Κωστή Πλάντζου
Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν έλαβε ειδική μέριμνα για να μην καταλήξει «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη», αλλά διευρύνει κατά 50% το όφελος που έχει η τράπεζα από τον πλειστηριασμό. Ο,τι επιπλέον κερδίζουν με το νέο καθεστώς οι τράπεζες από τους πλειστηριασμούς θα το χάνουν το Ελληνικό Δημόσιο και οι ιδιώτες πιστωτές.
Το οξύμωρο είναι ότι ενώ η κυβέρνηση με το πολυνομοσχέδιο εναρμόνισε τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων (δηλαδή του ΚΕΔΕ) με εκείνες που ισχύουν για τις απαιτήσεις από ιδιώτες και τράπεζες (όπως ορίζονται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) για να μπορούν να κάνουν πλειστηριασμούς Εφορία και ασφαλιστικά ταμεία, στην πράξη το Δημόσιο αποδυναμώνεται έναντι των τραπεζών, που θα «σκουπίζουν» τις εισπράξεις από πλειστηριασμούς χωρίς να αφήνουν τίποτε για τους άλλους συνδικαιούχους. Και αυτό γιατί μετά την ψήφιση του νόμου ενισχύεται θεαματικά η θέση του πιστωτή που έχει εγγράψει πρώτος υποθήκη σε ακίνητα του οφειλέτη – δηλαδή κατεξοχήν τις τράπεζες.
Αντιθέτως, εάν το Δημόσιο προκαλέσει πλειστηριασμό, θα επιτρέψει στην τράπεζα να εισπράξει εκείνη πρώτη ό,τι επιθυμεί, χωρίς καν να μπει στον κόπο και στα έξοδα να κινήσει τέτοιες διαδικασίες. Ή, ακόμα χειρότερα ίσως για δανειολήπτες που αποπληρώνουν κανονικά τα δάνειά τους, αν το Δημόσιο ξεκινήσει πλειστηριασμό σε ακίνητα όπου έχει εγγράψει υποθήκη η τράπεζα, τότε θα είναι και αυτή αναγκασμένη να προεισπράξει άμεσα το υπόλοιπο του δανείου από τη ρευστοποίηση της περιουσίας του.
Τι αλλάζει πριν
από τον πλειστηριασμό
Οι αλλαγές επηρεάζουν άμεσα τους κανόνες με τους οποίους θα δίνουν στο εξής δάνεια οι τράπεζες. Με τα νέα δεδομένα, πλέον, τους δίνεται η δυνατότητα να παρέχουν υψηλότερο δάνειο σε σχέση με την αξία του ακινήτου του δανειολήπτη που μπαίνει υποθήκη. Αντιθέτως, αν το ακίνητο δεν είναι πεντακάθαρο από υποθήκες και απαιτήσεις άλλων, οι τράπεζες πολύ δύσκολα θα δίνουν δάνειο.
Ταυτόχρονα, οι εργαζόμενοι αποκτούν δικαίωμα να εισπράξουν πρώτοι έξι μισθούς από το πλειστηρίασμα. Κερδίζουν έτσι ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο έναντι της εργοδοσίας για να πιέζουν στη διεκδίκηση οφειλομένων μισθών, απειλώντας με δικαστικά μέτρα για πλειστηριασμό περιουσιακών στοιχείων του εργοδότη, έχοντας βάσιμες ελπίδες πλέον να εισπράξουν ο καθένας τους περίπου από 3.516 ευρώ έως και 9.669 ευρώ – που αποτελεί τον «κόφτη» που θέτει ο ίδιος νόμος.
Παρά την αβάντα αυτή, όμως, ουσιαστικά χάνουν κάθε ελπίδα για να εισπράξουν οτιδήποτε περισσότερο από τις διεκδικήσεις τους στη συνέχεια της διαδικασίας πλειστηριασμού.
Τι αλλάζει μετά
τον πλειστηριασμό
Σε μια εποχή όπου οι απαιτήσεις για τα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς Δημόσιο, τράπεζες, απλήρωτους εργαζόμενους, προμηθευτές και λοιπούς ιδιώτες ξεπερνούν τα 300 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση θεσμοθέτησε τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς με σκοπό την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών από τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
Ταυτόχρονα, με το ίδιο πολυνομοσχέδιο αλλάζει και η σειρά ικανοποίησης των απαιτήσεων των πιστωτών, που διαγκωνίζονται ποιος θα πρωτοεισπράξει τα χρωστούμενα.
Και ενώ όλοι γνωρίζουν, όπως «διαφημίστηκε» από τότε που κατατέθηκε το πολυνομοσχέδιο, ότι οι απλήρωτοι εργαζόμενοι αποκτούν το «υπερπρονόμιο» να μπορούν να εισπράξουν πρώτοι τους έξι από τους οφειλόμενους μισθούς τους, ελάχιστοι έχουν αντιληφθεί -όπως έδειξε και η συζήτηση στη Βουλή- την πολύ μεγάλη ανατροπή που συντελείται στην κατάταξη των πιστωτών και, κυρίως, ποιοι ωφελούνται και ποιοι ζημιώνονται από αυτήν.
Στην πράξη, οι αλλαγές που επέρχονται συνοψίζονται στα εξής:
■ Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες: α) σε αυτούς για χρέη για τα οποία έχουν μπει μέχρι σήμερα υποθήκες και θα ξεκινήσουν άμεσα, και β) σε εκείνους που θα γίνουν στο μέλλον και για τους οποίους δεν είχε μπει μέχρι την περασμένη Δευτέρα καμία υποθήκη.
Και για τις δύο κατηγορίες πλειστηριασμών, παλιάς και νέας γενιάς οφειλών, οι εργαζόμενοι θα έχουν τη δυνατότητα να εισπράξουν πρώτοι έως έξι μισθούς από τις εισπράξεις του πλειστηριασμού.
■ Στους πλειστηριασμούς για χρέη για τα οποία έχει μπει ήδη υποθήκη θα ισχύει ό,τι προβλέπει και σήμερα ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας για αναγκαστική είσπραξη μεταξύ ιδιωτών. Μάλιστα οι κανόνες αυτοί επεκτείνονται και θα ισχύουν και για διοικητική εκτέλεση μέτρων από Εφορία (ΑΑΔΕ), ασφαλιστικά ταμεία (ΚΕΑΟ), ΟΤΑ και Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου.
Αυτό σημαίνει ότι, αφού αφαιρεθούν τα δικαστικά έξοδα και οι έξι μισθοί των εργαζομένων, οι εισπράξεις θα μοιράζονται σε τρία κομμάτια. Τα 2/3 του τιμήματος (το 65%) θα διανέμονται αποκλειστικά σε όσους έχουν εμπράγματες εξασφαλίσεις και τίτλους απαιτήσεων, δηλαδή υποθήκες, ενέχυρα, δικαστικές αποφάσεις κ.λπ. Το 1/4 (25%) θα διατίθεται κατά προτεραιότητα προς Δημόσιο, τράπεζες, εργαζόμενους (για τις υπόλοιπες οφειλές μισθών πέραν των 6 μισθών) και αναπήρους που έχουν λαμβάνειν για οφειλές για τις οποίες δεν έχουν στα χέρια τους άλλες πρόσθετες εξασφαλίσεις. Το εναπομείναν 10% θα μοιράζεται σε όλους τους υπόλοιπους «μη προνομιούχους» οφειλέτες, ώστε να βρουν και αυτοί κάτι να εισπράξουν.
Πρακτικά, δηλαδή, οι τράπεζες που συνήθως έχουν εγγράψει και την πρώτη υποθήκη στα ακίνητα του οφειλέτη (από τότε που τα απέκτησε ή όταν πρωτολειτούργησε ως επιχείρηση λαμβάνοντας δάνεια) θα έχουν περιθώριο είσπραξης μόνο μέχρι 65% του τιμήματος του πλειστηριασμού. Το Δημόσιο, αν είχε προλάβει να εγγράψει υποθήκη, θα διεκδικούσε επίσης μερίδιο από το 65%, εφόσον όμως απέμενε κάτι και γι’ αυτό αφού πρώτα ικανοποιηθούν οι τράπεζες.
Με τη δυνατότητα που δίνεται τώρα στους εργαζομένους να εισπράξουν έως και 6 μηνιαίους μισθούς (περίπου 3.500 ευρώ για εργαζόμενους με τον κατώτατο μισθό ή έως 9.669 ως ανώτατο όριο), τράπεζες και Δημόσιο θα έχουν κάποιες απώλειες. Ωστόσο, οι τράπεζες είχαν ήδη λάβει τα μέτρα τους όλο το προηγούμενο διάστημα, δίνοντας δάνεια που συνήθως αντιστοιχούσαν σε λιγότερο από το 65% της αξίας του ακινήτου που έμπαινε υποθήκη, γνωρίζοντας πως δεν θα μπορούν να εισπράξουν περισσότερα από 65%, το πολύ, σε περίπτωση ρευστοποίησης. Επιπλέον, αυτά τα παλιά δάνεια και οι υποθήκες είναι τα πρώτα που οι τράπεζες θα πουλήσουν σε funds. Ούτε τα funds βγαίνουν χαμένα από τις ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους, όμως, αφού τα αγοράζουν σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές, πολύ κατώτερες από την αξία των εγγυήσεων που είχαν μπει από τις τράπεζες όταν δίνονταν τα δάνεια.
■ Στη νέα γενιά πλειστηριασμών για χρέη όπου για πρώτη φορά θα εγγραφούν υποθήκες στο εξής και σε καθαρά από απαιτήσεις ακίνητα δεν θα ισχύει καμία ποσόστωση. Καταργείται! Προηγούνται πλέον οι ενυπόθηκοι εξασφαλισμένοι δανειστές και αυτοί μοιράζονται όλα όσα βρουν από την είσπραξη του πλειστηριασμού. Η τροποποίηση αυτή γίνεται με σκοπό -όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση που συνόδευε το πολυνομοσχέδιο- να αλλάξουν πρακτική οι τράπεζες και να δίνουν δάνεια και πάνω από το 65% της αξίας του ακινήτου που μπαίνει υποθήκη. Δεν αλλάζει το γεγονός ότι, ανεξαρτήτως από το ποιος θα προκαλέσει τον πλειστηριασμό, θα αποζημιώνεται πρώτος εκείνος που έχει βάλει την πρώτη υποθήκη, αφού αφαιρεθούν φυσικά τα δικαστικά έξοδα και οι έξι μισθοί των εργαζομένων («υπερπρονόμιο»).
Κερδισμένοι και χαμένοι
Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πού οδηγούν πρακτικά οι αλλαγές αυτές:
■ Οι τράπεζες εξασφαλίζουν μερίδιο και πέραν του 65% που μοιράζονται ως τώρα από την είσπραξη των πλειστηριασμών. Θα μπαίνουν πρώτες και θα εισπράττουν έως και το 99% του τιμήματος, αφού δεν ισχύει πλέον το πλαφόν. Απώλειες θα υποστούν από τους 6 μισθούς που θα εισπράξουν πρώτοι από όλους οι εργαζόμενοι, αλλά θα είναι ουσιαστικά ελάχιστες. Για παράδειγμα, σε μια επιχείρηση με 10 εργαζόμενους των 586 ευρώ δεν θα ξεπερνάνε συνολικά τα 35.160 ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, οι απώλειες θα είναι μικρότερες για τις τράπεζες από εκείνες που θα υποστούν όταν θα ξεπουλάνε μαζικά και σε τιμές κάτω του κόστους τα προβληματικά κόκκινα δάνεια στα funds.
■ Στους νέους πλειστηριασμούς το Δημόσιο χάνει μερίδιο και λόγω του «υπερπρονομίου» των εργαζομένων για 6 μισθούς, αλλά κυρίως επειδή οι τράπεζες θα μπορούν να σαρώνουν όλα τα υπόλοιπα, με αποτέλεσμα να μην απομένει ίσως τίποτε πια, ούτε από το 65% που αφορούσε απαιτήσεις με εμπράγματες εξασφαλίσεις, ούτε από το 25% που προβλεπόταν για να μπορούν να βρουν και να εισπράξουν κάτι η Εφορία και τα Ταμεία, αν δεν είχαν προλάβει να εγγράψουν υποθήκες. Αλλά και να είχαν εγγράψει υποθήκες, αυτές θα ήταν συνήθως κατόπιν εορτής και μετά από πολλά χρόνια λειτουργίας των επιχειρήσεων, που σημαίνει ότι θα ικανοποιούνταν αφού πρώτα αποζημιώνονταν στο ακέραιο οι απαιτήσεις των τραπεζών που έχουν πρώτη υποθήκη.
■ Οι εργαζόμενοι, επίσης, πολύ δύσκολα θα βρίσκουν να εισπράξουν οτιδήποτε επιπλέον πέραν των 6 μηνιάτικων που δικαιούνται, αφού το 25% που διετίθετο γι’ αυτούς καταργείται στους νέους πλειστηριασμούς. Αν και τους χρυσώνουν το χάπι ότι θα εισπράξουν πρώτοι και διατηρούν το δικαίωμα να εισπράξουν και τα υπόλοιπα, πρακτικά δεν μπορούν να διατηρούν προσδοκίες για μεγαλύτερη αποζημίωση πέραν των έξι μισθών, αφού θα έχουν προηγηθεί οι τράπεζες και εν συνεχεία, αν προλάβει, το Δημόσιο.
■ Εκτός μάχης των διεκδικήσεων αποζημίωσης βγαίνουν πλέον και όλοι οι άλλοι ιδιώτες, προμηθευτές, αλλά και ανάπηροι που αναλόγως του ποσοστού αναπηρίας που έχουν (80% ή 67%) διεκδικούσαν ένα μερίδιο από το 25% ή το εναπομείναν 10% του τιμήματος – με βάση το ισχύον σύστημα των παλαιού τύπου πλειστηριασμών που ισχύει για υφιστάμενες έως σήμερα ενυπόθηκες απαιτήσεις, αλλά μόνο για όσο ακόμα αυτοί θα συνεχίσουν να γίνονται.