Ενισχυμένους μηχανισμούς κυρώσεων απέναντι στις χώρες της αποκαλούμενης “Ομάδας του Βίσεγκραντ” (Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Τσεχία), ζήτησαν ο Ότμαρ Κάρας, επικεφαλής των ευρωβουλευτών του κυβερνώντος συντηρητικού Αυστριακού Λαϊκού Κόμματος του καγκελάριου Σεμπάστιαν Κουρτς, και ο αρμόδιος ευρωπαϊκών υποθέσεων του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και πρώην υπουργός, Γεργκ Λάιχτφριντ, στη διάρκεια δημόσιας συζήτησης στο Μέγαρο της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Βιέννη.
Σε σχέση με τη συζήτηση ως προς την κατανομή των προσφύγων στις χώρες-μέλη της ΕΕ, στην οποία αντιδρούν έντονα οι χώρες της “Ομάδας του Βίσεγκραντ”, ο Ότμαρ Κάρας επισήμανε πως “εάν δεν υπάρχει μηχανισμός κυρώσεων, ο οποίος να είναι αξιόπιστος και ο οποίος θα ζητά να λογοδοτούν εκείνοι που μπλοκάρουν και παραβιάζουν συμφωνίες, τότε η ΕΕ θα χάνει σε αξιοπιστία και εμπιστοσύνη απέναντι στους πολίτες”.
Από την πλευρά του ο Γεργκ Λάιχτφριντ, ο οποίος διετέλεσε επί σειρά ετών επικεφαλής των ευρωβουλευτών των Αυστριακών Σοσιαλδημοκρατών, επισήμανε ότι δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, από τη μία η Αυστρία να μπορεί να προσφεύγει εναντίον της Γερμανίας στο θέμα των διοδίων για τα επιβατικά αυτοκίνητα, και από την άλλη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να παραμένει αδρανές απέναντι στην υπονόμευση αρχών του κράτους δικαίου, από μία χώρα-μέλος της ΕΕ.
Ο ίδιος θεωρεί πως μία πρόοδος σε παρόμοια ζητήματα θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνον με την εγκατάλειψη της αρχής της ομοφωνίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, καθώς, κατά την άποψή του, τότε οι χώρες που συνεχίζουν να συμμετέχουν στην ΕΕ και να έχουν όλα τα πλεονεκτήματα, αλλά παραβιάζουν τις αρχές, είτε θα πρέπει να συμμορφώνονται είτε να σκεφθούν τι θα πρέπει διαφορετικά να πράξουν.
Την αντίθεσή του στις τοποθετήσεις των Κάρας και Λάιχτφριντ, κατέθεσε στη δική του παρέμβαση ο αρμόδιος ευρωπαϊκών υποθέσεων και πρώην γενικός γραμματέας του Λαϊκού Κόμματος Ράινχορντ Λοπάτκα. Υπεραμυνόμενος της “Ομάδας του Βίσεγκραντ”, ο Λοπάτκα τόνισε πως υπάρχει μεν ένα πρόβλημα με τις τέσσερις αυτές χώρες, ωστόσο δεν αποτελεί λύση να συζητούνται νέες αποχωρήσεις από την ΕΕ (σ.σ. τις οποίες υπονοούσε ο Λάιχτφριντ), “αλλά θα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε οι Ούγγροι, οι Πολωνοί και άλλοι, να ξαναβρούν τον δρόμο τους, γιατί δεν επιτρέπεται να διαπομπεύουμε αυτές τις χώρες”.
Η Ομάδα του Βίσεγκραντ ιδρύθηκε το Φεβρουάριο του 1991 στην ομώνυμη ουγγρική πόλη του Δούναβη, μερικές δεκάδες χιλιόμετρα βόρεια της Βουδαπέστης, από τρεις κεντροευρωπαϊκές χώρες, πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, την Ουγγαρία, την Πολωνία και την τότε ενιαία ακόμη Τσεχοσλοβακία. Στόχος των τριών χωρών -που έγιναν τέσσερις μετά τη διάσπαση την 1.1.1993 της Τσεχοσλοβακίας σε Τσεχία και Σλοβακία- ήταν η στενότερη μεταξύ τους συνεργασία στην αντιμετώπιση κοινών προβλημάτων, η προώθηση της ολοκλήρωσής τους στην ΕΕ, η ένταξή τους στο ΝΑΤΟ και ένας συντονισμός τους στους τομείς της οικονομίας, του πολιτισμού και των θεμάτων των μεταναστών.
Μετά την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ (Ουγγαρία, Πολωνία και Τσεχία τον Μάρτιο 1999 και Σλοβακία τον Μάρτιο 2004) και στη συνέχεια την ένταξη, την 1η Μαΐου 2004, και των τεσσάρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ομάδα του Βίσεγκραντ φέρεται να ατόνησε, να περιήλθε, σύμφωνα με παρατηρητές στη Βιέννη, σε ένα είδος “χειμερίας νάρκης”, από την οποία αφυπνίστηκε κάπου το καλοκαίρι του 2015 με την προσφυγική κρίση.
Η καθημερινή ροή, από τα τέλη Αυγούστου-αρχές Σεπτεμβρίου 2015, χιλιάδων προσφύγων προς την Κεντρική Ευρώπη συνένωσε ξαφνικά σε μία κοινή αντίδραση και αντίσταση τις τέσσερις χώρες του Βίσεγκραντ, αρχικά στηρίζοντας τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Όρμπαν στην ύψωση φρακτών στα σύνορα της χώρας του. Ακολούθησε η αποστολή από μέρους των τεσσάρων, στρατιωτών στην ΠΓΔΜ για το κλείσιμο των συνόρων προς την Ελλάδα και κατόπιν η δημιουργία κοινού σθεναρού μετώπου ενάντια στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο θέμα ανακατανομής προσφύγων σε όλες τις χώρες της ΕΕ, όπως επίσης και η αποτυχημένη προσφυγή για το θέμα αυτό της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Κυρίως η Ουγγαρία και η Πολωνία έχουν απασχολήσει στο παρελθόν επανειλημμένα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με θέματα παραβίασης από μέρους των του κράτους δικαίου, της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, ή της Ελευθερίας του Τύπου.