Και το εύλογο ερώτημα που τίθεται βέβαια είναι αν και σε ποιο βαθμό συνιστούν αυτοί οι άνθρωποι κίνδυνο; Το θέμα απασχόλησε έρευνα που παρουσιάστηκε προ ημερών από το Ινστιτούτο Egmont των Βρυξελλών. Όπως εξήγησε σε συνέντευξή του στη Deutsche Welle ο Ντάνιελ Χάινκε, ένας εκ των συντακτών της έρευνας και επικεφαλής της Υπηρεσίας Δίωξης του Εγκλήματος στη Βρέμη, ορισμένοι από τους τζιχαντιστές είναι άκρως επικίνδυνοι διότι συνεχίζουν να έχουν την ίδια ιδεολογίακαι μετά την επιστροφή στην πατρίδα:
«Άλλοι έχουν χάσει λόγω εμπειριών τον προσανατολισμό τους και θέλουν να ‘απεξαρτηθούν’ από την ιδεολογία τους. Άλλοι πάλι έχουν υποστεί από τα όσα έζησαν τέτοια ψυχικά τραύματα που χρειάζονται βοήθεια προκειμένου να μην καταλήξουν και πάλι και λόγω των βιωμάτων τους στη χρήση βίας».
Διώξεις εναντίον ανδρών
Όποιος στηρίζει το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος στο εξωτερικό ή όποιος μάχεται στο πλευρό των τζιχαντιστών μπορεί να διωχθεί ποινικά και στη Γερμανία.
Μόνον πέρσι η Ομοσπονδιακή Εισαγγελία της χώρας άσκησε ποινικές διώξεις σε 900 περίπου περιπτώσεις. Στο μεγαλύτερο μέρος τους οι κατηγορούμενοι ήταν άνδρες. Εναντίον γυναικών ασκήθηκαν ελάχιστες διώξεις και αυτό είναι λάθος, υποστηρίζουν οι συντάκτες της έρευνας.
«Διότι δεν μιλάμε μόνον για την άσκηση φυσικής βίας αλλά και για τη λογιστική υποστήριξη των εγκληματιών ή την υπόθαλψή τους. Ή για τη διάδοση ιδεολογίας, η οποία παρακινεί άλλους στην πρόκληση βίας».
«Ωρολογιακή βόμβα» τα παιδιά;
Ιδιαίτερα δύσκολο και ευαίσθητο είναι το θέμα της μεταχείρισης παιδιών που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν στις εστίες πολέμου. Πρόσφατα ο πρόεδρος της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος Χανς-Γκέοργκ Μάασεν χαρακτήρισε τα παιδιά που έτυχαν ισλαμιστικής ανατροφής «ωρολογιακές βόμβες». Πολλά από αυτά γνώρισαν πολύ γρήγορα τη βία, αποφαίνονται και οι ερευνητές στις Βρυξέλλες:
«Από την άλλη πρόκειται πρωτίστως για παιδιά. Αυτό σημαίνει ότι […] πρέπει να τα βοηθήσουμε […] και να συμβάλουμε στην επανένταξή τους στην κοινωνία».
Γι΄ αυτό όμως χρειάζεται μια ενιαία στρατηγική, όπως συμπεραίνουν οι συντάκτες της έρευνας. Οι αστυνομικές αρχές και τα επιμέρους τμήματα της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος θα πρέπει να συνεργάζονται καλύτερα και πιο συντονισμένα όχι μόνον μεταξύ τους αλλά και με τις υπηρεσίες νέων, τα σχολεία και τις δικαστικές αρχές.