Το Εφετείο έκανε δεκτή την έφεση της Eurobank και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, η οποία ήταν υπέρ των δανειοληπτών
Δημοσιεύθηκε την Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου η απόφαση του Εφετείου Αθηνών επί της έφεσης που άσκησε η τράπεζα Eurobank κατά της απόφασης του Πολυμελούς Προωτοδικείου Αθηνών (συλλογική αγωγή), με την οποία είχαν κριθεί ως παράνομοι και καταχρηστικοί οι όροι σύναψης δανειακών συμβάσεων σε ελβετικό φράγκο.
Με την απόφασή του το Εφετείο δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση της τράπεζας και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, η οποία ήταν υπέρ των ενώσεων που εκπροσωπούσαν τους δανειολήπτες.
Μεταξύ άλλων, στην πολυσέλιδη απόφαση αναφέρεται ότι οι επίμαχοι όροι της σύμβασης δεν υπόκεινται καθόλου σε έλεγχο καταχρηστικότητας, διότι εντάσσονται στους «δηλωτικούς όρους» της σύμβασης, αφού επαναλαμβάνουν την ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρου 291 του Αστικού Κώδικα.
Σύμφωνα με το δικαστήριο, αυτοί οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ), ως «δηλωτικοί όροι» εξ ορισμού δεν μπορεί να είναι καταχρηστικοί, αφού η ρύθμιση τους συμπίπτει με το νόμο, ώστε να εκφεύγουν του δικαστικού ελέγχου σύμφωνο και με τη ρητή επιταγή του άρθρου 1 παρ.2 της Οδηγίας 93/13.
Στην απόφαση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ο συναλλαγματικός κίνδυνος που έφεραν οι δανειολήπτες, αποτέλεσε φυσικό επακόλουθο της επιλογής τους στα πλαίσια της συμβατικής τους ελευθερίας, ενώ την επελθούσα ανατροπή της ισοτιμίας, ούτε η τράπεζα μπορούσε να την προβλέψει αφού εξαρτάται από αστάθμητους παράγοντες, η ανατροπή δε αυτή επιφέρει βλάβη και στην εναγομένη.
Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιχειρούμενη να στηριχθεί στο άρθρο 178 ΑΚ (Δικαιοπραξία αντίθετη προς τα χρηστά ήθη) επικουρική βάση της αγωγής, τυγχάνει μη νόμιμη, καθώς δεν προκύπτει το στοιχείο της ανηθικότητας στις επίμαχες δανειακές συμβάσεις δοθέντος ότι η σύναψη σύμβασης δανείου σε ξένο νόμισμα που περιέχει τον επίμαχο όρο δεν προσκρούει a priori στα χρηστά ήθη, δεδομένου μάλιστα ότι ο όρος αυτός επαναλαμβάνει διάταξη νόμου, ανάγεται δε στην ίδια τη συμβατική ελευθερία η επιλογή εκ μέρους των συμβαλλόμενων μερών του νομίσματος εκπλήρωσης της δανειακής υποχρέωσης.
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η ρήτρα ελβετικού φράγκου ήταν κατά τη σύναψη των συμβάσεων αλλά και για αρκετό χρόνο μετά τη σύναψή τους, ευνοϊκή για τους οφειλέτες, λόγω του χαμηλού επιτοκίου του δανείου και της υψηλής συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ/ελβετικού, ώστε να μην συντρέχει εν προκειμένω καταχρηστική άσκηση της συμβατικής ελευθερίας από τον οικονομικά ισχυρότερο και αντίθεση ως εκ τούτου της σύμβασης στις αντιλήψεις του μέσου χρηστού και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου περί τις επιταγές της κονωνικής ηθικής.
Όσον αφορά την ερειδόμενη στο άρθρο 179 ΑΚ επικουρική βάση της αγωγής τυγχάνει μη νόμιμη, διότι αφενός μεν τα αναγκαία για τη θεμελίωση της παραπάνω αγωγικής βάσης στοιχεία όπως η ανάγκη, κουφότητα ή απειρία (στη ζωή ή στις συναλλαγές) των δανειοληπτών και η εκμετάλλευση από της εναγομένη αυτής της κατάστασης δεν μπορούν να κριθούν γενικώς και αφηρημένως οτο πρόσωπο του μέσου καταναλωτή, αλλά μόνο σε κατ’ ιδίαν περιπτώσεις κατά την κατάρτιση κάθε σύμβασης ξεχωριστά.
Αφετέρου δε, δεν συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 179 ΑΚ, περί προφανούς δυσαναλογίας παροχής-αντιπαροχής, κατά την κατάρτιση της σύμβασης, αφού η χορήγηση και η αποπληρωμή των ένδικων δανείων οε ξένο νόμισμα δεν ήταν εξαρχής και εξ ορισμού σε βάρος των δανειοληπτών, αλλά η αύξηση της οφειλόμενης δόσης επήλθε, μετά την ανατροπή της ισοτιμίας ευρώ-ελβετικού φράγκου και η δυσαναλογία ανέκυψε σε ύστερο της σύναψης της σύμβασης χρόνο λόγω μεταβολής των τιμών συναλλάγματος και ενώ επί πολλά έτη η σύμβαση λειτούργησε σε όφελος των δανειοληπτών.
Η απόφαση είναι διαθέσιμη στο daneia-chf.gr