Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία της ετήσιας μελέτης του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) για τις πιέσεις που δέχεται ο εσωτερικός Τουρισμός, αλλά και για το πως διαμορφώνεται ο χάρτης των ξενοδοχείων στην Ελλάδα.
Όπως έδειξε η μελέτη με τίτλο “Οι εξελίξεις στα βασικά μεγέθη της ελληνικής ξενοδοχίας”, τα κύρια σημεία της οποίας παρουσιάστηκαν στη γενική συνέλευση του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, το 85% των διανυκτερεύσεων αφορά σε ξένους επισκέπτες, εξέλιξη που συμπιέζει τη λειτουργία των μονάδων και των προορισμών που βασίζονται στους Έλληνες τουρίστες. Τα στοιχεία φανερώνουν επίσης πτώση της εσωτερικής κίνησης τη σεζόν που πέρασε, καθώς οι διανυκτερεύσεις των Ελλήνων πελατών στα ξενοδοχεία της χώρας αποτέλεσαν το 14,9% του συνόλου, όταν το 2016 έφταναν το 16,2%.
Παρόλα αυτά, καταγράφεται άνοδος στην επενδύσεις στον ξενοδοχειακό κλάδο την τελευταία πενταετία, αλλά και ορατή βελτίωση των υποδομών, γεγονός που αποτιμάται θετικά από τα στελέχη του Τουρισμού όσον αφορά την αναβάθμιση των προσφερόμενων υπηρεσιών. Πιο συγκεκριμένα, την περίοδο 2012-2017, σύμφωνα με τη μελέτη του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων, άνοιξαν 498 νέα ξενοδοχεία συνολικής δυναμικότητας 17.153 δωματίων, ενώ διέκοψαν τη λειτουργία τους 427 μονάδες συνολικής δυναμικότητας 11.715 δωματίων. Το 86%των μονάδων που άνοιξαν εντάχθηκαν στις τρεις υψηλότερες κατηγορίες ξενοδοχείων (91% σε όρους δωματίων), ενώ από τις μονάδες που διέκοψαν τη λειτουργία τους, το 70%περίπου προερχόταν από τις δύο χαμηλότερες κατηγορίες (54% σε όρους δωματίων).
Το 2000 τα ξενοδοχεία 5 αστέρων αποτελούσαν μόλις το 6% του συνολικού ξενοδοχειακού δυναμικού. Το 2017 αντίθετα το ποσοστό των πεντάστερων ξενοδοχείων έχει τριπλασιαστεί και αποτελεί το 18,1% του συνολικού ξενοδοχειακού δυναμικού. Ταυτόχρονα μειώνεται και το ποσοστό των ξενοδοχείων που ανήκουν στη χαμηλότερη κατηγορία: από 8,9% το 2000, σε 6,5% το 2017. Το μέσο μέγεθος του ελληνικού ξενοδοχείου παραμένει για χρόνια σταθερό και κυμαίνεται γύρω στα 42 δωμάτια.
Τη χρονιά που πέρασε καταγράφηκε ποσοστιαία άνοδος κατά 11,3% στο μέσο έσοδο ανά δωμάτιο με βάση την κατηγορία του ξενοδοχείου σε σχέση με το 2016. Όπως όμως διαπιστώνει η μελέτη, η ονομαστική αύξηση που παρατηρείται στο ακαθάριστο μέσο έσοδο ανά δωμάτιο, δεν συνοδεύεται και από αύξηση στο αντίστοιχο καθαρό έσοδο, καθώς το ξενοδοχειακό προϊόν επιβαρύνεται από άμεση και έμμεση φορολογία. Έτσι, για να μπορέσουν συνεπώς τα ξενοδοχεία να παραμένουν ανταγωνιστικά, υποχρεώνονται να συγκρατούν τις τιμές τους, αναφέρει η έρευνα του ΙΤΕΠ.
Σύμφωνα με τη μελέτη του Ινστιτούτου, η εποχικότητα του ελληνικού τουρισμού παραμένει υψηλή, καθώς στο τετράμηνο Ιουνίου-Σεπτεμβρίου (και για το 2016 και για το 2017) καταγράφεται το 70% των αφίξεων και σχεδόν το 80% των διανυκτερεύσεων στα τουριστικά καταλύματα. Το Μάιο του 2017, το 58,5% των ξενοδοχείων είχε πληρότητες κάτω από 60%. Αντίθετα, τον Αύγουστο, που παραδοσιακά είναι ο μήνας αιχμής της τουριστικής περιόδου, τα μισά περίπου ξενοδοχεία πέτυχαν πληρότητες μέχρι 90%.
Η συνεχής άνοδος της τουριστικής κίνησης που καταγράφεται τα τελευταία τέσσερα χρόνια δεν έχει φτάσει σε όλους τους προορισμούς. Πέντε περιφέρειες (Αττική, Κρήτη, Νότιο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία, Ιόνια Νησιά) συγκεντρώνουν πάνω από το 85% των τουριστικών ροών στη χώρα και το 85%-90% των εισπράξεων και διανυκτερεύσεων. Τα αντίστοιχα μερίδια των υπόλοιπων περιφερειών κυμαίνονται από 0,3% έως 4,2%.Πρώτη σε εισπράξεις και διανυκτερεύσεις είναι η περιφέρεια του Νοτίου Αιγαίου, ενώ η περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας είναι πρώτη σε επισκέψεις. Όσον αφορά στο ξενοδοχειακό δυναμικό, στις πέντε αυτές περιφέρειες συγκεντρώνεται το 78% του ξενοδοχειακού δυναμικού σε όρους δωματίων.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα πως η αναβάθμιση και προώθηση των περιοχών που υστερούν τουριστικά θα πρέπει να τεθεί στο προσκήνιο, ώστε να αμβλυνθούν οι ανισότητες και να αναδειχτούν σε νέους τουριστικούς προορισμούς που θα αποτελέσουν πόλο έλξης των τουριστών με θετικές επιδράσεις στις τοπικές οικονομίες.