Υπενθυμίζεται ότι ο υπουργός Ανάπτυξης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, είχε δεσμευθεί ότι η κυβέρνηση θα παρενέβαινε με νομοθετική ρύθμιση, εάν κρινόταν σε δεύτερο βαθμό μια συλλογική αγωγή υπέρ των δανειοληπτών, που ζητούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση εξυπηρέτησης των δανείων τους με βάση την εκάστοτε ισοτιμία του ελβετικού φράγκου με το ευρώ, αλλά να τα εξυπηρετήσουν με βάση την –πολύ ευνοϊκότερη- ισοτιμία κατά το χρόνο εκταμίευσης των δανείων.
Με μια απόφαση 158 σελίδων, που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη, 21 Φεβρουαρίου, το Εφετείο δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση της Eurobank και εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση επί συλλογικής αγωγής, που είχαν ασκήσει καταναλωτικές οργανώσεις.
Το δικαστήριο διατυπώνει νομικά επιχειρήματα για να ανατρέψει βασικούς συλλογισμούς, που είχαν οδηγήσει το Πρωτοδικείο στην υπέρ των δανειοληπτών απόφαση και στηρίζεται πρωτίστως στο άρθρο 291 του Αστικού Κώδικα, το οποίο ορίζει ότι τα δάνεια σε συνάλλαγμα πρέπει να εξοφλούνται με βάση την εκάστοτε ισχύουσα ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ξένου νομίσματος, εκτός αν ορίζεται κάτι διαφορετικό στη δανειακή σύμβαση.
Το άρθρο 291, σύμφωνα με την απόφαση έχει ισχύ όχι μόνο σε δανειακές συμβάσεις, αλλά ακόμη και αν πρόκειται για επενδυτικές συμβάσεις. Οι δανειολήπτες είχαν υποστηρίξει ότι, στην πραγματικότητα, οι συμβάσεις δανεισμού σε ελβετικό φράγκο ήταν επενδυτικά προϊόντα, όχι δάνεια.
Περαιτέρω, το δικαστήριο επισημαίνει ότι η κοινοτική Οδηγία για τα στεγαστικά δάνεια σε συνάλλαγμα που ισχύει για όλα τα δάνεια που χορηγούνται μετά την 21η Μαρτίου 2016, αν και δεν έχει εφαρμογή σε παλαιότερα δάνεια, εντούτοις έχει έντονα καθοδηγητικό χαρακτήρα.
Με την Οδηγία ορίζεται ακριβώς ό,τι ισχύει και βάσει του άρθρου 291 ΑΚ, δηλαδή ότι τα δάνεια σε συνάλλαγμα πρέπει να εξοφλούνται με βάση την τρέχουσα ισοτιμία, αν δεν υπάρχει διαφορετική συμφωνία. Η Οδηγία παρέχει μεν προστασία στους δανειολήπτες, μεταξύ άλλων και με την επιβολή στις τράπεζες της υποχρέωσης να επιτρέπουν στους δανειολήπτες μετατροπή των δανείων σε τοπικό νόμισμα ανά πάσα στιγμή, αλλά η προστασία που παρέχεται, όπως σημειώνεται στην απόφαση, έχει όρια.
Στο βασικό επιχείρημα των δανειοληπτών, που είχε γίνει δεκτό με την πρώτη απόφαση, ότι δηλαδή οι συμβάσεις δανείων ελβετικού φράγκου ήταν επενδυτικές, το Εφετείο αντιτάσσει ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν παρέχεται από την τράπεζα επενδυτική υπηρεσία, αφού ο πελάτης δεν διαθέτει κεφάλαιά του για να επενδυθούν, αλλά λαμβάνει κεφάλαια για να καλύψει ανάγκες του (ανάγκες στεγαστικής πίστης, εν προκειμένω).
Στο επιχείρημα των δανειοληπτών ότι, στην πραγματικότητα, δεν έλαβαν δάνεια ελβετικού φράγκου, αλλά δάνεια σε ευρώ με ρήτρα ελβετικού φράγκου, το Εφετείο «απαντά» ότι η τράπεζα εκταμίευσε ελβετικά φράγκα στους δανειολήπτες, τα οποία δανείσθηκε από την αγορά και τα οποία μετατρέπονταν μετά την κατάθεσή τους στο λογαριασμό του δανειολήπτη σε ευρώ, όπως οριζόταν στη δανειακή σύμβαση, ενώ ο δανειολήπτης γνώριζε εξαρχής ότι για κάθε πληρωμή θα γινόταν υπολογισμός με βάση την εκάστοτε συναλλαγματική ισοτιμία. Επίσης, ο δανειολήπτης είχε δικαίωμα να εξοφλήσει το δάνειο σε ελβετικά φράγκα και όχι σε ευρώ.
Στον ισχυρισμό ότι οι συμβάσεις είναι άκυρες επειδή προσκρούουν στα χρηστά ήθη, το Εφετείο είναι απορριπτικό, κρίνοντας ότι ο βασικός όρος των συμβάσεων για την αποπληρωμή των δανείων με βάση την τρέχουσα ισοτιμία επαναλαμβάνει όσα ορίζει το άρθρο 291 ΑΚ, συνεπώς δεν μπορεί να υπάρχει το στοιχείο της ανηθικότητας.
Για το επιχείρημα των δανειοληπτών ότι η τράπεζα εκμεταλλεύθηκε την αδυναμία τους να κατανοήσουν τους κινδύνους από τα δάνεια σε ελβετικό, το Εφετείο κρίνει ότι αυτό δεν μπορεί να κριθεί γενικά, στη βάση μιας συλλογικής αγωγής, αλλά θα πρέπει να κριθεί κατά περίπτωση, ύστερα από ατομικές προσφυγές δανειοληπτών, όπου θα σταθμισθούν τα συμφέροντα και των δύο πλευρών, τράπεζας και δανειολήπτη.
Επιπλέον, το Εφετείο απορρίπτει πλήρως το επιχείρημα των δανειοληπτών περί ανεπαρκούς ενημέρωσής τους από την τράπεζα, σημειώνοντας ότι η τράπεζα παρείχε πλήρη ενημέρωση για τους κινδύνους, μέσω ειδικού εντύπου, όπου γινόταν και ρητή αναφορά στον κίνδυνο να προκληθούν «σημαντικές πρόσθετες επιβαρύνσεις» από μεταβολές της ισοτιμίας ή των επιτοκίων του ελβετικού φράγκου.
Επίσης, η τράπεζα παρείχε στους δανειολήπτες συμβατικό δικαίωμα μετατροπής των δανείων τους από το ελβετικό φράγκο σε ευρώ σε οποιοδήποτε χρόνο αυτοί επέλεγαν να το ζητήσουν, ακριβώς όπως ορίζει η πολύ μεταγενέστερη κοινοτική Οδηγία για την προστασία των καταναλωτών από κινδύνους των δανείων σε συνάλλαγμα.
Οι δανειολήπτες θα μπορούσαν να είχαν ασκήσει αυτό το δικαίωμα για να αποφύγουν πρόσθετες επιβαρύνσεις, αλλά δεν το έκαναν, αποφαίνεται το δικαστήριο.
Υπενθυμίζεται ότι ο υπουργός Ανάπτυξης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, είχε δεσμευθεί ότι η κυβέρνηση θα παρενέβαινε με νομοθετική ρύθμιση, εάν κρινόταν σε δεύτερο βαθμό μια συλλογική αγωγή υπέρ των δανειοληπτών, που ζητούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση εξυπηρέτησης των δανείων τους με βάση την εκάστοτε ισοτιμία του ελβετικού φράγκου με το ευρώ, αλλά να τα εξυπηρετήσουν με βάση την –πολύ ευνοϊκότερη- ισοτιμία κατά το χρόνο εκταμίευσης των δανείων.
Με μια απόφαση 158 σελίδων, που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη, 21 Φεβρουαρίου, το Εφετείο δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση της Eurobank και εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση επί συλλογικής αγωγής, που είχαν ασκήσει καταναλωτικές οργανώσεις.
Το δικαστήριο διατυπώνει νομικά επιχειρήματα για να ανατρέψει βασικούς συλλογισμούς, που είχαν οδηγήσει το Πρωτοδικείο στην υπέρ των δανειοληπτών απόφαση και στηρίζεται πρωτίστως στο άρθρο 291 του Αστικού Κώδικα, το οποίο ορίζει ότι τα δάνεια σε συνάλλαγμα πρέπει να εξοφλούνται με βάση την εκάστοτε ισχύουσα ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ξένου νομίσματος, εκτός αν ορίζεται κάτι διαφορετικό στη δανειακή σύμβαση.
Το άρθρο 291, σύμφωνα με την απόφαση έχει ισχύ όχι μόνο σε δανειακές συμβάσεις, αλλά ακόμη και αν πρόκειται για επενδυτικές συμβάσεις. Οι δανειολήπτες είχαν υποστηρίξει ότι, στην πραγματικότητα, οι συμβάσεις δανεισμού σε ελβετικό φράγκο ήταν επενδυτικά προϊόντα, όχι δάνεια.
Περαιτέρω, το δικαστήριο επισημαίνει ότι η κοινοτική Οδηγία για τα στεγαστικά δάνεια σε συνάλλαγμα που ισχύει για όλα τα δάνεια που χορηγούνται μετά την 21η Μαρτίου 2016, αν και δεν έχει εφαρμογή σε παλαιότερα δάνεια, εντούτοις έχει έντονα καθοδηγητικό χαρακτήρα.
Με την Οδηγία ορίζεται ακριβώς ό,τι ισχύει και βάσει του άρθρου 291 ΑΚ, δηλαδή ότι τα δάνεια σε συνάλλαγμα πρέπει να εξοφλούνται με βάση την τρέχουσα ισοτιμία, αν δεν υπάρχει διαφορετική συμφωνία. Η Οδηγία παρέχει μεν προστασία στους δανειολήπτες, μεταξύ άλλων και με την επιβολή στις τράπεζες της υποχρέωσης να επιτρέπουν στους δανειολήπτες μετατροπή των δανείων σε τοπικό νόμισμα ανά πάσα στιγμή, αλλά η προστασία που παρέχεται, όπως σημειώνεται στην απόφαση, έχει όρια.
Στο βασικό επιχείρημα των δανειοληπτών, που είχε γίνει δεκτό με την πρώτη απόφαση, ότι δηλαδή οι συμβάσεις δανείων ελβετικού φράγκου ήταν επενδυτικές, το Εφετείο αντιτάσσει ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν παρέχεται από την τράπεζα επενδυτική υπηρεσία, αφού ο πελάτης δεν διαθέτει κεφάλαιά του για να επενδυθούν, αλλά λαμβάνει κεφάλαια για να καλύψει ανάγκες του (ανάγκες στεγαστικής πίστης, εν προκειμένω).
Στο επιχείρημα των δανειοληπτών ότι, στην πραγματικότητα, δεν έλαβαν δάνεια ελβετικού φράγκου, αλλά δάνεια σε ευρώ με ρήτρα ελβετικού φράγκου, το Εφετείο «απαντά» ότι η τράπεζα εκταμίευσε ελβετικά φράγκα στους δανειολήπτες, τα οποία δανείσθηκε από την αγορά και τα οποία μετατρέπονταν μετά την κατάθεσή τους στο λογαριασμό του δανειολήπτη σε ευρώ, όπως οριζόταν στη δανειακή σύμβαση, ενώ ο δανειολήπτης γνώριζε εξαρχής ότι για κάθε πληρωμή θα γινόταν υπολογισμός με βάση την εκάστοτε συναλλαγματική ισοτιμία. Επίσης, ο δανειολήπτης είχε δικαίωμα να εξοφλήσει το δάνειο σε ελβετικά φράγκα και όχι σε ευρώ.
Στον ισχυρισμό ότι οι συμβάσεις είναι άκυρες επειδή προσκρούουν στα χρηστά ήθη, το Εφετείο είναι απορριπτικό, κρίνοντας ότι ο βασικός όρος των συμβάσεων για την αποπληρωμή των δανείων με βάση την τρέχουσα ισοτιμία επαναλαμβάνει όσα ορίζει το άρθρο 291 ΑΚ, συνεπώς δεν μπορεί να υπάρχει το στοιχείο της ανηθικότητας.
Για το επιχείρημα των δανειοληπτών ότι η τράπεζα εκμεταλλεύθηκε την αδυναμία τους να κατανοήσουν τους κινδύνους από τα δάνεια σε ελβετικό, το Εφετείο κρίνει ότι αυτό δεν μπορεί να κριθεί γενικά, στη βάση μιας συλλογικής αγωγής, αλλά θα πρέπει να κριθεί κατά περίπτωση, ύστερα από ατομικές προσφυγές δανειοληπτών, όπου θα σταθμισθούν τα συμφέροντα και των δύο πλευρών, τράπεζας και δανειολήπτη.
Επιπλέον, το Εφετείο απορρίπτει πλήρως το επιχείρημα των δανειοληπτών περί ανεπαρκούς ενημέρωσής τους από την τράπεζα, σημειώνοντας ότι η τράπεζα παρείχε πλήρη ενημέρωση για τους κινδύνους, μέσω ειδικού εντύπου, όπου γινόταν και ρητή αναφορά στον κίνδυνο να προκληθούν «σημαντικές πρόσθετες επιβαρύνσεις» από μεταβολές της ισοτιμίας ή των επιτοκίων του ελβετικού φράγκου.
Επίσης, η τράπεζα παρείχε στους δανειολήπτες συμβατικό δικαίωμα μετατροπής των δανείων τους από το ελβετικό φράγκο σε ευρώ σε οποιοδήποτε χρόνο αυτοί επέλεγαν να το ζητήσουν, ακριβώς όπως ορίζει η πολύ μεταγενέστερη κοινοτική Οδηγία για την προστασία των καταναλωτών από κινδύνους των δανείων σε συνάλλαγμα.
Οι δανειολήπτες θα μπορούσαν να είχαν ασκήσει αυτό το δικαίωμα για να αποφύγουν πρόσθετες επιβαρύνσεις, αλλά δεν το έκαναν, αποφαίνεται το δικαστήριο.