Κατά το προηγούμενο του νόμου 4055/2012 νομικό καθεστώς είχε πάγια νομολογηθεί, αναφορικά με τις διατάξεις των άρθρων 345 και 346 ΑΚ (τόκοι υπερημερίας και επιδικίας), ότι: Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 340, 345, 346 ΑΚ, 215 παρ. 1 εδάφ. Α’ , 221 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το καταψηφιστικό αίτημα αγωγής με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής απαίτησης περιοριστεί σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται μεν δικονομικοί τόκοι κατά το άρθρ. 346 ΑΚ, δηλαδή από την επίδοση της καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 989/2007), αφού η αγωγή αυτή θεωρείται από τότε ότι δεν ασκήθηκε κατά το καταψηφιστικό αίτημά της, δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επίδοσης της αγωγής ως όχλησης, που καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο κατά τις διατάξεις των άρθρ. 340 και 345 ΑΚ, δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο καταψηφιστικής αγωγής για χρηματική απαίτηση δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί όχλησης του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής του (ΑΠ Ολομ. 23-24/2004, ΑΠ Ολομ. 13/1994, ΑΠ 423/2012, ΑΠ 1520/2010).
Ήδη, το άρθρο 346 ΑΚ, που όριζε ότι “ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος”, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 Ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρ. 113 του νόμου αυτού, από 2-4-2012, κατά το οποίο: “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’ εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης”.
Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση Ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’ αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας.
Στην εξεταζόμενη περίπτωση, με τους 13ο και 14ο λόγους της αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια με την επίκληση, κατ’ εκτίμηση, ότι το Εφετείο παραβίασε, ευθέως, τις διατάξεις των άρθρων 345 και 346 ΑΚ, με εσφαλμένη ερμηνεία τους, καθώς και α) με εσφαλμένη εφαρμογή, τη διάταξη του άρθρου 346 ΑΚ και β) με εσφαλμένη μη εφαρμογή, τη διάταξη του άρθρου 345 του ίδιου Κώδικα, δεδομένου ότι αναγνώρισε ότι η αναιρεσείουσα οφείλει να καταβάλει (εις ολόκληρο με τον Α. Π.) στον πρώτο αναιρεσίβλητο τα αναγραφόμενα στο διατακτικό της απόφασης χρηματικά ποσά με τον τόκο επιδικίας, κατ’ άρθρ. 346 ΑΚ, και όχι με τον τόκο υπερημερίας, κατ’ άρθρ. 345 του ίδιου Κώδικα, επειδή το σχετικό αίτημα της εναντίον τους ένδικης, από 24-1-2013 και με αύξοντα αριθμό κατάθεσης …28-1-2013, αγωγής του πρώτου αναιρεσιβλήτου περιορίστηκε, κατά ένα μέρος (για το ποσό των 770.356,66 ευρώ), παραδεκτά, κατά τη συζήτηση στον πρώτο βαθμό, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και, ως εκ τούτου, εφόσον πρόκειται πλέον για αναγνωριστική απόφαση για το συγκεκριμένο ποσό που τελικά επιδικάστηκε (66.688,30 ευρώ εφάπαξ και 250 ευρώ κάθε μήνα από 1-1-2013 έως 31-12-2014), δεν οφείλονται (αυξημένοι) τόκοι επιδικίας αλλά μόνο τόκοι υπερημερίας και, πάντως, δεν οφείλονται τέτοιοι τόκοι επιδικίας σε περίπτωση, όπως είναι η παρούσα, μερικής τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, καθόσον το Εφετείο, σε κάθε περίπτωση, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με το να επιδικάσει τόκους επιδικίας, κατά το άρθρ. 346 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την εν λόγω αντικατάστασή του, που ορθά εφάρμοσε, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν προηγουμένως, δεχόμενο ότι ο σχετικός πρόσθετος λόγος της έφεσης της αναιρεσείουσας πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος, με την αιτιολογία ότι “…ο τόκος επιδικίας (του άρθρου 346 ΑΚ) αφορά προδήλως, του νόμου μη διακρίνοντος, σε κάθε αγομένη δι’ αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου και εντόκως επιδικαζόμενη χρηματική απαίτηση, είτε ζητείται η καταψήφισή της είτε η αναγνώριση της οφειλής της…”, χωρίς να περιέχεται παραδοχή για το ότι υπάρχει εύλογη αντιδικία που να δικαιολογεί, κατά τη δυνητική ευχέρεια του δικαστηρίου, την εφαρμογή του άρθρου 346 εδάφ. Δ’ και ε’ του ΑΚ, ενώ δεν παραβίασε, ευθέως, τη διάταξη του άρθρου 345 του ίδιου Κώδικα, την οποία ορθά δεν εφάρμοσε, γιατί δεν ήταν εφαρμοστέα.