα και σε λίγο όλη η Πελοπόννησος επανήλθε στην κατοχή των Οθωμανών. Ήταν φανερό ότι ο επόμενος στόχος τους ήταν τα αυτοκρατορικά εδάφη.
Ωστόσο η αυτοκρατορία δεν κήρυξε πρώτη τον πόλεμο. Ο νέος αυτοκράτορας Κάρολος απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη διπλωματικό έγγραφο με το οποίο ζητούσε τη δέσμευση του σουλτάνου ότι δεν επρόκειτο να αμφισβητήσει τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, στο μέτρο που αφορούσε τη χώρα του τουλάχιστον. Ο σουλτάνος δεν καταδέχτηκε καν να απαντήσει.
Αντί απαντήσεως μάλιστα εξαπέλυσε τους Τατάρους ιππείς του στο αυτοκρατορικό έδαφος για πλιάτσικο και λεηλασία. Στις 15 Μαΐου 1706 ο νέος πόλεμος ήταν γεγονός.
Ο Ευγένιος υπήρξε εξ’ αρχής υπέρμαχος του νέου πολέμου. Χάρη στις δάφνες που είχε ως τότε αποκομίσει από την ένδοξη δράση του στα πεδία μαχών από το 1682 ως το 1715 ανέλαβε, όπως ήταν φυσικό, τη αρχηγία του στρατού για τον πόλεμο κατά των Τούρκων. Ο Ευγένιος ανέλαβε το καλοκαίρι του 1716 τη διοίκηση.
Στόχος του ήταν η ανακατάληψη του Βελιγραδίου. Ο Ευγένιος διέθετε μόνο 60.000 άνδρες. Οι άνδρες του όμως ήταν άριστα εκπαιδευμένοι και οι περισσότεροι από αυτούς εμπειροπόλεμοι, βετεράνοι του πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής. Ο πρίγκιπας γνώριζε ότι οι Τούρκοι διέθεταν τουλάχιστον διπλάσιο στρατό απέναντι του, ενώ είχαν ενισχύσει τις φρουρές όλων των συνοριακών οχυρών τους, περιλαμβανομένου και του Βελιγραδίου.
Ο μεγάλος βεζύρης Σιλαχντάρ Αλή Πασάς είχε στη διάθεση του 30.000 σπαχήδες, 40.000 γενίτσαρους και 50.000 άτακτους πεζούς και ιππείς. Η τεράστια αυτή στρατιά στάθμευε ήδη στο Βελιγράδι.
Ο Ευγένιος είχε φυσικά αρχίσει να συλλέγει πληροφορίες για τον εχθρό. Γνωρίζοντας λοιπόν ότι οι Τούρκοι διέθεταν τεράστιες δυνάμεις και συνυπολογίζοντας ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή των ποταμόπλοιων, με τα οποία ήλπιζε να ελέγξει τον ρου του Δούναβη, αποφάσισε να τηρήσει αρχικά αμυντική στάση.
Έχοντας ως βάση το την οχυρή πόλη Πετροβαράντιν, θα ανέμενε εκεί τον εχθρό για να τον αντιμετωπίσει με τον στρατό του καλυμμένο από τα πυροβόλα των τειχών της πόλης.
Οι Τούρκοι εισέβαλαν πράγματι πρώτοι. Με εμπροσθοφυλακή το σώμα του Κουρδ πασά – 10.000 άνδρες – ο τουρκικός στρατός προήλασε επιφυλακτικά. Στις 2 Αυγούστου οι άνδρες του Κουρδ πασά βρέθηκαν απέναντι στις αυστριακές προφυλακές του στρατηγού Πάλφυ – 3.000 άνδρες. Οι τριπλάσιοι Τούρκοι επιτέθηκαν και κατόρθωσαν να απωθήσουν τους Αυστριακούς.
Οι επιζώντες όμως του Πάλφυ επέστρεψαν στο Πετροβαράντιν και ειδοποίησαν τον Ευγένιο, ο οποίος με τη σειρά του ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τον εχθρό. Περιχαρής πάντως από την επιτυχίας οι Τούρκοι κίνησαν, σε δύο φάλαγγες, προς το Πετροβαράντιν. Πρόθεση του μεγάλου βεζύρη που ηγείτο της στρατιάς ήταν να θέσει υπό πολιορκία την πόλη, η οποία αν έπεφτε στα χέρια του θα στερούσε τους Αυστριακούς από την κύρια βάση τους στην περιοχή.
Στις 4 Αυγούστου η πρώτη φάλαγγα του τουρκικού στρατού – 63.000 άνδρες – έφτασε κοντά στην πόλη και στρατοπέδευσε.
Ο Τούρκος διοικητής υπολόγιζε να επιτεθεί με το πρώτο φως της επομένης. Ο Ευγένιος όμως δεν του έδωσε ποτέ την ευκαιρία να το πράξει. Πριν καλά-καλά ξημερώσει ο αυστριακός στρατός ήταν έτοιμος για επίθεση.
Όλο το προηγούμενο βράδυ ο Ευγένιος προετοίμαζε την αιφνιδιαστική του επίθεση. Η απόφαση ήταν δική του και δεν τη συζήτησε καν με τους αξιωματικούς του. Στις 07.00 το πρωί τα πυροβόλα του άρχισαν να καλημερίζουν τους κοιμισμένους ακόμα Τούρκους.
Τα τύμπανα ήχησαν και τα αυτοκρατορικά συντάγματα ξεδίπλωσαν τις σημαίες στον πρωινό δροσερό αέρα. Ο δικέφαλος αετός άπλωσε και πάλι τα πτερά του, έτοιμος να κατασπαράξει τη μιαρή ημισέλινο.
Με βήμα αργό το αυτοκρατορικό πεζικό βάδιζε σταθερά κατά των τουρκικών θέσεων. Το ιππικό κάλυπτε την προέλαση του. Στις τουρκικές θέσεις υπήρχε κινητικότητα. Βιαστικά οι στρατιώτες του οθωμανικού στρατού έσπευδαν να αναλάβουν όπλα και να σχηματίσουν τις τάξεις τους.
Σε λίγο τα βαριά τουρκικά πυροβόλα άρχισαν και αυτά να βάλουν κατά των προελαυνόντων αυτοκρατορικών. Ο Ευγένιος παρατηρούσε προσεκτικά τις κινήσεις του αντιπάλου, κινήσεις ασυντόνιστες, εμπνεόμενες από την τοπική πρωτοβουλία του κάθε αξιωματικού.
Θα χρησιμοποιούσε το πεζικό του ως το πρώτο κλιμάκιο επίθεσης. Μόλις οι πεζοί του διασπούσαν την εχθρική αμυντική γραμμή θα έριχνε στην επίθεση το ιππικό του, επί του ίδιου άξονα επίθεσης. Σε λίγες στιγμές το αυτοκρατορικό πεζικό είχε φτάσει σε απόσταση 100 περίπου μέτρων από τις τουρκικές θέσεις. Τότε οι γενίτσαροι έβαλαν ομαδικά μια ομοβροντία και με τα σπαθιά στα χέρια και κραυγάζοντας φοβερές κραυγές όρμησαν κατά των Αυστριακών.
Το αυτοκρατορικό πεζικό τους ανέμενε ψύχραιμα και μόλις αυτοί έφτασαν σε απόσταση 20 βημάτων -15 μέτρα – άνοιξαν μαζικά πυρ εναντίον τους. Ένα νέφος καπνού σκέπασε τους Τούρκους. Μέσα του χάθηκαν και οι κραυγές θανάτου και αγωνίας χιλιάδων γενίτσαρων. Κάποιοι από αυτούς, ως εκ θαύματος, πέρασαν αλώβητοι από τον αυστριακό φραγμό πυρός, επέπεσαν με μανία επί του αυτοκρατορικού πεζικού σφαγιάζοντας πολλούς άνδρες. Σύντομα όμως και αυτοί εξοντώθηκαν μέχρις ενός από τις ξιφολόγχες των Αυστριακών.
Η μάχη είχε πάρει μια πολύ άγρια τροπή. Και από τις δύο πλευρές δεν έπιαναν αιχμαλώτους. Σταδιακά οι άνδρες του Ευγένιου κατόρθωσαν πιέζοντας ασφυκτικά τους Τούρκους, να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές, επιτρέποντας στο αυτοκρατορικό ιππικό να εισέλθει με τη σειρά του στη μάχη.
Ήταν το τελειωτικό κτύπημα για τους Τούρκους. Με τις σάλπιγγες να ηχούν την έφοδο, οι αυτοκρατορικοί θωρακοφόροι με τις σπάθες υψωμένες να λάμπουν στο ζεστό φως του ήλιου, επέπεσαν σαν δαίμονες επί των καταπονημένων Τούρκων. Το ελαφρύτερο αυτοκρατορικό ιππικό ελίχθηκε και επέπεσε στα πλευρά του τουρκικού ιππικού, την ώρα που άλλα τμήματα ελαφρού ιππικού αγκίστρωναν το τουρκικό ιππικό.
Σε λίγα μόνο λεπτά όλα είχαν τελειώσει. Οι γενίτσαροι σφάχθηκαν, και το αυτοκρατορικό πεζικό εισήλθε στο εχθρικό στρατόπεδο. Οι δε θωρακοφόροι, αφού εξώντωσαν το τουρκικό πεζικό ασχολήθηκαν τώρα με τους Τούρκους ομολόγους τους. Σε λίγο και το οθωμανικό ιππικό είχε τραπεί σε φυγή.
Μέσα σε λιγότερο από δύο ώρες η μια τουρκική φάλαγγα δεν υπήρχε πια. Περισσότεροι από 30.000 Τούρκοι, μεταξύ των οποίων και ο μεγάλος βεζύρης, κείτονταν νεκροί σε όλη την έκταση του πεδίου της μάχης. «Δεν συλλάβαμε περισσότερους από 20 αιχμαλώτους. Οι άνδρες ζητούσαν το αίμα τους και τους έσφαξαν όλους», έγραφε ένας αξιωματικός του Ευγένιου.
Δεν θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς. Και αυτό δεν οφειλόταν στην αντίσταση που πρόβαλαν οι Τούρκοι, αλλά στα ευρήματα των ανδρών του Ευγενίου, μόλις εισήλθαν στο οθωμανικό στρατόπεδο.
Έκπληκτοι οι στρατιώτες είδαν συναδέλφους τους, που είχαν αιχμαλωτισθεί σε προηγούμενες αψιμαχίες, να βρίσκονται σταυρωμένοι, ή διαπερασμένοι από σιδηρά άγκιστρα, ή φρικτά ακρωτηριασμένοι, καμένοι και δαρμένοι μέχρις θανάτου.
Μπροστά σε αυτό το θέαμα, και έχοντας την ευκαιρία να εκδικηθούν για τους συναδέλφους τους, οι νικητές στρατιώτες θα ήταν μάλλον απίθανο να φερθούν σπλαχνικά στους Τούρκους αιχμαλώτους.
Ακόμα και ο Ευγένιος ενώπιον τέτοιου θεάματος οργίστηκε τόσο πολύ που όταν συνέλαβε κατασκόπους και ανιχνευτές των Τούρκων, Σέρβους και Βλάχους στην εθνικότητα, διέταξε να τους παλουκώσουν!