Δεν θεωρείται δωρεά και απαλλάσσεται του φόρου εισοδήματος η ωφέλεια η οποία προκύπτει από τη διαγραφή μέρους ή του συνόλου του χρέους προς πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, προς υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή προς εταιρεία του ν. 4354/2015, στο πλαίσιο εξωδικαστικού συμβιβασμού ή σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης. Η ωφέλεια απαλλάσσεται του φόρου τόσο αναφορικά με νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, όσο και με φυσικό πρόσωπο που αποκτά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα (άρ. 62 ν. 4389/2016). Κατά τη γνώμη μας η διάταξη αυτή περιλαμβάνει τόσο τη διαδικασία των άρθρων 99 και 106 του Πτωχευτικού Κώδικα, όσο και πάσης φύσεως εξωδικαστικό συμβιβασμό με τα παραπάνω πρόσωπα. Με βάση τα ΕΛΠ η διαγραφή χρηματοοικονομικής υποχρέωσης αναγνωρίζεται στα αποτελέσματα της επιχείρησης (ΣΛΟΤ 1362/2016).
• Aσφαλιστικές εισφορές με ποσοστό 26,95% επιβάλλονται επί της καθαρής αξίας της απόδειξης επαγγελματικής δαπάνης, όπως αυτή προκύπτει μετά την αφαίρεση του παρακρατηθέντος φόρου και των τελών χαρτοσήμου. Δεν ισχύει ο περιορισμός του ελάχιστου ασφαλιστέου εισοδήματος των 586 ευρώ. Οι εισφορές παρακρατούνται από το πρόσωπο που εκδίδει την απόδειξη δαπάνης και αποδίδονται στον ΕΦΚΑ το αργότερο μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου της έκδοσης μήνα. Αναμένεται υπουργική απόφαση που θα ρυθμίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής της παραπάνω ρύθμισης. Τα παραπάνω έχουν εφαρμογή μόνο για συμβάσεις που θα καταρτίζονται από τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης και εφεξής. Για αποδείξεις δαπάνης που θα εκδίδονται βάσει προγενέστερων της υπουργικής απόφασης συμβάσεων, η προτεινόμενη διάταξη παραπέμπει στο προϊσχύσαν καθεστώς, με αποτέλεσμα να δημιουργείται και πάλι ασάφεια.
• Απαλλαγή από την υποχρέωση παρακράτησης φόρου σε ενδοομιλικές πληρωμές (μερίσματα, τόκους, δικαιώματα) παρέχεται και πριν από τη συμπλήρωση διετίας από την απόκτηση συμμετοχής στη συνδεδεμένη καταβάλλουσα εταιρεία. Προϋπόθεση για να ισχύσει η απαλλαγή αποτελεί η κατάθεση εγγυητικής επιστολής στη φορολογική διοίκηση ίση με το ποσό του φόρου που όφειλε να παρακρατηθεί. Εάν δεν κατατεθεί η εγγυητική και διενεργηθεί κανονικά η παρακράτηση, τότε με τη συμπλήρωση της διετίας θεμελιώνεται δικαίωμα επιστροφής του παρακρατηθέντος φόρου. Ασαφείς είναι, ωστόσο, οι κυρώσεις που θα επέλθουν εάν διαπιστωθεί βάσει ελέγχου μετά τη συμπλήρωση της διετίας, ότι η καταβάλλουσα εταιρεία δεν είχε προβεί στο παρελθόν σε παρακράτηση χωρίς, όμως, να έχει καταθέσει την απαιτούμενη εγγυητική επιστολή. Θα αναζητείται στην περίπτωση αυτή και θα καταλογίζεται το ποσό του φόρου που έπρεπε να είχε παρακρατηθεί ή με δεδομένο ότι πλέον η εταιρεία δεν είναι υπόχρεη σε παρακράτηση (λόγω συμπλήρωσης της διετίας) θα επιβάλλονται μόνο διοικητικές κυρώσεις; Επισημαίνεται ότι επί μη απόδοσης παρακρατούμενου φόρου (δηλαδή αποφυγή πληρωμής φόρου άνω των 100.000 ευρώ ανά φορολογικό έτος) θεμελιώνεται το ποινικό αδίκημα της φοροδιαφυγής.
• Δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθμ. 3312/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ακύρωσης της Κοινής Υπουργικής Απόφασης, βάσει της οποίας έγιναν οι δηλώσεις «πόθεν έσχες» για το έτος 2016. Με την απόφαση αυτή, το ΣτΕ καθόρισε ποιες είναι οι μη νόμιμες ρυθμίσεις αναφορικά με όλους τους υπόχρεους σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης και δήλωση οικονομικών συμφερόντων («πόθεν έσχες»). Μεταξύ των μη νόμιμων ρυθμίσεων περιλαμβάνεται η υποχρέωση δήλωσης μετρητών χρημάτων άνω των 15.000 ευρώ, που δεν έχουν κατατεθεί σε πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και κινητών πραγμάτων άνω των 30.000 ευρώ σε αξία. Οπως κρίθηκε, σκοπός του νομοθέτη δεν ήταν η καταγραφή των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων, ούτε η δημιουργία περιουσιολογίου μέσω των δηλώσεων «πόθεν έσχες». Ομοίως, το ΣτΕ χαρακτήρισε ως μη νόμιμη την απουσία ρητά καθορισμένης προθεσμίας τόσο για τη διενέργεια και ολοκλήρωση του ελέγχου (η οποία δεν μπορεί πάντως να υπερβαίνει την πενταετία) όσο και για τη διατήρηση των προσωπικών δεδομένων των υπόχρεων σε δήλωση.
• «Μη νόμιμη» έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας την υποχρέωση να περιλαμβάνεται στη δήλωση περιουσιακής κατάστασης και δήλωση οικονομικών συμφερόντων («πόθεν έσχες») το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων των υπόχρεων, ανεξαρτήτως εάν επήλθε ή όχι κατά το προηγούμενο έτος μεταβολή στα στοιχεία αυτά. Συγκεκριμένα, προκειμένου περί τραπεζικών λογαριασμών, κρίθηκε ως μη νόμιμη η υποχρέωση αθροίσεως των προερχομένων από κάθε πηγή ποσών καθ’ όλο το έτος και παραθέσεως των πηγών από τις οποίες προέρχεται το απομένον στις 31 Δεκεμβρίου υπόλοιπο του λογαριασμού. Τέλος, κρίθηκε ότι ο υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης και δήλωση οικονομικών συμφερόντων δεν υποχρεούται να δηλώσει την περιουσιακή κατάσταση και τα οικονομικά συμφέροντα του προσώπου με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Υπενθυμίζεται ότι έχει ήδη ακυρωθεί η απόφαση με την οποία έγιναν οι δηλώσεις «πόθεν έσχες» του έτους 2015 (ΟλΣτΕ 2649/2017).