Του Γιώργου Α. Κορομηλά*
* O κ. Κορομηλάς είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών και Φορολογικών Μελετών
Σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων εκδίδονται ερμηνευτικές εγκύκλιοι, καθώς και οδηγίες για την εφαρμογή της φορολογικής νομοθεσίας, οι οποίες ισχύουν από τη δημοσίευσή τους. Οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι είναι δεσμευτικές για τη φορολογική διοίκηση, μέχρι να ανακληθούν ρητά ή να ανακληθούν λόγω αλλαγής της νομοθεσίας, ενώ δεν είναι δεσμευτικές για τους φορολογούμενους.
Ο Γιώργος Α. Κορομηλάς
Παλαιότερα σε σχετική αρθρογραφία μου είχα ασχοληθεί με το θέμα της ερμηνείας ορισμένων διατάξεων της φορολογικής νομοθεσίας από τις εγκυκλίους που εκδίδονται, επισημαίνοντας τις στρεβλώσεις που δημιουργούνται όταν η ερμηνεία που δίδεται έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη διάταξη του νόμου που έρχεται να ερμηνεύσει και ειδικότερα ανέφερα ότι, στην προσπάθεια των φορολογουμένων φυσικών ή/και νομικών προσώπων, να κατανοήσουν τον τρόπο και να υπολογίσουν τη συνολική τους φορολογική επιβάρυνση διαπιστώνουν ότι συνήθως στο κείμενο του νόμου υπάρχουν πολύπλοκες διατάξεις με πολλά κενά τα οποία δίνουν τη δυνατότητα παρερμηνείας. Γι’ αυτόν τον λόγο η φορολογική διοίκηση εκδίδει σειρά εγκυκλίων διαταγών μέσω των οποίων επιχειρείται η ερμηνευτική προσέγγιση των νομοθετικών διατάξεων.
Όμως η συνεχής ερμηνευτική προσέγγιση των φορολογικών διατάξεων με «ερμηνευτικές» εγκυκλίους διαταγές, ειδικά όταν αυτές κατάφωρα παρεκκλίνουν από το περιεχόμενο των διατάξεων που ερμηνεύουν, έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή δικαίου, δηλαδή πολλές φορές η διοίκηση «νομοθετεί διά εγκυκλίων» κατά παράβαση των συνταγματικών αρχών.
Το Σύνταγμα της χώρας μας ορίζει ότι κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το αντικείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος. Επίσης ορίζει ότι το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης, δηλαδή απόφασης ή εγκυκλίου. Όμως κατά παρέκκλιση των συνταγματικών αρχών, οι οποίες επιβάλλουν τη στενή, δηλαδή τη γραμματική ερμηνεία των νομοθετικών διατάξεων, οι οποίες αναφέρονται στα ουσιώδη στοιχεία του φόρου, πολλές φορές οι διατάξεις αυτές ερμηνεύονται εσφαλμένα δημιουργώντας προβλήματα στους φορολογούμενους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι διατάξεις περί παραγραφής που ισχύουν για τις χρήσεις μέχρι και το 2013 οι οποίες προβλέπουν ότι αν δεν υποβληθεί δήλωση φορολογίας εισοδήματος ή δήλωση απόδοσης παρακρατούμενων φόρων το δικαίωμα του Δημοσίου να κοινοποιήσει το φύλλο ελέγχου παραγράφεται μετά την πάροδο δεκαπέντε ετών από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της δήλωσης, σε περίπτωση δε υποβολής των πιο πάνω δηλώσεων κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους πριν από την ημερομηνία λήξης του χρόνου παραγραφής, το δικαίωμα του Δημοσίου για την κοινοποίηση φύλλου ελέγχου παραγράφεται μετά την πάροδο τριετίας από τη λήξη του έτους υποβολής της δήλωσης. Παρότι τα ανωτέρω είναι σαφέστατα, δηλαδή η δεκαπενταετής παραγραφή ισχύει μόνο για όσους δεν έχουν υποβάλει δήλωση η διοίκηση με έγγραφό της το οποίο εκδόθηκε το 2010 θεωρεί ότι η δεκαπενταετής παραγραφή καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης. Δηλαδή, υποβολή δήλωσης εκπρόθεσμα για μια μέρα οδηγεί σε δεκαπενταετή παραγραφή και αν αυτή υποβληθεί στο τελευταίο έτος της αρχικής παραγραφής τότε ποιος είναι ο χρόνος παράτασης της παραγραφής;
Αποτέλεσμα των ως άνω «ερμηνευτικών προσεγγίσεων» είναι η δημιουργία άνισης φορολογικής μεταχείρισης, δικαιώνοντας όσους υποστηρίζουν ότι πολλές φορολογικές διατάξεις ηθελημένα παρερμηνεύονται.