Σε συνέχεια του άρθρου μας της προηγούμενης Κυριακής, παραθέτουμε συνοπτικά και απλουστευμένα τα κυριότερα σημεία από την πρόσφατη σημαντική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 3071/2017) τα οποία πρέπει να έχουν υπόψη τους οι φορολογούμενοι σχετικά με την «αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας», η οποία μπορεί να προκύψει μετά από φορολογικό έλεγχο.
Συγκεκριμένα, η απόφαση αφορά εμβάσματα που έγιναν από φορολογούμενο (φυσικό πρόσωπο) τον Ιούνιο του 2010, από τράπεζα στην Ελλάδα σε τράπεζα της αλλοδαπής και ο μερικός φορολογικός έλεγχος που έγινε το 2014 από το ΚΕΦΟΜΕΠ θεώρησε ότι τμήμα του εμβάσματος ήταν μη καλυπτόμενο από τα εισοδήματα του ελεγχομένου και του επέβαλε φόρο εισοδήματος, έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης και τις αναλογούσες προσαυξήσεις.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε (όπως και σε προηγούμενες αντίστοιχες περιπτώσεις) ότι αν και οι διατάξεις για την προσαύξηση της περιουσίας τέθηκαν σε ισχύ από 30/9/2010 με την παράγραφο 3 του άρθρου 15 του ν. 3888/2010, μπορεί να εφαρμοστούν και σε υποθέσεις στις οποίες η επίμαχη προσαύξηση περιουσίας προκύπτει σε χρόνο προγενέστερο της 30/9/2010. Αυτό βεβαίως με την προϋπόθεση ότι κατά την κρίσιμη περίοδο δεν έχει παρέλθει ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής της εξουσίας του Δημοσίου για επιβολή φόρου.
Εκρινε επίσης το ΣτΕ ότι κρίσιμος είναι κατ’ αρχήν όχι ο χρόνος διενέργειας του εμβάσματος, αλλά είτε ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού (ή, σε περίπτωση τμηματικής κατάθεσής του, ο χρόνος που κατατέθηκε καθένα από τα τμήματά του) στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου, μέσω του οποίου έγινε το έμβασμα, είτε ο προγενέστερος αυτού χρόνος κατά τον οποίο προκύπτει ότι επήλθε η αντίστοιχη προσαύξηση της περιουσίας του, όπως ο χρόνος κατάθεσης του ποσού αυτού (ή τμήματός του) σε άλλον τραπεζικό λογαριασμό του ιδίου προσώπου, από τον οποίο το επίμαχο ποσό (ή μέρος του) μεταφέρθηκε στον λογαριασμό του μέσω του οποίου διενεργήθηκε το έμβασμα.
Το δικαστήριο πρέπει να προβεί στην ακύρωση της καταλογιστικής πράξης της ελεγκτικής αρχής αν κρίνει ότι η επίμαχη προσαύξηση περιουσίας στο σύνολό της δεν προέκυψε κατά τη διαχειριστική περίοδο που πραγματοποιήθηκε το έμβασμα. Αντίθετα, αν κρίνει ότι η εν λόγω προσαύξηση επήλθε εν μέρει μόνο στην ανωτέρω διαχειριστική περίοδο, το δικαστήριο προβαίνει στη μεταρρύθμιση της επίδικης πράξης.
Για να ασχοληθεί και να κρίνει το ΣτΕ την υπόθεση, πρέπει ο φορολογούμενος (αναιρεσείων) να τεκμηριώνει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού δικαίου που κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι κατά τον χρόνο άσκησης της αίτησης δεν υπήρχε νομολογία του δικαστηρίου που να επιλύει το ζήτημα και το ποσό της διαφοράς ήταν πάνω από 40.000 ευρώ.
Αυτό σημαίνει, εκτός των άλλων, ότι αντίστοιχες υποθέσεις δεν θα μπορούν να αχθούν ενώπιον του ΣτΕ αν κριθεί ότι γι’ αυτές υπάρχουν αποφάσεις που επιλύουν το υπό αμφισβήτηση ζήτημα.
Σημειωτέον επίσης ότι το ΣτΕ για τον προσδιορισμό του ποσού της «αδικαιολόγητης προσαύξησης περιουσίας» δέχτηκε τα κεφάλαια παρελθόντων ετών προς ανάλωση και τα χρηματικά διαθέσιμα του φορολογουμένου την 31η Δεκεμβρίου 1999 για τα οποία προσκομίστηκαν βεβαιώσεις τραπεζών.
Στην προκειμένη περίπτωση στην έννοια των χρηματικών ποσών περιλαμβάνονταν και επενδυτικά προϊόντα όπως ομόλογα, μετοχές, repos, αμοιβαία κεφάλαια κ.λπ. των οποίων η ύπαρξη την 31η Δεκεμβρίου 1999 επιβεβαιώθηκε με δικαιολογητικά και τα οποία ρευστοποιήθηκαν πριν γίνει το έμβασμα.
Εξυπακούεται ότι οι ημερομηνίες κατά τις οποίες χρηματικά διαθέσιμα μπορεί να γίνουν δεκτά από τον φορολογικό έλεγχο, διαφοροποιούνται ανάλογα με την ελεγχόμενη χρήση και τις ισχύουσες αποφάσεις περί παραγραφών του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρου.
* Ο κ. Γιώργος Σαμοθράκης και η κ. Τζένη Πάνου είναι υπεύθυνοι του φορολογικού τμήματος της ASnetwork (www.asnetwork.gr).