Την κρισιμότητα της «επόμενης μέρας» μετά τον τερματισμό του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018 επισήμανε ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, υπεραμυνόμενος της άποψης ότι επείγει να διαμορφωθεί μια συνεκτική στρατηγική για τη μεταμνημονιακή εποχή. Σε εκδήλωση που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, παρουσία μεταξύ άλλων του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη και του αναπληρωτή υπουργού Οικονομίας Γιώργου Χουλιαράκη, συζητήθηκε η πορεία του ΔΝΤ στον χρόνο και ο ρόλος του στην ευρωζώνη και στην Ελλάδα.
Σχολιάζοντας τη διαφαινόμενη πρόθεση της ΕΕ να προχωρήσει στη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου, ο κ. Ψαλιδόπουλος εκτίμησε ότι ο προβληματισμός σχετίζεται μόνο με την ανάγκη της ΕΕ να θεραπεύσει τις δικές της ανεπάρκειες, αλλά και με τους συσχετισμούς δύναμης στο εσωτερικό του ΔΝΤ, που καθιστούν προοδευτικά δυσμενέστερη τη θέση της Γηραιάς Ηπείρου, περιορίζοντας τον ρόλο και την επιρροή της.
Ο κ. Ψαλιδόπουλος, καθηγητής Ιστορίας Οικονομικών Θεωριών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος ήταν κεντρικός ομιλητής στη συζήτηση με τίτλο «Η πολιτική οικονομία του ΔΝΤ και η περίπτωση της Ελλάδας», με συνομιλητή τον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην πρόεδρο του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς» Νίκο Πετραλιά, επισήμανε ότι μετά την κριτική που τού έχει ασκηθεί το Ταμείο έχει αρχίσει να ενσωματώνει νέες προβληματικές, όπως οι εισοδηματικές ανισότητες, η κλιματική αλλαγή και οι διακρίσεις στην αγορά εργασίας. Οσον αφορά τους σχεδιασμούς του ΔΝΤ, ο κ. Ψαλιδόπουλος αναφέρθηκε στις διεργασίες για την αλλαγή του είδους της εποπτείας που (οφείλει να) ασκεί το Ταμείο, στην κατεύθυνση ενίσχυσης της ικανότητάς του να δρα προληπτικά, ενώ ιδιαίτερη μνεία έκανε στις επεξεργασίες για τη διαμόρφωση νέων στρατηγικών παρέμβασης του Ταμείου, μετά την εμπειρία στην ευρωζώνη.
Ο κ. Πετραλιάς επικεντρώθηκε στο σημείο καμπής που σηματοδότησε το 1994 η «συναίνεση της Ουάσιγκτον» και αναφέρθηκε στην έντονη αμφισβήτηση της πολιτικής του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας ήδη από τη δεκαετία του ’80, καθώς είχαν αρχίσει να πληθαίνουν οι φωνές που έκαναν λόγο για κρίση ταυτότητας των δύο θεσμών, επισημαίνοντας την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των στόχων τους.