Οι ενεργειακοί φόροι στις πιο αναπτυγμένες οικονομίες δεν είναι αρκετοί για να περιορίσουν τη χρήση ενέργειας, να βελτιώσουν την ενεργειακή αποδοτικότητα και να καθοδηγήσουν μία στροφή σε πηγές με χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αναφέρει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σε νέα έκθεσή του.
Η φορολογία στη χρήση της ενέργειας – όπως οι φόροι στα καύσιμα, ο φόρος στο διοξείδιο του άνθρακα και οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης – χρησιμοποιούνται από πολλές κυβερνήσεις για να αναγκάζουν τους καταναλωτές ενέργειας να πληρώνουν το κόστος της ρύπανσης και να μειώνονται έτσι οι βλαβερές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που οδηγούν στην υπερθέρμανση του πλανήτη.
Ο ΟΟΣΑ εξέτασε τη φορολογία στη χρήση ενέργειας που επέβαλαν, μεταξύ του 2012 και του 2015, 42 χώρες του ΟΟΣΑ και της G20, στις οποίες αντιστοιχεί περίπου το 80% της παγκόσμιας ενεργειακής χρήσης και των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από την ενεργειακή χρήση. Η μελέτη δεν ασχολήθηκε με τις τιμές αγοράς δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων, όπως το σχετικό σύστημα της ΕΕ, αλλά ο ΟΟΣΑ σημείωσε ότι αυτό δεν αλλάζει σημαντικά τα συμπεράσματα της μελέτης. Ο ΟΟΣΑ διαπίστωσε ότι σχεδόν όλοι οι φόροι είναι πολύ χαμηλοί για να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, σε σύγκριση με τον δείκτη αναφοράς των 30 ευρώ ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα, που θεωρείται μία συντηρητική ελάχιστη εκτίμηση της ζημιάς που προκαλείται από την εκπομπή ενός τόνου διοξειδίου του άνθρακα.
“Μία γενική άποψη των φόρων ανά τόνο εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε όλες τις χώρες αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική αλλαγή των συντελεστών φορολογίας των εκπομπών εκτός του τομέα των οδικών μεταφορών”, αναφέρει η έκθεση, προσθέτοντας ότι “οι φόροι συνεχίζουν να μην είναι καλά εναρμονισμένοι με το περιβαλλοντικό και κλιματικό κόστος της χρήσης της ενέργειας, σε όλες τις χώρες”. Στον τομέα των οδικών μεταφορών, το 97% των εκπομπών φορολογούνται και οι συντελεστές ήταν υψηλότεροι από 50 ευρώ ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα για το 47% των εκπομπών το 2015 έναντι 37% το 2012. Στους τομείς εκτός των οδικών μεταφορών, στους οποίους αντιστοιχεί συνολικά το 95% των εκπομπών διοξειδίου από την ενεργειακή χρήση, το 81% των εκπομπών ήταν αφορολόγητο και οι φορολογικοί συντελεστές ήταν χαμηλότεροι από τα 30 ευρώ ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα για το 97% των εκπομπών.
Ο άνθρακας, στον οποίο αντιστοιχεί σχεδόν το ήμισυ των εκπομπών διοξειδίου στις 42 χώρες, δεν φορολογείται σε πολλές χώρες και μόνο σε πέντε χώρες φορολογείτο με περισσότερο από 5 ευρώ ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα.
Οι φόροι στα προϊόντα πετρελαίου ήταν σχετικά υψηλοί, πάνω από 100 ευρώ ανά τόνο διοξειδίου κατά μέσο όρο σε όλους τους τομείς και ιδιαίτερα υψηλοί στις οδικές μεταφορές, ένας τομέας που παραμένει σχεδόν εξ ολοκλήρου εξαρτημένος από πετρελαϊκά προϊόντα.
Οι φόροι στο ντίζελ κίνησης είναι χαμηλότεροι από τους φόρους στη βενζίνη σε όλες τις χώρες, με εξαίρεση δύο, αν και αυτό το πρότυπο φαίνεται να αλλάζει, σύμφωνα με την έκθεση. Ορισμένες κυβερνήσεις άρχισαν να αυξάνουν τους φόρους στο ντίζελ, εν μέσω πίεσης να βελτιωθεί η ποιότητα του αέρα στις μεγάλες πόλεις. “Εκτός από τις αυξήσεις της φορολογίας στα καύσιμα κίνησης σε ορισμένες μεγάλες οικονομίες χαμηλού έως μεσαίου εισοδήματος και κάποια πρώτα βήματα προς την ευθυγράμμιση της φορολογίας του ντίζελ με τη φορολογία της βενζίνης, δεν υπάρχει κάποια δομική αλλαγή στο πρότυπο των φόρων στην ενεργειακή χρήση μεταξύ του 2012 και του 2015”, αναφέρει ο ΟΟΣΑ.