Πολλοί είναι πλέον οι κληρονόμοι οι οποίοι εκφράζουν αμφιβολίες και προβληματίζονται για το κατά πόσο πρέπει να αποδεχθούν την επελθούσα σ’ αυτούς κληρονομιά, σε περίπτωση που υπάρχουν υποψίες για τυχόν χρέη ή οφειλές του θανόντα -κληρονομούμενου.
Μεγάλη δε προσοχή πρέπει να δίνεται στο σημείο διότι, αυτό που ίσως δεν γνωρίζετε όλοι, είναι ότι ο οριστικός κληρονόμος, ο οποίος είτε αποδέχθηκε την κληρονομιά, είτε δεν φρόντισε να την αποποιηθεί μέσα στην εκ του νόμου τασσόμενη προθεσμία, ευθύνεται για τις οφειλές του κληρονομούμενου και με την προσωπική του περιουσία απεριόριστα, δηλαδή οι δανειστές του κληρονομούμενου, μπορούν να στραφούν και κατά της δικής του περιουσίας.
Στις περιπτώσεις λοιπόν που είτε είναι βέβαιο ότι τα χρέη του κληρονομουμένου ξεπερνούν το ενεργητικό της περιουσίας που αυτός κατέλειπε, ή στις περιπτώσεις που τα χρέη είναι μεν αρκετά αλλά δεν μπορεί να υπολογιστεί ακριβώς αν είναι συμφέρουσα η αποδοχή της κληρονομιάς, ο κληρονόμος μπορεί να προστατευθεί, επιλέγοντας έναν από τους δύο τρόπους που έχει θεσπίσει ο νομοθέτης για την προστασία του, που είναι αφενός η αποποίηση κληρονομίας και αφετέρου η αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής. Ειδικότερα :
Α. Σε περιπτώσεις που τα χρέη του κληρονομουμένου είναι περισσότερα από την περιουσία που αυτός κατέλειπε.
Σε περιπτώσεις που το παθητικό της κληρονομίας είναι μεγαλύτερο από το ενεργητικό αυτής, δηλαδή με απλά λόγια, τα χρέη και οι οφειλές αυτής ξεπερνούν την αξία της περιουσίας που κληρονομείται, οπότε και είναι βέβαιο ότι ο κληρονόμος θα κληθεί να αποπληρώσει τα χρέη που υπολείπονται με την προσωπική του περιουσία, έχει το δικαίωμα εντός τεσσάρων μηνών από τη στιγμή που θα λάβει γνώση την επαγωγή και τους λόγους της (ότι δηλαδή καθίσταται κληρονόμος) να προβεί σε δήλωση αποποίησης.
Με τον όρο «Αποποίηση κληρονομιάς» εννοείται η δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι δεν δέχεται την κληρονομιά, ότι δηλαδή δεν επιθυμεί να γίνει οριστικός κληρονόμος. Η δήλωση γίνεται στη γραμματεία του δικαστηρίου της κληρονομιάς δηλαδή στο Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου είχε την κατοικία του ή τη διαμονή του ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του.
Σε περίπτωση που ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία του κατοικία στην αλλοδαπή ή που ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν έμενε στην αλλοδαπή, η προθεσμία για την αποποίηση είναι εντός έτους.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι η αποποίηση αναφέρεται στο σύνολο της κληρονομιάς και δεν μπορεί αν περιοριστεί σε μέρος αυτής, δεν μπορεί δηλαδή να γίνει επιλεκτική αποποίηση στοιχείων της κληρονομίας
Με την αποποίηση της κληρονομίας, η κληρονομία επάγεται στους κληρονόμους του κληρονόμου που αποποιήθηκε, οπότε θα πρέπει να δοθεί προσοχή στο σημείο αυτό, αν ο κληρονόμος που αποποιήθηκε έχει δικούς του κατιόντες, δηλαδή παιδιά.
Τέλος, ο τρόπος της αποποίησης διευκολύνει και σε περιπτώσεις εξ αδιαθέτου διαδοχής πολλών συγκληρονόμων, προκειμένου να αποκτήσει την κυριότητα εξ ολοκλήρου μόνο ένας εξ αυτών, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό πολλαπλές αποδοχές και πληθώρα συμβολαιογραφικών εγγραφών προκειμένου να επιτευχθεί το αυτό αποτέλεσμα.
Β. Σε περιπτώσεις που υπάρχουν μεν χρέη του κληρονομουμένου, δεν είναι δυνατόν όμως να προσδιορισθεί αν αυτά είναι μεγαλύτερα από την περιουσία που αυτός κατέλειπε
Πρόβλημα επίσης δημιουργείται πολλές φορές, είτε γιατί οι κληρονόμοι δεν γνωρίζουν ακριβώς ποιά είναι τα χρέη της κληρονομίας (τις περισσότερες φορές δεν γνωρίζουν καν οι κληρονόμοι κατά το χρόνο της επαγωγής αν ο κληρονομούμενος είχε οφειλές, πόσο μάλλον δεν γνωρίζουν ακριβώς το είδος και το ύψος αυτών), είτε γνωρίζουν μεν αυτά, αλλά δεν μπορούν να εκτιμήσουν ακριβώς αν μετά την εξόφληση αυτών, θα υπολείπεται περιουσία της κληρονομίας, ή θα πρέπει να συνεισφέρουν στην αποπληρωμή των χρεών με τη δική τους περιουσία.
Για την προστασία των κληρονόμων από τον ενδεχόμενο κίνδυνο να πρέπει να συμμετέχουν με τη δική τους περιουσία στην αποπληρωμή των χρεών της κληρονομιάς, ο νομοθέτης θέσπισε την λεγόμενη «Αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής».
Ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα, για όσο διαρκεί η προθεσμία να αποποιηθεί την κληρονομία, να δηλώσει ότι την αποδέχεται με το ευεργέτημα της απογραφής, περιορίζοντας την ευθύνη του για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς μέχρι το ενεργητικό της, δηλαδή μέχρι τη συνολική αξία της κληρονομίας.
Η σχετική δήλωση γίνεται επίσης στον γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας.
Προσοχή πρέπει να δοθεί και στο σημείο αυτό, γιατί αν παρέλθει η προθεσμία της αποποίησης, ο νόμος δεν παρέχει πλέον καμία δυνατότητα στον κληρονόμο να περιορίσει την ευθύνη του, ενώ επίσης για την παροχή της σχετικής προστασίας, ο νομοθέτης έχει θεσπίσει την τήρηση ορισμένων υποχρεώσεων από μέρους του κληρονομούμενου.
Έτσι, ο κληρονόμος που αποδέχθηκε την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής, είναι υποχρεωμένος να συντάξει απογραφή της κληρονομικής περιουσίας μέσα σε τέσσερις μήνες από την παραπάνω δήλωσή του.
Η απογραφή, συνίσταται στην καταγραφή όλων των στοιχείων του ενεργητικού και παθητικού της κληρονομίας, διαδικασία που απαιτεί προσεκτικούς νομικούς χειρισμούς και σε περίπτωση που δεν περατωθεί εντός της προβλεπόμενης τετράμηνης αποκλειστικής προθεσμίας, επέρχεται ως συνέπεια η απώλεια του ευεργετήματος με αποτέλεσμα την απεριόριστη ευθύνη του κληρονόμου.
Επίσης, ο κληρονόμος που αποδέχεται με το ευεργέτημα της απογραφής, διοικεί και ευθύνεται για κάθε αμέλεια και έχει υποχρέωση να λογοδοτεί στους δανειστές, ενώ απαγορεύεται σ’ αυτόν να εκποιήσει ή να δωρίσει ακίνητα της κληρονομιάς που αποδέχθηκε με το ευεργέτημα της απογραφής χωρίς άδεια του δικαστηρίου.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι τα ανήλικα τέκνα που κληρονομούν, έχουν πάντοτε το ευεργέτημα της απογραφής, ώστε να μην βρεθούν να οφείλουν από κληρονομία με χρέη που έλαβαν. Πρέπει όμως, το αργότερο εντός έτους από την ενηλικίωσή τους να συντάξουν απογραφή, διαφορετικά θα πρέπει να πληρώσουν τα χρέη της κληρονομίας.
Βάσει των ανωτέρω λοιπόν, η αποδοχή κληρονομίας δεν είναι μονόδρομος για τον κάθε κληρονόμο. Ο τελευταίος, έχει το δικαίωμα, από τη στιγμή που θα μάθει την επαγωγή του και εντός τεσσάρων μηνών, με τη βοήθεια του δικηγόρου του, να προβεί σε έρευνα τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού της κληρονομητέας περιουσίας, προκειμένου να αποφασίσει και να επιλέξει εκείνον τον τρόπο απ’ αυτούς που του παρέχει ο νομοθέτης, με τον οποίο, είτε θα επαυξήσει την περιουσία του, είτε θα περιφρουρήσει αυτήν από τους ενδεχόμενους δανειστές του θανόντα- κληρονομούμενου.