Το 2017 η Ευρώπη ήταν η ταχύτατα αναπτυσσόμενη περιοχή σε ό,τι αφορά τις πραγματικές αμυντικές δαπάνες, καταγράφοντας αύξηση 3,6% έναντι των στοιχείων (δαπανών) του 2016 (Σχήμα 1). Ενώ αυτή η τάση αναμένεται να διαρκέσει, αυτό σημαίνει ότι τα ευρωπαϊκά κράτη θα είναι καλύτερα προετοιμασμένα για να αντιμετωπίσουν τον ολοένα και πιο ασταθή σημερινό κόσμο;
Μετά από χρόνια αμυντικών περικοπών, μετά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και της κρίσης του 2008, η Ευρώπη ξεκίνησε να επενδύει εκ νέου στην άμυνα το διάστημα 2014-2015. Δύο βασικοί παράγοντες εξηγούν αυτή τη μεταστροφή. Πρώτο, η οικονομική κατάσταση έχει βελτιωθεί στην ήπειρο. Αν και η ανεργία παραμένει υψηλή σε ορισμένες χώρες, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, τα περισσότερα κράτη εμφανίζουν ισχυρότερους ρυθμούς ανάπτυξης το 2017, και έχουν περισσότερο δημοσιονομικό περιθώριο να αυξήσουν τις αμυντικές δαπάνες. Δεύτερον, η αίσθηση απειλών έχει αλλάξει σημαντικά, καθώς ορισμένες απειλές από το νότο και από την ανατολή γίνονται όλο και πιο άμεσες. Αυτό συνδυάζεται με την γενικότερη εντύπωση μεταξύ των πρωτευουσών για έναν πιο ασταθή κόσμο, και για το ότι οι δεσμοί της συμμαχίας είναι λιγότερο σίγουροι από πριν.
Η πίεση της κυβέρνησης Trump στους συμμάχους του ΝΑΤΟ για την αύξηση των δαπανών, ίσως να είχε επίσης κάποια επίδραση, ιδιαίτερα σε κάποιες πρόσφατες αυξήσεις: για παράδειγμα στη Ρουμανία, η οποία είδε τις αμυντικές της δαπάνες να αυξάνονται από 2,8 δισ. δολάρια το 206 σε 4 δισ. δολάρια το 2017. Ωστόσο, η τάση των αυξημένων ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών ξεκίνησε πριν από τις εκλογές στις ΗΠΑ το Νοέμβριο του 2016. Πραγματικά, οι Ευρωπαίοι είχαν επανειλημμένως πιεστεί να δαπανούν περισσότερα από στελέχη της κυβέρνησης Obama.
Η ανοδική τάση είναι πιθανό να συνεχιστεί βραχυ-μεσοπρόθεσμα. Πολλά ευρωπαϊκά κράτη, συμπεριλαμβάνοντας και αυτά με τις μεγαλύτερες δαπάνες, έχουν ανακοινώσει σχέδια για την αύξηση των αμυντικών προϋπολογισμών τα επόμενα χρόνια. Ως αποτέλεσμα, και εάν οι δαπάνες ακολουθήσουν την ανακοινωθείσα πορεία του προϋπολογισμού τους, η Γερμανία θα φθάσει τα 49,7 δισ. δολάρια το 2021 και η Γαλλία τα 59 δισ. δολάρια τον ίδιο χρόνο. Ομοίως, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου έχει δεσμευτεί να αυξήσει τον αμυντικό προϋπολογισμό κατά 1 δισ. στερλίνες (1,3 δισ. δολάρια) ετησίως μέχρι το 2021 (βλ. Σχήμα 2). Τα σκανδιναβικά κράτη έχουν επίσης παρουσιάσει τα σχέδιά τους για αύξηση δαπανών. Η Δανία επιδιώκει να αυξήσει τις δαπάνες από τα 3,8 δισ. δολάρια το 2017 στο ποσό των 5,8 δισ. δολαρίων το 2023. Η Νορβηγία από τα 6,1 δισ. δολάρια το 2017 στα 7,1 δισ. δολάρια το 2020 και η Σουηδία από τα 6 δισ. δολάρια το 2017 στα 7,6 δισ. δολάρια το 2020. Οι συζητήσεις είναι σε εξέλιξη στη Σουηδία για την αύξηση των αμυντικών δαπανών μέχρι το 2025. Και η τάση επίσης ισχύει και προς τα νότια, με την Ισπανία να ανακοινώνει τον στόχο της για αύξηση των αμυντικών δαπανών στα 18 δισ. ευρώ μέχρι το 2024, από τα 10,7 δισ. ευρώ το 2017. Άλλες χώρες, όπως τα κράτη της Βαλτικής, έχουν καταστήσει τον στόχο του ΝΑΤΟ για δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ ως τον ακρογωνιαίο λίθο των προβλέψεών τους για τις αμυντικές δαπάνες, ενώ στο νότο η Πολωνία ανακοίνωσε την φιλοδοξία της οι δαπάνες να φτάσουν στο 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2032. Αυτά τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι σε όλη την ήπειρο. οι αμυντικές δαπάνες είναι πλέον ευρέως αποδεκτές ως μια πολιτική προτεραιότητα.
Ωστόσο, αυτοί οι αυξημένοι αριθμοί δεν εγγυώνται απαραιτήτως ότι οι δαπάνες θα εφαρμοστούν τόσο αποδοτικά ώστε να φέρουν τις αυξημένες στρατιωτικές ικανότητα που απαιτούνται για να αντιμετωπιστούν οι απειλές. Για παράδειγμα, στο Βέλγιο και στην Πορτογαλία, οι στρατιωτικές συντάξεις αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 33% του αμυντικού προϋπολογισμού το 2017 και στο 24% του συνολικού γαλλικού αμυντικού προϋπολογισμού το 2017.
Αντιστρόφως, η έρευνα και ανάπτυξη (R&D) στον τομέα της έρευνας, που θα βοηθούσε να προετοιμαστούν οι ένοπλες δυνάμεις για τις τωρινές και μελλοντικές προκλήσεις, δεν είχαν τέτοια υψηλή προτεραιότητα. Ενώ η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο δαπανούν η κάθε μία αρκετά δισ. σε τέτοιες επενδύσεις, άλλα ευρωπαϊκά κράτη δεν αφιερώνουν σημαντικά τμήματα του προϋπολογισμού τους στην έρευνα και την ανάπτυξη, ακόμη και αυτές οι χώρες με μεγάλη βάση αμυντικής βιομηχανίας, όπως η Γερμανία ή η Σουηδία. Για παράδειγμα, το 2016 η Γερμανία ξόδεψε 910 εκατ. δολάρια για την έρευνα και ανάπτυξη στην άμυνα, λιγότερα από τις τρεις μεγάλες διεθνείς αμυντικές εταιρείες. Δηλαδή BAE Systems (1,6 δισ. δολάρια), Boeing (1,4 δισ. δολάρια) και Lockheed Martin (988 εκατ. δολάρια) (βλ. σχήμα 3).
Υπό αυτό το πρίσμα, οι πρόσφατες πρωτοβουλίες της ΕΕ σε σχέση με την έρευνα και την ανάπτυξη στην άμυνα, φαίνονται όλο και πιο σημαντικές για να βοηθούν τα κράτη να δαπανούν πιο έξυπνα. Τα 25 από τα 27 κράτη-μέλη που εντάχθηκαν στο πλαίσιο της Μόνιμης Δομημένης Συνεργασίας (PESCO) έχουν συμφωνήσει σε “φιλόδοξες και πιο δεσμευτικές κοινές δεσμεύσεις” Αυτό περιλαμβάνει μια “διαδοχική μεσοπρόθεσμη αύξηση των δαπανών σε επενδύσεις στην άμυνα στο 20% του συνόλου των αμυντικών δαπανών” και την “αύξηση του ποσοστού των δαπανών που κατανέμονται στην αμυντική έρευνα και τεχνολογία με στόχο την κάλυψη του 2% των συνολικών αμυντικών δαπανών”.
Αυτές οι δεσμεύσεις ενισχύουν τα ήδη υπάρχοντα συλλογικά σημεία αναφοράς που καθορίζονται από τα κράτη-μέλη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας. Η εντονότερη εστίαση στην έρευνα και ανάπτυξη για την άμυνα είναι ακόμη πιο ορατή σε μία από τις βασικές αμυντικές πρωτοβουλίες που ξεκίνησε η ΕΕ το 201, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας (EDF). Μόλις τεθεί σε πλήρη ισχύ, μετά το 2020, το κοινό ταμείο προϋπολογισμού της ΕΕ για την έρευνα και ανάπτυξη στην άμυνα, θα πρέπει να αυξηθεί στο περίπου 500 εκατ. δολάρια ετησίως. Αν και το ποσό αυτό είναι περιορισμένο, θα επιτρέψει τη συγκέντρωση των πόρων, θα μειώσει το κόστος επικάλυψης και θα αυξήσει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών σε έναν τομέα που παραμένει καθοριστικός για τη δημιουργία μελλοντικών ευρωπαϊκών αμυντικών δυνατοτήτων.