Κυβερνητικές ευθύνες, αποτυχημένες επιχειρηματικές πρακτικές, εργασιακές προκαταλήψεις
Σε ολόκληρο τον πλανήτη οι νέοι αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες από τους ενηλίκους σε ό,τι αφορά την εξεύρεση εργασίας. Παρά ταύτα, σε κάποιες χώρες το ποσοστό των νέων ανέργων απέχει παρασάγγας από το ποσοστό των ενηλίκων και από τον μέσο όρο της ανεργίας. Στη Γερμανία, στις σκανδιναβικές χώρες και σε αρκετές χώρες της Ασίας, για παράδειγμα, οι διαφορές είναι ελάχιστες. Στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου είναι τεράστιες, ενώ στους Αγγλοσάξονες η ανεργία των νέων επηρεάζεται πολύ από τους οικονομικούς κύκλους, από την εναλλαγή των περιόδων οικονομικής ανάπτυξης και συρρίκνωσης δηλαδή.
Ερευνα που υπογράφει ο Φραντσέσκο Παστόρε, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Καμπανίας στην Ιταλία και συνεργάτης του ανεξάρτητου οικονομικού ινστιτούτου ΙΖΑ που ειδικεύεται σε θέματα απασχόλησης, επιχειρεί να απαντήσει στο μείζον κοινωνικό ερώτημα γιατί οι νέοι δυσκολεύονται, περισσότερο ή λιγότερο, να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Και ένα από τα κομβικά στοιχεία που επηρεάζουν την ένταξη των νέων στην αγορά εργασίας είναι το εκπαιδευτικό σύστημα που ισχύει σε κάθε χώρα. Κατά πόσο, δηλαδή, αυτό είναι προσανατολισμένο στην προετοιμασία των νέων να ενταχθούν με επιτυχία στην αγορά εργασίας μέσα από προγράμματα μαθητείας, από υπηρεσίες εξεύρεσης απασχόλησης ή από άμεσες προσλήψεις στις επιχειρήσεις.
Κλειδί το μοντέλο εκπαίδευσης
Ερευνα του 2015, την οποία επικαλείται ο καθηγητής Παστόρε, διακρίνει πέντε κατηγορίες εκπαιδευτικών συστημάτων και μοντέλων μετάβασης από το σχολείο στον εργασιακό βίο: το βορειοευρωπαϊκό ή σκανδιναβικό μοντέλο (Φινλανδία, Νορβηγία και Σουηδία), το μοντέλο της ηπειρωτικής Ευρώπης (Αυστρία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο και Δανία), το αγγλοσαξονικό μοντέλο (Βρετανία, ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδάς, Ιρλανδία, Νέα Ζηλανδία), το νοτιοευρωπαϊκό μοντέλο (Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία) και το μοντέλο των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, πολλές από τις οποίες έχουν ενταχθεί πλέον στην ΕΕ.
Δύο βασικά συμπεράσματα της έρευνας του Παστόρε είναι ότι οι αγορές εργασίας και δη οι νέοι στις χώρες της Νότιας και της Ανατολικής Ευρώπης επλήγησαν περισσότερο από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και ότι η μερική απασχόληση δεν λύνει το πρόβλημα της ανεργίας των νέων – βοηθά μόνο τους εργαζομένους με υψηλή κατάρτιση και τους ανειδίκευτους. Ο ιταλός ερευνητής σημειώνει επίσης ότι στη Νότια και Ανατολική Ευρώπη, εξαιτίας της ελλιπούς επαγγελματικής κατάρτισης, πτυχιούχοι με υψηλό θεωρητικό υπόβαθρο αναγκάζονται να προσληφθούν σε θέσεις με χαμηλές απαιτήσεις δεξιοτήτων και χαμηλές αμοιβές. Και αυτό επειδή οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να τους καταρτίσουν επειδή φοβούνται ότι θα χρησιμοποιήσουν τις δεξιότητές τους στους ανταγωνιστές. Εκτός και αν πρόκειται για προγράμματα κατάρτισης επιδοτούμενα από το κράτος.
Μαθητεία και flexicurity
«Οι αγορές εργασίας πρέπει να γίνουν πιο ευέλικτες και να διευκολύνουν την ένταξη των νέων σε αυτές. Οι επιχειρήσεις με τη συνδρομή των κυβερνήσεων θα πρέπει να φροντίσουν για τον περιορισμό της έλλειψης εμπειρίας των νέων εργαζομένων και να προωθήσουν τον θεσμό της μαθητείας, όπως συμβαίνει στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Επίσης η “flexicurity” (ευέλικτη αγορά εργασίας που όμως εξασφαλίζει στον νέο ότι δεν θα πεινάσει αν χάσει τη δουλειά του) θα βελτιώσει την απασχολησιμότητα» υπογραμμίζεται στην έρευνα.
Εν κατακλείδι, στις χώρες της Νότιας Ευρώπης και στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, όπου οι νέοι αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες ένταξης στην αγορά εργασίας (στην Ιταλία η διαδικασία διαρκεί συχνά 8 χρόνια), θα πρέπει να εφαρμοστούν μεταρρυθμίσεις σε ό,τι αφορά τα εκπαιδευτικά συστήματα, τη μετάβαση από το σχολείο στην εργασία, τη μαθητεία και την επαγγελματική κατάρτιση ανάλογα με τις ξεχωριστές ανάγκες της κάθε χώρας και με βάση την περίφημη flexicurity.