Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν κατά καιρούς να δράσουν συντονισμένα –όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση των κυρώσεων της Ρωσίας ή, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, στη διαδικασία του Brexit. Αλλά, καθώς ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ θα προσπαθούν για μια πιο στενή ένωση τα προσεχή έτη, θα χρειαστεί να προσέξουν το γεγονός ότι δεν υπάρχει ούτε ένα ενιαίο αφήγημα μεταξύ των λαών διαφορετικών χωρών της Ευρώπης για θέματα μείζονος οικονομικής σημασίας.
Μια πρόσφατη μελέτη για λογαριασμό του Bruegel, ενός think tank με έδρα τις Βρυξέλλες, αποτυπώνει έντονα αυτή την πραγματικότητα αναλύοντας την κάλυψη της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ευρώπη από τέσσερις σημαντικές κεντρώες εφημερίδες: τη γερμανική Sueddeutsche Zeitung, τη γαλλική Le Monde, την ιταλική La Stampa και την ισπανική El Pais. Το σύνολο των δεδομένων περιλαμβάνει 51.714 ειδησεογραφικά κομμάτια. Οι ερευνητές –οι Henrik Mueller και Gerret von Nordheim του Πανεπιστημίου Dortmund και ο Giuseppe Porcaro του Bruegel – “τάισαν” έναν αλγόριθμο ανάλυσης περιεχομένου με τα δεδομένα και στη συνέχεια ανέλυσαν τα αποτελέσματα για να κατασκευάσουν γενικευμένες αφηγήσεις. Εστίασαν στο πώς αποδόθηκαν οι ευθύνες για την κρίση.
Διαπίστωσαν ότι μόνο η El Pais απέδιδε συστηματικά την ευθύνη στην ίδια την Ισπανία για τα οικονομικά της προβλήματα κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ. “Στην Ισπανία, η σύνδεση μεταξύ της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, της τοπικής φούσκας των ακινήτων και της κακοδιαχείρισης της προγενέστερης περιόδου εντυπωσιακής ανάπτυξης ήταν πιο ορατή”, μού εξήγησε ο Porcaro.
Όπως, ίσως, θα περίμενε κανείς, η Sueddeutsche Zeitung απέδωσε την κρίση στην απομάκρυνση από το παραδοσιακό γερμανικό μοντέλο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς. Οι πάντες, πλην της Γερμανίας, φαίνεται ότι συνέβαλαν σε αυτό, σύμφωνα με την εφημερίδα του Μονάχου –από τους άπληστους παίκτες της χρηματοπιστωτικής αγοράς έως τους σπάταλους Έλληνες και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με τη χαλαρή νομισματική της πολιτική.
Αλλά και η Le Monde, με τη σειρά της, κατηγορεί τους τραπεζίτες και τους κερδοσκόπους, καθώς επίσης και τη γερμανική αδιαλλαξία όσον αφορά την αντιμετώπιση των υπερχρεωμένων ευρωπαίων του Νότου. Και η La Stampa εστίασε στον ρόλο της Ιταλίας ως θύματος των περιστάσεων, δηλαδή της παγκοσμιοποίησης και της επιβληθείσας από τους Γερμανούς λιτότητας. Οι τράπεζες και οι χρηματιστές δεν μπήκαν ιδιαίτερα στο στόχαστρο της ιταλικής εφημερίδας, αλλά αποδόθηκε μέρος της ευθύνης στο ιταλικό πολιτικό σύστημα και την κυβέρνηση, όπως και στην Ισπανία. Οι εφημερίδες Le Monde και La Stampa, σύμφωνα με την μελέτη του Bruegel, “αποπνέουν μια αίσθηση απελπισίας που ξεπερνά τα αυστηρά οικονομικά κριτήρια αλλά θέτει υπό αμφισβήτηση ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και τον κοινωνικό ιστό”.
Είναι λες και οι τέσσερις μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης δεν μοιράζονταν την ίδια πραγματικότητα. Οι τέσσερις ημερήσιες, ποιοτικές εφημερίδες θυμίζουν τους τυφλούς στην γνωστή παραβολή των Ινδών, που αγγίζουν διαφορετικά μέρη του σώματος ενός ελέφαντα, μαντεύοντας πως το ζώο θα πρέπει να μοιάζει με δέντρο ή με φίδι και έπειτα ξεσπούν όταν δεν μπορούν να συμφωνήσουν. Ρώτησα τον Porcaro αν πιστεύει ότι οι διαφορές στις εφημερίδες οφείλονται στην οπτική που τείνουν να παρουσιάζουν υπέρ της επίσημης γραμμής που ακολουθεί η κάθε κυβέρνηση. Απάντησε ότι αυτό ενδέχεται να έπαιξε ρόλο, αλλά η διαφορά στις αφηγήσεις είναι πιο πιθανό να καθοδηγείται από τη σχέση μεταξύ των εφημερίδων και των αναγνωστών τους – δηλαδή, σε τελική ανάλυση, από την κοινή γνώμη.
Η ευρωζώνη είναι η μόνη νομισματική ένωση στην οποία δεν υπάρχει ενιαίο εκλογικό σώμα. Αντ ‘αυτού, υπάρχουν αρκετά εθνικά φίλτρα. Οι επίδοξοι μεταρρυθμιστές –είτε η Μέρκελ, είτε ο Μακρόν, είτε ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ- πρέπει να “πουλήσουν” ενισχυμένη ενότητα και νέους κοινούς θεσμούς, όπως ένα Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο και ίσως κοινούς μηχανισμούς δανεισμού, σε κάθε ένα από αυτά τα διαφορετικά ακροατήρια.
Υπάρχουν καλοί λόγοι που η Ευρώπη δεν είναι ένας ενιαίος χώρος πληροφοριών: η γλωσσική πολυμορφία της μπορεί να αποτελέσει πλεονέκτημα αλλά και εμπόδιο. Όμως ο Porcaro μου επισήμανε ότι “η ευρωπαϊκοποίηση της δημόσιας συζήτησης” παραμένει δυνατή μόνο εάν τα μίντια διαφορετικών χωρών ενδιαφέρονταν περισσότερο να ξεπεράσουν τα εθνικά σύνορα και να δείξουν στους αναγνώστες τους εναλλακτικές οπτικές γωνίες. Τότε ίσως η κατανόηση των θεμάτων από το αναγνωστικό κοινό γίνει πιο πολύπλευρη. Εάν θεωρήσουμε ότι η σφυρηλάτηση μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας πάνω από τις εθνικές θεωρείται είναι ουτοπική, τότε η προσπάθεια κατανόησης της ταυτότητας του γείτονα θα μπορούσε να βοηθήσει στην αναζήτηση κοινών λύσεων.