Την ελευθερία του θα συνεχίσει να απολαμβάνει εκπαιδευτικός, ο οποίος παραδέχθηκε ενοχή σε κατηγορίες σεξουαλικής φύσεως με θύμα έναν ανήλικο μαθητή του, στον οποίο μάλιστα προκάλεσε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Πρόκειται για καθηγητή Πληροφορικής ο οποίος παραδέχθηκε ενοχή σε εννέα κατηγορίες που αφορούν σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού, σε τρεις κατηγορίες που αφορούν άγρα παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς και σε μια κατηγορία που αφορά απόπειρα άγρας παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς.
Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 ½ ετών, πλην όμως, αποφάσισε να είναι με αναστολή. Η απόφαση αυτή αποτέλεσε και το αντικείμενο της έφεσης που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας, υποστηρίζοντας ότι η φυλάκιση θα έπρεπε να ήταν άμεση.
Το Εφετείο, κατά πλειοψηφία, έκρινε πως η απόφαση για αναστολή της επιβληθείσας ποινής ήταν εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας που μπορούσε να ασκήσει το Κακουργιοδικείο.
Ο μειοψηφήσας δικαστής είχε αντίθετη άποψη, υποδεικνύοντας ότι «η παρούσα υπόθεση παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα, καθότι υπήρχε σχέση δάσκαλου-μαθητή. Ο δάσκαλος έχει την υποχρέωση να προστατεύσει τον ψυχικό κόσμο του μαθητή και να επιδιώξει την ανάπλαση της προσωπικότητάς του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αυτό τούτο το ιερό, κατά τη γνώμη μου, καθήκον το οποίο ο καταδικασθείς είχε, όχι μόνο δεν το επιτέλεσε αλλά, αντίθετα, εκμεταλλεύτηκε τη σεξουαλική απειρία και αμάθεια του ανηλίκου, με σκοπό να ικανοποιήσει τις δικές του σεξουαλικές ορέξεις».
Σε ό,τι αφορά στην απόφαση της πλειοψηφίας, εκείνο το οποίο διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο ήταν η παραδοχή του κατηγορούμενου, τα σοβαρότατα κινητικά προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει και τα συνακόλουθα κοινωνικά και διαπροσωπικά κενά στην εξέλιξη του και στην καθημερινότητα του.
Στην απόφαση της πλειοψηφίας τονίζεται ότι «τα πιο πάνω δεδομένα, σε συνδυασμό με την παραδοχή του εφεσίβλητου, ως του μόνου απτού τρόπου της συνειδητοποίησης του εγκλήματος και της μεταμέλειας, παρείχαν το αναγκαίο βάθρο στο Κακουργιοδικείο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια στην αναστολή της ποινής φυλάκισης».
Η κατάσταση που δημιούργησε ο εκπαιδευτικός σε βάρος του παιδιού, του προκάλεσε ψυχολογικά προβλήματα, και όπως αναφέρεται στην απόφαση του Εφετείου, «παρακολουθείται από το 2015 εντατικά από ψυχολόγο και με βάση το σημείωμα που κατατέθηκε στο δικαστήριο, παρ’ ότι είχε λάβει μέρος σε 15 ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες, εξακολουθεί να παρουσιάζει συμπτώματα διαταραχής μετατραυματικού στρες».
Παρά τη σοβαρότητα των αδικημάτων αλλά και τις συνέπειες στο θύμα, το Εφετείο έκρινε πως έπρεπε να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία στον 35χρονο εκπαιδευτικό.