Τελευταία ενημέρωση μετά από διευκρίνιση της Επιτροπής (Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018 – 11:30).
Η αναγραφή της χώρας προέλευσης των τροφίμων θα είναι υποχρεωτική μόνο εάν το κύριο συστατικό ενός συγκεκριμένου προϊόντος προέρχεται από διαφορετική χώρα και ο παραγωγός επιθυμεί να έχει σήμανση προέλευσης, δήλωσε εκπρόσωπος Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη EURACTIV.
Τον περασμένο μήνα, η Κομισιόν υπέβαλε σχετικό σχέδιο για δημόσια διαβούλευση σχετικά με τον κανονισμό για τη σήμανση της χώρας προέλευσης των προϊόντων.
Ωστόσο, ο τίτλος της δημόσιας διαβούλευσης αναφέρεται σε μια διάταξη «προαιρετικής» σήμανσης προέλευσης ή τόπου προέλευσης των τροφίμων, με αποτέλεσμα να προκαλέσει σύγχυση στα ενδιαφερόμενα μέρη.
Χαρακτηριστικά, η κυβέρνηση του Καναδά σχολίασε ότι χρειάζονται περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με το αν η πρόταση της Επιτροπής ήταν υποχρεωτική ή προαιρετική. Επίσης, απηύθυνε έκκληση προς την Κομισιόν να κινηθεί προς μια προαιρετική βάση, προκειμένου οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων να έχουν την επιλογή να προσθέσουν αυτήν την σήμανση.
Ερωτηθείς γιατί ο τίτλος αναφέρεται σε «προαιρετική» ένδειξη, ο Ευρωπαίος αξιωματούχος απάντησε ότι ήταν ένας «γενικός τίτλος».
Απαντώντας στο παρόν άρθρο, του οποίου ο αρχικός τίτλος ήταν «Κομισιόν: Υποχρεωτική η αναγραφή της χώρας προέλευσης στα τρόφιμα», ο εκπρόσωπος Τύπου της ΕΕ κατέστησε σαφές ότι η πρόταση της Επιτροπής αναφέρει ότι η αναγραφή της χώρας προέλευσης θα είναι προαιρετική, εκτός από τις περιπτώσεις που το κύριο συστατικό είναι διαφορετικό από τη χώρα προέλευσης του προϊόντος διατροφής.
«Οι υπεύθυνοι επιχειρήσεων τροφίμων μπορούν να επιλέξουν, εάν θα επισημάνουν την προέλευση των τροφίμων ή όχι. Αν επιλέξουν να προσδιορίσουν τη χώρα του προϊόντος, τότε θα καθίσταται υποχρεωτική η αναγραφή της προέλευσης του κύριου συστατικού σε περίπτωση που διαφέρει από τη χώρα προέλευσης του τροφίμου», τόνισε ο υπάλληλος της Επιτροπής.
Υπάρχει μια αυξανόμενη τάση σε χώρες, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, προς την ακριβέστερη σήμανση των τροφίμων. Το κύριο επιχείρημά τους είναι ότι οι καταναλωτές πρέπει να γνωρίζουν από πού προέρχονται τα προϊόντα διατροφής τους.
Τον περασμένο Αύγουστο, η Ιταλία αποφάσισε να επιβάλει υποχρεωτική σήμανση στα ζυμαρικά και τη συσκευασία ρυζιού, συμπεριλαμβανομένων των βασικών συστατικών. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι η προέλευση του τόπου καλλιέργειας του σίτου και του ρυζιού πρέπει να αναγράφεται στις ετικέτες.
Πάντως, η βιομηχανία τροφίμων αντέδρασε έντονα στη συγκεκριμένη είδηση, ζητώντας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ακυρώσει το μέτρο, προειδοποιώντας ότι θα διαταράξει την ενιαία αγορά της ΕΕ.
Από την πλευρά της, η Ελλάδα εξετάζει παρόμοια μέτρα για το γάλα.
Στο μεταξύ, η Συμβουλευτική Οργάνωση για την Ασφάλεια των Τροφίμων (SAFE) εξέφρασε τις ανησυχίες της για την προσέγγιση της Επιτροπής, υποστηρίζοντας ότι θα υπάρχει σύγχυση καταναλωτών.
Ειδικότερα, η οργάνωση υποστηρίζει ότι το «προαιρετικό πνεύμα» του κειμένου της Κομισιόν είναι διαμετρικά αντίθετο με τις επανειλημμένες εκκλήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη θέσπιση μιας υποχρεωτικής βάσης, καθώς και ότι είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτό στο νομοθετικό πλαίσιο του Κανονισμού για την ενημέρωση των καταναλωτών.
Αναφερόμενη σε έκθεση της BEUC, η οποία διαπιστώνει ότι οι πολίτες της ΕΕ απαιτούν πληροφορίες σχετικά με την προέλευση μιας σειράς τροφίμων, η SAFE δήλωσε ότι η πρόταση της Επιτροπής πιθανότατα θα απογοητεύσει τους καταναλωτές, καθώς θα οδηγήσει σε παραπλανητική πληροφόρηση.
Ένα πρόσθετο ζήτημα είναι η διάταξη για τα κύρια συστατικά των προϊόντων διατροφής.
Η Κομισιόν υπογραμμίζει ότι η χώρα προέλευσης ή ο τόπος προέλευσης ενός πρωταρχικού συστατικού που δεν είναι η ίδια με τη δεδομένη χώρα προέλευσης ή τον τόπο προέλευσης του τροφίμου χαρακτηρίζεται ως «ΕΕ», «εκτός ΕΕ» ή «ΕΕ και εκτός ΕΕ».
Ωστόσο, η SAFE αναφέρει ότι η διάκριση μεταξύ «ΕΕ» και «εκτός ΕΕ» είναι επαρκής, υποστηρίζοντας ότι «ΕΕ και εκτός ΕΕ» αποτελεί έναν αμφισβητήσιμο ορισμό, εάν δεν αναγράφονται οι ακριβείς αναλογίες των προϊόντων της ΕΕ και της εκτός ΕΕ.
Η γενική γραμματέας της SAFE, Floriana Cimmarusti, εξέφρασε ανησυχίες σχετικά με την πρόταση.
«Η δυνατότητα που δίνεται στους παραγωγούς να δηλώνουν ότι «το συγκεκριμένο συστατικό δεν προέρχεται από τη χώρα προέλευσης του προϊόντος», χωρίς να προσδιορίζεται η πραγματική προέλευση του εν λόγω συστατικού, θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερη σύγχυση στους καταναλωτές», διευκρίνισε η κ. Cimmarusti EURACTIV.
Η FoodDrinkEurope δήλωσε στη EURACTIV ότι η αναγραφή προέλευσης του κύριου συστατικού σε επίπεδο κράτους μέλους ή τρίτης χώρας μπορεί να υφίσταται, αλλά όχι πάντα.
«Δεν είναι πάντοτε εφικτό και οι πληροφορίες μπορούν να παρέχονται μόνο σε υψηλότερο γεωγραφικό επίπεδο («ΕΕ», «εκτός ΕΕ», «ΕΕ και εκτός ΕΕ»), πρόσθεσε.
«Πράγματι, για ορισμένα τρόφιμα η αναγραφή προέλευσης του κύριου συστατικού αλλάζει με την πάροδο του χρόνου με βάση παράγοντες, όπως η διαθεσιμότητα στην αγορά, η εποχή, η ποιότητα, η τιμή κ.λπ. Δεδομένου ότι εξαρτώνται από εξωτερικούς παράγοντες, οι αλλαγές αυτές δεν μπορούν να προγραμματιστούν εκ των προτέρων», ανέφερε χαρακτηριστικά η οργάνωση.
«Υπό αυτές τις συνθήκες, η ακριβής αναλογία των βασικών συστατικών που έχουν συγκεκριμένη προέλευση δεν θα ήταν πρακτικά εφικτή και πέρα από τα μέσα των περισσοτέρων επιχειρήσεων (ιδίως των ΜμΕ)», σημείωσε η FoodDrinkEurope.