Toυ Εντοάρντο Καμπανέλα, συνεργάτης στο πρόγραμμα «Μέλλον του Κόσμου» στο Κέντρο για την Αλλαγή του Πανεπιστημίου ΙΕ στη Μαδρίτη.
Οι φτωχοί δεν αποφασίζουν συχνά για τις εκλογές στον ανεπτυγμένο κόσμο, παρ’ όλα αυτά στην τρέχουσα εκλογική εκστρατεία της Ιταλίας πλήττονται τα μέγιστα. Ο πρώην πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο ηγέτης της Forza Italia, έχει προτείνει ένα «εισόδημα αξιοπρέπειας», ενώ ο Μπέπε Γκρίλο, ο ηγέτης του Κινήματος των Πέντε Αστέρων, έκανε αντίστοιχα λόγο για ένα «εισόδημα ιθαγένειας».
Και οι δύο αυτές προτάσεις -οι οποίες συνεπάγονται γενναιόδωρες μηνιαίες πληρωμές απέναντι σε αυτούς που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση- είναι αμφισβητήσιμες από πλευράς σχεδιασμού. Τουλάχιστον όμως ρίχνουν φως στο ραγδαία επιδεινούμενο πρόβλημα της εξάπλωσης της φτώχειας σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο Εντοάρντο Καμπανέλα
Η φτώχεια αποτελεί μια ακραία μορφή εισοδηματικής πόλωσης, αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα με την ανισότητα. Ακόμη και σε μια βαθιά άνιση κοινωνία, όσοι έχουν λιγότερα δεν στερούνται απαραίτητα των μέσων για να ζήσουν μια αξιοπρεπή και πλήρη ζωή. Όμως, όσοι ζουν σε συνθήκες φτώχειας, στερούνται, επειδή υποφέρουν από πλήρη κοινωνικό αποκλεισμό, ακόμη και εάν δεν είναι άστεγοι. Ακόμη και στις προηγμένες οικονομίες, οι φτωχοί δεν έχουν συχνά πρόσβαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, δεν παλεύουν να πληρώσουν για τρόφιμα ή επιχειρήσεις κοινής ωφελείας και πεθαίνουν πρόωρα.
Φυσικά, δεν ζουν όλοι οι φτωχοί τόσο άθλια. Αλλά πολλοί ζουν και στην Ιταλία, το εκλογικό βάρος των οποίων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Σχεδόν πέντε εκατομμύρια Ιταλοί, ήτοι το 8% του πληθυσμού, παλεύουν για να έχουν βασικά αγαθά και υπηρεσίες. Και σε μόλις μία δεκαετία αυτή η ομάδα έχει σχεδόν τριπλασιαστεί σε μέγεθος και έχει συγκεντρωθεί ιδιαίτερα στον Νότο της χώρας. Την ίδια στιγμή, ένα άλλο 6% ζει σε συνθήκες σχετικής φτώχειας, που σημαίνει ότι δεν έχει αρκετό διαθέσιμο εισόδημα για να επωφεληθεί από το μέσο βιοτικό επίπεδο της χώρας.
Η κατάσταση είναι εξίσου ανησυχητική σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το 2016 στην Ε.Ε. 117,5 εκατομμύρια άνθρωποι, ή περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού, κινδύνευσαν να υποπέσουν σε συνθήκες φτώχειας ή σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού. Από το 2008, η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα έχουν προσθέσει σχεδόν έξι εκατομμύρια ανθρώπους σε αυτό το σύνολο, την ώρα που στη Γαλλία και τη Γερμανία το ποσοστό των φτωχών παρέμεινε σταθερό, περίπου στο 20%.
Μετά την οικονομική κρίση του 2008, η πιθανότητα διολίσθησης στη φτώχεια αυξήθηκε συνολικά, κυρίως όμως για τους νέους, λόγω των περικοπών των μη συνταξιοδοτικών κοινωνικών παροχών και της τάσης των ευρωπαϊκών αγορών εργασίας να διατηρήσουν τις θέσεις των «εσωτερικών» υπαλλήλων. Από το 2007 έως το 2015 το ποσοστό των Ευρωπαίων ηλικίας 18-29 ετών που κινδυνεύει να πέσει κάτω από συνθήκες φτώχειας αυξήθηκε από το 19% στο 24%. Όπως ανέφερε η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) Κριστίν Λαγκάρντ, στη συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός φέτος, οι νέοι Ευρωπαίοι «βάζουν τα όνειρά τους σε αναμονή».
Αν και η σημερινή οικονομική ανάκαμψη θα μπορούσε να αντιστρέψει εν μέρει την τάση της φτώχειας των νέων, οι διαρθρωτικοί παράγοντες που αποτελούν το πρόβλημα θα συνεχίσουν να υφίστανται. Οι δεξιότητες των εργαζομένων μπορούν να επιδεινωθούν ανεπανόρθωτα κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας ανεργίας ή μπορεί ξαφνικά να καταστούν παρωχημένες λόγω της ραγδαίας εξέλιξης της τεχνολογίας. Για πολλούς φτωχούς η επανένταξη στο εργατικό δυναμικό θα είναι είτε αδύνατη είτε θα απαιτήσει από αυτούς να περιοριστούν σε επισφαλείς, χαμηλόμισθες θέσεις, που τους αφήνουν ευάλωτους στην επόμενη επιβράδυνση.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το 14% του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας σε Ισπανία και Ελλάδα τα τελευταία χρόνια απασχολείται, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται σε συνθήκες φτώχειας.
Σε άνισες κοινωνίες, οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι μπορούν να ανακατανεμηθούν από τους πλούσιους στους υπολοίπους με προοδευτική φορολογία, νομισματικές μεταβιβάσεις και ανώτατα όρια μισθών. Όμως, η εξάλειψη της φτώχειας απαιτεί κάτι περισσότερο από μία απλή αναδιάταξη της οικονομικής πίτας. Οι φτωχοί πρέπει επίσης να ανασυγκροτηθούν και να επανενταχθούν στις κοινωνίες οι οποίες τους έχουν ωθήσει στο περιθώριο. Τελικά, δεν πρόκειται μόνο για ζήτημα πολιτικής σταθερότητας και οικονομικής δικαιοσύνης, αλλά και ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Κοιτάζοντας το μέλλον, οι κυβερνήσεις πρέπει να μειώσουν τις συνταξιοδοτικές παροχές υπέρ των φτωχών, των ανέργων και των νέων. Αυτές οι τρεις ομάδες, οι οποίες συχνά αλληλoκαλύπτονται, έχουν απεγνωσμένη ανάγκη οικονομικής βοήθειας, απόκτησης δεξιοτήτων και φιλικών προς την οικογένεια πολιτικών.
Ενώ ο κ. Μπερλουσκόνι και ο κ. Γκρίλο έχουν αντιμετωπίσει το πρόβλημα της φτώχειας, οι προτεινόμενες λύσεις τους δεν είναι τίποτε άλλο παρά βραχυπρόθεσμες διορθώσεις. Ένα σύστημα βασικού εισοδήματος μπορεί να προσφέρει κάποια άμεση οικονομική βοήθεια στους φτωχούς, αλλά δεν θα αντιμετωπίσει τις διαρθρωτικές αιτίες της φτώχειας. Ακόμη χειρότερα, επειδή καμία πρόταση δεν ενθαρρύνει σοβαρά τους ανέργους να αναζητήσουν εργασία ή προγράμματα κατάρτισης, οι φτωχοί θα μπορούσαν να καταλήξουν για πάντα εξαρτημένοι από κρατική βοήθεια. Και δεν θα έπρεπε οι πολιτικές αυτές να είναι ουδέτερες από τον προϋπολογισμό. Αντίθετα, θα έπρεπε να χρηματοδοτούνται από πολιτικά μη δημοφιλείς αυξήσεις φόρων ή περικοπές δαπανών.
Ωστόσο, όπως οι κ.κ. Μπερλουσκόνι και Γκρίλο έχουν καταστήσει σαφές, οι ηγέτες της Ευρώπης δεν μπορούν πλέον να αγνοήσουν το πρόβλημα της φτώχειας. Θα πρέπει να προσφέρουν πραγματικές λύσεις, όχι απλοϊκά σχήματα. [SID:11709626]