ΑΠ 691/2017 (πολ): Δικαστική ομολογία: Υπάρχει όταν το ενώπιον του δικαστηρίου αναγνωριζόμενο από το διάδικο επιζήμιο γι’ αυτόν γεγονός αναφέρεται αμέσως στο αντικείμενο της δίκης και γίνεται προφορικώς ή γραπτώς ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση, κάθε δε άλλη ομολογία θεωρείται εξώδικη και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, έστω και αν έγινε ενώπιον δικαστηρίου αλλά όχι στη συγκεκριμένη δίκη στην οποία έγινε επίκλησή της ως αποδεικτικού μέσου.
“Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 335 και 352 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι δικαστική ομολογία, η οποία παρέχει πλήρη απόδειξη, είναι μόνο εκείνη του διαδίκου που γίνεται προφορικώς ή γραπτώς ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση (ή του εντεταλμένου δικαστή), κάθε δε άλλη ομολογία θεωρείται εξώδικη και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, έστω και αν έγινε ενώπιον δικαστηρίου αλλά όχι στη συγκεκριμένη δίκη στην οποία έγινε επίκλησή της ως αποδεικτικού μέσου.
Η παραπάνω ομολογία, δηλαδή η παραδοχή με μονομερή δήλωση απευθυνόμενη προς το δικαστήριο που δικάζει τη συγκεκριμένη δίκη ενός κρίσιμου γεγονότος από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος της επίκλησης και της απόδειξής του, πρέπει να γίνει με πρόθεσή του προς αναγνώριση του επιβλαβούς αυτού γεγονότος.
Απόδειξη δηλαδή δεν αποτελεί κάθε ομολογία αλλά μόνο η γενόμενη με σκοπό αποδοχής του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος. Συνεπώς δικαστική ομολογία υπάρχει όταν το ενώπιον του δικαστηρίου αναγνωριζόμενο από το διάδικο επιζήμιο γι’ αυτόν γεγονός αναφέρεται αμέσως στο αντικείμενο της δίκης (Α.Π. 188/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση με το μόνο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πιο πάνω πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι το εφετείο δεν έλαβε υπόψη την ομολογία του τρίτου εναγομένου και ήδη τρίτου αναιρεσιβλήτου ότι πράγματι καταρτίσθηκε η ένδικη σύμβαση μεσιτείας μεταξύ του ιδίου και της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, την οποία ομολογία η ίδια επικαλέσθηκε νομίμως ενώπιον του εφετείου.
Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι από την παραδεκτή επισκόπηση των από 5-4-2011 εγγράφων προτάσεων του τρίτου εναγομένου ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτός είχε συνομολογήσει μόνο ότι υπέγραψε την από 30-10-2007 εντολή του προς την ενάγουσα για την υπόδειξη προς αγορά πέντε ακινήτων, όχι όμως και ότι το πωληθέν ακίνητο (για το οποίο ζητούσε τη μεσιτική αμοιβή της με την από 16-9-2010 ένδικη αγωγή της η αναιρεσείουσα) περιλαμβανόταν μεταξύ των ακινήτων για τα οποία είχε δώσει την εντολή αυτή. Το τελευταίο αυτό γεγονός ο τρίτος εναγόμενος αρνήθηκε ρητά με τη φράση “η εν λόγω εντολή αφορούσε άλλα ακίνητα, άσχετα προς αυτό που μεταβιβάσθηκε”.
Συνεπώς το εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν δέχθηκε ότι ο τρίτος εναγόμενος είχε συνομολογήσει την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως μεσιτείας αλλά αντίθετα δέχθηκε ότι το μεταβιβασθέν ακίνητο δεν περιλαμβανόταν σε εκείνα για τα οποία ο τρίτος εναγόμενος είχε δώσει εντολή στην ενάγουσα να του υποδείξει, δεν υπέπεσε στην ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια.
Επομένως πρέπει ν’ απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων πρώτου και τρίτου αναιρεσιβλήτων (από τους οποίους ο πρώτος δεν κατέθεσε και ο τρίτος κατέθεσε προτάσεις) σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.)”. (areiospagos.gr)