Πολλές επιχειρήσεις, θυγατρικές πολυεθνικών ομίλων και μη, παρέχουν στα στελέχη τους τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε ομαδικά ασφαλιστήρια συνταξιοδοτικά προγράμματα. Τα προγράμματα αυτά προβλέπουν συνήθως την καταβολή ασφαλίστρων, τόσο από τον εργοδότη όσο και από τον εργαζόμενο, και την απόληψη ενός ποσού ασφαλίσματος κατά το τέλος του προγράμματος, είτε εφάπαξ είτε με τη μορφή περιοδικά καταβαλλόμενης (π.χ. μηνιαίας) σύνταξης.
Σύμφωνα με τον ισχύοντα Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ), ο οποίος ισχύει από 1ης/1/2014, τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται από τον εργαζόμενο ή τον εργοδότη για λογαριασμό του εργαζομένου, στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων, εξαιρούνται από τον υπολογισμό του εισοδήματος από μισθωτή εργασία, συνεπώς αυτά τα ποσά δεν φορολογούνται ως μισθός για τον εργαζόμενο κατά τον χρόνο αυτό.
Αντιθέτως, θα προκύψει αυτοτελής φορολόγηση κατά τον χρόνο λήξης του συνταξιοδοτικού προγράμματος, όταν δηλαδή ο εργαζόμενος θα εισπράξει από την ασφαλιστική εταιρεία το ασφάλισμα είτε εφάπαξ είτε ως περιοδική σύνταξη. Ο φόρος υπολογίζεται:
α) Σε 15% για κάθε περιοδικά καταβαλλόμενη παροχή.
β) Σε 10% για εφάπαξ καταβαλλόμενη παροχή μέχρι 40.000 ευρώ.
γ) Σε 20% για εφάπαξ καταβαλλόμενη παροχή κατά το μέρος που υπερβαίνει τις 40.000 ευρώ.
Οι παραπάνω συντελεστές προσαυξάνονται κατά 50% σε περίπτωση είσπραξης από τον δικαιούχο ποσού πρόωρης εξαγοράς (δηλ. πριν από τη λήξη του συμβολαίου). Δεν θεωρείται πρόωρη εξαγορά κάθε καταβολή που πραγματοποιείται σε εργαζόμενο, ο οποίος έχει θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα ή έχει υπερβεί το 60ό έτος της ηλικίας του, καθώς και κάθε καταβολή που γίνεται χωρίς τη βούληση του εργαζομένου, όπως σε περίπτωση απόλυσής του ή πτώχευσης του εργοδότη. Αντιθέτως, η είσπραξη του ασφαλίσματος, λόγω οικειοθελούς αποχώρησης του εργαζομένου από την επιχείρηση (εφόσον δεν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις) συνιστά περίπτωση πρόωρης εξαγοράς.
Ο φόρος παρακρατείται κατά την πληρωμή του ασφαλίσματος από τις ασφαλιστικές εταιρείες και δεν οφείλεται περαιτέρω φόρος εισοδήματος από τους δικαιούχους. Οφείλεται, ωστόσο, ειδική εισφορά αλληλεγγύης κατά την εκκαθάριση του φόρου. Σημειώνεται ότι τα ποσά που καταβάλλουν οι ασφαλιστικές εταιρείες στους δικαιούχους εμφανίζονται προ-συμπληρωμένα στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματός τους.
Ο ανωτέρω τρόπος φορολόγησης εφαρμόστηκε βάσει σχετικής νομοθετικής διάταξης (Ν.4110/2013) και στα συνταξιοδοτικά προγράμματα που εισπράχθηκαν κατά το διάστημα 23/1/2013-31/12/2013.
Τέλος, σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου και είσπραξης του ποσού του ασφαλίσματος από τους κληρονόμους, η εν λόγω παροχή υπόκειται σε φορολογία κληρονομιών.
Ποσά που εισπράχθηκαν πριν από την 23η/1/2013.
Το θέμα της φορολόγησης της ασφαλιστικής παροχής δεν ήταν ξεκάθαρο κατά το παρελθόν. Ωστόσο, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους έκρινε σε προγενέστερες γνωμοδοτήσεις του, αλλά και στην πρόσφατη ΝΣΚ 266/2017 (η οποία υιοθετήθηκε από τη φορολογική Διοίκηση), ότι το ασφάλισμα που καταβλήθηκε στους δικαιούχους, στο πλαίσιο ομαδικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων πριν από την 23/1/2013, αποτελεί εισόδημα των εργαζομένων από μισθωτές υπηρεσίες, το οποίο υπόκειται σε φορολόγηση σύμφωνα με τον προϊσχύοντα ΚΦΕ Ν.2238/1994 (άρθρο 45) κατά τον χρόνο που αποκτήθηκε το δικαίωμα είσπραξης αυτής. Και αυτό, ανεξαρτήτως του εάν η καταβολή των ασφαλίστρων για τον μισθωτό κατά τη διάρκεια το προγράμματος έγινε χωρίς σχετική υποχρέωση του εργοδότη, δηλαδή εξ ελευθεριότητάς του.
Το ασφάλισμα φορολογείται κατά το μέρος που αντιστοιχεί στα καταβληθέντα από τον εργοδότη ασφάλιστρα, για τα οποία δεν είχε καταβληθεί φόρος εισοδήματος μισθωτών υπηρεσιών. Στην περίπτωση της μερικής καταβολής του ασφαλίστρου από τον εργαζόμενο, η παροχή-ασφάλισμα κατά το μέρος που αντιστοιχεί σε ασφάλιστρα καταβληθέντα από τον εργαζόμενο, δεν φορολογείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, εκτός εάν τα ασφάλιστρα εξέπεσαν από το ακαθάριστο εισόδημά του και δεν φορολογήθηκαν, οπότε φορολογείται.
Δεδομένου, ότι η φορολογική μεταχείριση αυτών των ασφαλιστικών παροχών ρυθμίστηκε ρητά από το 2013 και μετά, σε αρκετές περιπτώσεις οι δικαιούχοι που εισέπραξαν τέτοια ποσά πριν το 2013 δεν τα δήλωσαν προκειμένου να φορολογηθούν. Αξίζει να σημειωθεί, βέβαια, ότι τα έτη έως το 2011 έχουν κατ’ αρχήν παραγραφεί, πλην των περιπτώσεων που συντρέχει παράταση της παραγραφής (μη υποβολή φορολογικής δήλωσης, υπεισέλευση σε γνώση της φορολογικής διοίκησης συμπληρωματικών στοιχείων, κ.λπ.).
* Η κ. Τζένη Πάνου και ο κ. Γιώργος Σαμοθράκης είναι υπεύθυνοι του φορολογικού τμήματος της ASNetwork (www.asnetwork.gr).