Η ίδρυση του βασιλείου Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων – Τα χρόνια του Μεσοπολέμου – Η Γ’ Διεθνής και το Μακεδονικό
Τον τελευταίο καιρό , ήρθε πάλι στην επικαιρότητα το ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής μας FYROM ή ΠΓΔΜ ή (Δημοκρατίας) των Σκοπίων κλπ. Η αλλαγή στην κυβέρνηση των γειτόνων, το μομέντουμ (που φαίνεται ευνοϊκό για τη χώρα μας) ,ωθούν τις κυβερνήσεις σε Αθήνα και Σκόπια, να βρουν αμοιβαία αποδεκτή λύση για το ακανθώδες ζήτημα της ονομασίας της FYROM.
Ήταν 1η Δεκέμβρη 1918 , όταν ο αντιβασιλέας Αλέξανδρος ,ανακήρυξε την ίδρυση του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων ,που επικυρώθηκε λίγες μέρες αργότερα από την κοινή Σύνοδο της Σερβικής Εθνοσυνέλευσης και του Εθνικού Συμβουλίου του Ζάγκρεμπ. (Να αναφέρουμε με την ευκαιρία ότι οι Σέρβοι εμφανίζονται για πρώτη φορά με αυτό το όνομα το 822).
Μια σειρά από προβλήματα, με κυριότερο αυτό των εθνοτήτων, προκάλεσαν αναταράξεις στο νέο αυτό κράτος. Το 1929, έγινε η μετονομασία σε Γιουγκοσλαβία και χωρίστηκε σε εννέα διοικητικές περιφέρειες (banovines), οι οποίες δεν είχαν τα ιστορικά σύνορα της καθεμιάς. Μία από αυτές, ήταν και η Vardarska Banovina, που πήρε το όνομα της από το όνομα Βαρδάρης ,με το οποίο είναι γνωστός επίσης ο ποταμός Αξιός . Περιλάμβανε τα εδάφη που σήμερα ανήκουν στη FYROM αλλά και περιοχές που σήμερα ανήκουν στο Κόσοβο (όπως την πρωτεύουσα του Πρίστινα) και άλλες που ανήκουν στη Σερβία (όπως το Βράνιε και το Λέσκοβατς).
Το καθεστώς αυτό ίσχυσε ως το 1941. Το 1941 η Vardarska banovina καταλήφθηκε από τις δυνάμεις του Άξονα και καταργήθηκε ως διοικητική δομή. Τα εδάφη της διαμοιράστηκαν στην κατεχόμενη από τα ναζιστικά στρατεύματα Σερβία, την Αλβανία και τη Βουλγαρία.
Με την απελευθέρωση της Γιουγκοσλαβίας και την ανάδειξη του Josip Broz (Τίτο) ως ηγέτη της, η χώρα μετατράπηκε σε ομοσπονδία(29/11/1945). Ένα από τα κράτη της,σύμφωνα με το Σύνταγμα ,που εγκρίθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1946 ,ήταν και η «Δημοκρατία της Μακεδονίας», που περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος από τα εδάφη της Vardarska banovina (ένα μικρό μέρος τους εντάχθηκε στη Σερβία ).
Τα χρόνια του Μεσοπολέμου
Όπως είναι γνωστό , στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, ενσωματώθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Υπήρχαν όμως πόλεις όπως το Μοναστήρι(κυρίως ), η Στρώμνιτσα, το Μορίχοβο κ.ά. , όπου ζούσαν και διέπρεψαν επί αιώνες πληθυσμοί ελληνικής καταγωγής στη συντριπτική πλειοψηφία τους . Έτσι, στο Μοναστήρι(σημ. Bitola), το 1913 ,σε σύνολο 42.000 κατοίκων, οι 24.000 ήταν Έλληνες.
Στην Ελλάδα δόθηκε το 51,57% του εδάφους της Μακεδονίας (34.603 τ.χλμ), στη Γιουγκοσλαβία 38,32%( 25.714 τ.χλμ)και στη Βουλγαρία 10,11% (6.789 τ.χλμ).
Το 1914, η χώρα μας αρνήθηκε να ταχθεί στο πλευρό των Γερμανών και των συμμάχων τους, αν και δέχθηκε ιδιαίτερα δελεαστικές προτάσεις. Συγκεκριμένα, στις 5/8/1914, ο Γερμανός πρέσβης Κουάτ, επισκέφτηκε τον τότε πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και ενεργώντας για λογαριασμό της κυβέρνησής του, πρότεινε την προσχώρηση της χώρας μας στο στρατόπεδο των «Κεντρικών Δυνάμεων», με μεγάλα εδαφικά ανταλλάγματα σε βάρος της Σερβίας.
Εικόνα: Βρετανικός χάρτης των Βαλκανίων του 1928
Η απάντηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν η ακόλουθη: «Μου ζητάτε να προδώσουμε τη συμμαχία μας με τη Σερβία, να επιτεθούμε εναντίον της και να συμμετάσχουμε στο διαμελισμό της. Η Ελλάδα, κύριε πρέσβη, είναι πολύ μικρό κράτος για να διαπράξει τέτοια ατιμία».
Η χώρα μας, με συμφωνία της 14ης Μαΐου 1914, είχε δεσμευθεί να παραχωρήσει ελεύθερη ζώνη στους Σέρβους στη Θεσσαλονίκη.
Η Σερβία στη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου (1920-1922) δεν έδειξε εχθρική στάση προς την Ελλάδα και αρνήθηκε να δεχτεί την πρόταση του Βούλγαρου πρωθυπουργού Σταμπολίνσκι για κοινό «νοτιοσλαβικό» μέτωπο εναντίον της χώρας μας. Φαινόταν μάλιστα, ότι το Βελιγράδι ήταν διατεθειμένο να συμμαχήσει με την Ελλάδα για την αποτροπή της κατάληψης της Ανατολικής Θράκης από τους Τούρκους. Ωστόσο ο πρωθυπουργός Πάσιτς ευθυγραμμίστηκε τελικά με τη γαλλική πολιτική σχετικά με την Ανατολική Θράκη.
Στις 10 Μαΐου 1923, η Ελλάδα παραχώρησε την ελεύθερη σερβική ζώνη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Άποψη του Μοναστηρίου τον 19ο αιώνα
Η ζώνη αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της Ελληνικής επικράτειας, όμως διοικούνταν από Σέρβους τελωνειακούς. Αργότερα, καθώς το βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, αποκόπηκε από τα λιμάνια του στην Αδριατική (Ζαντάρ, Ριέκα γνωστή και ως Φιούμε παλαιότερα, από το ιταλικό της όνομα), άρχισε να ζητά ουσιαστικό έλεγχο της σιδηροδρομικής γραμμής Γευγελή – Θεσσαλονίκης, επέκταση της σερβικής ζώνης στη συμπρωτεύουσα, αναγνώριση σερβικής μειονότητας στη Δυτική Μακεδονία και άλλα.
Το δικτατορικό καθεστώς Πάγκαλου (το οποίο να θυμίσουμε ευθύνεται και για την παραμονή των Τσάμηδων στην Ήπειρο), στις 17 Αυγούστου 1926, προκειμένου να εξασφαλίσει τη σερβική ουδετερότητα στην πολεμική εκστρατεία που σχεδίαζε εναντίον της Τουρκίας, δέχθηκε τις εξωφρενικές αυτές απαιτήσεις!
Στις 22/8/1926 όμως, ο Γεώργιος Κονδύλης ανέτρεψε τον Θ. Πάγκαλο. Η κυβέρνηση Ζαΐμη που συγκροτήθηκε μετά τις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1923, ακύρωσε τις συμφωνίες με τους Σέρβους.
Τελικά, στις 11 Οκτωβρίου 1928, υπογράφηκε στο Βελιγράδι ελληνοσερβικό πρωτόκολλο που καθόρισε το καθεστώς της ζώνης στη Θεσσαλονίκη, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ουσιαστικά, ήταν μία αναβίωση της συμφωνίας της 10ης Μαΐου του 1923. Τα θέματα που έθεταν οι Σέρβοι στο παρελθόν, εξοβελίστηκαν.
Εικόνα: Γραμματόσημο του 1939 με την ονομασία VARDASKA
Οι Πελαγόνες
Στο μεταξύ, στο πλαίσιο της διατήρησης των καλών σχέσεων με τη Σερβία, η Ελλάδα ουσιαστικά «θυσίασε τον ελληνισμό της Πελαγονίας, ο οποίος μετά το 1913 υπέστη μία πολιτική εκσερβισμού» (Σπυρίδων Σφέτας , «Σερβία και Γιουγκοσλαβία Ελλάδα, στο βιβλίο ΒΑΛΚΑΝΙΑ 1913-2011»).
Οι Πελαγόνες, ήταν αρχαίος λαός της Μακεδονίας που κατοικούσαν στον άνω ρου του Αξιού.
Οι Δάρδανοι και η πρωτεύουσά τους Σκούποι (Σκόπια)-Τι γράφουν ο Στράβωνας και ο Αρριανός.
Ας κάνουμε όμως εδώ μια παρένθεση, για να δούμε ποιοι ήταν οι βόρειοι γείτονες των Μακεδόνων στην αρχαιότητα. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, ο οποίος περιγράφει λεπτομερώς την αρχαία Μακεδονία (και όχι μόνο βέβαια) στα βιβλία του, βόρεια των Μακεδόνων ζούσαν οι Δάρδανοι ή Δαρδάνιοι. Γράφει γι’ αυτούς:
“… άγριοι όμως εντελώς οι Δαρδάνιοι είναι, τόσο που στις σωρούς της κοπριάς αφού ανοίξουν ορύγματα, εκεί να κάνουν και τις μονιές τους” (Ζ’, 316)
(Μονιά = φωλιά αγριμιού, προφανώς εδώ κατ ‘ επέκταση, κατάλυμα, ενδιαίτημα.
Οι Δάρδανοι (ή Δαρδάνιοι), ήταν βάρβαρο, ιλλυρικής καταγωγής φύλο και είχαν πρωτεύουσα την πόλη Σκούποι (τα σημερινά Σκόπια). Αγνοούσαν ότι τα παράλια της χώρας τους, στην Αδριατική, ήταν εύφορα και δεν τα καλλιεργούσαν. Ζούσαν σε μεγάλο βαθμό από τις επιδρομές εναντίον γειτονικών λαών. Τους χαρακτήριζαν, κατά τον Στράβωνα, “η αγριότης και το ληστρικόν έθος” (Ζ’ 317) (έθος = συνήθεια).
Εικόνα: Στράβωνας
Στους Δαρδάνους, ανήκαν επίσης, οι Γαλάβριοι και Θουνάτες, οι οποίοι προς τα ανατολικά συνόρευαν με το θρακικό έθνος των Μαίδων.
Οι Ιλλυριοί είχαν χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο και διακρίνονταν μόνο για τις επιδόσεις τους στη μουσική.
“…μουσικής δ’ όμως επεμελήθησαν αεί χρώμενοι και αυλοίς και τοις εντατοίς οργάνοις…”.
Δηλαδή, «… φρόντιζαν πάντα τη μουσική χρησιμοποιώντας και αυλούς και έγχορδα όργανα…».
Για το ότι οι Δάρδανοι και οι υπόλοιποι Ιλλυριοί ήταν βάρβαροι, ο Στράβωνας αναφέρει ότι ακόμα και τον 4ο π.Χ. αιώνα επιβίωναν σ’ αυτούς βάρβαρα ήθη, όπως αυτό της ανθρωποθυσίας!
Εικόνα: Αρχαία Μακεδονία
Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος εκστράτευσε εναντίον της πόλης Πέλλιον των Δασαρητίων, “οι πολέμιοι Δάρδανοι θυσίασαν παίδας τρεις και κόρας ίσας τον αριθμόν και κριούς μέλανας τρεις” (Αρριανός «Αλεξάνδρου Ανάβασις» Α’ 5).
Και επειδή η μακεδονική επέλαση ήταν πολύ γρήγορη, οι Ιλλυριοί εγκατέλειψαν άρον άρον τις θέσεις τους και οι Μακεδόνες, έκπληκτοι είδαν τα ανθρώπινα σφάγια “έτι κείμενα” (να βρίσκονται ακόμα σε κάποιο σημείο).
Τα άκρως ενδιαφέροντα αυτά στοιχεία, αντλήσαμε από το βιβλίο του Θανάση Γωργιάδη “Η Αρχαία Μακεδονία κατά τον Στράβωνα”, εκδόσεις ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ παιδεία.
Στον πρόλογο του ίδιου βιβλίου, που υπογράφει ο σπουδαίος ιστορικός και φιλέλληνας N.G.L. Hammond (1907 – 2001), διαβάζουμε μεταξύ άλλων:
“Η ελληνικότητα των ονομάτων των Μακεδόνων, εξάλλου, αυτών που ζούσαν στις Αιγές εκείνη την περίοδο (ενν. τον 4ο π.Χ. αιώνα), όπως αυτή επιβεβαιώνεται από τις στήλες που εντόπισε στις ανασκαφές του ο καθηγητής Μανόλης Ανδρόνικος, δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι οι Μακεδόνες τότε, όπως και τους προηγούμενους αιώνες, ήταν ελληνόφωνοι”.
Κλείνουμε κάπου εδώ την εκτενή αλλά πολύ χρήσιμη νομίζουμε, παρένθεση, για να επιστρέψουμε στη Μακεδονία τον 20ο αιώνα.
Η Κομμουνιστική Διεθνής και το “μακεδονικό ζήτημα” στον Μεσοπόλεμο
Θα εξετάσουμε τώρα τη στάση του Κ.Κ.Ε και της (Κομμουνιστικής) Διεθνούς στα χρόνια του Μεσοπολέμου και τον ρόλο που έπαιξαν στο μακεδονικό ζήτημα.
Η Γ’ Διεθνής, γνωστότερη ως Comintern (Κομιντέρν) από τα αρχικά των λέξεων COMmunist INTERnative ιδρύθηκε στη Μόσχα το 1919, αφού πρώτα κατήγγειλε την προηγούμενη, Δεύτερη (Σοσιαλιστική) Διεθνή, για τη στάση της κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Εικόνα: Πόστερ της Κομιντέρν
Η Κομιντέρν ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της ηγεσίας των μπολσεβίκων προκειμένου ν’ αποτελέσει το καθοδηγητικό όργανο του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.
Στο ιδρυτικό της συνέδριο (2-6 Μαρτίου 1919), μετείχαν 52 αντιπρόσωποι από 34 κομμουνιστικά κόμματα διαφόρων χωρών. Το ιδρυτικό συνέδριο της Κομιντέρν ψήφισε το πρόγραμμά της, που είχε συντάξει ο ίδιος ο Λένιν καθώς και τις θέσεις του Λένιν για τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που υπογράφουν την ιδρυτική διακήρυξη της Κομιντέρν, είναι οι Λένιν, Τρότσκι, Κάρσκι (Κ.Κ. Πολωνίας), Ρουντιάσκι (Κ.Κ. Ουγγαρίας ), Ντούντα (Κ. Κ. Αυστρίας) και Ρακόφσκι (Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία). Το Σ.Ε.Κ.Ε. (πρόδρομος του Κ.Κ.Ε.), δεν συμμετείχε στο ιδρυτικό συνέδριο.
Από το 1919 που ιδρύθηκε, ως το 1943 που διαλύθηκε από τον Στάλιν, η Κομιντέρν πραγματοποίησε επτά συνέδρια.
Εικόνα: 2ο Διεθνές Συνέδριο της Κομιντέρν
Ο καθηγητής Σπυρίδων Σφέτος στο βιβλίο του “Όψεις του Μακεδονικού Ζητήματος στον 20ο αιώνα”, εκδόσεις Βάνιας, αναφέρει ότι μπορούμε να διακρίνουμε πέντε “φάσεις” στην πολιτική της Κομιντέρν σχετικά με το “μακεδονικό ζήτημα”
i) 1920- 1922, όπου ενδιαφέρεται κυρίως για το ζήτημα των Στενών και την επιτυχή έκβαση του αγώνα του Κεμάλ κατά της Αντάντ.
ii) 1923 – 1924, οπότε αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο μακεδονικό, στα πλαίσια της πολιτικής για προώθηση της “επανάστασης” στη Βουλγαρία και την εγκαθίδρυση εργατοαγροτικής κυβέρνησης
iii) 1925 – 1928, το ενδιαφέρον για το “μακεδονικό”, γίνεται περιφερειακό.
iv) Από το V1 Συνέδριο της Κομιντέρν (17/8/1928 – 1/9/1928) ως το 1933, επιβάλλεται στα κομμουνιστικά κόμματα να καθοδηγούν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και το μακεδονικό επανέρχεται στο προσκήνιο.
v) 1933 – 1939, το μακεδονικό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Κομιντέρν και αντιμετωπίζεται στα πλαίσια της συγκρότησης ενός ενιαίου αντιναζιστικού μετώπου.
Εικόνα: Πόστερ της Κομιντέρν
Πρωτεργάτες της μακεδονικής πολιτικής της Κομιντέρν, στα Βαλκάνια, ήταν οι Βούλγαροι Vasil Kolarov και Christo Kabakciev που κατείχαν υψηλές θέσεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και μέσω της Κομιντέρν εξέφραζαν τις θέσεις του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος που θεωρούσε το μακεδονικό, ως βουλγαρικό ζήτημα. Ο V. Kolarov ήταν αυτός που έθεσε για πρώτη φορά θέμα αυτονόμησης της Μακεδονίας και της Θράκης στη Δεύτερη Συνδιάσκεψη της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (BKO), ton Sept;embrio toy 1920.. Όλοι οι αντιπρόσωποι των κομμουνιστικών κομμάτων (και ο Έλληνας Γ. Γεωργιάδης), απέρριψαν την πρόταση.
Ακολούθως, στο 3ο Συνέδριο της Κομιντέρν (22 Ιουνίου – 22 Ιουλίου 1921), τέθηκε ξανά από τον V. Kolarov, το ζήτημα της αυτονομίας της Μακεδονίας και της Θράκης.
Ο Έλληνας αντιπρόσωπος και ηγετικό στέλεχος του Σ.Ε.Κ.Ε. (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος) Γεώργιος Γεωργιάδης, βλέποντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν από μια τέτοια, πιθανή, εξέλιξη, παρουσιάστηκε στον Λένιν και του επισήμανε ότι ο ελληνικός λαός θα αντιδρούσε, αλλά και το μέλλον του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας θα κινδύνευε. Ο Λένιν τον καθησύχασε. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ο Γεωργιάδης, επισήμανε τους κινδύνους ενώ αργότερα αποχώρησε από το Κ.Κ.Ε. και κατήγγειλε την πολιτική του ως αντεθνική.
Στην 6η Συνδιάσκεψη της ΒΚΟ (Δεκέμβριος 1923), οι Βούλγαροι επαναφέρουν το θέμα της αυτονομίας Μακεδονίας και Θράκης. Η ΒΚΟ υιοθετεί πλήρως τις βουλγαρικές θέσεις. Υπέρ της απόφασης ψήφισε και ο αντιπρόσωπος του Κ.Κ.Ε. Ν. Σαργολόγος.
Χαρακτηριστικό απόσπασμα της απόφασης είναι το παρακάτω:
“Οι κατοικούντες εις την Μακεδονίαν Έλληνες, Σέρβοι Βούλγαροι και Αλβανοί είναι Μακεδόνες με καθαρώς μακεδονικήν συνείδησιν και οι κατοικούντες εις την Θράκην είναι Θράκες με θρακικήν συνείδησιν, δικαιούμενοι αυτονομίας και ανεξαρτησίας ως έχοντες ιδιαίτερην εθνικήν συνδείδησιν”
Στην Έβδομη Συνδιάσκεψη της ΒΚΟ, οι Βούλγαροι πιέζουν για λήψη οριστικής απόφασης σχετικά με την αυτονομία της Μακεδονίας και της Θράκης, δεν τα καταφέρνουν όμως. Ωστόσο “περνούν” τις θέσεις τους μέσα από σχετική απόφαση του 5ου Συνεδρίου της Κομιντέρν (Ιούλιος 1924). Με την απόφαση αυτή, συμφώνησαν και οι αντιπρόσωποι του Κ.Κ.Ε. Σεραφείμ Μάξιμος και Παντελής Πουλιόπουλος. Όσο για τον Ν. Σαργολόγο που αναφέραμε παραπάνω; Μετά την ψήφιση υπέρ της βουλγαρικής θέσης στη ΒΚΟ το 1923, έφυγε για την Αμερική, μαζί με 7.500 δολάρια που ήταν η πρώτη ενισχυτική δόση της Κομιντέρν προς το Κ.Κ.Ε.
Από την άλλη πλευρά, αξιόλογα και μορφωμένα στελέχη του Κ.Κ.Ε. διαγράφτηκαν. Έτσι, το Γ’ Συνεργείο του Κόμματος, διέγραψε τον Γ. Κορδάτο και τον Θ. Αποστολίδη. Η αιτιολογία ήταν, πως οι απόψεις τους πάνω στο “μακεδονικό”, ήταν αντικομμουνιστικές…
Εικόνα: Γιάννης Κορδάτος
Στις 17 Δεκεμβρίου 1926, οριστικοποιήθηκε η διαγραφή του Παντελή Πουλιόπουλου. Το 4ο Συνέδριο του Κ.Κ.Ε. (1928), διέγραψε τους Σ. Μάξιμο, Κ. Σκλάβο, Τ. Χαΐνογλου, Β. Νικολινάκο, Κ. Νικολαΐδη κ.ά.
Άλλα αξιόλογα στελέχη (Θ. Παπακωνσταντίνου, Α. Χουρμούζιος) αποχώρησαν και έγιναν δριμύτατοι κατήγοροι του κόμματος.
Εικόνα: Αιμίλιος Χουρμούζιος
Η άφιξη των στελεχών του “Κουτβ”(Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής, που είχε ιδρυθεί στη Μόσχα το 1921) , με επικεφαλής τον Νίκο Ζαχαριάδη, είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη υποταγή του Κ.Κ.Ε. στη γραμμή της Γ’ Διεθνούς.
Από το 1928, η Κομιντέρν είχε να αντιμετωπίσει δύο σοβαρά προβλήματα: την αποπομπή των Κινέζων κομμουνιστών και τη διακοπή των επαφών με τη Σοβιετική Ένωση από τον Chiang Kai – Shek και τη διάρρηξη(διακοπή,ρήξη) των σχέσεων της Μ. Βρετανίας με τη Σοβιετική Ένωση.
Στη VIII Συνδιάσκεψη της ΒΚΟ (Αύγουστος 1928), επικρατούν οι θέσεις για “Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία”, “Ενιαία και Ανεξάρτητη Θράκη”, “Βαλκανική Ομοσπονδία”, που αποτελούσαν παραλλαγή της θέσης που είχε ήδη επιβληθεί από το 1924.
Εικόνα: Γραμματόσημο της Βαρντάσκα
Μεγάλο ενδιαφέρον, έχουν οι εξελίξεις μετά το 1933.
Τον Φεβρουάριο του 1934, εισάγεται η θεωρία περί “(Σλαβο)μακεδονικού έθνους”. Ήδη από το 1933, δίνεται εντολή στα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα, να εγκαταλείψουν οριστικά το σύνθημα “Βαλκανική Ομοσπονδία”.
Η επιβολή της απόφασης της Κομιντέρν για την ύπαρξη μακεδονικού έθνους στα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα, δεν έγινε χωρίς αντιδράσεις, κυρίως από βουλγαρικής πλευράς. Αντίθετα η γιουγκοσλαβική πλευρά, ήταν περισσότερο ικανοποιημένη καθώς έβλεπε ότι μπορούσε να αντιταχθεί στις βουλγαρικές διεκδικήσεις στο γιουγκοσλαβικό τμήμα της Μακεδονίας.
Το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, αποφάσισε το 1934, τη μελλοντική ίδρυση “Μακεδονικού” Κομμουνιστικού Κόμματος στο σερβικό τμήμα της Μακεδονίας.
Όσο για το ΚΚΕ, στο VI Συνέδριό του (Δεκέμβριος 1935), εγκατέλειψε το σύνθημα «Ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία» και προπαγάνδιζε “την πλήρη ισοτιμία των μειονοτήτων” μέσα στο ελληνικό κράτος.
Οπωσδήποτε σημαντικό ρόλο στην απόφαση αυτή έπαιξαν τόσο το αποτυχημένο βενιζελικό κίνημα του 1935 όσο και η παρουσία πλέον, σε Θράκη και Μακεδονία, αμιγώς ελληνικών πληθυσμών.
Με την εξέλιξη του “μακεδονικού” ζητήματος μετά το 1939, θα ασχοληθούμε σε άρθρο μας τις επόμενες ημέρες.
Πηγές: Νικόλαος Κ. Μάρτης, “Η Πλαστογράφηση της Ιστορίας της Μακεδονίας”, Αθήνα 1983.
Σπυρίδων Σφέτας, “Όψεις του Μακεδονικού Ζητήματος στον 20ο αιώνα”, εκδ. Βάνιας 2010.
Β. Γεωργίου, “Η Μακεδονία στο Μάτι του Γιουγκοσλαβικού Κυκλώνα”, Αθήνα 1992.
Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών”, «Βαλκάνια 1913 – 2011», Εκδοτικός Οίκος αδελφών Κυριακίδη 2012.
Σαράντος Ι. Καργάκος, “Από το Μακεδονικό Ζήτημα στην Εμπλοκή των Σκοπίων”, εκδ. GUTENBERG 1992.