Παράνομη έκρινε το δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τη διάθεση αφορολόγητων καυσίμων από τα Καταστήματα Αφορολόγητων Ειδών που λειτουργούν στην ελληνική μεθόριο. Το σκεπτικό της απόφασης είναι ότι τα καύσιμα τίθενται σε ανάλωση με τον εφοδιασμό των οχημάτων απορρίπτοντας έτσι το επιχείρημα της ελληνικής πλευράς ότι τα καύσιμα ήταν αντικείμενο εξαγωγής και έτσι δεν έπρεπε να βαρύνονται με ειδικό φόρο κατανάλωσης. Η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έχει ως εξής:
Η οδηγία 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης προβλέπει ότι ο φόρος αυτός καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο και στο κράτος μέλος θέσης σε ανάλωση των προϊόντων. Ως “θέση σε ανάλωση” νοείται η έξοδος υποκειμένων σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντων από ένα καθεστώς αναστολής, συμπεριλαμβανομένης της παράτυπης εξόδου.
Η “Καταστήματα Αφορολόγητων Ειδών AE” (ΚΑΕ) έχει την εκμετάλλευση πρατηρίων τα οποία λειτουργούν ως φορολογικές αποθήκες στους μεθοριακούς σταθμούς Κήπων Έβρου, Κακαβιάς και Ευζώνων, ήτοι σε περιοχές που συνορεύουν με τρίτες χώρες –συγκεκριμένα, με τη Δημοκρατία της Τουρκίας, τη Δημοκρατία της Αλβανίας και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Στα πρατήρια αυτά, οι υπήκοοι τρίτων χωρών μπορούν να προμηθευτούν αφορολόγητα καύσιμα για τον ανεφοδιασμό των ταξινομημένων σε τρίτες χώρες οχημάτων τους, προτού εγκαταλείψουν το έδαφος της ΕΕ διερχόμενοι τα χερσαία σύνορα. Κατ’ εφαρμογήν μιας απλουστευμένης διαδικασίας εξαγωγής, οι αρμόδιες τελωνειακές αρχές εποπτεύουν και βεβαιώνουν την έξοδο των καυσίμων από το έδαφος της Ένωσης. Η όλη διαδικασία, περιλαμβανομένης της πώλησης αφορολόγητων πετρελαιοειδών προϊόντων, διέπεται από μια σειρά υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν από το 2003 έως το 2005.
Κατόπιν καταγγελίας, η Επιτροπή συγκέντρωσε πληροφορίες σχετικά με την πώληση αφορολόγητων πετρελαιοειδών προϊόντων από τα ανωτέρω πρατήρια της ΚΑΕ. Θεωρώντας ότι η ισχύουσα εθνική νομοθεσία ενδέχεται να αντιβαίνει στην οδηγία 2008/118, η Επιτροπή κάλεσε την Ελλάδα να της παράσχει διευκρινίσεις.
Η Επιτροπή προσάπτει στην Ελλάδα ότι παρέβη την υποχρέωσή της να φορολογεί τα προϊόντα που υπόκεινται στον ειδικό φόρο κατανάλωσης κατά τον χρόνο της θέσης τους σε ανάλωση. Στο μέτρο που τα συγκεκριμένα πρατήρια συνιστούν “φορολογικές αποθήκες” κατά την οδηγία 2008/118, τα πετρελαιοειδή προϊόντα τα οποία αποθηκεύονται εκεί τελούν υπό καθεστώς αναστολής, οπότε η υποχρέωση καταβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης αναστέλλεται. Κατά τον εφοδιασμό όμως των δεξαμενών καυσίμων των οχημάτων, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός επειδή τα καύσιμα εξέρχονται, επί ελληνικού εδάφους, από το καθεστώς αναστολής.
Κατά την Επιτροπή, ο κρίσιμος χρόνος, όσον αφορά το απαιτητό του ειδικού φόρου κατανάλωσης, είναι “η θέση σε ανάλωση” και όχι η ίδια η “ανάλωση”. Επομένως, το απαιτητό δεν εξαρτάται από την απόσταση η οποία χωρίζει το σημείο πώλησης από τα εξωτερικά σύνορα του αντίστοιχου κράτους μέλους. Ομοίως, άνευ σημασίας είναι το για πόσο χρόνο το προϊόν που έχει τεθεί σε ανάλωση παραμένει εντός της επικράτειας του κράτους μέλους.
Η Ελλάδα ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η πώληση πετρελαιοειδών προϊόντων από την ΚΑΕ εντός των πρατηρίων στους μεθοριακούς σταθμούς δεν συνεπάγεται ότι καθίσταται απαιτητός ο ειδικός φόρος κατανάλωσης, εφόσον τα καύσιμα, άπαξ και εξέλθουν από το καθεστώς αναστολής, τίθενται αμέσως υπό “τελωνειακό καθεστώς εξαγωγής” μέσω μιας “απλουστευμένης διαδικασίας”, η οποία εγγυάται ότι τα πετρελαιοειδή προϊόντα δεν καταναλώνονται επί ελληνικού εδάφους, αλλά εξάγονται προς τρίτες χώρες.
Με τη σημερινή του απόφαση το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι η έξοδος πετρελαιοειδών προϊόντων από το καθεστώς αναστολής κατά τη στιγμή του ανεφοδιασμού των οχημάτων επί του εδάφους της Ελλάδας συνεπάγεται τη θέση τους σε ανάλωση. Δεδομένου ότι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός αυτήν ακριβώς τη χρονική στιγμή, η ελληνική νομοθεσία η οποία επιτρέπει την προμήθεια των εν λόγω προϊόντων χωρίς επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης είναι αντίθετη προς την οδηγία 2008/18/ΕΚ.