Το κήρυγμα των μαρτύρων του Ιεχωβά πρέπει να γίνεται σύμφωνα το δίκαιο της ΕΕ για τα προσωπικά δεδομένα (Γεν. εισαγγελέας ΔΕΕ)
Στις δημοσιευθείσες την Πέμπτη, 1 Φεβρουαρίου 2018, προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Paolo Mengozzi εκτιμά πως η κοινότητα των μαρτύρων του Ιεχωβά πρέπει να σέβεται τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επειδή τα μέλη της, όταν ασκούν δραστηριότητα κηρύγματος από πόρτα σε πόρτα, ενδέχεται να κρατούν σημειώσεις στις οποίες καταγράφουν το περιεχόμενο της συζητήσεως και, ιδίως, τον θρησκευτικό προσανατολισμό των προσώπων τα οποία επισκέφθηκαν.
Πιο συγκεκριμένα, o γεν. εισαγγελέας Mengozzi, τονίζει ότι οι διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών δεσμεύουν πλήρως την κοινότητα των μαρτύρων του Ιεχωβά κατά την δραστηριότητα του κηρύγματος από πόρτα σε πόρτα.
Επιπλέον, ο γεν. εισαγγελέας με τις προτάσεις του, διατείνεται ότι οι σημειώσεις που κρατούν κατά τις διάφορες επισκέψεις που πραγματοποιούν τα μέλη της κοινότητας των μαρτύρων του Ιεχωβά δύνανται να θεωρηθούν «αρχείο» στα πλαίσια της ως άνω οδηγίας, ενώ η ίδια η κοινότητα ενδέχεται να συνιστά «υπεύθυνο της επεξεργασίας» των προσωπικών δεδομένων που συλλέγονται με αυτές τις σημειώσεις, ασχέτως του αν η ίδια έχει πρόσβαση σε αυτές.
Ιστορικό της υποθέσεως
Στις 17 Σεπτεμβρίου 2013, η φινλανδική επιτροπή προστασίας δεδομένων (στο εξής: επιτροπή) εξέδωσε, κατόπιν αιτήματος του Tietosuojavaltuutettu (ελεγκτή της προστασίας δεδομένων, Φινλανδία, αναιρεσείοντος της κύριας δίκης), απόφαση με την οποία απαγορεύτηκε στη θρησκευτική κοινότητα των μαρτύρων του Ιεχωβά η συλλογή ή η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της δραστηριότητας κηρύγματος από πόρτα σε πόρτα χωρίς να πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οι οποίες προβλέπονται στον νόμο περί των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Έτσι, η επιτροπή έκρινε ότι η κοινότητα και τα μέλη της ήταν υπεύθυνοι, κατά τον νόμο περί των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για την επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Με την απόφαση τάχθηκε στην κοινότητα προθεσμία έξι μηνών για να συμμορφωθεί προς αυτήν.
Η κοινότητα προσέφυγε κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον πρωτοβαθμίου δικαστηρίου υποστηρίζοντας ότι η επίμαχη επεξεργασία δεδομένων πραγματοποιείται για αυστηρώς ατομικούς σκοπούς κατά τον νόμο περί των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Με απόφαση που εξέδωσε στις 18 Δεκεμβρίου 2014, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της επιτροπής εκτιμώντας ότι η κοινότητα δεν είναι υπεύθυνη παράνομης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Ο ελεγκτής της προστασίας δεδομένων προσέφυγε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου (Korkein hallinto-oikeus, Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Φινλανδία) με αίτημα την αναίρεση της αποφάσεως της 18ης Δεκεμβρίου 2014.
Το αιτούν δικαστήριο περιγράφει τη δραστηριότητα των μελών της κοινότητας ως ακολούθως: Στο πλαίσιο της δραστηριότητας κηρύγματος από πόρτα σε πόρτα, τα μέλη της κοινότητας κρατούν σημειώσεις για τις συναντήσεις που πραγματοποιούν με πρόσωπα τα οποία, κατ’ αρχήν, είναι άγνωστα στα εν λόγω μέλη. Τα δεδομένα συλλέγονται ως υπενθύμιση για την ανάκτηση των χρήσιμων πληροφοριών για μελλοντική επίσκεψη. Τα πρόσωπα στα οποία πραγματοποιούνται κατά τα ανωτέρω επισκέψεις και των οποίων τα δεδομένα καταγράφονται στις σημειώσεις των μελών της κοινότητας δεν ενημερώνονται για την εν λόγω συλλογή ούτε για την επεξεργασία των δικών τους δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τα δεδομένα καταγράφονται σε ευρετήρια ή δελτία. Τα σχετικά δεδομένα είναι το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση και μια σύνοψη του περιεχομένου της συζητήσεως, η οποία αφορά ιδίως τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και την οικογενειακή κατάσταση. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η δραστηριότητα κηρύγματος οργανώνεται από την κοινότητα, υπό την έννοια ότι αυτή χαρτογραφεί τις περιοχές και κατανέμει τους τομείς μεταξύ των μελών για σκοπούς ευαγγελισμού. Οι συναθροίσεις της κοινότητας τηρούν ευρετήρια σχετικά με τους επιφορτισμένους με το κήρυγμα, στα οποία καταγράφεται ο αριθμός των δημοσιευμάτων που αυτοί διένειμαν και ο χρόνος που κάθε μέλος αφιέρωσε στη δραστηριότητα κηρύγματος.
Η κοινότητα έχει ήδη χρησιμοποιήσει έκδοση, που η ίδια επιμελήθηκε, για την παροχή οδηγιών σχετικά με την τήρηση σημειώσεων. Τα δεδομένα συλλέγονταν αρχικά μέσω εντύπων, των οποίων τη χρήση έπαυσε να παροτρύνει η κοινότητα κατόπιν σχετικής συστάσεως του ελεγκτή της προστασίας δεδομένων. Επιπλέον, οι συναθροίσεις της κοινότητας τηρούν τη λεγόμενη «κατάσταση απαγορευμένων», η οποία περιλαμβάνει τα ονόματα των προσώπων που εξέφρασαν την επιθυμία να μη δεχθούν, πλέον, επισκέψεις μελών της κοινότητας. Κατά τον ελεγκτή της προστασίας δεδομένων, ο συγκεκριμένος κατάλογος συνάδει με τον νόμο περί των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Ο ελεγκτής της προστασίας δεδομένων υποστήριξε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι τα δεδομένα που συλλέγουν τα μέλη της κοινότητας κατά τη δραστηριότητα κηρύγματος συνιστούν αρχείο, επειδή προορίζονται για τον ίδιο σκοπό και καταγράφονται για να χρησιμοποιηθούν ως υπενθύμιση σε μελλοντική επίσκεψη. Η επεξεργασία των δεδομένων που πραγματοποιείται με βάση τις ατομικές σημειώσεις καθοδηγείται και οργανώνεται λεπτομερώς από την ίδια την κοινότητα, η οποία ασκεί πραγματικό έλεγχο στη συλλογή και στην επεξεργασία των δεδομένων. Όταν κρατούν ατομικές σημειώσεις, κατά την άσκηση της δραστηριότητας κηρύγματος, η κοινότητα και τα μέλη της πρέπει από κοινού να θεωρούνται «υπεύθυνος της επεξεργασίας» των δεδομένων.
Από την πλευρά της, η κοινότητα υποστηρίζει ότι η δραστηριότητα κηρύγματος κατά τη διάρκεια της οποίας το μέλος ενδέχεται να κρατεί σημειώσεις συνιστά άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων σε προσωπικό επίπεδο. Οι σημειώσεις που κρατούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι αμιγώς προσωπικές. Η τήρηση σημειώσεων και η ενδεχόμενη συνακόλουθη επεξεργασία των συλλεγέντων δεδομένων είναι ανεξάρτητες από την ύπαρξη της κοινότητας, η οποία δεν ασκεί κανέναν έλεγχο, έστω και αν αναγνωρίζει, παρ’ όλα αυτά, ότι διατυπώνει συστάσεις και παρέχει την πνευματική καθοδήγηση για το καθήκον κάθε μέλους να μετέχει στη δραστηριότητα ευαγγελισμού. Πάντως, οι σημειώσεις των μελών δεν διαβιβάζονται στην κοινότητα, η οποία δεν έχει πρόσβαση σε αυτές. Δεν υφίσταται σύστημα συγκεντρώσεως των δεδομένων, το οποίο παρέχει δυνατότητα ανακτήσεώς τους. Η κοινότητα δεν γνωρίζει ποια μέλη της κρατούν σημειώσεις μετά τις επισκέψεις. Η συλλογή δεδομένων αφορά μόνο δεδομένα στα οποία η πρόσβαση είναι δυνατή μέσω δημόσιων πηγών, όπως ο τηλεφωνικός κατάλογος, και τα δεδομένα καταστρέφονται μόλις δεν είναι πλέον χρήσιμα. Τα δεδομένα που συλλέγονται απλώς και μόνο με ατομική και προσωπική πρωτοβουλία των μελών δεν συνιστούν αρχείο και η κοινότητα δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Αυτή είναι, εξάλλου, η εκτίμηση της δανικής, της ολλανδικής και της νορβηγικής αρχής, κατά τις οποίες η επίμαχη στην κύρια δίκη δραστηριότητα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εθνικού νόμου που ρυθμίζει τη συλλογή και την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή δεν αντιβαίνει σε έναν τέτοιο νόμο.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Korkein hallinto-oikeus που επιλήφθηκε της υπόθεσης αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να απευθύνει στο Δικαστήριο τα εξής, κατ’ ουσίαν, τρία ερωτήματα: α) Αν η δραστηριότητα των μελών της κοινότητας των μαρτύρων του Ιεχωβά εμπίπτει σε κάποια από τις δύο περιπτώσεις εξαίρεσης που προβλέπει το άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 95/46/ΕΚ. β) Αν συνιστά «αρχείο», κατά την έννοια της οδηγίας 95/46, το σύνολο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγουν κατά τρόπο μη αυτοματοποιημένο, στο πλαίσιο και με τους όρους συγκεκριμένης δραστηριότητας, τα μέλη της εν λόγω κοινότητας. Και γ) αν θρησκευτική κοινότητα, όπως η επίμαχη εν προκειμένω, που οργανώνει δραστηριότητα κηρύγματος στο πλαίσιο της οποίας συλλέγονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, στα οποία έχουν πρόσβαση μόνο οι επιφορτισμένοι με το κήρυγμα, μπορεί να θεωρηθεί «υπεύθυνος της επεξεργασίας» κατά την έννοια της οδηγίας 95/46.
Προτάσεις του γεν. εισαγγελέα
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Paolo Mengozzi διευκρινίζει, υπενθυμίζοντας τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατ’ αρχάς ότι λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκει η οδηγία 95/46, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, ιδίως δε της ιδιωτικής τους ζωής, έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα η προστασία αυτή επιτάσσει οι παρεκκλίσεις από την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οι περιορισμοί τους να μην υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου. Συνεπώς είναι αναγκαία η στενή ερμηνεία των εν λόγω παρεκκλίσεων.
Αφενός, όσον αφορά την πρώτη περίπτωση του άρθρου 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 95/46, ο γενικός εισαγγελέας υπενθυμίζει και πάλι τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι οι δραστηριότητες που μνημονεύονται ως παραδείγματα στο άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 95/46 είναι, σε όλες τις περιπτώσεις, δραστηριότητες που ασκούνται από τα κράτη ή από τις κρατικές αρχές και δεν αφορούν τους τομείς δραστηριότητας των ιδιωτών.
Επίσης, ο γενικός εισαγγελέας υποστηρίζει ότι η νομολογία του Δικαστηρίου που δέχθηκε ότι δραστηριότητα η οποία συνιστούσε πλήρη άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας, αφορούσε περισσότερο τον τομέα δραστηριότητας των ιδιωτών παρά δραστηριότητες που ασκούνται από τα κράτη ή από τις κρατικές αρχές[1], δεν κάμπτεται από την εισαγωγή του άρθρου 17 ΣΛΕΕ με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας και προσθέτει ότι δεν εντοπίζει στον αποκλεισμό των θρησκευτικών δραστηριοτήτων, τουλάχιστον όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 95/46 οποιαδήποτε απειλή για το «καθεστώς» των θρησκευτικών κοινοτήτων όπως αυτό καθορίζεται από τα κράτη μέλη.
Αφετέρου, αναφορικά με την δεύτερη περίπτωση του άρθρου 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 95/46, ο γενικός εισαγγελέας επικαλείται τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου ότι η εξαίρεση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί ως αφορώσα αποκλειστικά τις δραστηριότητες οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των ιδιωτών, με συνέπεια καθετί που εξέρχεται από την ιδιωτική σφαίρα αυτού που προβαίνει στην επεξεργασία των δεδομένων, όπως στην περίπτωση της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα το αντικείμενο των οποίων είναι η ανακοίνωση των συλλεγομένων δεδομένων σε απροσδιόριστο αριθμό ατόμων, να μη μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά δραστηριότητα με αποκλειστικά προσωπικό ή οικιακό χαρακτήρα.
Ο γενικός εισαγγελέας διαπιστώνει ότι λαμβανομένων υπόψη της κοινοτικής διαστάσεως της δραστηριότητας κηρύγματος και του γεγονότος ότι αυτή συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι το πρόσωπο που στο πλαίσιο αυτό προβαίνει στην επεξεργασία των δεδομένων εξέρχεται από την ιδιωτική και οικογενειακή σφαίρα του για να συναντήσει, στην οικία τους, πρόσωπα τα οποία δεν περιλαμβάνονται στον κύκλο των οικείων του, η συλλογή και η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιούνται από τα μέλη θρησκευτικής κοινότητας στο πλαίσιο δραστηριότητας κηρύγματος από πόρτα σε πόρτα δεν μπορούν να αποκλειστούν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 95/46 δυνάμει του άρθρου της 3, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση.
Ακόμα, ο γενικός εισαγγελέας προβαίνει σε στάθμιση μεταξύ αφενός, της προστασίας των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων, ιδίως της ιδιωτικής τους ζωής, έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, αφετέρου, της θρησκευτικής ελευθερίας, της οποίας επακόλουθο είναι η ελευθερία κηρύγματος. Πιο συγκεκριμένα, κατόπιν εξέτασης των στοιχείων του δικαιώματος θρησκευτικής ελευθερίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 10 παράγραφος 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, υπό το πρίσμα του άρθρου 9 της ΕΣΔΑ καθώς και της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ, ο γενικός εισαγγελέας συμπεραίνει ότι η τήρηση των κανόνων προστασίας των προσωπικών δεδομένων δε συνιστά μη ανεκτή ή υπέρμετρη παρέμβαση στην ελευθερία κηρύγματος.
Κατά συνέπεια, στο πρώτο ερώτημα ο γενικός εισαγγελέας απαντά πως δραστηριότητα κηρύγματος από πόρτα σε πόρτα όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 95/46/ΕΚ.
Στη συνέχεια, σχετικά με το δεύτερο ερώτημα, ο γενικός εισαγγελέας για τον ορισμό του «αρχείου» στο άρθρο 2 στοιχείο γ’ της οδηγίας 95/46, προτείνει την ερμηνεία της διατάξεως σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 27 της ίδιας οδηγίας, κατά την οποία, αφενός, το πεδίο της προστασίας των δεδομένων δεν μπορεί να εξαρτάται από τις χρησιμοποιούμενες τεχνικές, επειδή αυτό θα δημιουργούσε σοβαρούς κινδύνους καταστρατηγήσεως, και, αφετέρου, όσον αφορά τη διά χειρός επεξεργασία, η οδηγία καλύπτει μόνο τα αρχεία που πρέπει να είναι διαρθρωμένα σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια τα οποία καθιστούν δυνατή την ευχερή πρόσβαση των ατόμων στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Αναφορικά δε με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 95/46 το οποίο ορίζει το πεδίο εφαρμογής της, προτείνει την ερμηνεία της κατά τρόπο που δε θα απειλεί το υψηλό επίπεδο προστασίας που παρέχει η οδηγία 95/46.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο γενικός εισαγγελέας καταλήγει στη διαπίστωση ότι δύναται να συνιστά αρχείο το σύνολο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγουν κατά τρόπο μη αυτοματοποιημένο τα μέλη θρησκευτικής κοινότητας, στο πλαίσιο δραστηριότητας όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, βάσει καθορισμένης γεωγραφικής κατανομής και με σκοπό την προετοιμασία των μελλοντικών επισκέψεων στα πρόσωπα με τα οποία έχει αρχίσει πνευματικός διάλογος.
Προκειμένου να απαντήσει στο τρίτο ερώτημα, ο γενικός εισαγγελέας επικαλείται τη νομολογία του Δικαστηρίου αλλά και τις οδηγίες της ομάδας εργασίας του άρθρου 29 για την προστασία των δεδομένων.
Έτσι, ο γενικός εισαγγελέας θεωρεί ότι η έννοια του «υπευθύνου επεξεργασίας» ορίζεται ευρέως ώστε να εκπληρώνεται ο σκοπός της αποτελεσματικής και πλήρους προστασίας που επιδιώκει η οδηγία 95/46, λαμβανομένου υπόψη και του καθοριστικού ρόλου που ο υπεύθυνος της επεξεργασίας διαδραματίζει στο πλαίσιο του συστήματος που καθιέρωσε η οδηγία. Συμπληρώνει δε ότι ο καθορισμός της έννοιας αυτής βασίζεται περισσότερο σε πραγματολογική παρά σε τυπική ανάλυση, καθώς υπέρμετρη τυπολατρία θα καθιστούσε δυνατή την ευχερή καταστρατήγηση των διατάξεων της οδηγίας 95/46.
Ο γενικός εισαγγελέας υπογραμμίζει πως ο καθορισμός της εν λόγω κοινότητας ως υπευθύνου επεξεργασίας εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, θέτοντας, ωστόσο, δύο ζητήματα υπόψη του. Ειδικότερα, ο γενικός εισαγγελέας, αφενός, υποστηρίζει ότι για τον καθορισμό της κοινότητας ως υπευθύνου επεξεργασίας θα πρέπει να ελεγχθεί αν είναι σε θέση να ασκεί εκ των πραγμάτων επιρροή στη δραστηριότητα συλλογής και επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και, αφετέρου, παραπέμπει στην προβλεπόμενη από την οδηγία 95/46 δυνατότητα υπάρξεως ευθύνης από κοινού μεταξύ της κοινότητας και των μελών της, η οποία μάλιστα δεν δεν είναι υποχρεωτικό να είναι επιμερισμένη εξίσου, αφού η συμμετοχή των μερών στον καθορισμό των στόχων και του τρόπου επεξεργασίας στο πλαίσιο του κοινού ελέγχου μπορεί να προσλάβει διάφορες μορφές.
Συνεπώς, ο γενικός εισαγγελέας αποφαίνεται ότι θρησκευτική κοινότητα η οποία οργανώνει δραστηριότητα κηρύγματος στο πλαίσιο της οποίας συλλέγονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος της επεξεργασίας, παρά το γεγονός ότι η ίδια δεν έχει πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγουν τα μέλη της. Για τον καθορισμό του «υπευθύνου επεξεργασίας» κατά την έννοια της οδηγίας 95/46, δεν απαιτείται να υπάρχουν γραπτές οδηγίες, αλλά πρέπει να διαπιστώνεται, ενδεχομένως μέσω δέσμης στοιχείων, ότι ο υπεύθυνος είναι σε θέση να ασκεί εκ των πραγμάτων επιρροή στη δραστηριότητα συλλογής και επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, γεγονός που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
Υπενθυμίζεται ότι ο προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο και η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα CURIA
[1] Απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2003 C‑101/01, Lindqvist.