– Σύσταση ενεχύρου σε μετοχές ανώνυμης εταιρίας. Απόσβεση εμπραγμάτων δικαιωμάτων με τη μεταβίβαση πράγματος.
– Επί συστάσεως ενεχύρου σε μετοχές ανώνυμης εταιρίας, ανεξάρτητα αν είναι ανώνυμες ή ονομαστικές, αν η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου γίνεται “άνευ πληρωμής”, είτε δια κεφαλαιοποιήσεως κερδών, κατά τη διάταξη 45 παρ. 2 κωδ. Ν 2190/1920 ή αποθεματικών (τακτικών έκτακτων ή αφανών), είτε δια αναπροσαρμογής των παγίων στοιχείων της εταιρίας και κεφαλαιοποιήσεως της υπεραξίας τους, με βάση τις σχετικές διατάξεις αναπτυξιακών νόμων, το δικαίωμα ενεχύρου στις μετοχές επεκτείνεται αυτοδικαίως και στις νέες μετοχές που θα εκδοθούν. Η θεμελίωση της επεκτάσεως αυτής του ενεχύρου συνίσταται στο ότι η ονομαστική, αλλά και η εσωτερική αξία των νέων μετοχών αποτελεί εσωτερική αξία των παλαιών μετοχών, οι δε νέες μετοχές δεν αποτελούν καρπούς ή ωφελήματα των παλαιών μετοχών, με την έννοια των άρθρων 1220 και 1221 ΑΚ. Τούτο, διότι το ενέχυρο, ανεξάρτητα από τον νομοτεχνικό τρόπο της εκδόσεως των νέων μετοχών, καλύπτει έτσι και αλλιώς την εσωτερική αξία των παλαιών μετοχών σε όλη της την έκταση, στην οποία περιλαμβάνεται και η εσωτερική αξία των νέων μετοχών. Αντίθετα, σε περίπτωση που γίνεται πραγματική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας, η επέκταση του ενεχύρου στις εκδιδόμενες μετοχές βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την άσκηση του δικαιώματος προτιμήσεως του άρθρου 13 παρ. 5 του Ν 2190/1920 “Περί Ανωνύμων Εταιριών”, σύμφωνα με το οποίο, σε κάθε περίπτωση αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου, που δε γίνεται με εισφορά σε είδος ή εκδόσεως ομολογιών με δικαίωμα μετατροπής τους σε μετοχές, παρέχεται δικαίωμα προτιμήσεως σε ολόκληρο το νέο κεφάλαιο, υπέρ των κατά την έκδοση μετόχων, ανάλογα με τη συμμετοχή τους στο υφιστάμενο μετοχικό κεφάλαιο. Το ως άνω δικαίωμα προτιμήσεως ανήκει στα γενικά μετοχικά δικαιώματα, εκείνα που ανήκουν σε όλους τους μετόχους κατ’ αναλογία της συμμετοχής τους στο εταιρικό κεφάλαιο. Επί συστάσεως ενεχύρου σε μετοχές ανώνυμης εταιρίας το ως άνω δικαίωμα προτιμήσεως μπορεί να ασκηθεί μόνο από τον ενεχυράσαντα μέτοχο. Στην περίπτωση δε ασκήσεως του δικαιώματος αυτού από τον τελευταίο, το ενέχυρο επεκτείνεται, εφόσον τούτο συμφωνήθηκε με την παλαιά ενεχυρική συμφωνία και στις νέες μετοχές που θα προέλθουν από την (πραγματική) αύξηση του κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρίας. Το ενέχυρο στις μετοχές αυτές, καθώς και σε εκείνες, οι οποίες προέρχονται από τη λογιστική αύξηση του κεφαλαίου της εταιρίας (στις οποίες αυτοδικαίως κατά τα άνω αυτό επεκτείνεται), αποκτάται, με βάση την παλαιά περί ενεχύρου συμφωνία από του χρονικού σημείου της παραδόσεως στο δανειστή των νέων μετοχών με ανάλογη, για την ταυτότητα του λόγου, εφαρμογή του άρθρου 1252 εδ. β’ ΑΚ. Μέχρι την παράδοση των νέων μετοχών στον ενεχυρούχο δανειστή, αυτός έχει ενέχυρο απαίτησης “προς είσπραξή” τους, κατ’ άρθρο 1252 εδ. α’ ΑΚ και στη συνέχεια ενέχυρο πάνω (και) σ’ αυτές τις ίδιες μετοχές (ΑΠ 1188/2012).
– Κατά το άρθρο 1040 ΑΚ, με τη μεταβίβαση του κινητού πράγματος στην κυριότητα εκείνου που το αποκτά, αποσβήνονται εμπράγματα δικαιώματα τρίτων που τυχόν υπάρχουν πάνω σ’ αυτό, εκτός αν εκείνος που αποκτά ήταν κακόπιστος ως προς το δικαίωμα του τρίτου κατά το χρόνο της παράδοσης της νομής. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ο αποκτών είναι κακόπιστος, όταν κατά το χρόνο παράδοσης της νομής γνωρίζει ή από βαρειά αμέλεια αγνοεί το εμπράγματο δικαίωμα του τρίτου πάνω στο κινητό. Η βαρειά αμέλεια εκείνου κρίνεται σε κάθε περίπτωση από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, από τις οποίες απορρέει η υποχρέωση του αποκτώντος να συλλέξει κατά την κατάρτιση της σύμβασης τις αναγκαίες πληροφορίες για τη νομική σχέση που διέπει το υπό μεταβίβαση πράγμα (ΑΠ 1316/2010). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1209, 1211 και 1212 Α.Κ. προκύπτει, ότι για τη σύσταση συμβατικού ενεχύρου απαιτείται σύμβαση ενεχυράσεως μεταξύ του κυρίου του πράγματος και του δανειστή και παράδοση του πράγματος από τον πρώτο στο δεύτερο, ή σε τρίτο πρόσωπο, που θα υποδείξουν οι συμβαλλόμενοι. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1243 ΑΚ, απόσβεση του ενεχύρου επέρχεται και με τη μονομερή δήλωση του δανειστή προς τον ενεχυραστή ή τον κύριο, ότι παραιτείται από το ενέχυρο, χωρίς να χρειάζεται και αποδοχή εκ μέρους τους, είναι δε η παραίτηση αυτή, η οποία αποτελεί εμπράγματη δικαιοπραξία, άτυπη και αμετάκλητη από τη στιγμή που θα περιέλθει σε εκείνον προς τον οποίον απευθύνεται (ΑΠ 1452/2007).