Ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης σε μία απέλπιδα προσπάθεια εξεύρεσης βοήθειας, κυρίως οικονομικής, γιά τήν λύση του μικρασιατικού προβλήματος διέτρεχε τίς ευρωπαϊκές πόλεις. Από τό Λονδίνο μετέβη στήν Ρώμη καί από εκεί στίς Κάννες, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι αντιπρόσωποι των τριών Δυνάμεων της Entente (Αντάντ).
Ολες οι συναντήσεις απέβησαν άκαρπες. Τήν ίδια ώρα πού οι Γάλλοι ιμπεριαλιστές καί οι Ιταλοί κεφαλαιοκράτες σε συνεργασία μέ τούς Κομμουνιστές της Σοβιετικής Ενωσης, υποστήριζαν μέ όλα τά μέσα τούς γενοκτόνους του Κεμάλ, η Αγγλία ηρνείτο καί τήν ελάχιστη οικονομική βοήθεια πού χρειάζοταν ο Δημήτριος Γούναρης γιά να συντηρήσει τόν ελληνικό στρατό στήν Μικρά Ασία.
Το ημερήσιο κόστος του πολέμου έφτανε τά 8.000.000 δραχμές. Στίς 10 Ιανουαρίου 1922 ο στρατηγός Παπούλας ειδοποίησε τήν κυβέρνηση, ότι αν δεν σταλούν στό μέτωπο ενισχύσεις, χρήματα καί πολεμικό υλικό, ο Ελληνικός στρατός έπρεπε νά αποχωρήσει από τή Μικρά Ασία.
Ο Γούναρης, πού είχε μεταβεί στό Λονδίνο μετά τή Συνδιάσκεψη των Καννών, ειδοποίησε στίς 2 Φεβρουαρίου, τό αγγλικό Υπουργείο Εξωτερικών μέ επίσημη διακοίνωση, ότι αν η Ελλάδα δέν κατόρθωνε νά βρεί κεφάλαια στήν αγγλική χρηματαγορά, η μόνη επιλογή πού απέμενε στήν κυβέρνησή του ήταν νά διατάξει τήν εκκένωση της γής της Ιωνίας. Ακολουθεί διάλογος του Γούναρη μέ τόν Ξενοφώντα Στρατηγό:
«– Πρέπει νά φύγωμεν από τήν Μικρά Ασία. Ο χειμών προχωρεί δριμύς, οι στρατιώτες μας καταπονούνται καί πάσχουν, μετ’ ολίγον δέν θά έχωμεν τά μέσα νά τούς θρέψωμεν! Οι ξένοι αφού μάς ώθησαν εις τήν περιπετειώδη αυτήν πολιτικήν, αφού εξέθεσαν τούς δυστυχείς πληθυσμούς μέ τάς υποσχέσεις των περί ελευθερίας των λαών κλπ, προσπαθούν τώρα να εξοικονομήσουν μόνον τά συμφέροντά των, λησμονούν τάς επαγγελίας των, λησμονούν τήν ανθρώπινη αλληλεγγύην καί μας εγκαταλείπουν! Αλλά τί θ’ απογίνουν οι δυστυχείς πληθυσμοί; Πρέπει να προσπαθήσωμεν νά τούς σώσωμεν!
– Κύριε Πρόεδρε. Ριζική λύσις τοιούτων καταστάσεων δύναται να επιτευχθή μόνον δι’ εντόνου στρατιωτικής δράσεως, οία υπήρξεν του παρελθόντος θέρους, η δέ παθητική άμυνα φθείρει τόν στρατόν καί παραλύει τάς δυνάμεις του. Φρονώ, ότι είναι αδύνατον σήμερον διά τήν Ελλάδα, νά επιχειρήση νέαν μεγάλην επιθετικήν προσπάθειαν, καί λόγω καταπονήσεως του στρατού καί λόγω οικονομικής εξαντλήσεως, ώστε απο καθαρώς στρατιωτικής απόψεως, άν κάθε άλλη λύσις ήθελεν αποκλεισθή, πρέπει να εγκαταλείψωμεν τήν Μικρά Ασία.».
Ο Αγγλος υπουργός Εξωτερικών Curzon πού ενδιαφερόταν κυρίως γιά τόν έλεγχο των Στενών, έκρινε ότι η Ελλάδα δέν είχε φτάσει ακόμα σέ κατάσταση πού θά οδηγούσε σε κατάρρευση του μετώπου. Γνώριζε ο Κόρζον ότι η κατάρρευση θά είχε οδυνηρά αποτελέσματα γιά τά συμφέροντα της Αγγλίας στήν Εγγύς Ανατολή καί γι’ αυτό ανέλαβε τήν πρωτοβουλία χειρισμών γιά τήν λήξη του μικρασιατικού πολέμου μέ τήν τακτική όμως αποχώρηση του ελληνικού στρατού από τήν Μικρά Ασία.
Εν τω μεταξύ παραιτήθηκε στή Γαλλία η κυβέρνηση Μπριάν καί ανέλαβε τήν πρωθυπουργία ο Πουανκαρέ, ο οποίος ήταν σαφώς κατά της Ελλάδος καί υπέρ της Τουρκίας.
Στή Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη των Παρισίων τόν Μάρτιο του 1922, οι εκπρόσωποι των τριών Δυνάμεων συμφώνησαν ένα σχέδιο ειρήνης σύμφωνα μέ τό οποίο θά υποχωρούσαν οι δύο εμπόλεμοι στρατοί κατά 10 χιλιόμετρα από τίς γραμμές πού κατείχαν μέ τήν προοπτική της αποχωρήσεως του ελληνικού στρατού από τή Μικρά Ασία, αδιαφορώντας πλήρως γιά τή μοίρα των χριστιανικών μειονοτήτων της τουρκικής επικράτειας.
Τό μόνο πού εξασφάλισαν οι Ευρωπαίοι ήταν η ελεύθερη ναυσιπλοΐα στά Στενά μέ τή μόνιμη αποστρατικοποίηση τους.
Στήν Ελλάδα τό σχέδιο ειρήνης έγινε δεκτό μέ έκπληξη καί αγανάκτηση τήν οποία εξέφρασε έντονα ο Αθηναϊκός τύπος. Κατηγορούσαν οι ελληνικές εφημερίδες τήν βρετανική κυβέρνηση, ότι έχοντας εξασφαλίσει τά ζωτικά της συμφέροντα στά Δαρδανέλια καί τη βόρεια Μεσοποταμία, εγκατέλειπε τούς χριστιανικούς πληθυσμούς (Αρμενίους, Ελληνες, Ασσυροχαλδαίους) στήν τύχη τους.
«Καί οι υπογράψαντες τάς ωραίας αυτάς λέξεις, εξήλθον εκ της αιθούσης της Διασκέψεως τελείως ευχαριστημένοι, φυσικά, μέ τόν εαυτόν των, ότι αυτοί εξετέλεσαν τό καθήκον των, αφειδώς μοιράσαντες συμβουλάς καί φιλοφρονήσεις, σύν τή μερίμνη περί των συμφερόντων των.
Τό ότι όμως τό έγγραφον αυτό απετέλει τό σάβανον ενός μικρού Εθνους, όπερ εκάλεσαν εις βοήθειαν των κατά τήν ώραν του κινδύνου καί όπερ μετά σπανίως εθελοθυσίας καί τελεσφόρως τούς εβοήθησαν, ουδόλως ετάραττε τάς συνειδήσεις τών αξιούντων να διευθύνωσι τάς τύχας του Κόσμου! Εστω τούτο δίδαγμα τουλάχιστον διά τό μέλλον!».
Ξενοφών Στρατηγός – Η Ελλάς εν Μικρά Ασία, 1925
Τά συνεχή αδιέξοδα ώθησαν τόν Γούναρη σε παραίτηση καί ακολούθησαν οι κυβερνήσεις του Νικόλαου Στράτου καί του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη οι οποίες ενέτειναν τά προβλήματα σέ μία χώρα πού είχε φθάσει στήν χρεωκοπία καί έπρεπε να συντηρήσει έναν μεγάλο στρατό πού βρισκόταν στά αφιλόξενα οροπέδια της Καππαδοκίας. Μία πρωτότυπη λύση στό οικονομικό πρόβλημα έδωσε ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης: διχοτόμησε το χαρτονόμισμα.
Η αριστερή πλευρά χρησιμοποιείτο ως νόμισμα στη μισή αξία του ακεραίου χαρτονομίσματος (π.χ. το τεμάχιο του εκατονταδράχμου άξιζε πλέον πενήντα δραχμές). Η δεξιά πλευρά του χαρτονομίσματος ανταλλασσόταν με έντοκη ομολογία στη μισή αξία του ακεραίου χαρτονομίσματος.
Το σύστημα αυτό, που έχει επαινεθεί ιδιαιτέρως, κατάφερε αφ’ ενός να μην κυκλοφορήσει νέο χαρτονόμισμα, το οποίο θα οδηγούσε σε ασφυκτική πληθωριστική πίεση, και αφ’ ετέρου να συγκεντρωθεί αμέσως ένα τεράστιο χρηματικό ποσό για τη χρηματοδότηση του πολέμου.
Ο Πρωτοπαπαδάκης προκειμένου να μην κατηγορηθεί για το ιδιαίτερα σκληρό οικονομικό μέτρο που πήρε, την προηγουμένη της δημοσιεύσεως του νόμου υποθήκευσε τα ακίνητά του, παίρνοντας δάνειο 225 χιλιάδων δραχμών. Την επομένη ακριβώς ημέρα της δημοσιεύσεως του νόμου, ο υπουργός είχε χάσει 112.500 δραχμές με δική του θέληση
Μικρασιατική άμυνα
Μετά από τά διπλωματικά αδιέξοδα καί τήν επερχόμενη οικονομική καταστροφή οι Μικρασιάτες, μπροστά στό ενδεχόμενο της εγκατάλειψής τους από τόν Ελληνικό στρατό, δημιούργησαν μία κίνηση μέ σκοπό τήν κινητοποίηση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας καί τή δημιουργία ανεξάρτητου στρατιωτικού σώματος μέ κύριο στόχο τήν ανακήρυξη της αυτονομίας τους. Η κίνηση αυτή ονομάστηκε «Ελληνική Μικρασιατική Αμυνα» καί ο στρατός θά απαρτίζονταν από Μικρασιάτες καί από εθελοντές Ελλαδίτες.
Εκατοντάδες αξιωματικοί δήλωσαν ότι θά ετίθεντο επικεφαλής του στρατού ο οποίος θά ανελάμβανε τήν διαφύλαξη της ελευθερίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Παράλληλα άρχισαν έρανοι σέ ομογενείς της Αιγύπτου, της Αμερικής καί οπουδήποτε κτυπούσε παλμός ελληνικής καρδιάς, ενώ η ηγεσία της Μικρασιατικής Αμυνας προσεφέρθη στόν Αρχιστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα ο οποίος έβλεπε ευνοϊκώς μία τέτοια προσπάθεια.
Αντιθέτως, η ελληνική κυβέρνηση δέν στήριξε τήν ιδέα ενός αυτόνομου μικρασιατικού κράτους, ενώ εκείνος πού την πολέμησε μέ λύσσα, ήταν ο Αριστείδης Στεργιάδης, ένα πρόσωπο πού κατά πολλούς επεδίωξε τήν καταστροφή του Ελληνικού στοιχείου της Σμύρνης, εργαζόμενος μάλλον γιά τά βρετανικά συμφέροντα, παρά γιά τά συμφέροντα της πατρίδος του.
Ο Παπούλας πρότεινε τήν κατάταξη στό στρατό Αμύνης όλων των ανδρών από 18 έως 50 ετών, τήν επίταξη του 20% των περιουσιών όλων των Μικρασιατών καί τήν εκποίηση των περιουσιών των κοινοτήτων καί των εκκλησιών.
Ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος διεκήρυξε ότι «καί τό αίμα μας θά προσφέρωμεν διά τήν κατοχύρωσιν της ελευθερίας μας καί ότι πολύτιμον έχομεν καί τόν χρυσόν καί τόν αργυρόν των εκκλησιών.» Θερμός συμπαραστάτης της Μικρασιατικής Αμύνης ήταν καί ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιος Μεταξάκης.
«Ομως είχεν αρχίσει τό ψυχορράγημα της Ελληνικής Μικράς Ασίας. Ηδη ήτο φανερόν καί παρά τήν αγρίαν λογοκρισίαν ότι ο πόλεμος συνεχίζετο όχι μόνον πρός τόν Τούρκον αλλά καί πρός τούς Συμμάχους, οι οποίοι κάθε τρόπον εμηχανεύοντο νά ενισχύσουν τόν Κεμάλ εις όπλα καί εις πολιτικά επιχειρήματα. Ο Μικρασιατικός λαός μολονότι ουδέ πρός στιγμήν εφαντάζετο τί επρόκειτο να συμβεί, έβλεπεν ημέρα τήν ημέρα ότι εγένετο ο ορίζων περισσότερο θολός.
Τό έβλεπε εις τά δεσμευτικά μέτρα του Στεργιάδου, τό έβλεπεν εις τήν αδυναμίαν των ελληνικών αρχών να χαλιναγωγήσουν τήν ξένην προπαγάνδαν, εις τάς πληροφορίας της οποίας μετέφεραν από τά εξωτερικόν καί από τό εσωτερικόν οι πονούντες Ελληνες καί οι φρυάττοντες κατά του ελληνισμού ξένοι. Μόνος ατάραχος, πάντοτε κρατών τόν βούρδουλαν ο Στεργιάδης. Συνέχιζε τήν ιδίαν τακτικήν του μίσους καί της σατραπικής συμπεριφοράς, όπως καί κατά τάς προνοεμβριανάς ημέρας καί της επιδαψιλεύσεως παντός είδους φροντίδος πρός τούς Τούρκους καί της υποχωρήσεως εις κάθε απαίτηση των ξένων.
Εξηκολούθει, νά κατεξευτελίζη τούς ιερείς καί να μή δέχεται καί τήν ελάχιστην συζήτησιν επί της προτεινομένης οργανώσεως της αμύνης του μικρασιατικού λαού πρός ενίσχυσιν των προσπαθειών της ελληνικής κυβερνήσεως. Εξηκολούθει νά μήν ακούη, νά μή βλέπη τήν ώραν κατά τήν οποίαν, εκάστη παρερχόμενη ημέρα επέτεινε τό δράμα.
Εξηκολούθει να αδιαφορή εις τήν κραυγήν της απογνώσεως πού έφθανεν από τό εσωτερικόν της Μικρασίας. Από τά εδάφη τά οποία κατείχαν οι κεμαλικοί καί από τά εδάφη εις τά οποία εισέδυαν οι τσέται, κατερχόμενοι από τά βουνά εις τήν ανοχύρωτον, παρά τας προτροπάς καί τάς τόσας εισηγήσεις, ζώνην των πρόσω – διότι η οχύρωσις καί αυτής τής ζώνης των Σεβρών ήρχισεν μέν αλλά ουδέποτε είχε συντελεστεί.
Από τήν αγωνίαν αυτήν του μικρασιατικού λαού πού έβλεπε καθαρά ότι κάτι έπρεπε νά γίνη, εξεπήδησεν η ιδεά της επιτοπίου αμύνης. Περί τά τέλη του Οκτωβρίου του 1921 συνελθόντες εις τό γραφείον του ιατρού Αποστόλου Ψαλτώφ, ο δημοσιογράφος Σωκράτης Σολομωνίδης, οι ιατροί Ιωακειμίδης, Δουλγερίδης, καί Χαριάτης, ο Αχ. Λάμπρου, ο Ψαλτώφ καί ο εκ των ανωτέρων της Υπάτης Αρμοστείας Π. Ευριπαίος έθεσαν τάς βάσεις μυστικής οργανώσεως διά τήν άμυναν της Μικράς Ασίας.
Ητο γνωστόν ότι καί ο ίδιος ο αρχιστράτηγος έκλινε πρός τήν ιδέαν της Αμύνης. Τό μέγα όμως εμπόδιον εξηκολούθει νά είναι ο Υπατος Αρμοστής, ο οποίος κατέπνιγε μέ όλα τά μέσα κάθε εκδήλωση των μικρασιατών, παρά τό γεγονός ότι η εκδήλωσις αυτή εις τίποτε άλλο δέν απέβλεπεν ή εις τήν τόνωσιν των κυβερνητικών προσπαθειών.
Η καταρτισθείσα επιτροπή ετέθη αμέσως επί τό έργον καί εντός ολίγων εβδομάδων, η ιδέα της αμύνης είχε κατακτήσει όλα τά στρώματα. Εκατοντάδες αξιωματικών είχαν δηλώσει εις τήν κεντρικήν επιτροπήν ότι θά ετίθεντο επί κεφαλής του λαού καί του στρατού ο οποίος θά ανελάμβανε τήν εξασφάλισιν της μικρασιατικής ελευθερίας. Παραλλήλως, ήρχισεν η συλλογή εράνων διά τήν εξασφάλισιν εφοδίων τά οποία θά απητούντο διά τάς κινήσεις της οργανώσεως.
Η σκοτεινή μορφή του Στεργιάδου καί η ακατανόητος ψυχή του εσκίασαν ακόμη περισσότερον τό θέατρον της φοβεράς τραγωδίας τάς ημέρας πού επλησίαζεν δεινή η θύελλα. Εις τούς περί αυτόν ανωτέρους υπαλλήλους έλεγε: «Τί σκοτίζεσθε! Μετά δύο μήνας θά έχωμεν φύγει…»
Τήν 6ην Μαρτίου 1922, ο εκ των μελών της διοικούσης επιτροπής, Κ. Τενεκίδης, συνέταξε τήν κατωτέρω διαμαρτυρίαν πρός τούς πρωθυπουργούς καί υπουργούς των εξωτερικών Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας καί Αμερικής:
«Αι Ελληνικαί κοινότητες Δυτικής Μικράς Ασίας, νομίμως εκπροσωπούμεναι υπό της Κεντρικής Επιτροπής της Ελληνικής Μικρασιατικής Αμύνης, κατά την ιστορικήν αυτήν στιγμήν καθ’ ην μελετάτε ν’ αποφασίσητε περί της τύχης των εχουσι τήν τιμήν νά επιστήσωσι τήν προσοχήν υμών επί των ακολούθων σημείων:
Μακρά καί τραγική πείρα κατάστησεν εις τους χριστιανικούς πληθυσμούς αφόρητον τό οθωμανικόν καθεστώς. Θά προτιμήσωσιν ούτοι νά εκπατριστώσι, παρά νά υπαχθώσιν εκ νέου υπ’ αυτό. Νέα καί επίσημα προνόμια πρός τάς εγγυήσεις των μειονοτήτων, τάς καθοριζομένας εις τάς τελευταίας μεταπολεμικάς συμβάσεις, τοίς εχορηγήθησαν πλείστα, ιδία δέ διά των αυτοκρατορικών φιρμανίων του 1839 καί 1856. Η νίκη, εγγύησις των Δυνάμεων, εφαίνετο ότι θά καθίστα αυτά απολύτως αποτελεσματικά. Πικρά ειρωνεία!
Οι σύμμαχοι εδέησε νά ομολογήσωσι τόσον, εις τήν διακοίνωσιν αυτών της 16ης Ιουλίου 1920, τάς σφαγάς καί τους εκτοπισμούς πλέον του εκατομμυρίου χριστιανών, όσον καί τάς βιαίας εξισλαμίσεις, τάς δημεύσεις των περιουσιών. Τά κακουργήματα άτινα εκλόνισαν καί συνετάραξαν πάσαν ανθρωπίνην συνείδησιν, δέν είναι δυνατόν οι Σύμμαχοι νά λησμονήσωσιν. Οι Τούρκοι απέδειξαν ότι είναι ανεπίδεκτοι πολιτισμού. Η κεμαλική Τουρκία, τήν εξόντωσιν των χριστιανικών πληθυσμών τήν διενήργησεν εκ συστήματος, υπό τό πρόσχημα των στρατιωτικών μέτρων, άτινα απεμιμήθησαν εκ της τακτικής του Λίμαν Φον Σανδερς πασά. Καί ο φόβος νέων εκατομβών έφερεν εις Κιλικίαν τόν πανικόν καί τήν έξοδον.
Οι ελληνικοί πληθυσμοί είναι ιδίως πεπεισμένοι, ότι αι ελευθερίαι των δέν δύναται νά διαφυλαχθώσιν αποτελεσματικώς ή δι’ ενόπλου δυνάμεως εν τη περιστάσει υπό του ελληνικού στρατού, όστις επί τρία έτη ενεπέδωσε τήν δημοσίαν τάξιν καί εξησφάλισε τά συμφέροντα πάντων μετά επαινετής αμεροληψίας. Η υποχώρησις του θά συνεπήγετω τήν αταξίαν καί αναρχίαν καί θά ήτο δια τήν χώραν συμφορά. Οι μικρασιατικοί ελληνικοί πληθυσμοί υπήρξαν αείποτε άμεμπτοι έναντι των συμμάχων καί αναλλοιώτως αφοσιωμένοι εις τήν συμμαχικήν υπόθεσιν…» «.
Χρήστος Αγγελομάτης – Τό Επος της Μικράς Ασίας
Η ιδέα της Μικρασιατικής Αμυνας τελικώς θάφτηκε καί τήν ταφόπλακα τήν έβαλε ο παντοδύναμος, ελέω Εγγλέζων, Αριστείδης Στεργιάδης: «Απαγορεύω τήν οργάνωσιν χωριστικού κινήματος εις τήν Μικρασίαν.» Η Σμύρνη έπρεπε νά μείνει ανοχύρωτος πόλις όταν θά έμπαιναν οι τσέτες. Η προδοτική συμπεριφορά του Στεργιάδη δυσανασχέτησε καί τόν Αρχιστράτηγο Παπούλα ο οποίος επανειλημμένως ζητούσε τήν αντικατάστασή του.
Ο Στεργιάδης ήταν ο πρώτος πού έπρεπε να εκτελέσει ο Πλαστήρας στό Γουδί, αλλά οι Αγγλοι τούς ανθρώπους τους, ξέρουν να τούς προστατεύουν.
Η μόνη τιμωρία του Στεργιάδη, τουλάχιστον ενωπίον ανθρώπων, ήταν αυτή πού μας δίνει μέ τή μαρτυρία της η Χριστίνα Βεϋνόγλου, σύμφωνα μέ τήν οποία, όταν ο προδότης βρισκόταν στό Μόντε Κάρλο, εντός λεωφορείου, τόν ανεγνώρισε μία Σμυρνιά, τόν πλησίασε, σήκωσε τό βέλο της καί τόν έφτυσε κατά πρόσωπο.
Χατζηανέστης……η χειρότερη επιλογή
Στίς 23 Μαΐου 1922 ανέλαβε τήν αρχιστρατηγία του στρατεύματος ο Γεώργιος Χατζηανέστης, ένας θεωρητικός καί μονομανής στρατηγός πού ουδεμία σχέση είχε μέ τήν πραγματικότητα του μικρασιατικού μετώπου. Νέες αλλαγές αξιωματικών επήλθαν στό στράτευμα, γεγονός πού επηρέασε αρνητικά τό ήδη μειωμένο ηθικό του στρατού.
O Χατζηανέστης τοποθέτησε τό Νικόλαο Τρικούπη διοικητή του Α’ Σώματος Στρατού, τόν Κίμωνα Διγενή διοικητή του Β’ Σώματος Στρατού καί τόν Πέτρο Σουμίλα διοικητή του Γ’ Σώματος Στρατού.
Η ελληνική Στρατιά ήταν επιφορτισμένη μέ τήν φύλαξη χιλιάδων χιλιομέτρων μετώπου στό Δορύλαιο καί τό Ακροϊνό, απομακρυσμένη από τίς γραμμές ανεφοδιασμού καί από τά παράλια, τήν ίδια ώρα πού ο εχθρός ενισχύονταν μέ δυνάμεις ατάκτων αλλά καί μέ άφθονο πολεμικό υλικό από τούς Κομμουνιστές του Λένιν, τούς Γάλλους καί τούς Ιταλούς.
Η λογική υπαγόρευε τήν σύμπτυξη του μετώπου σέ περιοχές πού προσφέρονταν γιά άμυνα καθώς ο τουρκικός κλοιός έκλεινε. Αντί αυτού η ελληνική κυβέρνηση καί ο Χατζηανέστης απέσυραν γύρω στούς 25.000 άνδρες από τό μέτωπο της Μικράς Ασίας καί τούς έφεραν στήν Θράκη γιά νά καταλάβουν τήν Κωνσταντινούπολη, σέ μία προσπάθεια αφενός νά δείξουν τήν ισχύ του ελληνικού στρατού στούς Συμμάχους καί αφετέρου νά αναγκάσουν τόν Κεμάλ νά ζητήσει ειρήνη.
Η Κωνσταντινούπολις ήταν ανοχύρωτος πόλις καί η απελευθέρωσις της θά ήταν θέμα ωρών. Ομως οι Σύμμαχοί μας – αν είναι έτσι οι σύμμαχοι πώς πρέπει να είναι οι εχθροί; – προέβαλαν ισχυρές αντιρρήσεις μέ τήν απειλή ακόμα καί του πολέμου εναντίον της Ελλάδος. Προστάτευαν τόν Κεμάλ σέ όλα τά επίπεδα, ενώ γνώριζαν ότι από τά Στενά καί τόν Βόσπορο περνούσαν τά πλοία πού προμήθευαν μέ πυροβόλα τόν τουρκικό στρατό. Απαγορεύθηκε στήν Ελλάδα η απελευθέρωσις της ιστορικώτερης πόλης της Ρωμιοσύνης, της χιλιόχρονης πρωτεύουσάς μας, της σκλάβας στόν Οθωμανό κατακτητή γιά 469 χρόνια. Βέβαια μετά από 18 χρόνια θά ζητούσαν τή βοήθειά μας γιά να αντιμετωπίσουν τόν γερμανικό στρατό του Χίτλερ, τήν ίδια ώρα πού η φίλη τους Τουρκία θά δήλωνε ουδετερότητα. Εμείς πάλι θά βοηθούσαμε αυτούς πού έκαναν τό πάν να εξοντωθεί γιά πάντα ο ελληνισμός της Ιωνικής γής!!!! Καί η ανταμοιβή μας θά ήταν ο Εμφύλιος, τά Σεπτεμβριανά καί η Κύπρος…
Φυσικά τό εγχείρημα της κατάληψης απέτυχε εξ αρχής. Οι βασιλικές κυβερνήσεις τό 1921 είχαν στείλει τόν ελληνικό στρατό στά περίχωρα της Αγκυρας γιά να μην τήν καταλάβουν ποτέ μέ απώλειες 25.000 άνδρες. Οι βασιλικές κυβερνήσεις ξαναέστειλαν στρατιώτες τό 1922 στά περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, πάλι γιά να μήν τήν καταλάβουν ποτέ. Τό αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Τό μέτωπο έχασε δυνάμεις, ο στρατός πού βρίσκοταν σέ αδράνεια ενός έτους, έβλεπε νά μειώνονται τά εφόδια καί η σίτησή του, ενώ ο αρχιστράτηγός του βρίσκονταν στά σαλόνια της Σμύρνης, 500 χιλιόμετρα μακρυά από τό μέτωπο καί δήλωνε ότι «ο τουρκικός στρατός ήταν ελεεινός καί αξιοδάκρυτος, μή δυνάμενος ουδέ σκεπτόμενος νά κινηθή.»
Διάσπαση μετώπου
Ο Κεμάλ βλέποντας τήν αποδυνάμωση του μετώπου, σέ συνεργασία μέ τόν Ισμέτ πασά καί τόν Φεβζή πασά, αποφάσισε γενική επίθεση στίς αρχές Αυγούστου. Η ελληνική πολιτική ηγεσία, ενώ γνώριζε ότι τό ηθικό του στρατού ήταν χαμηλό, ενώ γνώριζε ότι οι στρατιώτες μας ήταν καταπονημένοι καί τούς έλλειπαν τά βασικά είδη διατροφής καί ένδυσης, ενώ γνώριζε ότι οι λιποταξίες αριθμούσαν χιλιάδες, ενώ γνώριζε ότι τό μέτωπο ήταν πολύ απλωμένο καί ότι έπρεπε νά συμπτυχθεί τουλάχιστον στή ζώνη της συνθήκης των Σεβρών, ενώ γνώριζε ότι είχε αντικαταστήσει τούς εμπειροπόλεμους αξιωματικούς μέ άλλους απόλεμους, ενώ γνώριζε ότι οι Σύμμαχοι καί ο Λένιν ενίσχυαν αφειδώς τόν κεμαλικό στρατό, ενώ γνώριζε ότι τό Αφιόν Καραχισάρ ήταν ο πιθανός στόχος, λόγω της σιδηροδρομικής γραμμής πού έφθανε εκεί από τό Ικόνιο πού ήταν τόπος συγκέντρωσης του τουρκικού στρατού, ενώ γνώριζε ότι οι μάχιμες μονάδες είχαν χάσει τό 50% των δυνάμεών τους, ενώ γνώριζε ότι οι εφεδρείες ήταν ανύπαρκτες. Ενώ γνώριζε …ουδέν έπραξε.
Ο αρχιστράτηγος κοιμόταν στήν Σμύρνη, εκείνο τό φοβερό πρωϊνό της καταραμένης 13ης Αυγούστου 1922. Εκείνη τήν ημέρα ξέσπασε η φωτιά πού θά σάρωνε τούς τσολιάδες μας. Τρία χρόνια θυσιών εξαφανίζονταν σέ μερικές ώρες. Στίς 4:30 άρχισε τό τουρκικό πυροβολικό τή φονική του καταιγίδα στά νοτιοδυτικά του Αφιόν Καραχισάρ, αιφνιδιάζοντας τό Α’ Σώμα Στρατού. Ο διοικητής του Νικόλαος Τρικούπης, δέν φάνηκε άξιος των περιστάσεων. Εχασε τήν επικοινωνία μέ τά υπόλοιπα Σώματα Στρατού, άργησε να προχωρήσει σε τακτική υποχώρηση μέ αποτέλεσμα νά βρεθεί ο εχθρός στά μετόπισθεν. Ο Τρικούπης δέν πήρε καμμία πρωτοβουλία, περιμένοντας διαταγές από τόν … Χατζηανέστη πού έπινε τό τσάϊ του σέ κάποιο μέγαρο της Σμύρνης, αποκομμένος από τήν πραγματικότητα του μετώπου. Τήν ίδια ώρα ο Γκρίζος Λύκος, ηταν στήν πρώτη γραμμή, στήν κορυφή Κοτζά Τεπέ, παρακολουθούσε μέ διόπτρες καί έδινε διαταγές, οι οποίες εκτελούνταν μέ αστραπιαία ταχύτητα.
Τό βάρος της επίθεσης ανέλαβε η 1η Μεραρχία (διοικητής Αθανάσιος Φράγκου) καί η 4η Μεραρχία (διοικητής Δημήτριος Δημαράς). Οι εύζωνοι πού βρίσκονταν στά χαρακώματα αποδεκατίστηκαν. Οι επιθέσεις των Τούρκων συνεχίστηκαν μέ σφοδρότητα ολόκληρη τήν ημέρα καί τήν επομένη ο Τρικούπης, μετά τήν αναφορά από τόν ταγματάρχη Γεώργιο Τσολάκογλου ότι κατέρρευσε η 4η μεραρχία, διέταξε τήν εγκατάλειψη του Αφιόν Καραχισάρ καί τήν σύμπτυξη των δυνάμεων δυτικά στό Τουμλού Μπουνάρ. Πλέον οι Ελληνες στρατιώτες υποχωρούσαν ατάκτως μή υπακούοντας στίς διαταγές των ανωτέρων τους. Πολλές φορές οι αξιωματικοί ήταν εκείνοι πού εγκατέλειπαν πρώτοι τίς θέσεις τους, τρέχοντας στά μετόπισθεν. Αλλες φορές στρατιώτες πυροβολούσαν τούς αξιωματικούς τους καί λιποτακτούσαν. Γίνονταν φυγάδες καί διέπραταν φοβερά εγκλήματα εις βάρος τούρκων αμάχων. Φωτεινή εξαίρεση ήταν τό 5/42 σύνταγμα του Πλαστήρα τό οποίο μαχόμενο μέ γενναιότητα κάλυπτε τήν υποχώρηση της 1ης μεραρχίας. Οταν ο Ρεσάτ Μπέης δέν κατάφερε νά καταλάβει τό ύψωμα 1310, πού υπεράσπιζε τό σύνταγμα του Πλαστήρα, θεώρησε ζήτημα τιμής να αυτοκτονήσει, δεδομένου ότι είχε δώσει τόν λόγο του στόν Κεμάλ, νά τό καταλάβει εντός μιάς ώρας.
Τήν 15η Αυγούστου η 9η Μεραρχία (διοικητής Παναγιώτης Γαρδίκας) κατέστρεψε πλήρως τή 2η Μεραρχία Τουρκικού Ιππικού, η οποία ήταν εξοπλισμένη μέ ολοκαίνουργια πυροβόλα πού έφεραν ρωσικές επιγραφές. Ο Λένιν υποστήριζε τόν Κεμάλ καί αυτός ήταν ο λόγος πού η ελληνική Αριστερά μέ κάθε τρόπο έπαιζε τό χαρτί της Τουρκίας καί έφερνε εμπόδια στήν μικρασιατική εκστρατεία.
«Μετά τη νίκη του Σαγγάριου στο γραφείο του συσσωρεύονται τα τηλεγραφήματα. Όλοι σπεύδουν να τον συγχαρούν. Η Περσία, η Ινδία, η Αμερική, η Ιταλία, η Γαλλία … Όλοι επιζητούν τη φιλία του Κεμάλ, που μέσα από τον όγκο των τηλεγραφημάτων ξεδιαλέγει ένα μόνο. Ήταν ένα σύντομο τηλεγράφημα, που ανέφερε: «Συγχαρητήρια διά μεγαλειώδη νίκην σας υπέρ ελευθερίας πατρίδος σας, κατά του ιμπεριαλισμού». Υπογραφή: Λένιν.
Στην Αθήνα αδιαφόρησαν. Δεν είχαν υπολογίσει τη βοήθεια των Ελλήνων κομμουνιστών, που αρχίζουν συνειδητά, προγραμματισμένα, τη διάβρωση του Στρατού, την υπονόμευση του ηθικού του.
Αλλ’ ο Ελευθέριος Σταυρίδης, άλλοτε γενικός γραμματεύς του Κ.Κ.Ε., δεν διστάζει ν’ αποκαλύψει την αλήθεια. Η Μόσχα είχε στείλει εγγράφως οδηγίες στους Έλληνες κομμουνιστές, που όφειλαν να προπαγανδίζουν, ότι …ο Βενιζέλος είχε κάνει την εκστρατεία της Μικράς Ασίας για να κερδίσουν οι Αγγλοι τα πετρέλαια της Μουσούλης.» Γιάννης Καψής – Χαμένες Πατρίδες, 1962
Καθοριστικός παράγων γιά τήν γενοκτονία του χριστιανικού στοιχείου από τό τουρκικό κράτος, υπήρξε και η στάση της Αριστεράς. Τήν ίδια ώρα πού ζητούσε αυτονόμηση γιά τούς Σλάβους της Μακεδονίας καί της Θράκης, γιά τούς Ελληνες της Μικράς Ασίας δέν έλεγε λέξη. Τα αντιπολεμικά δημοσιεύματα των ελληνικών κομμουνιστικών εντύπων, αποτέλεσαν κι ένα απρόσμενο δώρο για τους Νεότουρκους του Κεμάλ, οι οποίοι τα ανατύπωναν και τα σκόρπιζαν στις γραμμές του ελληνικού στρατού, ενισχύοντας έτσι την πτώση του ηθικού.
«Χάρις στην εκτεταμένη προπαγάνδα του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που συνεργάστηκε με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Τουρκίας 100.000 φυγόστρατοι ή λιποτάκτες απέφυγαν τον ελληνικό στρατό. Ομάδες των κομμουνιστών παλαιμάχων της Μικράς Ασίας καυχώνταν ότι είχαν παίξει οργανικό ρόλο, διαδίδοντας τη σύγχυση και τον πανικό ανάμεσα στις ελληνικές μονάδες, τις κρίσιμες μέρες του Αυγούστου του 1922, όταν ο τουρκικός στρατός διέσπασε τις ελληνικές γραμμές. Αν και η αποτελεσματικότητα των κομμουνιστών πρακτόρων την κρίσιμη στιγμή δεν πρέπει να υπερτιμηθεί, συνέβαλαν στην περαιτέρω διάσπαση του μετώπου, όταν η τουρκική επίθεση έφτασε στο αποκορύφωμά της».
Παράδοση Τρικούπη
«Πόλεμος πάντων πατήρ εστί, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους». Αυτά έλεγε ο Ηράκλειτος στήν αρχαιότητα. Αυτοί οι αρχαίοι τά είπαν όλα. Στον πόλεμο διακρίνεται η ψυχή του ανθρώπου. Εκεί ξεχωρίζουν αυτοί πού μένουν στά χαρακώματα, από αυτούς πού τρέχουν στά μετόπισθεν.
Εκεί ξεχωρίζουν αυτοί πού ρίχνουν καί τήν τελευταία σφαίρα τους στόν εχθρό, από αυτούς πού αυτοτραυματίζονται γιά να τούς μεταφέρουν στά νοσοκομεία.
Εκεί ξεχωρίζουν αυτοί πού βοηθούν τούς πληγωμένους συντρόφους τους, απο αυτούς πού λεηλατούν τά τούρκικα χωριά καί βιάζουν τίς τουρκάλες. Εκεί ξεχωρίζουν αυτοί πού τρέχουν να καταλάβουν ένα λόφο, από αυτούς πού πετούν τά όπλα τρέχοντας. Εκεί ξεχωρίζουν οι αετοί πού πετούν στόν ουρανό, από τά σκουλήκια πού σέρνονται στό χώμα. Εκεί ξεχωρίζουν αυτοί πού πεθαίνουν ελεύθεροι από αυτούς πού παραδίδονται.
Και ο Τρικούπης παρέδωσε ολόκληρη τήν Α’ Στρατιά.
«Απεγνωσμένα ο στρατηγός Τρικούπης προσπαθεί να επικοινωνήσει με τη Στρατιά, χωρίς να το κατορθώσει. Κι απελπισμένος, όταν φθάνει το μεσημέρι, χωρίς απάντηση από τη Σμύρνη, διατάζει εγκατάλειψη της γραμμής του Αφιόν. Ήταν ολέθρια η διαταγή εκείνη. Σύμπτυξη στο φως της ημέρας, τη στιγμή, που ο εχθρός διατηρεί επαφή με τις γραμμές μας, δεν είναι δυνατό να επιχειρηθεί με τάξη. Ολόκληρο το Α’ Σώμα Στρατού φεύγει διαλυμένο. Ο Κεμάλ, ψηλά στο παρατηρητήριο του, δεν μπορεί να πιστέψει στα μάτια του – πανηγυρίζει. Γρήγορα όμως συνέρχεται από τη χαρά, από το μεθύσι της νίκης και διατάζει «απηνή καταδίωξιν» του Στρατού μας που φεύγει. Ευτυχώς, η διαταγή εκείνη δεν εκτελέστηκε, διαφορετικά ο Κεμάλ θα έφθανε πολύ πιο γρήγορα στη Σμύρνη. Και δεν εκτελέστηκε, γιατί στο Στρατό μας δεν υπήρχαν παρά μόνο πανικόβλητοι φυγάδες.
Ο Τρικούπης διατάζει την υποχώρηση των μονάδων του Α’ Σώματος να καλύψουν δύο Συντάγματα – τό απόσπασμα Λούφα και το 5/42 του Πλαστήρα. Οι δύο αυτές μονάδες, πειθαρχημένες, με ακλόνητο το ηθικό, ακολουθούν το Στρατό μας που υποχωρεί. Είναι θλιβερό κι αχάριστο το καθήκον τους, πρέπει να προστατεύσουν τους φυγάδες, και να υποχωρούν μαζί τους, τη στιγμή που θα ήθελαν να μείνουν – να μείνουν και να δώσουν στους Τούρκους ένα ακόμη μάθημα της ελληνικής λεβεντιάς. Και ενώ υποχωρούν δεν περιορίζονται στο ν’ αποκρούσουν τους Τούρκους. Γυρίζουν κι εξαπολύουν μικρές αντεπιθέσεις.
Η υποχώρηση του Α’ Σώματος αφήνει εκτεθειμένο το δεξιό του Γ’ Σώματος στους Τούρκους. Και ο σωματάρχης Διγενής προτιμά την ευκολότερη λύση: διατάζει και αυτός σύμπτυξη των δυνάμεων του. Κι όμως οι άνδρες του δεν έχουν ρίξει ούτε μια τουφεκιά – δεν έχουν καν παρενοχληθεί από τις τουρκικές περιπόλους. Ο στρατηγός Διγενής σκέπτεται το δεξιό του. ‘Ηταν, άραγε, τόσο δύσκολο να σκεφθεί, ότι και το αριστερό των Τούρκων παρέμενε εκτεθειμένο; Δίπλα του, ένας συνάδελφος του και χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες δοκιμάζονταν από τις αλλεπάλληλες τουρκικές επιθέσεις, Κι όμως το Γ’ Σώμα Στρατού δεν έσπευσε να τους ενισχύσει. Η δικαιολογία ήταν και στη περίπτωση αυτή, η ίδια: το Γ’ Σώμα δεν είχε διαταγή της Στρατιάς. Κι ο Χατζηανέστης παρακολουθούσε αδιάφορος το δράμα του Στρατού του.
Ήταν δραματικός ο αγώνας της 15ης Αυγούστου. Οι περισσότερες μονάδες μας βρίσκονταν σε διάλυση, φεύγουν κι απειλούν να μεταδώσουν τον πανικό και στους άλλους. Ο στρατηγός Τρικούπης ελπίζει, ότι θα κατορθώσει να καταλάβει και να οργανώσει τη δεύτερη γραμμή άμυνας. Και περιμένει την ενίσχυση τη Ομάδας Φράγκου. Αλλά ο τελευταίος αγνοεί τις προθέσεις του Σώματος και βλέποντας τους Τούρκους να κινούνται προς Τουμλού Μπουνάρ με προφανή σκοπό ν’ αποκόψουν την υποχώρηση αποφασίζει να συμπτυχθεί όσο γίνεται πιο γρήγορα. Στην απόφαση του αυτή συνέβαλαν και τα πολυάριθμα κρούσματα πανικού και λιποταξίας – έπρεπε να κερδίσει χρόνο για να ανασυντάξει τις δυνάμεις του.
Δεν είχε λάβει ακόμη οριστική απόφαση ο στρατηγός Φράγκου, όταν είδε ένα τραγικό θέαμα – ένα συρφετό στρατιωτών μας να κατεβαίνει τρέχοντας σχεδόν, τα υψώματα του Μπακσιμέ. Ήταν τ’ απομεινάρια της 4ης Μεραρχίας και δύο ταγμάτων της 12ης. Φθάνουν στις γραμμές μας αλλά και πάλι δεν σταματούν. Κι όμως οι Τούρκοι βρίσκονται μακριά. Τους πανικόβλητους φυγάδες ακολουθούν δύο συντάγματα, που πειθαρχημένα και διατηρώντας τη συνοχή τους, είναι έτοιμα να δώσουν μάχη: Το απόσπασμα Λούφα και το 5/42 του Πλαστήρα. Οι διοικητές τους παρουσιάζονται στον Φράγκου, αλλά δεν μπορούν να τον πληροφορήσουν πού βρίσκονται οι υπόλοιπες μονάδες. Η κατάσταση είναι απελπιστική. Κι ο Φράγκου δεν διστάζει πλέον. Στον Πλαστήρα, που ζητεί διαταγές, συνιστά – μια και δεν ανήκει στη δύναμη του – να καταλάβει τα υψώματα Χασάν Ντεντέ Τεπέ. Ήταν γνώστης της περιοχής κι ο καταλληλότερος για να την υπερασπίσει. Λίγες ώρες αργότερα ακολουθούν και τα υπόλοιπα τμήματα.
Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, ν’ αναφερθεί ένα περιστατικό, που χαρακτηρίζει την αδράνεια και τη μοιρολατρικότητα που επέδειξε, στις κρίσιμες εκείνες στιγμές, ο Τρικούπης. ‘Αφησε να χαθεί πολύτιμος χρόνος, περιμένοντας να συνδεθεί μαζί του η Ομάδα Φράγκου. Κι όταν αποφασίζει να κινηθεί πάλι, η προσπάθεια του είναι να ενωθεί με τον Φράγκου. Κι όμως το απόγευμα της 15ης Αυγούστου του δίνεται η ευκαιρία αυτή, αλλά δεν σπεύδει να την εκμεταλλευθεί.
Το μεσημέρι της μέρας εκείνης, περίπολος αναγνώρισης της 1ης Μεραρχίας, υπό τον ανθυπασπιστή Νάκη συναντάται, στον αυχένα του Ουλουτζάκ με τον λοχαγό Πυροβολικού Καβρή της 9ης Μεραρχίας. Κι ο ανθυπασπιστής Νάκης του εκθέτει την κατάσταση της Μεραρχίας του. Από τον αυχένα εκείνο ο λοχαγός Καβρής μπορούσε να δει ότι αγνοούσε ο στρατηγός του, που είχε το στρατηγείο του στο Ουλουτζάκ, στη κατηφόρα του ορεινού όγκου, που τον χώριζε από την Ομάδα Φράγκου.
Κι ο ανθυπασπιστής Νάκης του έδειξε, κάτω εκεί στην κοιλάδα του Ντους Αγάτς τα στίφη των Τούρκων να σπεύδουν προς το Τουμλού Μπουνάρ. Ήταν ατέλειωτη η φάλαγγα του εχθρού, που δεν μπορούσε να πιστέψει στην ανέλπιστη τύχη – ο εχθρός είχε καθηλωθεί μόνος του και περίμενε να τον κυκλώσουν.
Αλλ ο λοχαγός Καβρής είδε κι ένα άλλο θέαμα – είδε τα μπουλούκια των φυγάδων της 4ης και της 12ης Μεραρχίας να υποχωρούν τρέχοντας μπορούσε να διακρίνει, από τη πανοραμική εκείνη θέση, τα δυο μοναδικά πλέον, συντεταγμένα τμήματα – τους άνδρες του Πλαστήρα και του Λούφα – να συγκρατούν την τουρκική πλημμυρίδα. Κι η αναφορά, που υπέβαλε μισή ώρα αργότερα στον μέραρχο του συνταγματάρχη Γαρδίκα, διαφώτιζε απόλυτα τις προθέσεις του εχθρού – έδινε ανάγλυφα τη στρατιωτική κατάσταση της στιγμής εκείνης.
Ο μέραρχος Γαρδίκας, με τον επιτελάρχη του ταγματάρχη Μπασακίδη πηδούν σε άλογα και τρέχουν να ενημερώσουν τον σωματάρχη. Είναι τόσο βέβαιος ο Γαρδίκας, ότι ο Τρικούπης θα διέταζε την άμεση κίνηση προς το Τουμλού Μπουνάρ, ώστε πριν να φύγει, δίνει προκαταρκτικές εντολές στα τμήματα του. Και, ενώ καλπάζει προς το επιτελείο του Τρικούπη, φωνάζει στους διοικητές των τμημάτων να ετοιμασθούν – στους μεταγωγικούς ν’ ανοίξουν το δρόμο. Είχε βιασθεί όμως.
Ο Γαρδίκας έφθασε στο επιτελείο του Σώματος στις 4.30′ το απόγευμα. Αναφέρει την κατάσταση και εισηγείται την δια νυκτερινής πορείας προώθηση προς τον ορεινό όγκο του Τουμλού. Αλλ’ ο Τρικούπης αρνείται: «Είμαι εν αναμονή διαταγών της Στρατιάς», λέγει και δίνει στο Γαρδίκα να καταλάβει, ότι δεν επιθυμεί να συνεχιστεί η συζήτηση. Κι όμως, αν έβγαινε από τη σκηνή του, αν έκανε μια σύντομη επιθεώρηση των μονάδων του, θα διαπίστωνε ότι δεν μπορούσε να περιμένει, τα τμήματα δεν μπορούσαν να διατηρήσουν τη συνοχή τους – το ηθικό των ανδρών ήταν εκμηδενισμένο.»
Γιάννης Καψής – Χαμένες Πατρίδες, 1962
Η αδράνεια του Τρικούπη είχε ως αποτέλεσμα νά αποκοπεί η ομάδα του από τήν ομάδα Φράγκου ο οποίος εκινείτο μέ κατεύθυνση τήν οχυρή τοποθεσία του Τουμλού Μπουνάρ. Ανοίχθηκε μεταξύ τους ένα κενό 25 χιλιομέτρων τό οποίο δέν έμεινε απαρατήρητο από τό επιτελείο του Κεμάλ. Οι Τούρκοι κινήθηκαν με τό σύνολο των δυνάμεών τους εναντίον του ευάλωτου τμήματος δηλαδή της Στρατιάς του Τρικούπη, ενώ τό ιππικό τους φρόντιζε νά μην έρχονται σε επικοινωνία τά δύο αποκομμένα τμήματα του ελληνικού στρατού.
Στίς 16 Αυγούστου 1922, η ομάδα Τρικούπη έδωσε σκληρή μάχη στό Χαμούρκιοϊ. Η 9η Μεραρχία είδε τούς αξιωματικούς της να τραυματίζονται ή νά σκοτώνονται καί τό ηθικό των στρατιωτών της να κλονίζεται περαιτέρω. Γεώργιος Παπαστεργίου, Γεώργιος Καλλιεγκάκης, Αθανάσιος Πουρνάρας ήταν μερικοί από τούς αξιωματικούς πού σκοτώθηκαν εκείνη τήν ημέρα. Η ομάδα Τρικούπη βρέθηκε τελείως κυκλωμένη απο τίς τουρκικές μεραρχίες καί τή νύχτα ξεκίνησε πάλι, αποδεκατισμένη τήν πορεία της πρός τά δυτικά.
Η ομάδα Φράγκου ήταν εγκατεστημένη στό Τουμλού Μπουνάρ. Τό πρωΐ της 16ης Αυγούστου δέχτηκε ισχυρή επίθεση στό χωριό Καραγκιοσελί, όπου κράτησε τίς θέσεις της. Τό μεσημέρι ο Πλαστήρας πού μάχονταν στό κέντρο της διάταξης, επικοινώνησε τηλεφωνικά μέ τήν 1η Μεραρχία καί τόν Φράγκου, ζητώντας νά αναλάβει άμεση αντεπίθεση γιά να κινηθεί ανατολικά καί να ενωθεί μέ τήν ομάδα Τρικούπη. Η αντεπίθεση δέν έγινε ποτέ καί ο Τρικούπης έτσι καταδικάστηκε σέ συντριβή. Μέ τή δύση του ηλίου ο Φράγκου έδωσε διαταγή γιά σύμπτυξη των μεραρχιών του, ακόμα δυτικότερα στό Ισλάμκιοϊ.
«Αλή Βεράν – η χαράδρα του θανάτου
Ο Τρικούπης θέλει να προχωρήσει. Σκοπός του είναι το Μπανάζ. Ελπίζει ακόμη να ενωθεί με τον Φράγκου και να οπισθοχωρήσει προς Σμύρνη, υπερασπιζόμενος σπιθαμή προς σπιθαμή τη ποτισμένη μ’ αίμα γη. Θέλει να εκτελέσει κατά γράμμα τη διαταγή του αρχιστράτηγου. Θέλει να προχωρήσει, αλλά δεν προφθαίνει. Οι Τούρκοι τον υποχρεώνουν να σταθεί και να δώσει μάχη, να πολεμήσει εκεί που θέλει ο Κεμάλ – μέσα σε μια κοιλάδα, που την περιβάλλουν άγρια βουνά, γεμάτα τουρκικά πυροβόλα. Ο εχθρός έχει συντριπτική υπεροχή. Κι όμως ο Τρικούπης δεν διστάζει να τον αντιμετωπίσει. ‘Ηταν γενναίος αξιωματικός. Προσπαθεί να εκμεταλλευθεί κάθε πτυχή του εδάφους και διατάζει ν’ αναπτυχθούν τα τμήματα στους δίδυμους λόφους Αντά. Στους πρόποδές τους βρίσκεται το Αλή Βεράν…
Είναι τόσο λίγοι οι δικοί μας, ώστε ο Τρικούπης σχηματίζει εφεδρείες με τους γραφείς, τους τηλεφωνητές. Ακόμη και μ’ ελαφρά τραυματισμένους. Κι όταν βλέπει, ότι υπάρχουν ακόμη κενά διατάζει μια πυροβολαρχία του να καλύψει το δυτικό τομέα. Ακόμη και τα πυροβόλα μας πολεμούν στις προφυλακές. Όλοι, μέχρι τον τελευταίο στρατιώτη, αντιλαμβάνονται τη σημασία της μάχης εκείνης. Κι είναι αποφασισμένοι να πληρώσουν ακριβά τη ζωή τους. Στη κρίσιμη όμως στιγμή, στο λατομείο, όπου έχει εγκαταστήσει το στρατηγείο του ο Τρικούπης, φθάνει ασθμαίνων ο ανθυπολοχαγός Καραμάνος Κωνσταντίνος. Συνοδεύεται από τέσσερις Τσολιάδες, και τ’ άλογά τους κοντεύουν να σκάσουν, τα πλευρά τους είναι γεμάτα αίματα απ’ τ’ άγριο σπηρούνισμα. Ο τολμηρός εκείνος ανθυπολοχαγός έχει περάσει μέσα απ’ τις τουρκικές γραμμές. Είναι απεσταλμένος του Πλαστήρα. Ο διοικητής του 5/42 δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τον οπτικό – έχει βαρειά συννεφιά, ομίχλη. Και διέταξε τον Καραμάνο να φθάσει «πάση θυσία» στον Τρικούπη, ο οποίος, στην επίσημη έκθεσή του γράφει:
«Ότι αποσταλείς σύνδεσμος μου ανέφερε προφορικώς, ότι ύπήρχεν ήμιονική οδός, ήτη έκ τού χώρου τής μάχης εβαίνε προς τήν ύπό τού συνταγματάρχου Πλαστήρα κατεχομένην θέσιν, πρός νύκτα, εάν έπεθύμουν. Δεδομένου, όμως, ότι αί μονάδες εστερούντο τελείως, ου μόνον τροφών, αλλά καί ανεφοδιασμού, αν βεβαίως δέν θά επετύγχανον επί τών κορυφών τών ορέων τού Τουμλού Μπουνάρ, διά τούτο απεφάσισα, εάν ή μάχη εξειλίσσετο ομαλώς, μέχρις επελεύσεως τού σκότους, νά κατευθύνω τά στρατεύματα πρός Μπανάζ, όπου, ώς έκ τής προστασίας τού αποσπάσματος Πλαστήρα επί τού Χασάν Ντεντέ Τεπέ, υπήρχε μεγίστη πιθανότης νά συναντηθώ μετά τών Μεραρχιών 1ης και 7ης…».
Η προσφορά του Πλαστήρα είχε απορριφθεί μ’ ελαφρά καρδία. Χωρίς να διστάσει, χωρίς να πολυσκεφθεί, ο Τρικούπης ψιθυρίζει:
– Καλύτερα να πάμε προς Μπανάζ… και γυρίζοντας προς το στρατηγό Διγενή τον ρωτά: Τι λες κι εσύ, Κίμων;
– Κι εγώ συμφωνώ, καλύτερα προς Μπανάζ.
Ο Τρικούπης, με την άρνηση του να οπισθοχωρήσει αμέσως από το Αφιόν είχε υπογράψει τη καταδίκη των ανδρών του. Απορρίπτοντας τη πρόταση του Πλαστήρα, υπέγραψε το διάταγμα της εκτέλεσης τους. Ο τίμιος και γενναίος εκείνος αξιωματικός, μέχρι τελευταία στιγμή, δεν κατόρθωσε ν’ αναδειχθεί σε αρχηγό. Έμεινε ένας πειθαρχικός εκτελεστής διαταγών – τίποτε περοσσότερο. Δεν ήταν δική του ευθύνη η σφαγή του Αλή Βεράν. Περισσότερο υπεύθυνοι ήταν εκείνοι, που τον όρισαν ως αντικαταστάτη του υπέροχου Νίδερ. Διαβάζοντας κανείς την έκθεση του, δεν μπορεί να συγκρατήσει το σπαρακτικό παράπονο ενός ολόκληρου λαού: Γιατί ο Τρικούπης να μην ήταν μεγάλος; Γιατί στη θέση του να μην ήταν ο Πάγκαλος, ο Παρασκευόπουλος; Χιλιάδες παλικάρια θα διηγόντουσαν σήμερα τη μεγάλη νίκη στα παιδιά τους – δεν θα ήταν άταφα κουφάρια στη καταραμένη κοιλάδα του Αλή Βεράν.
Πώς να περιγράψει κανείς τη μάχη εκείνη; Παρόμοιά της δεν έχει άλλη η πολυτάραχη Ιστορία μας. Πώς να ζωγραφίσει τα λαμπρά παλικάρια; Δεν ήταν ήρωες οι πολεμιστές του Αλή Βεράν – ημίθεοι, Αίαντες και Ηρακλείς πολεμούσαν στις γραμμές μας. Είναι εκείνοι, που το ζοφερό απομεσήμερο της καταραμένης ημέρας, την ώρα της συμφοράς, τη στιγμή που στα φλογισμένα μέτωπα τους νιώθουν το παγερό χάδι του Χάρου, δεν δειλιάζουν. Ξεδιπλώνουν τις Κυανόλευκες, τραβούν τις ξιφολόγχες κι ορμούν. Η κραυγή «Αέρα!» αντηχεί και πάλι στα φαράγγια της Ασίας. Κακόμοιρες πατρίδες…. Πόσο καιρό είχατε να σκιρτήσετε στο γλυκόλογο αυτό… «Αέρα!»… Χαρήτε το… Θάναι το τελευταίο… Δεν χρειάζονται δάκρυα για τους ημίθεους – οι θνητοί θέλουν και δάκρυα και λειτουργίες. Εκείνοι είναι αθάνατοι. Γι άλλους ας τρέξουν τα δάκρυα… Γι’ αυτούς, που και στις υπέροχες τούτες στιγμές δεν μπορούν να ξεκολλήσουν απ’ το χώμα. Είναι σκουλήκια που κατέτρωγαν τα σωθικά της περήφανης Στρατιάς. Την ώρα, που οι συνάδελφοι τους πεθαίνουν για να μείνουν αθάνατοι, εκείνοι φεύγουν για να μην υπάρξουν ποτέ. Να γιατί δεν αναφέρονται τα ονόματά τους. ‘Ηταν λίγοι, αλλά τόσο δειλοί, τόσο μεγάλο το κακό που έκαναν, ώστε αιώνια πρέπει να τους βαραίνει τ’ ανάθεμα της Φυλής.
– Γιαλλάχ! Γιαλλάααχ!…
Ήταν απίστευτη η λύσσα των Τούρκων. Επιτίθενται και το πυροβολικό τους ξερνά άφθονο το καυτό σίδερο. Σκαρφαλωμένα στις γύρω πλαγιές τα τουρκικά πυροβόλα, μεταβάλλουν τη κοιλάδα σε Κόλαση. Οι οβίδες σκάζουν η μιά δίπλα στην άλλη κι οι εκρήξεις τους πνίγονται μέσα στις σάρκες των ανδρών μας. Οι Τούρκοι ορμούν, αλλ’ οι γενναίοι μας δεν φεύγουν. Εκεί, στην είσοδο της χαράδρας του Αλή Βεράν, έχει γαντζωθεί η 13η Μεραρχία. Οι «Μεμέτηδες» πλησιάζουν δεν τους ρίχνουν. Περιμένουν και, όταν φθάνουν στα 200 μέτρα, τους τσακίζουν. Στη κρίσιμη εκείνη στιγμή κάνουν οικονομία στα πυρομαχικά τους. Αλλά το κόκκινο λεφούσι επιστρέφει σαν το μανιασμένο κύμα της πλημμύρας.
Κι η τιτανομαχία αρχίζει. Κανένας – ναι, είναι αλήθεια – Στρατός του Κόσμου δεν θα μπορούσε να πολεμήσει όπως οι γενναίοι της 13ης. Έχουν γαντζωθεί στα μετερίζια τους, κι δεν φεύγουν. Πώς μπορούσαν ν’ αφήσουν την αγαπημένη γη; ‘ Ηταν τα ίδια εκείνα χώματα, που πριν δυο χρόνια, με τον Κονδύλη, τον Διαλέτη, τον Πλαστήρα, είχαν απελευθερώσει. Πώς θα τ’ άφηναν τώρα; Δεν φεύγουν, πολεμούν. Και μαζί τους μάχονται ο Αβράμπος κι ο Τσάκαλος, ο σεμνός εκείνος ήρωας, που γράφει τον επίλογο μιας επικής σταδιοδρομίας.
Στην κρίσιμη στιγμή ένα τάγμα διαλύεται. Δεν φεύγουν οι στρατιώτες μας. Ακολουθούν τον διοικητή τους. Κι είναι το βλέμμα τους γεμάτο απορία: Γιατί; Γιατί έφυγαν; Ίσως για να δώσουν τη θέση τους σ’ έναν ήρωα. Ο ταγματάρχης Ματσούκας με μια τρομερή πολεμική κραυγή ξεσηκώνει τα παλικάρια του. Οι Τούρκοι φεύγουν και πάλι. Η μάχη έχει προσλάβει ένα δραματικό μεγαλείο. Δεξιά, ένα άλλο τάγμα κλονίζεται, βρέθηκε ένας ακόμη Έλληνας αξιωματικός να δειλιάσει. Οι Τούρκοι καταλαμβάνουν τον Δασωμένο Λόφο. Αν μείνουν, το παν έχει χαθεί. Και τότε ξεπροβάλλει καθαρά η ευθύνη αυτών, που προστάτεψαν τους δειλούς. Το τάγμα διαλύεται. Οι άνδρες φεύγουν κι ο πανικός τους απειλεί να μεταδοθεί και στους άλλους. Δεν υπάρχει παρά μία μόνο ελπίδα. Ο ταγματάρχης Βλάχος διατάζεται ν’ αναλάβει τη διοίκηση του διαλυθέντος τάγματος. Βιαστικά αποχαιρετά τους ουλαμίτες του: «Παιδιά, το νου σας…», φωνάζει. Κι αρπάζοντας μια σημαία σπεύδει. Οι στρατιώτες του – οι άνδρες της νέας μονάδας του – τρέχουν σαν λαγοί, πανικόβλητοι.
«Πού πάτε, μωρέ;…» βροντοφωνεί ο Τσάκαλος. «Αυτά τα σκυλιά φοβάστε; Εμπρός μαζί μου…»
Ήταν θαυματουργά τα λόγια εκείνα. Οι «λαγοί» μεταβάλλονται σε λιοντάρια. Το «Αέρα» τους είναι ένας τρομακτικός βρυχηθμός. Οι λόγχες ξεκοιλιάζουν τους Τούρκους και τα «Μεμέτια» τρέπονται σε φυγή. Ο Τσάκαλος Διοικεί το 2ο Σύνταγμα ο γενναίος αξιωματικός και κατέχει δύο λόφους, που δέσποζαν της οδού προς Αλή Βεράν – ενός καρόδρομου, ποτισμένου με αίμα. Μαζί με το Δασωμένο Λόφο, οι θέσεις του 2ου Συντάγματος είναι το κλειδί της άμυνας. Στον Τσάκαλο έστειλε η Μοίρα δύο υπέροχα παλληκάρια: τον Τσάμη και τον Ζερβογιάννη. Γρήγορα όμως μετάνοιωσε και του στέλνει κι αυτόν, που θα τον έσερνε στο θάνατο. Είναι ο ταγματάρχης που κιοτεύει. Δειλιάζει και φεύγει και φεύγοντας συμπαρασύρει τους άνδρες του. Αστραψε ο Τσάκαλος. Να φύγει το Σύνταγμα του; Έχει διαταγή να «κρατηθεί επί των θέσεων του μέχρι της νυκτός». Μέχρις ότου το σκοτάδι λυτρώσει τα σακατεμένα τμήματα.
Ο Τσάκαλος βρίσκεται 200 μέτρα μόνο πίσω από τη πρώτη γραμμή. Έχει τη σημαία και μία χούφτα γενναίων – είναι οι εφεδρείες του. Η Γαλανόλευκη ξεδιπλώνεται και πάλι και με το περίστροφο στο χέρι ο Τσάκαλος ορμά. Γύρω όλοι είναι πεσμένοι στη γη. Το τουρκικό πυροβολικό βάλλει με ρυθμό… πολυβόλων. Το καυτό σίδερο έχει ανασκάψει τη κοιλάδα. Οι οβίδες του είναι εγκαιροφλεγείς. Αλλ’ ο Τσάκαλος προχωρεί. Οι άνδρες του αναθαρρεύουν κι απωθούν τους Τούρκους. Η νίκη έχει σιμώσει. Και τη στιγμή εκείνη η ζηλόφθονη Μοίρα παίρνει τον Τσάκαλο. Μια εγκαιροφλεγή οβίδα τσακίζει τα πόδια του – τα κόβει σύρριζα από το κορμό. Ο Τσάκαλος πέφτει και στο γκρέμισμα του αντήχησε η καταραμένη κοιλάδα. Με τα χέρια του προσπαθεί να κρατήσει το αίμα, τη ζωή, που του φεύγει. Ζητεί να τον στήσουν σ’ ένα μικρό βράχο. Θέλει να παρακολουθεί τους άνδρες του. Κι όταν τους βλέπει να προχωρούν, το πρόσωπο του φωτίζει ένα πονεμένο χαμόγελο. Αλλ’ ο θάνατος σκοτεινιάζει γρήγορα το βλέμμα του κι αγωνιά:
– «Πώς πάμε; Πέστε μου, πώςπάμε;»
– «Νικήσαμε… οι Τούρκοι φεύγουν», του λένε, θέλοντας να γλυκάνουν τις τελευταίες του στιγμές.
Τη μάχη τη κέρδισε, έτσι τουλάχιστον, πιστεύει ο γενναίος αξιωματικός. Και στα τελευταία λεπτά της ζωής του αφήνει τη σκέψη να τρέξει πίσω, εκεί πέρα στη ξελογιάστρα Σμύρνη. Πίσω απ’ το διοικητήριο, σ’ ένα από τα σμυρνέϊκα αρχοντικά, μια κοπέλλα περιμένει τον ερχομό του – είναι η μνηστή του.
– «Να της δώσεις τα πράγματα μου, λέει σ’ ένα νεαρό αξιωματικό του. Και πες να μη λυπηθεί. Πεθαίνω ευχαριστημένος…»
Γιάννης Καψής – Χαμένες Πατρίδες, 1962
Μέσα στή νύχτα τά αποσπάσματα της Στρατιάς του Τρικούπη κινούνται πρός Μπανάζ. Σκοπός του στρατηγού είναι να φθάσει στό Ουσάκ καί να ενωθεί μέ τόν Φράγκου. Αλλά το έδαφος ήταν ορεινό αφού παρεμβαλόταν ο βράχος του Μουράτ Νταγ. Μέσα στή νύχτα ο Τρικούπης έχασε τόν δρόμο καί βρέθηκε να περιπλανιέται μέσα από στενά ορεινά μονοπάτια.
Χρειάσθηκε άλλες τρεις ώρες για να φθάσει στο Ογιουτσούκ η φάλαγγα του Τρικούπη. Κι εκεί πληροφορήθηκαν, ότι ο Πλαστήρας είχε συμπτυχθεί μόλις δύο ώρες πριν. Τό πέρασμα είχε καταληφθεί από τους Τούρκους κι η φάλαγγα σταμάτησε. Ο Τρικούπης πάλι πήρε λανθασμένη απόφαση καί δέν επιχείρησε νά διασπάσει τόν κλοιό, κάτι πού έκανε μόνος του ο διοικητής της 9ης Μεραρχίας συνταγματάρχης Γαρδίκας.
Μάταια προσπαθούσε να πείσει τόν Τρικούπη, ότι είχαν απέναντι τους μόνο ιππείς και θα μπορούσαν να τους διαλύσουν με την ξιφολόγχη. Κι όταν βλέπει, ότι οι εισηγήσεις του δεν εισακούονται, ότι οι επιτελικοί φοβούνται ν’ αντιμετωπίσουν λίγους καβαλλάρηδες, πηδά στ’ άλογο του φωνάζοντας: «Εμπρός η 9η… Βαδίζομε προς Πλαστήρα». Ακάθεκτος, απτόητος, καταδιώκει τις περιπόλους του εχθρικού ιππικού, περνά το Μουράτ Νταγ και φτάνει στην αμαξιτή οδό Τσεντές-Ουσάκ. Ο δρόμος πλέον είναι ανοικτός. Η 9η Μεραρχία έχει διαφύγει την αιχμαλωσία.
«Οι αποτελούντες φάλαγγα άνδρες από της πρωΐας της 16ης μέχρι τής εσπέρας της 18ης Αυγούστου, ουδόλως είχον αναπαυθή, ότε μέν προπορευόμενοι, ότε δέ μαζόμενοι καί όντες επί πλέον νήστεις. Η κόπωσις, η ασιτία καί οι παντοειδείς συγκινήσεις ιδίως εκ της μάχης της 17ης Αυγούστου επέφερον εις πολλούς σημαντικήν εξάντλησιν καί ποιάν τινά ψυχικήν διαταραχήν.»
Στρατηγός Νικόλαος Τρικούπης – Αναμνήσεις
Τήν 19η Αυγούστου τά υποχωρούντα τμήματα του Α’ καί Β’ Σώματος Στρατού άλλαξαν δύο φορές κατεύθυνση γιά νά αποφύγουν συμπλοκή μέ τόν εχθρό, πού λόγω της ολοκληρωτικής σχεδόν εξάντλησής τους, δέν ήταν σέ θέση να φέρουν εις πέρας. Στίς 20 Αυγούστου, οι στρατιώτες κατευθυνόμενοι πρός Ουσάκ, συμπλήρωναν άϋπνοι και νηστικοί οκτώ ημέρες πορείας καί άγριων μαχών.
Η φάλαγγα 1.500 ανδρών καί 82 αξιωματικών του συνταγματάρχη Κολλιδόπουλου καί του υποστράτηγου Δημαρά, εξαντλημένη καί χωρίς πυρομαχικά παραδόθηκε στούς Τούρκους στό όρος Μουράτ Δάγ. Από αυτή τή φάλαγγα είχε αποκοπεί τήν προηγούμενη, λόγω διαφωνίας ο ταγματάρχης Γεώργιος Τσολάκογλου (ο μετέπειτα κατοχικός πρωθυπουργός), πού μαζί μέ αξιωματικούς καί οπλίτες της 4ης μεραρχίας, ακολουθώντας διαφορετικό δρομολόγιο, έφθασε στό Ουσάκ τό πρωΐ της 19ης Αυγούστου καί ενώθηκε μέ τήν ομάδα Φράγκου.
Στίς 20 Αυγούστου, η ομάδα Τρικούπη, ακολουθούμενη από Αρμένιους καί Ελληνες πρόσφυγες, έφθασε στό τουρκοχώρι Καρατζά Χισάρ καί εκεί τόν πληροφόρησαν οι γέροντες πού είχαν απομείνει, ότι τό Ουσάκ, η τελευταία ελπίδα, έχει καταληφθεί από τήν προηγούμενη μέρα. Πολλοί στρατιώτες κατάκοποι αρνιόντουσαν νά συνεχίσουν τή μάχη καί ο Τρικούπης αποφάσισε τήν παράδοση. Ο Σπαρτιάτης αντισυνταγματάρχης της XII Μεραρχίας Αθανάσιος Σακέτας αρνήθηκε να παραδοθεί και εξόρμησε εναντίον των επερχόμενων εχθρών. Σκοτώθηκε από σφαίρα, τη στιγμή που σπάθιζε Τούρκους πεζούς. Το όνομα του δόθηκε αργότερα σε ένα στρατόπεδο της Αθήνας.
Ο Νικόλαος Τρικούπης και ο Κίμων Διγενής ήταν οι πρώτοι υψηλόβαθμοι Ελληνες αξιωματικοί στην ιστορία του Ελληνικού Στρατού, οι οποίοι παραδόθηκαν στον εχθρό και δέχονταν με σκυμμένο το κεφάλι την οργή αξιωματικών τους, όπως ο Βλάχος, ο οποίος έσχισε τίς τις επωμίδες του κλαίγοντας από ντροπή. 4.400 οπλίτες καί 190 αξιωματικοί ήταν οι αιχμάλωτοι, αλλά πολλοί Μικρασιάτες φαντάροι προτίμησαν νά αυτοκτονήσουν παρά να παραδοθούν γιατί αυτούς ειδικά οι Τούρκοι τούς βασάνιζαν καί τούς εκτελούσαν επί τόπου.
Η κυβέρνηση στήν πλήρη άγνοιά της, έπαυσε τόν Χατζηανέστη καί όρισε αρχιστράτηγο τόν …αιχμάλωτο Τρικούπη. Ο τελευταίος θά μάθαινε τήν προαγωγή του από τόν ίδιο τόν Κεμάλ. Μόλις αντελήφθηκε τό λάθος η κυβέρνηση των Αθηνών, όρισε νέο αρχιστράτηγο τόν Γελωργιο Πολυμενάκο. Στρατός όμως δέν υπήρχε πλέον.
Η ομάδα Φράγκου
Οι δυνάμεις του Αθανασίου Φράγκου τό βράδυ της 16ης Αυγούστου 1922 βρίσκονταν στό Τσουρούμ Δάγ, δυτικώς του Τουμλού Μπουνάρ, εκτός από τούς τσολιάδες του Πλαστήρα πού ήταν προωθημένοι στό Χασάν Ντεντέ Τεπέ, περιμένοντας τίς δυνάμεις του Τρικούπη. Αλλεπάλληλες τουρκικές επιθέσεις ανάγκασαν τόν Φράγκου σέ περαιτέρω υποχώρηση, καί αφού εγκατέλειψε τήν κοιλάδα Μπανάζ, οχυρώθηκε ανατολικά του Ουσάκ γιά να καλύψει τή σιδηροδρομική γραμμή.
Τό βάρος της μάχης τό έλαβε τό 34ο σύνταγμα του Ιωάννη Πιτσίκα τό οποίο κράτησε τίς θέσεις του, μέχρι πού δέχτηκε επίθεση από τό αριστερό του, πού κάλυπτε τό 4ο σύνταγμα του αντισυνταγματάρχη Χατζηγιάννη. Ο τελευταίος, χωρίς ιδιαίτερη πίεση παράτησε τή θέση του καί τράπηκε σέ φυγή. Εκείνη τή στιγμή συνέβη κάτι το απίθανο. Από ένα αντικρινό λόφο κατέβαιναν τραγουδώντας οι τσολιάδες του 5/42.
Είχαν διασπάσει τίς τουρκικές γραμμές καί επέστρεφαν εν πλήρει τάξη. Ο Καρα – Σείτάν μάζεψε τότε τούς φυγάδες του 4ου συντάγματος μαζί μέ τόν διοικητή τους καί ξεκίνησε αντεπίθεση κατά του εχθρού. Ο «Μαύρος Καβαλλάρης» μετέτρεψε τά πρόβατα σε λιοντάρια.
Οι στρατιώτες μας είχαν ανάγκη από ηγέτες, αλλά τούς άξιους αξιωματικούς τούς είχε εκδιώξει η κυβέρνηση των Αθηνών. Καί βεβαίως είχαν δίκιο οι Βυζαντινοί πού έλεγαν: «βέλτιον λέοντα άρχειν ελάφων ήπερ λεόντων έλαφον»
H ζημιά από τή φυγή Χατζηγιάννη είχε ήδη γίνει. Τό Ουσάκ, κέντρο ανεφοδιασμού, έπεσε. Η φάλαγγα Φράγκου υποχωρούσε ακόμα δυτικότερα. Αν κρατούσε ο Φράγκου 24 ώρες ακόμα στό Ουσάκ, θά κατάφερνε νά ενωθεί μέ τόν Τρικούπη, ο οποίος παραδίδονταν στίς 20 Αυγούστου στά περίχωρα της πόλης. Η τραγωδία των μεραρχιών πού διοικούσε ο Φράγκου συνεχίζονταν.
«Τα υψώματα του Ακ Τας δεσπόζουν του κάμπου που απλώνεται, απέραντος θάλεγε κανείς, βορειανατολικά της Φιλαδέλφειας. Εκεί, μέσα σ’ ένα σύδενδρο έχει στήσει το καραούλι του ένας Τσολιάς και το θέαμα, που βλέπει, τον κάνει να χλωμιάσει από την φρίκη. Ένα ατέλειωτο λεφούσι ξεχύνεται μέσα στο κάμπο, είναι αμέτρητοι οι Τούρκοι. Κινούνται ταχύτατα, σαν να ήθελαν να προφθάσουν κάτι. Τι; Μα τι άλλο; – το Στρατό μας. Θέλουν να καταλάβουν το Ακ Τας και ν’ αποκόψουν τις Μεραρχίες του Φράγκου και του Γονατά. Η παράδοση του Τρικούπη τους είχε ανοίξει την όρεξη. Πίστευαν, ότι θα πιάσουν όλο το Στρατό μας αιχμάλωτο.
Τη στιγμή που ο Πλαστήρας παίρνει την αναφορά του σκοπού του, καταφθάνει κι ένας αγγελιαφόρος της 7ης. Ο μέραρχος Κουρουσόπουλος πληροφορεί το διοικητή του 5/42 ότι πιέζεται ισχυρά και του ζητεί να καταλάβει τα υψώματα του Ακ Τας, καλύπτοντας το αριστερό του. Κι ο Πλαστήρας διαισθάνεται αμέσως, ότι είναι η ευκαιρία να επαναλάβει το θρίαμβο του Ασλανάρ. Δεν σπεύδει να καταλάβει τα υψώματα. Παρακολουθεί τις τούρκικες περιπόλους, που προωθούνται για ν’ αναγνωρίσουν το Ακ Τας. Κι όταν φεύγουν για ν’ αναφέρουν στο Φεβζή Πασά, ότι είναι αφύλακτα, οι Τσολιάδες μας σκαρφαλώνουν έρποντας – γνωρίζουν τις συνήθειες του διοικητή τους κι εκτελούν τις διαταγές του με σχολαστική ακρίβεια.
Οι Τούρκοι είναι τετραπλάσιοι. Προχωρούν όμως, ανύποπτοι, βέβαιοι ότι ο Στρατός μας έχει φθάσει στη Φιλαδέλφεια. Προπορεύονται τμήματα ιππικού – περίπου 500 ιππείς κι ακολουθούν το πεζικό σε πυκνές φάλαγγες. Βιάζονται και δεν παίρνουν αυστηρά μέτρα ασφαλείας. Αλλ’ οι Τσολιάδες μας καραδοκούν με το δάκτυλο στη σκανδάλη.
Χρειάζεται μεγάλη ψυχραιμία για ν’ αφήνεις τον τετραπλάσιο εχθρό να φθάνει μέχρι την κάνη του τουφεκιού σου, απόλυτη πειθαρχία πυρός, πίστη στην ηγεσία και, προς παντός, ψυχή. Οι Τούρκοι έχουν πλησιάσει τόσο κοντά, που οι Τσολιάδες διακρίνουν τα χαρακτηριστικά τους, ακούνε τις κουβέντες τους – το χνώτο τους βαραίνει την ατμόσφαιρα. Κι άξαφνα ξεσπά ο κεραυνός. Οι πλαγιές ξερνούν καυτό μολύβι, σείεται η κοιλάδα. Τα πολυβόλα μας αποδεκατίζουν τους Τούρκους, τ’ άλογα χλιμιντρίζουν αγριεμένα, ρίχνουν τους αναβάτες τους και τρέπονται σε φυγή. Τα βογγητά αντηχούν ως πέρα, μέχρι τη κοιλάδα του Αλή Βεράν – μνημόσυνο στις ψυχές των αδικοσκοτωμένων παλικαριών μας.
Οι Τούρκοι κάνουν να φύγουν τότε επεμβαίνει το πυροβολικό. Εκτελεί πυρά φραγμού – όχι για να πλησιάσουν οι Τούρκοι, αλλά για να μη φύγουν. Τους έχει ζώσει ένας πύρινος κλοιός.
Κάποτε τα πολυβόλα άναψαν, οι κάνες των πυροβόλων κοκκίνησαν. Οι Τσολιάδες ορμούν το γνωρίζουν καλά το μάθημα τους. Δεν ήταν επίθεση εκείνη – σαν δαίμονες ξεπηδούν τα παλικάρια της Θεσσαλίας μας. Είναι οι τρομεροί εκδικητές της σφαγής του Αλή Βεράν. Και οι τρείς Μεραρχίες – αυτές ήταν οι δυνάμεις, που αντιμετώπισε το 5/42 – τρέπονται σε φυγή. Είναι τόσο τρομοκρατημένοι οι Τούρκοι, ώστε μέχρι το βράδυ δεν τολμούν να πλησιάσουν.» ………………………..Γιάννης Καψής – Χαμένες Πατρίδες, 1962
Τήν επομένη τό Ελληνικό στράτευμα συμπτύχθηκε πρός τή Φιλαδέλφεια (Αλάσεχιρ). Στήν πόλη είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες πρόσφυγες Ελληνες καί Αρμένιοι. Ετρεχαν νά γλυτώσουν από τούς τσέτες, αλλά ταυτόχρονα εμπόδιζαν τόν ελληνικό στρατό να οργανώσει στοιχειωδώς τήν άμυνά του. Ο Φράγκου έψαχνε τήν 5η Μεραρχία γιά νά της δώσει εντολή νά μεταφερθεί σιδηροδρομικώς στό Σαλιχλί γιά νά οργανώσει νέα γραμμή αμύνης. Αλλά 5η Μεραρχία δέν υπήρχε. Την αποστολή αυτή ανέλαβε ποιός άλλος; Ο «Καρα Σεϊτάν», ο οποίος έσπευσε μέ τό 5/42 στό Σαλιχλί, όπου θα ετίθετο υπό τάς διαταγάς του διοικητή της Μεραρχίας Ιππικού, υποστράτηγου Καλλίνσκυ.
Δυστυχώς όμως, ο Πλαστήρας φθάνοντας στό Σαλιχλή, διαπίστωσε ότι η Μεραρχία Ιππικού δέν είχε οργανώσει δεόντως τήν άμυνα της πόλεως. Ο Θεσσαλός συνταγματάρχης συνέστησε τήν αλλαγή του τρόπου αμύνης καί πρότεινε ένα σχέδιο σύμφωνα μέ τό οποίο οι Τσολιάδες του θα καθήλωναν τους Τούρκους καί θα τους υποχρέωναν να πεζομαχήσουν. Κι όταν η μάχη θα είχε ανάψει για καλά, το ιππικό μας θα εξαπέλυε επίθεση από τα αριστερά. Ο Καλλίνσκης μέ τόν επιτελάρχη του Αλέξανδρο Παπάγο συμφώνησαν κι ο Πλαστήρας ξεκίνησε να επιστρέψει στους Τσολιάδες του. Επιστρέφοντας άκουσε πυροβολισμούς. Τί είχε γίνει;
«Ένα από τα τάγματα του Πλαστήρα είχε καταυλισθεί όπως είδαμε, στις νότιες παρυφές του Σαλιχλή. Οι Τσολιάδες μας είχαν την ανέλπιστη τύχη να κοιμηθούν – με τις αρβύλες, ζωσμένοι τις ξιφολόγχες και τις μπαλάσκες, είναι αλήθεια, αλλά κοιμόντουσαν. Πριν ακόμη χαράξει, ένας νεαρός διοικητής λόχου, ο ανθυπολοχαγός – τότε – Μινιουδάκης, σηκώθηκε και μ’ ένα συνάδελφό του προχώρησε να πλυθεί σε μια κοντινή βρύση. Ποιος ξέρει πότε άλλοτε θα είχε κανείς τη τύχη να τον φυλάγουν άλλοι! Πίστευε, ότι το ιππικό μας κρατούσε τη στενωπό των Αντάλων. Αλίμονο, όμως, δεν ήταν γραφτό να πλυθεί. Είχε πλησιάσει στη βρύση, όταν είδε δυο-τρεις σκιές να κινούνται στο βάθος του δρόμου. Πρόσεξε καλύτερα και κατάλαβε. Ήταν Τούρκοι. Δεν μπορούσε να κάνει λάθος. Αλλά κι αν αμφέβαλε, μια σφαίρα, που σφύριξε δίπλα του, τον έπεισε απόλυτα.
Οι Τσολιάδες πετάχθηκαν ξαφνιασμένοι. Είχαν αιφνιδιασθεί. Αρπαξαν τα όπλα τους κι οχυρώθηκαν πρόχειρα μέχρις ότου διαπιστώσουν πού ήταν ο εχθρός. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Οι Τούρκοι κατείχαν την απέναντι πλευρά του δρόμου. Είχαν μπει στο Σαλιχλή πριν από τους Τσολιάδες, τους οποίους δεν αντιλήφθηκαν όταν έφθασαν, περασμένα μεσάνυκτα – όπως δεν τους αντελήφθηκαν κι οι Τσολιάδες. Κι οι δύο αντίπαλοι αιφνιδιάστηκαν, περισσότερο, όμως οι δικοί μας. Μέσα σε λίγα λεπτά μια σκληρή οδομαχία είχε ανάψει μέσα στο Σαλιχλή. Την ίδια εκείνη στιγμή τα δύο άλλα τάγματα του 5/42, είχαν αφήσει την κωμόπολη και προχωρούσαν προς Βορρά. Έτσι, το Σαλιχλή βρέθηκε αμαχητί στα χέρια των Τούρκων, ο σταθμός κατελήφθη. Μόνο ο ταγματάρχης Παναγάκος, επιτελής της Στρατιάς, που βρέθηκε αποκομμένος εκεί, οχυρώθηκε σ’ ένα δωμάτιο του σταθμού και αντέταξε λυσσώδη άμυνα – έδωσε στους Τούρκους ένα ακόμη μάθημα του τι θα πει Έλληνας αξιωματικός.
Η περιγραφή της μάχης του Σαλιχλή θα έπρεπε να σταματήσει στο σημείο αυτό. Ας μείνει η φαντασία ελεύθερη, αχαλίνωτη, για να ξαναζωντανέψει την ανδρεία των λιγοστών εκείνων παλικαριών, που έπλυναν στο τουρκικό αίμα τη προσβολή του Καρατζά Χισάρ. Ας αφηνιάσει η φαντασία – και πάλι δεν θα μπορέσει να δώσει όλο το μεγαλείο της μάχης του Σαλιχλή.
Οι Τσολιάδες μας αιφνιδιάστηκαν, είναι αλήθεια. Αλλά δεν πανικοβλήθηκαν. Αρπαξαν τα τουφέκια τους κι εφάρμοσαν το γνώριμο επιτελικό σχέδιο τους – όρμησαν κραυγάζοντες «Αέρα!». Κι η τρομερή κραυγή τους ακούσθηκε σαν κεραυνός. Όρμησαν και τ’ αστραποβόλημα των λογχών τους διέλυσε το σύθαμπο του πρωινού. Ήταν τρομακτική η σύγκρουση. Οι Τούρκοι είχαν ένα πυροβόλο κι άρχισαν να βάλλουν αδιακρίτως. Έριχναν και στα τούρκικα σπίτια και τα πυρομαχικά, που έκρυβαν οι Τούρκοι κάτοικοι, τιναζόντουσαν στον αέρα, πνίγοντας την ατμόσφαιρα στη σκόνη.
Ο Πλαστήρας, μόλις άκουσε τους πυροβολισμούς, έμπηξε άγρια τα σπιρούνια του στα πλευρά του αλόγου του και το υποχρέωσε να τιναχθεί αγριεμένο – χύθηκε σαν θύελλα. Ο υπασπιστής του δεν μπορεί να τον παρακολουθήσει. Κι αυτό τον σώζει. Μπαίνοντας στο Σαλιχλή πέφτει σε μια τουρκική περίπολο. Τ’ άλογό του σκοτώνεται κι ο Πλαστήρας τραβά το περίστροφο για ν’ αμυνθεί – να πολεμήσει για τη ζωή του πλέον. Στην κρίσιμη στιγμή φθάνει ο υπασπιστής κι οι Τούρκοι διαλύονται. Με τ’ άλογο του υπασπιστή του τώρα, ο Πλαστήρας φθάνει στο τρίτο τάγμα του. Νομίζει, ότι έχουν προσβληθεί τα δύο άλλα κι αναζητά την εφεδρεία για να τα βοηθήσει. Βρίσκει, όμως την εφεδρεία να έχει εμπλακεί σ’ έναν απελπισμένο αγώνα.
Ήταν δεινή η θέση των Τσολιάδων μας. Είχαν σχεδόν κυκλωθεί – ήταν αδύνατο να ξεχωρίσουν από πού τους κτυπούσαν οι Τούρκοι. Οι καπνοί των εκρήξεων, ο κουρνιαχτός της μάχης σκέπαζαν τα πάντα. Δεν υπήρχε παρά μια μόνο διέξοδος: ν’ ανοίξουν το δρόμο ανάμεσα στους Τούρκους – πατώντας στα κορμιά τους. Κι έξαφνα, μέσα στον ορυμαγδό, ακούσθηκε το νοσταλγικό πια σάλπισμα «Προχωρείτε… προχωρείτε».
Η μάχη του Σαλιχλή θα μπορούσε να ήταν υπόδειγμα τακτικής – μια πολύωρη οδομαχία μ’ όλους τους κανόνες της πολεμικής τέχνης. Θα μπορούσε να ήταν ακόμη ένα θαυμάσιο παράδειγμα πειθαρχίας – οι Τσολιάδες μας, αν κι αιφνιδιάστηκαν, αν κι αποκόπηκαν δεν τους συνεπήρε η θύελλα του πανικού. Περισσότερο, όμως κι από υπόδειγμα τακτικής, παράδειγμα πειθαρχίας, είναι ένα θαυμάσιο δείγμα της ελληνικής παλικαριάς. Πενταπλάσιοι, ίσως και δεκαπλάσιοι, ήταν οι Τούρκοι. Καλύτερα οπλισμένοι από τους δικούς μας, ευέλικτοι επάνω στ’ άλογά τους. Τα είχαν όλα, πλην της ελληνικής ψυχής, που ξεπετάχτηκε μέσα απ’ τη συμφορά, υπέροχη, ωραία, παρά ποτέ άλλοτε.
Σαν διάβολοι πήδηξαν οι Τσολιάδες μας. Με την ξιφολόγχη, σαν τα σαλιγκάρια έβγαζαν τους Τούρκους μέσα από τα σπίτια τους. Οι οβίδες έσκαγαν εδώ κι εκεί – κανείς δεν γνώριζε από πού προέρχονταν, για ποιον προορίζονταν. Το αίμα έβαψε άφθονο το καλντερίμι του Σαλιχλή. Ήταν τρομερή η επιθετική ορμή των ανδρών μας, αλλά και λυσσώδης η άμυνα των Τούρκων. Οι αντίπαλοι γνώριζαν καλά, ότι η μάχη εκείνη θα έκρινε οριστικά, όχι πια την μικρασιατική εκστρατεία – ήταν πλέον οριστικά καταδικασμένη. Στη μάχη του Σαλιχλή κρινόταν ο πόλεμος Ελλάδας και Τουρκίας.» ………………….Γιάννης Καψής – Χαμένες Πατρίδες, 1962
Η νίκη της 23ης Αυγούστου στό Σαλιχλή, έδωσε τήν ευκαιρία στά υπόλοιπα τμήματα του ελληνικού στρατού να υποχωρήσουν χωρίς ιδιαίτερη ενόχληση από τούς Τούρκους. Βέβαια τό μεγαλύτερο τμήμα δέν ήταν πλέον ελληνικός στρατός, αλλά ένας όχλος ελεεινών καί εξαθλιωμένων ανθρώπων, πολλοί από τούς οποίους φέρονταν σάν κοινοί εγκληματίες καίγοντας καί βιάζοντας τήν ίδια ώρα πού οι συντρόφοι τους έδιναν τή ζωή τους, γιά να τούς γλυτώσουν. Ο όχλος αυτός έτρεχε πρός τήν Ερυθραία νά βρεί τά πλοία πού περίμεναν στό Τσεσμέ (Κρήνη).
Εν τω μεταξύ τό απόσπασμα Λούφα, έφθασε τήν 24η Αυγούστου στό Μπίν Τεπέ καί εγκαταστάθηκε στά γύρω υψώματα γιά νά καλύψει τίς συμπτυσσόμενες δυνάμεις πρός Κασαμπά. Οι τουρκικές δυνάμεις καθηλώθηκαν στό Μπίν Τεπέ, δίδοντας τόν καιρό στά ελληνικά τμήματα νά οχυρωθούν στόν Κασαμπά. Ηταν 25 Αυγούστου 1922 καί οι Τούρκοι είχαν πλησιάσει επικίνδυνα στήν Σμύρνη. Μία Σμύρνη πού η ανικανότητα της πολιτικής ηγεσία καί η προδοτική συμπεριφορά του Χατζηανέστη καί του Στεργιάδη είχαν αφήσει ανοχύρωτη.
Η Ανεξάρτητη Μεραρχία έφθασε στη Μικρά Ασία καθυστερημένα. Είχε συγκροτηθεί στη Θράκη τον Ιούλιο του 1921 για να συμμετάσχει στην κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως.
Πρώτος διοικητής ήταν ο Υποστράτηγος Γεώργιος Λεοναρδόπουλος. Τόν Αυγουστο του 1922, διοικητής της ήταν ο Δημήτριος Θεοτόκης, μέ επιτελικούς αξιωματικούς τούς διοικητές των συνταγμάτων της, Κωνσταντίνου Ιωάννη, Τσίπουρα Ν., Κολομβότσο Ν. καί Μαυρογένους Σ. Η επίθεση των Τούρκων στη περιοχή του Αφιόν την βρήκε να κατέχει τον τομέα του Σεϊντή Γαζή – Ακ Ιν. Η Μεραρχία πήρε διαταγή να σπεύσει για βοήθεια του Α’ Σώματος, που σφάδαζε, ήδη, βαριά πληγωμένο. Ή κίνηση της Μεραρχίας άρχισε στις 16 Αυγούστου κι αμέσως τα τμήματα της αντιμετώπισαν σφοδρή αντίσταση.
Τό πρωϊνό της 18ης Αυγούστου, η Ανεξάρτητος Μεραρχία ξεκίνησε από το Σιδηροδρομικό Σταθμό Αλαγιούντ, με κατεύθυνση την Κιουτάχεια. Ωστόσο, μετά από μια πορεία 4 χιλιομέτρων η Μεραρχία στράφηκε προς νότον, ακολουθώντας την αμαξιτή οδό παραπλεύρως της κοίτης του ποταμού Γύμαρη, ο οποίος βρίσκεται μέσα σε ένα φαράγγι μήκους 18 χιλιομέτρων. Ο Γύμαρης είναι παραπόταμος του Σαγγάριου ποταμού. Εκεί σέ μία στενωπό, η Μεραρχία συνάντησε τά παραμορφωμένα από τά βασανιστήρια καί πολλές φορές ανασκολοπισμένα πτώματα Ελλήνων στρατιωτών. Ηταν οι στρατιώτες του 32ου Συντάγματος τό οποίο είχε εγκαταλείψει ο διοικητής του Π. Σπυρόπουλος, αφήνοντας τούς Ευζώνους του στή μοίρα τους. Ο Σπυρόπουλος ήταν από τίς περιπτώσεις εκείνων των ανίκανων αξιωματικών, ο οποίος είχε προαχθεί από λοχαγός σε αντισυνταγματάρχη μόνο καί μόνο εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Η εκδίωξη άξιων αξιωματικών από τόν Γούναρη, καί η αντικατάστασή του μέ ανίκανους, έφερε τήν καταστροφή στην Μικρά Ασία καί τόν χαμό χιλιάδων στρατιωτών μας.
Η Ανεξάρτητη συνέχισε την πορεία της προς την Κιουτάχεια. Ο Ινονού διέταξε την 1η Μεραρχία Πεζικού, του Νουρεντίν, να την αναχαιτίσει. Κι αμέσως ξεκίνησε μια φονική μάχη, που διήρκεσε 12 ώρες. Οι δύο αντίπαλοι πολέμησαν με λύσσα καί οι Τούρκοι ανατράπηκαν. Ήταν μεγάλες οι απώλειες της μάχης εκείνης. Το 53ο Σύνταγμα είχε σχεδόν αποδεκατισθεί. Η Ανεξάρτητη συνέχισε πρός Ουσάκ. Κανείς δεν γνώριζε την παράδοση του Τρικούπη, όταν τό πρωΐ της 20ης Αυγούστου εμφανίστηκε ένα ελληνικό αεροπλάνο το οποίο, αφού αναγνώρισε τη φάλαγγα, έριξε σιδερένιο δοχείο που περιείχε την διαταγή της Στρατιάς:
«19.8.1922. Προς Ανεξάρτητον Μεραρχίαν. Παρά πάσαν προσδοκίαν, η νότια ομάς Μεραρχιών συγκεντρούται ταχύτατα υπό την πίεσιν του εχθρού ανατολικώς της Φιλαδελφείας. Το Γ΄ Σώμα Στρατού συγκεντρούται άνευ πιέσεως ανατολικώς της Προύσης. Επειδή η τροπή των επιχειρήσεων εις την νότια ομάδα επέφερε σύμπτυξιν ταχυτέραν της αναμενομένης, κανονίσατε την θέσιν σας υποχωρούντες εν ανάγκη και προς βορράν και τρεφόμενοι εκ των πόρων της χώρας. Το Γ΄ Σώμα Στρατού διατάσσεται, όπως δι’ αναγνωρίσεων αεροπορικών παρακολουθή την κίνησιν της Μεραρχίας και παρέχη αυτή πάσαν πληροφορίαν περί εχθρικών κινήσεων. Χατζανέστης Διοικητής Στρατιάς»
Το δοχείο περιείχε και προσωπικές πληροφορίες, τις οποίες είχε συλλέξει ο αεροπόρος Ξηρός Γεώργιος κατά τη διάρκεια της πτήσεως του. Από τις πληροφορίες που έδωσε ο αεροπόρος, προέκυπτε ότι το Γ’ Σώμα Στρατού συμπτύσσονταν δίχως πίεση και θα μπορούσε, θεωρητικά τουλάχιστον, αντί να υποχωρήσει, να επιτεθεί στα νώτα του εχθρού που καταδίωκε το Νότιο Συγκρότημα όμως αυτό δυστυχώς δεν συνέβη. Μετά τη λήψη της διαταγής και τις προσωπικές πληροφορίες του αεροπόρου, συνεκλήθη το πολεμικό συμβούλιο της Μεραρχίας, κατά τη διάρκεια του οποίου αποφασίστηκε η πορεία προς Γκεντίζ, Σιμάβ, Σιντιργί, Κιρκαγάτς.
Από τη στιγμή εκείνη η πορεία της Ανεξάρτητης θυμίζει εκπληκτικά την κάθοδο των Μυρίων προς τη θάλασσα. Διέσχισε μία περιοχή σχεδόν αμιγώς τουρκική και δεχόμενη συνεχώς τις επιθέσεις του τουρκικού ιππικού, ενέδρες άτακτων, ακόμα καί χωρικών. Καί όμως κατάφερε νά αποκρούσει όλες τίς επιθέσεις καί νά σώσει χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιους πρόσφυγες του Κίρκαγατς και της Περγάμου. Χιλιάδες χριστιανικές ψυχές σώθηκαν χάρη στην Ανεξάρτητη Μεραρχία καί τήν γενναιότητα πού επέδειξαν οι αξιωματικοί της καί οι Ευζώνοι της.
Τό μεσημέρι της 20ης Αυγούστου, η Μεραρχία συνέχισε την πορεία της επάνω στην ίδια οδό προς Γκεντίζ. Πλησίον του Χατζί Κιόϊ, η εμπροσθοφυλακή αντίκρισε καί άλλους σωρούς από πτώματα Ελλήνων στρατιωτών, γυμνών και παραμορφωμένων με βγαλμένα μάτια και κομμένα κεφάλια. Προφανώς ανήκαν και αυτοί στο 32ο Σύνταγμα Πεζικού και είχαν σωθεί από την πρώτη ενέδρα των Τούρκων στη στενωπό νότια της Κιουτάχειας. Με τη δύση του ηλίου, σε μια θέση λίγο πριν το Γκεντίζ, η Μεραρχία, μετά από μια πορεία 30 χιλιομέτρων, σταμάτησε για να διανυκτερεύσει. Τα τρόφιμά της είχαν αρχίσει να τελειώνουν, όπως καί τά πολεμοφόδια.
Η Μεραρχία, έχοντας βγάλει το συμπέρασμα ότι το Ουσάκ βρισκόταν ήδη σε τουρκικά χέρια, άρχισε να ετοιμάζεται για την πορεία προς το Σιμάβ που βρισκόταν δυτικά του Γκεντίζ. Μετά το πρωινό ρόφημα και τη διανομή του συσσιτίου της ημέρας, οι λόχοι έκαψαν όλες τις περιττές αποσκευές για να μη δυσχεραίνεται η πορεία.
Όταν η οπισθοφυλακή είχε υπερβεί το χωριό Τσάικιοϊ, δέχτηκε επίθεση από ίλη τουρκικού ιππικού. Η δύναμη αυτή ήταν προπομπός φάλαγγας, δυνάμεως Μεραρχίας, η οποία κινούμενη από Γκεντίζ προς Σιμάβ, σκόπευε να προλάβει την κατάληψη του Σιμάβ από τους Έλληνες. Στις 04.00 της 22ας Αυγούστου η Μεραρχία ξεκίνησε προς το Σιμάβ υπό το σεληνόφως. Γύρω στις 10.00 η εμπροσθοφυλακή εισήλθε στην πόλη, με συντεταγμένη φάλαγγα κατά τετράδες, μαζί με την πυροβολαρχία της και διήλθε από το κέντρο της πόλης, με εντυπωσιακό τρόπο, σαν να επρόκειτο για παρέλαση. Οι κάτοικοι που ήταν στην πλειονότητα τους Τούρκοι, συγκεντρώθηκαν στην αγορά και περιποιήθηκαν τους Έλληνες οπλίτες, φρονίμως ποιούντες, έως ότου ξεκαθαρίσει η συγκεχυμένη κατάσταση. Φαίνεται ότι η εμφάνιση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας στο Σιμάβ ήταν αντίθετη με τις ειδήσεις, οι οποίες κυκλοφορούσαν για την πανωλεθρία του Ελληνικού Στρατού στο Αφιόν Καρά Χισάρ.
Οι Ελληνικές δυνάμεις που ήταν εγκατεστημένες στο Σιμάβ είχαν αποχωρήσει πριν τέσσερις ημέρες, όμως στην αγορά υπήρχαν ακόμη ελληνικές επιγραφές. Ο Τούρκος δήμαρχος διατάχθηκε να παρασκευάσει αμέσως ψωμί για τους Έλληνες οπλίτες και να συγκεντρώσει κριθάρι για τα ζώα. Το 2ο επιτελικό γραφείο της Μεραρχίας ανακάλυψε μυστικό τηλέφωνο που συνέδεε το Σιμάβ με το Ντεμιρτζί και χρησιμοποίησε αξιωματικούς που μιλούσαν τουρκικά για να αποσπάσει πληροφορίες από τον Καϊμακάμη του Ντεμιρτζί. Αυτός δε τους πληροφόρησε ότι οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το Ουσάκ και προήλαυναν προς τη Φιλαδέλφεια (Αλάσεχιρ). Επειδή αναμενόταν η άφιξη ισχυρής τουρκικής δύναμης στο Σιμάβ, ο Μέραρχος αποφάσισε να αποσύρει τις δυνάμεις του από την πόλη. Γύρω στις 21.00 η Μεραρχία αναχώρησε προς το χωριό Ορελάρ, μετά δε από πορεία 11 χλμ. έφθασε εκεί για να καταυλιστεί.
Η Ανεξάρτητη Μεραρχία ξεκίνησε στις 06.00 της 23ης Αυγούστου προς το Γενίκιοϊ, ενώ είχε φροντίσει να διαδοθεί ότι θα προχωρούσε προς το Ντεμιρτζί που βρισκόταν νότια της κοίτης του ποταμού Σιμάβ. Η πορεία μετά το Γενίκιοϊ συνεχίστηκε προς το Μουτάκιοϊ, στα περίχωρα του οποίου και καταυλίστηκε μετά από πορεία 27 χιλιομέτρων περίπου.
Στίς 25 Αυγούστου έφθασε στό Σιντιργί. Το Σιντιργί ήταν πρωτεύουσα του ομωνύμου καζά του Μπαλίκεσιρ. Τότε είχε περί τους δύο χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι μισοί ήταν Έλληνες. Τότε μια μεγάλη επιτροπή των Ελλήνων κατοίκων παρουσιάστηκε στο Μέραρχο και υπέβαλε παράκληση των κατοίκων να ακολουθήσουν τη Μεραρχία, επειδή φοβούνταν τις αντεκδικήσεις των Τούρκων. Ο Μέραρχος ήθελε μεν να βοηθήσει τους ομογενείς, όμως δεν γνώριζε αν συνέφερε να τους πάρει μαζί του. Τελικά αποφάσισε να αρνηθεί το αίτημα, μολονότι οι διοικητές των Συνταγμάτων Πεζικού επιθυμούσαν να συμπεριλάβουν στις τάξεις τους και τους αμάχους του Σιντιργί. Παρά την άρνηση του Μεράρχου, πολλές οικογένειες νύκτα εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους και διανυκτέρευσαν κοντά στις θέσεις καταυλισμού των τμημάτων της Μεραρχίας, επιθυμώντας να ακολουθήσουν τα τμήματα το πρωί. Εκείνη τη νύκτα κανένας δεν είχε το κουράγιο να κοιμηθεί, αφού κοντά στους καταυλισμούς είχαν έλθει ακόμη και μητέρες με τα μωρά τους στην αγκαλιά.
Το πρωί της 26ης Αυγούστου η Μεραρχία ετοιμάστηκε νά αφήσει τό Σιντιργί. Διατάχθηκε επίσης να μην επιτραπεί στους πρόσφυγες να ακολουθήσουν τη Μεραρχία, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη στεναχώρια τους και το συνεχή οδυρμό τους. Τα κορίτσια της κωμόπολης, τα οποία, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, σύντομα θα δολοφονούνταν, άρχισαν να πετούν από τα παράθυρα των σπιτιών τους τα μεταξωτά και τα κεντήματα που αποτελούσαν την προίκα τους στους διερχόμενους οπλίτες, λέγοντας τους: «πάρτε τα, αφού δεν μας παίρνετε μαζί, τι να τα κάνουμε»; Στην τύχη τους εγκατέλειψε η Μεραρχία τους δυστυχισμένους κατοίκους της πόλεως, όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις, ελπίζοντας ίσως στην ασφάλεια που θα τους παρείχαν οι αλλόθρησκοι συγχωριανοί τους. Όπως όμως μαθεύτηκε αργότερα, όλοι οι ομοεθνείς κάτοικοι του Σιντιργί σφάχτηκαν και οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν από τούς μουσουλμάνους συγχωριανούς τους.
Τήν επομένη η Ανεξάρτητη Μεραρχία έφθασε στό Κιρκαγάτς. Ακολούθως, έφθασαν Έλληνες και Τούρκοι πρόκριτοι με λευκές σημαίες, οι οποίοι ανέφεραν ότι ο Τούρκος διοικητής της πόλης διατάσει την παράδοση των όπλων, μετά από την οποία οι Έλληνες θα ήταν ελεύθεροι να φύγουν. Όταν ο Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Κωνσταντίνου ρώτησε την αντιπροσωπεία ποια ήταν η δύναμη του εχθρού στο Κιρκαγάτς, αυτοί απάντησαν ότι αποτελούνταν από 5.000 ιππείς και 8.000 πεζούς. Τότε ο Κωνσταντίνου δίχως να διστάσει, τους είπε ότι επιτάσσει την πόλη και ότι θέλει μέσα σε τέσσερις ώρες να του φέρουν στο σταθμό του τραίνου 15.000 οκάδες ψωμιού, 10.000 οκάδες κριθαριού και 2.000 οκάδες τυριού. Επίσης διέταξε να μη ριφθεί ούτε ένας πυροβολισμός από τους Τούρκους, διότι σε ενάντια περίπτωση θα κατέστρεφε την πόλη με το πυροβολικό. Σύντομα, άρχισαν να καταφθάνουν τρόφιμα για τη Μεραρχία, των οποίων η μεταφορά συνεχίστηκε σχεδόν ολόκληρη τη νύκτα. Όλες οι γυναίκες των Τούρκων της κωμόπολης στρώθηκαν στη δουλειά, ζυμώνοντας συνέχεια τις απαιτούμενες ποσότητες ψωμιού, οι δε φούρνοι λειτουργούσαν αδιάκοπα για να προλάβουν το ψήσιμο 15.000 οκάδων ψωμιού.
Όταν η Μεραρχία εξέδωσε διαταγή αναχώρησης παρουσιάστηκαν οι πρόκριτοι των Ελλήνων και των Αρμενίων στο Μέραρχο και δήλωσαν ότι όλοι οι χριστιανοί της πόλεως έχουν αποφασίσει να τον ακολουθήσουν. Μετά από συζήτηση, ο Μέραρχος και οι διοικητές των Συνταγμάτων δέχθηκαν να συμπεριλάβουν 4.000 αμάχους στη φάλαγγα της Μεραρχίας. Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή με μεγάλη χαρά, επειδή αυτοί ήταν σίγουροι ότι η παραμονή τους ισοδυναμούσε με βέβαιο αφανισμό. Μετά την απόφαση αυτή, οι ομογενείς του Κιρκαγάτς εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και δώρισαν τα έπιπλα και τα αγαθά τους σε διάφορους Τούρκους γείτονες τους, ενώ οι ίδιοι μαζί με τα παιδιά και τις γυναίκες τους πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς με ένα σακίδιο στον ώμο.
Στις 31 Αυγούστου η Μεραρχία έφθασε στο Δικελί και επιβιβάσθηκε σε ατμόπλοια, που την μετέφεραν στη Μυτιλήνη. Είχε μαζί της χιλιάδες πρόσφυγες, όλο το υλικό της, ακόμη και το υλικό που είχαν εγκαταλείψει άλλα τμήματά μας. ‘Ηταν, αναμφισβήτητα, μια από τις εκλεκτότερες μονάδες της Στρατιάς. Κι όμως η διοίκηση δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευθεί τη μαχητική αξία της. Προορισμός του μαχόμενου Στατού μας δεν ήταν οι ακτές του Αιγαίου – η Καισαρεία, το Αφιόν, η ‘Αγκυρα ήταν ο δικός μας προορισμός. Και η Ανεξάρτητη όφειλε να σπεύσει προς ενίσχυση του Φράγκου. Η βοήθειά της θα ήταν πολύτιμη, αποτελεσματική ίσως. Τη στιγμή που μόνο το 5/42, ένα Σύνταγμα μειωμένης δύναμης, κατόρθωνε να συγκρατεί τους Τούρκους, μια ολόκληρη Μεραρχία θα έκανε θαύματα.
Τό Βόρειο Μέτωπο
Τήν ώρα πού ο Κεμάλ εξαπέλυε τήν επίθεσή του στό Αφιόν Καραχισάρ, τό πιό πιθανό σημείο λόγω της πρόσβασης σέ αυτό εφοδίων μέσω της σιδηροδρομικής γραμμής από τό Ικόνιο, τό Γ’ Σώμα Στρατού πού βρίσκονταν στό βόρειο τομέα του μετώπου …αναπαύονταν. Ο Χατζηανέστης δέν έδωσε τίς απαιτούμενες διαταγές γιά νά σπεύσει νά βοηθήσει τα δύο υπόλοιπα Σώματα Στρατού (Α’ καί Β’) πού κατέρρεαν. Ο υποστράτηγος Σουμίλας, διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού είχε στη διάθεση του 43 τάγματα, από τα οποία μόνο τα 22 βρίσκονταν στη πρώτη γραμμή. Υπήρχαν, δηλαδή, οι απαιτούμενες δυνάμεις για ενίσχυση του νότιου συγκροτήματος. Το Γ’ Σώμα Στρατού θα μπορούσε να εξαπολύσει πλευρική επίθεση κατά της σφήνας του Κεμάλ. Θα μπορούσε ακόμη ν’ αντεπιτεθεί κατά μέτωπο προς αντιπερισπασμό. Θα μπορούσε να διαλέξει μια οποιαδήποτε λύση, εκτός από τη λύση του απαθούς παρατηρητή της συμφοράς. Τή μόνη διαταγή πού τού έδωσε ο Χατζηανέστης, 6 ολόκληρες ημέρες μετά τήν επίθεση της 13ης Αυγούστου στό Αφιόν, ήταν νά υποχωρήσει.
Πράγματι τή νύκτα της 18ης Αυγούστου, τό Γ΄ Σώμα Στρατού εγκατέλειπε τό Δορύλαιον (Εσκή Σεχίρ) καταστρέφοντας τίς αποθήκες καί τή σιδηροδρομική γραμμή. Οι ομογενείς κάτοικοι, όπως ήταν φυσικό, επειδή δέν κατέχονταν από τό πνεύμα του πολυπολιτισμού πού μας φόρτωσαν οι πολιτικοί καί οι δημοσιογράφοι του σήμερα, ακολούθησαν τόν ελληνικό στρατό, εις τήν πρός τήν θάλασσα πορεία. Οι στρατιώτες αλλά ακόμα καί οι αξιωματικοί, στήν πορεία τους μέχρι τά παράλια, δέν είχαν επίγνωση καί ούτε μπορούσαν νά φανταστούν ότι ολόκληρο τό νότιο μέτωπο είχε καταρρεύσει.
«Εκεί, εις τά γελαστά παράλια του Μαρμαρά, εκεί περί τήν Ασκανίαν λίμνην, περί τήν αρχαίαν Νικαίαν, εις τήν εκκλησίαν της οποίας συνεκροτήθη η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, επέπρωτο νά γραφή ένα ακόμη οδυνηρό κεφάλαιον της μικρασιατικής συμφοράς, πού αξίζει νά περιγραφή, διότι καί εις αυτό μάς δίδεται παραστατικώτερα ακόμα η μορφή της ανίερου αυτής συμμαχίας πού είχαν συνάψει, ο χριστιανοί σύμμαχοι της Ελλάδος μέ τούς εχθρούς της Ελλάδος καί μέ μοναδικόν σκοπόν τήν εξόντωσιν ενός χριστιανικού στρατού καί ενός χριστιανικού πληθυσμού….
Οι χριστιανοί Γάλλοι είχαν γίνει προστάται τού Τούρκου, παρ’ όσας προσβολάς καί αν υπέστησαν εις τήν Σμύρνην καί προηγουμένως εις τήν Κιλικίαν από τούς κεμαλικούς. Χαρακτηριστικόν είναι τούτο: Αντί νά ενδιαφερθούν διά τήν τύχην των χιλιάδων προσφύγων, ενδιαφέρθησαν διά τά τουρκικά τζαμιά της Προύσσης, τά οποία βεβαίως δέν εκινδύνευαν από τούς Ελληνας….
Εις τήν περιοχήν των Μουδανιών καί της Κίου είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες προσφύγων αναζητούντων τρόπον διαφυγής. Η 11η Μεραρχία καί τό απόσπασμα Ζήρα πού εκάλυπταν τήν υποχώρησιν του όλου Γ’ Σώματος διεξήγαγον σκληρόν αγώνα πρός τούς Τούρκους πού επεδίωκαν νά φθάσουν εις τήν θάλασσαν διά νά διακόψουν τήν επιβίβασιν καί τήν διαφυγήν των προσφύγων. Είχαν δέ φθάσει τά γυναικόπεδα καί οι άλλοι πρόσφυγες νά υπερβαίνουν τάς 25.000. Επάνω από όλα τά αυτά τά πλήθη υψώνετο η σκιά του θανάτου, όταν εις τήν πόλιν έφθασε τό απόσπασμα Ζήρα, τό οποίον από της 25ης μέχρι της 28ης διεξήγαγε σκληράς μάχας. Γαλλικό τμήμα επεχείρησε νά εμποδίση τάς κινήσεις του. Ο σκληροτράχηλος όμως συνταγματάρχης Ζήρας μέ αποφασιστικότητα απηξίωσε καί ν’ απαντήση. Εισήλθεν εις τά Μουδανιά επέβαλε τήν τάξιν καί διηυκόλυνε τήν διοχέτευσιν των προσφύγων πρός τήν Πάνορμον…
Εις τά Μουδανιά είχαν αποβιβασθή Γάλλοι πεζοναύται καί ο επι κεφαλής αυτών εδήλωσε πρός Ελληνας αξιωματικούς:
«Εάν νικήσετε τούς Τούρκους καί αυτοί μου ζητήσουν νά τούς καλύψω μέ τήν σημαίαν της Γαλλικής Δημοκρατίας, έχω διαταγήν νά τούς καλύψω. Εάν συμβή τό αντίθετον, είμαι δυστυχώς υποχρεωμένος νά σας παραδώσω εις τούς Τούρκους.»» Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας – Χρήστος Αγγελομάτης
Όπως φαίνεται καί από τήν αναφορά του Αγγελομάτη, οι Γάλλοι είχαν αλλάξει στρατόπεδο καί όντως παρέδωσαν πολλούς Ελληνες τόσο στρατιώτες όσο καί αμάχους στά χέρια των κεμαλικών θηρίων. Αυτοί είναι οι Γάλλοι πού καταδίκασαν σέ σφαγή ολόκληρο τό χριστιανικό στοιχείο της Μικράς Ασίας. Γιά αυτούς τούς Γάλλους, εμείς 18 χρόνια αργότερα θά πολεμούσαμε εναντίον των Γερμανών καί θά είχαμε καί άλλους νεκρούς, ενώ οι φίλοι τους οι Τούρκοι θά παρέμεναν ουδέτεροι καί θά τροφοδοτούσαν τόν Χίτλερ μέ πρώτες ύλες γιά τά εργοστάσιά του.
Καί είχε φθάσει δυστυχώς η ώρα της 11ης Μεραρχίας η οποία κάλυπτε τά νώτα του Γ΄ Σώματος. Ο διοικητής της Νικόλαος Κλαδάς είχε διαλέξει ένα ορεινό δρομολόγιο κατά τήν υποχώρηση καί αποκόπηκε πλήρως από τίς υπόλοιπες Μεραρχίες. Η επικοινωνία της 11ης μέ τό επιτελείο του Γ’ Σώματος μέσω ασυρμάτου ήταν αδύνατη λόγω παρεμβολών από τά γαλλικά πολεμικά πού ήταν ελλιμενισμένα στά Μουδανιά. Οταν η 11η πλησίαζε στά παράλια, κυκλώθηκε στήν κοιλάδα των Μουδανιών, καί αποδεκατίστηκε από τό πυροβολικό της 19ης Τουρκικής Μεραρχίας. Τήν 30η Αυγούστου, ο Μέραρχος Κλαδάς έστειλε τόν αρχηγό του πυροβολικού νά ζητήσει παράδοση από τόν Τούρκο στρατηγό. Πολλοί αξιωματικοί καί οπλίτες προτίμησαν νά μήν παραδωθούν καί δραπέτευσαν μέχρι τά Μουδανιά. Οσους έπιαναν οι Γάλλοι τούς παρέδιδαν στούς Τούρκους. Τελικώς τό Γ’ Σώμα Στρατού μέσω των λιμένων τής Πανόρμου καί της Αρτάκης έφθασε στή Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης.
ΣΕΒΔΙΚΙΟΙ
Παραθέτω αυτούσιο ένα απόσπασμα από τίς «Χαμένες Πατρίδες« του Γιάννη Καψή, τό οποίο καταδεικνύει τήν εγκατάλειψη καί στήν συνέχεια τήν σφαγή από τούς αλλόθρησκους κατακτητές, γηγενών ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, οι οποίοι είχαν συνεχή παρουσία 3.000 ετών καί παραπάνω.
Γιά νά αποδίδονται ευθύνες σέ όλους, υπαίτιοι γι’ αυτό είναι τόσο οι δεξιοί τύπου Βλάχου μέ τό άρθρο του «Οίκαδε», ο οποίος θεωρούσε σπίτι των Ελλήνων μόνο τήν Αθήνα, η προδοτική βασιλική κυβέρνηση του Γούναρη, οι κεντρώοι Αμυνίτες πού κάθονταν στήν Κωνσταντινούπολη τήν ώρα πού οι συνάδελφοί τους πέθαιναν στό Αφιόν Καραχισάρ, όσο καί οι αριστεροί που αδιαφόρησαν πλήρως γιά τούς Ιωνες αδελφούς μας, τήν ίδια ώρα πού ζητούσαν αυτονομία γιά τούς …Μακεδόνες καί τους Θράκες!
«Στο Σεβδίκιοϊ Οι άνδρες του Ζεγγίνη, ανύποπτοι της τραγωδίας, πριν λίγες μέρες, πληροφορούνται, απο ακριτομυθίες, ότι σπεύδουν να παραδοθούν. Είναι κυκλωμένοι – έτσι τουλάχιστον τους λένε – και δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα. Και το ακμαίο μέχρι τότε ηθικό τους κατακερματίζεται. Μια εμπειροπόλεμη μονάδα μεταβάλλεται ξαφνικά σε μπουλούκι άτακτων. Και το μπουλούκι αυτό περνά απ’ το Σεβδίκιοϊ.
‘Ηταν το Σεβδίκιοϊ μια γωνιά της μικρασιατικής γης ακραιφνώς ελληνική. Οι 17.000 κάτοικοι της ήταν, μέχρις ενός, Έλληνες – και υπέροχοι Έλληνες. Ήταν φημισμένοι για τη πατροπαράδοτη φιλοξενία τους και τα πλούτη τους. Ονομαστοί για τα βαρύτιμα σαλβάρια τους, τα γιορτινά. Τηρούσαν ευλαβικά, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όλες τις χριστιανικές γιορτές. Τηρούσαν ακόμη και τις εθνικές γιορτές – γιόρταζαν και την 25η Μαρτίου, χωρίς οι Τούρκοι να τολμούν να τους εμποδίσουν. Γιατί, περισσότερο κι απ’ τη φιλοξενία τους, περισσότερο κι απ’ τα πλούτη τους, ήταν φημισμένοι για τη παλικαριά τους οι Σεβδικιανοί.
Μόλις έμαθαν, ότι έφθασε ο Στρατός μας, οι Σεβδικιανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους. Ξεχύθηκαν, όχι για να τους χειροκροτήσουν – να τους εμψυχώσουν προσπάθησαν. – Πού πάτε, βρε παλικάρια; τους φώναξαν. Τους Τούρκους, μωρέ φοβάστε; Ρωτήστε εμάς.
Θύμιζε αρχαία ελληνική τραγωδία η διέλευση των ανδρών του Ζεγκίνη από το Σεβδίκιοϊ – ήταν σπαρακτικό το θέαμα. Περνούσαν με σκυφτό το κεφάλι οι στρατιώτες μας; προσπαθούσαν να κρύψουν την ντροπή τους. Δεν άφηναν πίσω τους μόνο άοπλους χωρικούς, άφηναν και γυναίκες και παιδιά απροστάτευτα στη μανία των Τούρκων. Κι οι λεβεντόκορμες Σεβδικιανές είχαν στηθεί στις αυλόπορτες των σπιτιών τους, κρατώντας τα παιδιά στην αγκαλιά τους, κι είχε το βλέμμα τους κλεισμένη όλη τη περηφάνια της φυλής μας. Καινούργιες Σπαρτιάτισσες, δεν έκλαιγαν, δεν κτυπιόντουσαν. Κοιτούσαν περιφρονητικά αυτούς που έφευγαν.
Κι οι στρατιώτες μας έσκυβαν πιότερο το κεφάλι, πώς να τις αντικρίσουν; – έφευγαν.
– Σταθήτε, παιδιά… Σταθήτε να πολεμήσουμε μαζί…
Πόσοι δεν θάθελαν να μείνουν! Και τη ζωή τους θάδιναν για να μην υποστούν το μαρτύριο του εξευτελισμού. Χρειάζεται, όμως, ατσαλένια νεύρα για να ξεκόψει κανείς από το μπουλούκι. Κι ύστερα, να μείνει, να πολεμήσει, αλλά πού; Πώς θα μπορούσε ν’ απαιτήσει κανείς από τ’ άμοιρα παλικάρια να μείνουν και να πολεμήσουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα σπίτια τους, όταν μια ολόκληρη Στρατιά υποχωρούσε;
– Σταθήτε, παιδιά… Σταθήτε να πολεμήσουμε μαζί…
Κανείς δεν τους άκουγε. Και τότε άρχισαν να τους παρακαλούν:
– Έλληνες, αφήστε μας τουλάχιστον τα όπλα σας. Εμείς δεν φεύγουμε, θα μείνουμε.
Ένας νεαρός ανθυπολοχαγός, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, αγκαλιάζει έναν γέρο, που του ζητούσε το πιστόλι του:
– Έλα, γέρο μαζί μας, πάμε στα βαπόρια. Θα σκοτωθήτε εδώ. Έλα…
Αλλ’ ο γέρος έχει καρδιά παλικαριού. Μένει ακλόνητος. Κι’ ο ανθυπολοχαγός του δίνει το πιστόλι του και, με μια απότομη κίνηση, ξεσχίζει τις επωμίδες του. Τ’ άμοιρο παλικάρι ένιωθε ντροπή να τις φορά, όταν άφηνε στους γέρους τη θέση του. Μήπως, όμως, έφταιγε αυτός;
Οι Σεβδικιανοί κάνουν τώρα έρανο – μαζεύουν όπλα. Κάποιος λοχίας, πανύψηλος σαν γίγας, προχωρεί σκυμμένος, κρατώντας το πολυβόλο στον ώμο του. Ένας από τους προεστούς, ένας γέρος με κατάλευκα γένια, τον πλησιάζει και τον σταματά:
– Στάσου, ωρέ παλικάρι. Δώσε μου το πολυβόλο σου. Εσένα δεν σου χρειάζεται πια.
Αλλ’ ο λοχίας τον αποπαίρνει:
– Φεύγα από μπροστά μου, γέρο… Αφησε τους παλικαρισμούς…
Και τότε η τραγωδία κορυφώθηκε: Ο γέρο – Σεβδικιανός, προσβεβλημένος από τα λόγια του λοχία, κάνει ένα νεύμα στα παλικάρια του. Και οι νεαροί χωριανοί του, που εκλιπαρούσαν τους στρατιώτες μας, ορμούν εναντίον τους και τους αφοπλίζουν. Τα όπλα σ’ αυτούς άξιζαν.
Έγραψαν μια ωραία σελίδα οι Σεβδικιανοί στην Ιστορία της Φυλής μας. Σήμερα, όμως, αναρωτιέται κανείς: ‘Αξιζε η θυσία τους; Οπλισμένοι με τα όπλα του Στρατού μας, όταν οι Τούρκοι τόλμησαν να μπουν στο χωριό τους, υπέστησαν πανωλεθρία. Μανιασμένος ο Νουρεντίν στέλνει εναντίον τους ιππικό και πυροβόλα. Κι οι Σμυρνιοί, για μια ολόκληρη μέρα, ακούν την οχλοβοή της μάχης του Σεβδίκιοϊ. Δυστυχώς, οι λεπτομέρειες της μάχης εκείνης δεν θα γίνουν γνωστές ποτέ. Κανείς από τους γενναίους Σεβδικιανούς, κανείς απ’ αυτούς, που πολέμησαν, δεν έζησε, για να διηγηθεί τι συνέβη. Σκοτώθηκαν, έπεσαν μέχρι του τελευταίου, πολεμώντας για την ελευθερία τους – σφράγισαν με το αίμα τους την ελληνικότητα του χωριού τους.
Την ίδια ώρα, τη στιγμή, που οι Σέβδικιανοί πολεμούσαν, ο Ζεγγίνης πραγματοποιούσε το σκοπό του – παραδινόταν στους Τούρκους μαζί με 23 αξιωματικούς του και 1.000 στρατιώτες. Η παράδοση έγινε σ’ ένα προάστειο της Σμύρνης, τον Παράδεισο. Κι αμέσως οι Τούρκοι έσυραν τους αξιωματικούς και πολλούς υπαξιωματικούς στη Μαγνησία. Υπήρχαν εκεί κι άλλοι αξιωματικοί μας αιχμάλωτοι. Και τους έσφαξαν όλους, μέχρις ενός.»
«Εν Σμύρνην τη 25 Αυγούστου 1922
Αγαπητέ φίλε και αδελφέ κύριε Ελευθέριε Βενιζέλε,
Επέστη η μεγάλη στιγμή της μεγάλης εκ μέρους σας χειρονομίας.
Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικόν Κράτος, αλλά καί σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος, καταβαίνει πλέον εις τον Αδην από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να τό αναβιβάση και το σώση.
Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί Σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος δια δύο πράξεις Σας:
Πρώτον, διότι αποστείλατε εις Μικράν Ασίαν ως Ύπατον Αρμοστήν ένα τούτ’ αυτό παράφρονα και εγωϊστήν, φλύαρον, απερροφημένον εν τω αυτοθαυμασμό του καί καταφρονούντα καί υβρίζοντα καί δέροντα καί εξορίζοντα καί φυλακίζοντα όλα τά υγιή καί σώφρονα στοιχεία του τόπου, διότι εν τω φρενοκομείω του, βεβαίως δέν είχον τόπον.
Και δεύτερον, διότι πριν αποπερατώσητε το έργον Σας και θέσητε την κορωνίδα και το επιστέγασμα επί του αναγερθέντος αφαντάστως ωραίου και μεγαλοπρεπούς δημιουργήματός Σας, της καταθέσεως των θεμελίων της περικλεεστάτης ποτέ Βυζαντινης μας Αυτοκρατορίας, είχατε την ατυχή και ένοχον έμπνευσιν να διατάξητε εκλογάς κατ’ αυτάς ακριβώς τας παραμονάς της εισόδου Σας εις Κωνσταντινούπολιν και της καταλήψεως αυτής υπό του Ελληνικού Στρατού προς εκτέλεσιν των όρων της – οίμοι – δια παντός καταστραφείσης συνθήκης των Σεβρών……» Απόσπασμα της τελευταίας επιστολής του Χρυσοστόμου Σμύρνης
Ο Χρυσόστομος τά είπε όλα στήν τελευταία επιστολή του πρός τόν Βενιζέλο, ακριβώς πρίν τόν κομματιάσουν οι ορδές του τουρκικού όχλου. Ο Βενιζέλος έκανε τά δύο μεγαλύτερα λάθη του – καί όπως λένε στήν πολιτική, τό λάθος είναι χειρότερο από τό έγκλημα – λάθη τά οποία κόστισαν τήν ζωή χιλιάδων Ελλήνων καί τήν απώλεια των Αγίων Χωμάτων της Ιωνικής Γής. Τό πρώτο λάθος ήταν οι εκλογές πού έφεραν στήν εξουσία ανίκανους πολιτικούς καί άχρηστους στρατιωτικούς οι οποίοι καταδίκασαν τήν ωραία προσπάθεια της ανασυστάσεως της Βυζαντινής μας Αυτοκρατορίας. Τό δεύτερο λάθος ήταν η εμμονή του στόν προδότη Στεργιάδη, ο οποίος καταδίκασε σέ θάνατο όλους τούς Ελληνες πού ζούσαν στά παράλια της Μικράς μας Ασίας.
Στίς 25 Αυγούστου 1922, η όψις της Σμύρνης ήταν πένθιμη. Τήν είχαν εγκαταλείψει καί τα τελευταία τμήματα του υποχωρούντος πρός τήν Ερυθραία, Ελληνικού Στρατού καί χιλιάδες πολίτες συνωστίζονταν στήν προκυμαία γιά νά τούς παραλάβει κάποιο πλοίο καί νά τούς μεταφέρει στά αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Η ανίκανη κυβέρνηση δέν είχε ενδιαφερθεί καθόλου γιά τήν μεταφορά τόσων χιλιάδων ψυχών καί φυσικά τά πλοία ήταν ελάχιστα. Οι πρόσφυγες θά δημιουργούσαν τόσα εμπόδια στήν Αθήνα τους καί προτιμούσαν νά τούς αφήσουν στήν μοίρα τους!
Αριστείδης Στεργιάδης
Τήν ώρα πού ο μητροπολίτης Σμύρνης έτρεχε στούς πρόξενους ζητώντας βοήθεια γιά τούς αμάχους ή μέ επιστολές του, εκλιπαρούσε ανθρωπισμό από τίς ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ο προδότης Στεργιάδης θά φυγαδεύονταν από τά αφεντικά του, τούς Αγγλους, καί μέ αγγλικό πολεμικό θά διέφευγε της εκτελέσεως στό Γουδί. Τόν Κρητικό χωροφύλακα πού τόν είχε υπασπιστή καί του κουβάλησε τίς βαλίτσες μέχρι τήν προκυμαία, ούτε πού θά γύριζε τό κεφάλι του νά τόν χαιρετίσει. Λίγο αργότερα οι Τσέτες θά τόν ξεκοίλιαζαν μαζί με τήν γυναίκα του γιά νά μήν επιστρέψει ποτέ στήν όμορφη Κρήτη. Αλλά ούτε γιά τόν πρύτανη Καραθεοδωρή θά ενδιαφέρονταν, τόν οποίο ο ίδιος είχε καλέσει στή Σμύρνη. Καί ο καλύτερος μαθηματικός του κόσμου εκείνης της εποχής καί σύμβουλος του Αϊνστάιν, αγωνίζονταν νά περισώσει ότι ήταν δυνατόν από τό Ιωνικό Πανεπιστήμιο της Σμύρνης. Καί είχε μεταφέρει από τήν Γερμανία χιλιάδες βιβλία καί πολύτιμο εργαστηριακό υλικό γιά τήν επάνδρωση του πανεπιστημίου. Καί σώθηκε στό παρά πέντε από τόν σμυρναίο δημοσιογράφο Θεοδόσιο Δανιηλίδη.
Τή νύκτα της 25ης πρός 26ης Αυγούστου, περνούσαν ακόμα μπουλούκια του ελληνικού στρατού κατευθυνόμενα πρός τήν Κρήνη (Τσεσμέ) της Ερυθραίας, προκειμένου νά επιβιβαστούν σέ πλοία. Οι Ελληνες καί οι Αρμένιοι δέν μπορούσαν νά κλείσουν μάτι, ενώ οι Λεβαντίνοι είχαν εφοδιασθεί μέ περιβραχιόνια από τά προξενεία τους γιά να διακρίνονται από τούς ορθόδοξους. Ηξεραν οι πρόξενοι των καταραμένων Συμμάχων μας τήν μοίρα των ορθοδόξων Αρμενίων καί Ρωμιών καί απλά προσπαθούσαν νά σώσουν τούς δικούς τους πολίτες. Αυτοί που έκαναν σέ εμάς πρατηρήσεις γιά τήν τήρηση της τάξης, όταν έμπαινε ο ελληνικός στρατός στήν Σμύρνη, πώς θά αντιδρούσαν στήν είσοδο του τουρκικού στρατού καί τίς σφαγές πού θά ακολουθούσαν; Αυτοί πού μάς έκαναν συστάσεις νά μήν πειράξουμε τά τζαμιά της Προύσσας (ιερής πόλης των μουσουλμάνων), πώς θά αντιδρούσαν όταν θά καίγονταν ολοσχερώς η Σμύρνη μας;
Η 26η Αυγούστου ξημέρωσε καί μύριζε θάνατο. Ολοι κοιτούσαν τό πέλαγος, περιμένοντας τά πλοία πού δέν έστελνε η άθλια κυβέρνηση. Τό πρωΐ, η προκυμαία της Σμύρνης από τό Τελωνείο μέχρι τήν Πούντα ήταν γεμάτη κόσμο καί ακόμα πρόβαλαν ρακένδυτοι καί πεινασμένοι στρατιώτες, κατευθυνόμενοι πρός Ερυθραία. Τό απόγευμα, ο μητροπολίτης Χρυσόστομος ζήτησε τήν προστασία του πληθυσμού από τόν αμερικάνο πρόξενο Γεώργιο Χόρτον. Μάταιη προσπάθεια. Στά πλήθη πού είχαν συγκεντρωθεί στήν μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής, έλεγε: «Μή φοβήσθε, εγώ θά είμαι κοντά σας. Δέν πρόκειται νά σας εγκαταλείψω.» Καί πράγματι στήν πρόσκληση του George Horton νά επιβιβαστεί σέ αμερικανικό αντιτορπιλλικό γιά νά σωθεί, θά αρνιόταν. Η μοίρα του ήταν εκεί. Στήν Σμύρνη. Μαζί μέ τό ποιμνίον του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αρμένιος επίσκοπος, Γεβόντ Τουριάν, ζήτησε αρχικά άσυλο σε ένα καθολικό εκκλησιαστικό ίδρυμα. Τελικά κατόρθωσε να μεταβεί στις Η.Π.Α. Εκεί όμως εκτελέστηκε από Αρμένιους αγωνιστές, ακριβώς γιατί εγκατέλειψε το ποίμνιό του, αποφεύγοντας να θυσιαστεί μαζί του όπως έπραξε ο Χρυσόστομος.
Άγρυπνους βρήκε τούς 200.000 Σμυρνιούς καί τούς άλλους τόσους πρόσφυγες η αυγή της 27ης Αυγούστου 1922. «Υπνο δέν βρίσκει η συμφορά», όπως λέει καί ο Βαλαωρίτης. Καί πάλι χιλιάδες βουβών ανθρώπων κατευθύνονταν πρός τήν προκυμαία, καρφώνοντας τά μάτια τους στό πέλαγος. Ούτε ελληνικά πλοία εμφανίζονταν, ούτε τά πολεμικά της Δύσης φαίνονταν διατεθειμένα νά βοηθήσουν. Είχαν ξεχάσει οι Γάλλοι, ότι μάς έστειλαν στήν Κριμαία νά πολεμήσουμε τούς μπολσεβίκους. Είχαν ξεχάσει οι Αγγλοι ότι πολεμήσαμε στό πλευρό τους κατά τών Γερμανών στή μάχη του Σκρά. Ξέχασαν ότι οι Τούρκοι τούς πολέμησαν στήν Καλλίπολη καί στήν Κιλικία. Πρόδωσαν τήν συμμαχία καί προσχώρησαν στόν αντίπαλο. Ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός ατένιζε με αδιαφορία τίς γυναίκες καί τά παιδιά της Μικράς Ασίας.
Η «Σμύρνη μάνα καίγεται»
Στίς 10 τό πρωΐ, περνούσε τό τελευταίο συντεταγμένο στρατιωτικό απόσπασμα. Ηταν οι Αρμένιοι εθελοντές, μέ τήν ελληνική στρατιωτική στολή. Καβάλα στό άλογό του προπορεύταν ο στρατηγός Τορκώμ. Οι σημαιοφόροι έφεραν δύο σημαίες. Τήν αρμενική καί τήν ελληνική. Ηταν οι τελευταίες σημαίες πού χαιρετούσαν τήν Μικρά Ασία γιά πάντα. Λίγο αργότερα θά αντηχούσε μία κραυγή:
– Ερχονται οι Τούρκοι!
Αυτή η χιλιοακουσμένη κραυγή θά παρέλυε τούς Ρωμιούς όπως γίνονταν αιώνες τώρα. Γιατί ήξεραν μετά από αυτή τήν κραυγή τί θά ακολουθούσε. Ολοι έμειναν σάν στήλη άλατος, εκτός από τούς στρατιώτες μας πού έσκιζαν τίς στρατιωτικές τους στολές. Οι πρώτοι Τουρκοι πού εισέβαλαν στή Σμύρνη, ήταν 500 Tσέτες του Kιόρ (μονόφθαλμου) Μπεχλιβάν. Εισήλθαν έφιπποι καί είχαν στίς ζώνες τους καμπύλα χαντζάρια.
«Τήν ημέρα, λοιπόν ταύτην, Σάββατο 27ην Αυγούστου, εκαθήμην τήν 11ην π.μ εις τήν θύραν της οικίας μου, κειμένης έξω του Αγίου Δημητρίου, ότε διαβάτης εσπευσμένως πρό αυτής διερχόμενος μας ανήγγειλε ότι τσέται ιππείς, 200 περίπου, εισήλθον πρό ολίγου διά του Μπασμπαχανέ εις τήν πόλιν καί εκεί εσημειώθηκαν οι πρώτοι φόνοι ελλήνων καί αρμενίων. Τούς φόνους τούτους ανεβίβαζε εις δέκα. Μετ’ ολίγον καθ’ όσον εβεβαιώνετο η είδησις, εσπευσμένως εκλείοντο αι θύραι των οικιών καί των καταστημάτων καί τά παράθυρα ανοιγομένα μόνον από καιρού εις καιρόν ολίγον καί δειλώς, διά νά ίδωσιν οι εντός αυτών καί μαντεύωσι τά γεγονότα καί εγένετο ολοέν αραιοτέρα η κίνησις εις τάς οδούς…» Ιωάννης Ν. Καραμπλιάς, καθηγητής Ευαγγελικής Σχολής – Τό δράμα της Σμύρνης
Η μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής μέ τό καμπαναριό της πού περνούσε στό ύψος όλους τούς μιναρέδες της Σμύρνης, ασφυκτιούσε από τό πλήθος τό οποίο προσεύχονταν μαζί μέ τόν ποιμένα του Χρυσόστομο. Καθόλη τήν διάρκεια της ημέρας εισέρχονταν στήν πόλη ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Νύχτωσε, καί η αυγουστιάτικη αυτή νύκτα έριχνε τό μαύρο πέπλο της σκλαβιάς στήν χριστιανική πόλη η οποία γεύτηκε τήν χαρά της ελευθερίας μόνο γιά 3 χρόνια. Καί τότε άρχισαν οι κραυγές. Ηταν κραυγές πού πάγωναν τό αίμα. Οι τσέτες πού διψούσαν γιά γυναικεία σάρκα έμπαιναν στίς εκκλησίες, έσφαζαν τούς άνδρες καί άρπαζαν τά δυστυχισμένα κορίτσια από τίς μανάδες τους.
Νουρεντίν πασάς
Τό μαρτύριο του πληθυσμού άρχιζε. Καί πώς νά μήν άρχιζε; Ηταν τότε πού έμπαινε στήν πόλη ο Νουρεντίν πασάς, ο διοικητής της 1ης στρατιάς, ο αμείλικτος εχθρός του Χρυσοστόμου. Ο υπερήφανος μητροπολίτης Σμύρνης, κατά τήν είσοδο του ελληνικού στρατού στήν Σμύρνη, είχε αρνηθεί νά χαιρετίσει τό Νουρεντίν, λέγοντάς του μπροστά σέ πλήθος ξένων επισήμων: «Τά χέρια σου στάζουν από τό αίμα αθώων ψυχών.» Ο Νουρεντίν, πού τώρα αναλάμβανε τήν διοίκηση της πόλης, δέν είχε ξεχάσει τήν προσβολή.
Τήν Κυριακή, 28 Αυγούστου συστηματοποιήθηκαν οι σφαγές καί οι λεηλασίες στήν αρμενική καί ελληνική συνοικία, στό Φραγκομαχαλά, στήν Αγία Παρασκευή, στόν Αγιο Τρύφωνα, στόν Αγιο Κωνσταντίνο, στά Μορτάκια, στά Γυαλιάδικα, στά Μαλτέζικα, στό Μερσινλί. Ακούγονταν συνεχώς πυροβολισμοί, κραυγές γυναικών καί κλάματα παιδιών, ενώ οι δρομοι αλλά καί η θάλασσα γέμιζαν πτώματα. Ακολουθούν αποσπάσματα από εφημερίδες της εποχής καί άλλες μαρτυρίες γιά τά γεγονότα της Σμύρνης.
«ATHENS, Sept. 15 (Associated Press). The Greek official news agency in a statement today tells of the horrors reported from Smyrna, including the massacre of soldiers and of the populace: of soldiers being decapitated and others placed in sacks and thrown into the sea; of women and children being dispatched with swords in the [illegible] of the Turks and the execution of Greeks and Armenians for having served in the Greek Army.
«Many Greek soldiers who were unable to embark were cruelly killed, «says the statement. «One American reports having seen the bodies of many Greek soldiers without heads. Some of the decapitated men were tied to posts. Other soldiers were sewn in sacks and thrown into the sea. A great number of Armenians and Greeks were shot in masses in Turkish galleys. «The details of the savagery of the Turk pass all imagination. An American woman is said to have seen the bodies of women who had been disembowled and their eyes bored out, and of children who had been killed by sword thrusts through their bodies.»» THE NEW YORK TIMES, September 15, 1922
«PARIS, Oct. 8 – An ugly picture of the cruelty of the Turks in forcing the evacuation of Greeks and Armenians from Smyrna is painted by Dr Esther Lovejoy, an eyewitness, who arrived in Paris this morning. Dr. Lovejoy is Chairman of the Executive board of the American Women’s Hospitals and President of the Medical Women’s International Association. She was in Geneva attending the conference of the latter organization when the Smyrna fire started and was dispatched there immediately by the American Women’s Hospitals.
«I was the first American Red Cross woman in France,» she said, «but what I saw there during the great war seems a love feast beside the horrors of Smyrna. When I arrived at Smyrna
there were massed on the quays 250,000 people–wretched, suffering and screaming with women beaten and with their clothes torn off them, families separated and everybody robbed. «Three-quarters of the crowd were women and children, and never have I seen so many women carrying children. It seemed that every other woman was an expectant mother. The flight and the conditions brought on many premature births, and on the quay with scarcely room to lie down and without aid most of the children were born. In the five days I was there more than 200 such confinements occurred.
«Even more heartrending were the cries of children who had lost their mothers or mothers who had lost their children. They were herded along through the great guarded enclosure, and there was no turning back for lost ones. Mothers in the strength of madness climbed the steel fences fifteen feet high and in the face of blows from the butts of guns sought the children, who ran about screaming like animals. «The condition in which these people reached the ships cause one to wonder if escape were better than Turkish deportation. Never has there been such systematic robbery. The Turkish soldiers searched and robbed every refugee. Even clothing and shoes of anyvalue were stripped from their bodies.
«The Smyrna horror is beyond the conception of the imagination and the power of words. It is a crime for which the whole world is responsible in not having through the civilized ages built up some means to prevent such orders as the evacuation of a city and the means with which it was carried out. It is a crime for the world to stand by through a sense of neutrality and permit his outrage against 200,000 women. «Under the order to remain neutral I saw the launch of an American warship pick up two male refugees who were trying to swim to a merchant ship under the Turkish rifle fire and return them to the hands of the waiting Turk soldiers on the beach of what must have been certain death. And under orders to remain neutral I saw soldiers and officers of all nationalities stand by while Turk soldiers beat with their rifles women trying to reach their children who were crying just beyond the fence.»»
THE NEW YORK TIMES, MONDAY, OCTOBER 9, 1922
«In September of 1922, Mustapha Kemal (Ataturk), the victorious revolutionary leader of Turkey, led his troops into Smyrna (now Izmir) a predominantly Christian city, as a flotilla of 27 Allied warships -including 3 American destroyers- looked on. The Turks soon proceeded to indulge in an orgy of pillage, rape and slaughter that the western powers anxious to protect their oil and trade interests in Turkey, condoned by their silence and refusal to intervene. Turkish forces then set fire to the legendary city and totally destroyed it. There followed a massive cover-up by tacit agreement of the Western Allies. By 1923 Smyrna’s demise was all but expunged from historical memory.» Marjorie Housepian Dobkin – Smyrna 1922 The Destruction of a City
«How many were massacred in Smyrna and its dependent towns and villages! It is impossible to make any estimate at all accurate, but the efforts to minimize the number must at first glance fail of credence. Official statistics give the Armenian inhabitants of Smyrna as twenty-five thousand and it is certain that the larger part of the men of this community were killed, besides many women and girls, also numerous Greeks.
A dispatch to the «London Daily Chronicle» of September 18, 1922, says: «The lowest estimate of lives lost given by the refugees, places the total at one hundred and twenty thousand.»
Reuter’s Agency, in a dispatch of the same date, makes the following statement: «From none of the accounts is it possible to give the exact figures of the victims, but it is feared that in any case they will be over one hundred thousand.»
Mr. Roy Treloar, newspaper correspondent, wired as follows (September 20, 1922): «Nureddin Pasha commenced a systematic hunting down of Armenians, who were gathered in batches of one hundred, taken to the -Konak and murdered.»
The «London Times» correspondent telegraphed: «The killing was carried out systematically. Turkish regulars and irregulars are described as rounding up likely wealthy people in the streets and, after stripping them, killing them in batches. Many Christians who had taken refuge in the churches were burned to death in the buildings which had been set on fire.»
Mr. Otis Swift, correspondent of the «Chicago Tribune», visited the Greek islands on which refugees had been dumped by the rescue steamers and saw many of the victims of the tragedy, whose stories and the nature of whose wounds bore additional testimony to the ferocity of the Turks. Here is a short quotation from Mr. Swift’s report: «Hospitals of the Greek islands are crowded by people who had been beaten and attacked by the Turks. In a hospital at Chios I saw a child who still lived, although shot through the face by a soldier who had killed its father and violated its mother. In the same hospital there was a family of six orphan Armenians. A four-year-old baby of this family had been beaten with rifle butts because no money had been found sewn in its clothes.»
There is no doubt that many thousands of the defenseless inhabitants of Smyrna and the surrounding country were done to death by Turks. To the number actually killed on the days of the massacre must be added the deported Greeks who perished, the people who died in the flames or were killed by falling walls, those who expired on the quay and those who have since succumbed from want, injuries or grief. The extent of the catastrophe can be realized from the magnitude of the relief work that has been carried on ever since, and from the immense sums which have been raised, principally in America, for the maintenance of the widows and orphans.
One of the most important reports connected with the fire is that of the Reverend Charles Dobson, British chaplain of Smyrna, and a committee of prominent Englishmen, all inhabitants of the district, including the British chaplains of Bournabat and Boudja. This report throws the responsibility of the fire upon the Turks, «whose fanatic elements, fed by the license of three-days’ looting, fired the city in the hope of driving out the non-Moslem and non-Jewish elements.» Such a report from such a source, leaves no doubt as to the fact that Smyrna was burned by Turks, although these gentlemen do not take into account the circumstance that the town was in complete control of Khemalist troops at the time and that regular soldiers of the Turkish army, in uniform, were seen by abundant witnesses to set the fires. It is pertinent in this connection in that it relates incidents of greater ferocity than I have yet given, but which I refrain from quoting. (The entire report can be found in the «Gibraltar Diocesan Gazette», No. 2, vol 6, November, 1922.) » GEORGE HORTON – Consul and Consul-General of the United States in the Near East
Ο Χόρτoν μετά από τίς σκηνές πού είδαν τά μάτια του, θά δήλωνε ότι λυπάται πού ανήκει στό ανθρώπινο είδος.
«Εις τίς Μεγάλες Ταβέρνες ένας παππούς έσερνεν από τά χεράκια τους τά δύο εγγονάκια του. Εμπρός εις τά μάτια τους είχαν σφάξει οι τσέται τόν πατέρα τους καί τή μητέρα τους. Εξαφνα επρόβαλεν ένας έφιππος τσέτης. Ο γέρος άφησε τά εγγονάκια του, εγονάτισε καί εξελιπάρει τόν οίκτον διά τά δύο παιδιά. Ο τσέτης τόν διέταξε:
– Σήκωσε τά χέρια σου!
Ο παππούς σήκωσε δεητικά τά χέρια. Τό θηρίον, ο Τούρκος ξεσπά σέ καγχασμούς, υψώνει τό σπαθί του καί αποκόπτει τά χέρια του γέροντα. Τά δυστυχισμένα παιδιά μέ τήν αφέλειαν της ηλικίας των μαζεύουν τά χέρια.
Παππού, πάρε τά χέρια σου!» Χρήστος Αγγελομάτης – Τό Επος της Μικράς Ασίας
«Σμύρνη δέν υπάρχει πλέον. Αι αυταί πρός τήν Γαλλικήν Πρεσβείαν πληροφορίαι αναφέρουν ότι Τούρκοι στρατιώται του τακτικού στρατού υπό τήν οδηγία αξιωματικών περιέχεον διά πετρελαίου καί βενζίνης τούς πρόσφυγας καί τά διάφορα οικήματα καί καταστήματα καί κατόπιν έθεταν πύρ.
Αξιωματικοί Τούρκοι μεταξύ των οποίων πολλοί ανώτεροι, περιήρχοντο τή συνοδεία στρατιωτών τά διάφορα σχολεία των θηλέων καί τά γαλλικά τοιούτα καί ήρπαζον διά της βίας τάς μαθήτριας, τάς οποίας μετέφερον πρός ατίμωσιν εις αγνώστους διευθύνσεις. Αι αυταί πληροφορίαι αναφέρουν ότι η Σμύρνη δέν υπάρχει πλέον. Εξ όλης της Ιωνικής μεγαλουπόλεως απομένει μονον η τουρκική συνοικία, ήτις είνε τελείως ανέπαφος.
Οι αφιχθέντες Γάλλοι πρόσφυγες περιδεείς καί εν καταστάσει αλλοφροσύνης προσθέτουν ότι είνε αδύνατον ανθρώπινος νούς νά συλλάβη καί νά περιγράψη όσα συνέβησαν εν Σμύρνη από της εισόδου των Τούρκων εις τήν πόλιν καί όσα εξακολουθούν νά γίνωνται υπό τά όμματα καί υπό τήν παρουσίαν των πολεμικών στόλων των ευρωπαϊκών δυνάμεων.» Σκρίπ Εφημερίς Πολιτική καί των Ειδήσεων – 4 Σεπτεμβρίου 1922
«Το χωριό εδοκιμάσθη σκληρότατα. Οι Τούρκοι κατέσφαξαν χωρίς έλεος όλους τους «Ελληνας καί τούς Αρμενίους. Ούτε οί δυστυχισμένες υπηρέτριες τών αγγλικών οικογενειών τού προαστείου δέν διεσώθησαν. Ο κ. Σάϊκς, ενας έκ τών πλέον διακεκριμένων κατοίκων τού Μπουρνόβα, είδε τους Τούρκους νά σφάζουν, χωρίς οίκτο, 26 δυστυχισμένες υπηρέτριες. Αλλες 20-25, πού πρόλαβαν νά καταφύγουν έντρομες σ’ ένα άλλο αγγλικό σπίτι, εσύρθησαν στους δρόμους καί κατεσφάγησαν, αφού υπέστησαν βιασμούς καί βδελυράς προσβολάς.» Επιστολή νεαρού Αγγλου πρός τόν πατέρα του, γιά τά γεγονότα στό Μπουρνόβα
«Με το πλιάτσικο δέν άργησε να έρθει κι η σφαγή. Το πρωί της Κυριακής μπήκε στη Σμύρνη μια φάλαγγα αιχμαλώτων – ήταν οι άντρες, που είχε παραδώσει στους Τούρκους ο Ζεγγίνης. Το θέαμα, που είδαν οι αιχμάλωτοι μας, ήταν ανατριχιαστικό – ένα προμήνυμα για την τύχη, που τους περίμενε. Πανικόβλητοι οι Χριστιανοί, που είχαν την απρονοησία να βγουν από τα σπίτια τους, έτρεχαν στους δρόμους κι ο αφηνιασμένος όχλος τους ακολουθούσε. Ένας μεσόκοπος άνδρας μπερδεύεται με τους αιχμαλώτους, ελπίζοντας ότι θα έσωζε τη ζωή του. Τον έχει δει, όμως, ένας από τους δολοφόνους του Νουρεντίν και μπήγοντας το μαχαίρι στις ωμοπλάτες του τον σέρνει έξω από την φάλαγγα.
Μια αλαφιασμένη μητέρα τρέχει, προσπαθώντας να προστατεύσει το παιδί της κάτω από το σάλι της. Πού πηγαίνει; ‘Ίσως κι η ίδια να μη γνωρίζει. Θέλει να φύγει. Στη γωνιά του δρόμου, όμως, πέφτει πάνω σε μια τουρκική περίπολο. Ο επικεφαλής, ανοίγοντας το σάλι, βλέπει το μωρό και το σηκώνει ψηλά, κρατώντας το από τον τράχηλο.
– Το παιδί μου… Μη το παιδί μου!… σπαράζει η άμοιρη μάνα.
Κι ο Τούρκος δεν το σκοτώνει – ανοίγει με το μαχαίρι του τα σπλάχνα του βρέφους και το πετά μισοπεθαμένο στην αγκαλιά της τραγικής μάνας.
Ένας άλλος, ένα γεροντάκι, τρέχει κι αυτό μ’ όλη τη δύναμη των κουρασμένων ποδιών του. Τρέχει, ελπίζοντας να φθάσει στην Αγία Φωτεινή. Οι Τούρκοι τον προλαβαίνουν. Δεν τον εκτελούν τον δέρνουν με τους υποκόπανους των όπλων τους. Μια όμορφη μάζα από ματωμένες σάρκες είναι ό,τι απομένει εκεί, στο λιθόστρωτο, λίγα μέτρα μακριά από την εκκλησία του Θεού της Αγάπης.
Στην παραλία, στο Πασαπόρτι, μερικοί νέοι πέφτουν στη θάλασσα κι αρχίζουν να κολυμπούν. Προσπαθούν να φθάσουν στα καράβια του συμμαχικού στόλου, που είναι αγκυροβολημένος στο λιμάνι της Σμύρνης. Οι Τούρκοι δεν μπορούν να τους καταδιώξουν – δεν είχαν ποτέ στενές σχέσεις με το υγρό στοιχείο. Δεν τους χαρίζουν, όμως, τη ζωή. Ρίχνουν στη θάλασσα πετρέλαιο και τ’ ανάβουν, απολαμβάνοντας την αγωνία των θυμάτων τους.
«Είδα Τούρκους πολίτας – προσθέτει ο Τζωρτζ Χόρτον – οπλισμένους μέ πολεμικά και κυνηγετικά όπλα, νά καραδοκούν στά παράθυρα και τις πόρτες τών ελληνικών σπιτιών. Και μόλις πρόβαλλε κανείς, τόν πυροβολούσαν. Αλλ εκείνο, πού μού έκανε αλησμόνητη εντύπωσι, ήταν ή έκφρασις τών προσώπων τους. Ήταν μια έκφρασις μίσους και βαρβαρότητος. Υπήρχε ακόμη και μιά θρησκευτική έξαρσις, αλλά δέν είχε τίποτε τό ωραίον – ήταν ή θρησκεία τών δυνάμεων τού Σκότους. Υπήρχε κάτι τό απύθμενα θλιβερό στήν έκφρασι τών χλωμών προσώπων τους, πού έμοιαζε να τά φωτίζη τό πύρ τής Κολάσεως».
Φθάνει ο Κεμάλ Η Σμύρνη έχει παραδοθεί στην καταστροφή ένα ανατριχιαστικό βογγητό αντηχεί σ’ όλο τον κόλπο του Έρμου, μέχρι τις κορυφές του Πάγου. Την ίδια στιγμή φθάνει στο Κορδελλιό ο Κεμάλ, συνοδευόμενος από τον αρχιστράτηγο του Ισμέτ. Είναι το απομεσήμερο της Δευτέρας, 29ης Αυγούστου. Στην παραλία του ωραίου προαστείου είναι συγκεντρωμένοι χιλιάδες Χριστιανοί – χλωμοί, παγωμένοι από τη φρίκη, παρακολουθούν το δράμα των ομοθρήσκων τους, εκεί πέρα, στο Και, στην πολυαγαπημένη Σμύρνη. Ο Κεμάλ δεν είναι δυνατό να μην αντελήφθηκε τη σφαγή. Οι κραυγές αγωνίας των θυμάτων του έφθαναν μέχρι το Κορδελλιό, οι κραυγές μιας ολόκληρης πόλης, που ο ίδιος είχε διατάξει τον αφανισμό της.
Αλλά κι αν ακόμη δεν διάβασε την αλήθεια στα χλωμά πρόσωπα των Χριστιανών, του την αποκάλυψε με ωμή εικλικρίνεια – κι εξοργιστική αδιαφορία – ο Γάλλος πλοίαρχος Περβινκιέρ, αρχιεπιστολέας του ναυάρχου Ντυμενσίλ, αρχηγού του γαλλικού στόλου της Ανατολής. Είχε ζητήσει ακρόαση από τον Κεμάλ, για να του διαβιβάσει το χαιρετισμό του ναυάρχου του – η χριστιανική Γαλλία, η χώρα του Φωτός και του Πολιτισμού, προσκυνούσε έναν αιματοβαμμένο τύραννο. Ο πλοίαρχος Περβενκιέρ φθάνει καθυστερημένος στην έπαυλη, όπου διέμενε ο Κεμάλ. Και θέλοντας να δικαιολογηθεί του αναφέρει, ότι η καρίνα της ακάτου, που τον μετέφερε, είχε μπλέξει στα πτώματα των Χριστιανών – κι ήταν εκατοντάδες τα πτώματα, απειλούσαν να κλείσουν την είσοδο του κόλπου. Τι έκανε ο Κεμάλ; Έσπευσε να καθησυχάσει τον Γάλλο πλοίαρχο και να επιβεβαιώσει τη θηριωδία της ψυχής του. Αυτός ήταν ο αναμορφωτής της νέας Τουρκίας.
Η ευθύνη των Τούρκων υπήρξε καθολική – το μεγάλο έγκλημα βαρύνει εξίσου τον Κεμάλ, όσο και τον τελευταίο Τούρκο Τσέτη, τους χαμάληδες του λιμανιού και τα μικρά Τουρκόπουλα ακόμη. Έκλειναν κι αυτά στην ψυχή τους την ίδια θηριωδία, το χαρακτηριστικό γνώρισμα της φυλής τους. Μόλις είδαν τι συνέβαινε, όταν μυρίσθηκαν αίμα χριστιανικό, έσπευσαν να γευθούν κι αυτά τις σάρκες των θυμάτων τους. Συγκρότησαν συμμορίες, οπλίστηκαν με μαχαίρια και κυνηγετικά όπλα και ρίχτηκαν μ’ ενθουσιασμό στο αιματηρό όργιο.
Αμερικανός υπαξιωματικός των πεζοναυτών με δύο άντρες του σπεύδει στο Μπουτζά για να παραλάβει μια αμερικανική οικογένεια, να την οδηγήσει σ’ ασφαλές μέρος, όταν τον σταματά μια τέτοια συμμορία. Οι ανήλικοι φονιάδες είναι βουτηγμένοι στο αίμα, το βλέμμα τους είναι σκληρό, εγκληματικό. Δεν τολμούν να πειράξουν του Αμερικανούς ρωτούν, όμως, τον επικεφαλής λοχία, αν είδε πουθενά Ρωμιούς, Γκιαούρηδες, για να τους σφάξουν. Και τα παιδιά αυτά έκαναν το ξεκίνημα της ζωής τους με μια σφαγή, που θα παραμείνει στην Ιστορία σαν μια επαίσχυντη κηλίδα για τον πολιτισμό της Ανθρωπότητας. Ασφαλώς, θα ολοκλήρωσαν την αιματοβαμμένη σταδιοδρομία τους, για μια ακόμη φορά, μια φυλή βάρβαρων, φονιάδων, αφήνει και πάλι να ξεσπάσει το ανθελληνικό μίσος της.» Γιάννης Καψής, τ. Υπουργός Εξωτερικών
«Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το να με τ’ άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο αρχίνησε να τρέχει απ’ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σα μαύρο ποτάμι.
– Σφαγή! Σφαγή!
– Παναγιά, βοήθα!
– Προφτάστε!
– Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.
– Τούρκοι!
– Τσέτες!
– Μας σφάζουνε!
– Έλεος!
Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σα να ναι μώλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!
– Βουρ κεραταλάρ! (Χτυπάτε τους τους κερατάδες!).
Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρωπινό κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Αγιες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε.
Απ’ τον Αη Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει. Η φωτιά όλη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θριματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά, ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια, εργοστάσια, σχολειά, εκκλησίες, μουσεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων, εξαφανίζονται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.
Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει που να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλύτης άδραξε στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο, φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά. Λέει: Γονάτισε γκιαούρη! Και γονατίζει. Ξεγυμνώσου! Και ξεγυμνώνεται. ’νοιξε τα σκέλια σου! Και τ’ ανοίγει. Χόρεψε! Και χορεύει. Φτύσε την τιμή σου και την πατρίδα σου! Και φτύνει. Απαρνήσου την πίστη σου! Και την απαρνιέται. Αχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις.
Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σειρίτια, οι διπλωμάτες κ’ οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά. των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κ’ η κανονιά δε ρίχτηκε κ’ η εντολή δε δόθηκε!
Ο πάτερ Σέργιος ήταν από τους τελευταίους που σκαλώσανε στη μαούνα μας. Δίχως καλυμμαύχι και ράσο, θεόγυμνος με μια κουρελιασμένη ματωμένη φανέλα κ’ ένα μακρύ σώβρακο, με ξέμπλεκα τα λιγοστά μαλλιά του κι ανάκατα τα γένια του, με δυο γουρλωμένα μάτια που τα καιγε πυρετός, έμοιαζε μ’ άγνωστο στη φύση πλάσμα. Από τα λόγια και τα φερσίματά του καταλάβαμε πως ολόκληρη η φαμελιά του πνίγηκε καθώς πάσχιζε να σκαλώσει σ’ ένα αμερικάνικο πολεμικό. Το μυαλό του γέροντα δεν άντεξε, σάλεψε! Εκειδά που καθότανε ήσυχα και καλά, αμίλητος και σοβαρός, εκειδά πηδούσε ολόρθος και χειρονομούσε και φώναζε δυνατά με στόμφο:
– Πέντε τα παιδιά μου! Κ’ η γυναίκα μου έξι! Κ’ η κουνιάδα μου επτά! Επτά οι αστέρες της αποκαλύψεως! Επτά διαόλοι να σας κοπανάνε στην κόλαση, δολοφόνοι! Δολοφόνοι! Δολοφόνοιοιοι. » Διδώ Σωτηρίου – Ματωμένα Χώματα
«Ήρθαν οί καιροί, γράφει, που οί ζωντανοί ζήλευαν τους πεθαμένους. Γέμισε τό νεκροταφείο άπό γυναικόπαιδα. «Εσυραν ώς εκεί μαννάδες, ξεφρενιασμένες άπό τόν τρόμο, τά κορίτσια τους. Πίστεψαν, δτι θά δίσταζε ό Τούρκος. Μά ούτε έδώ σταματούσε ή κτηνωδία. Κι ο τόπος τής αιωνίας γαλήνης, τό λιμάνι, πού δέν τό φθάνει ή εγκόσμια τρικυμία, ο τόπος, πού στή θύρα του σταματούν όλα, γιά τούς δυστυχισμένους σήμερα έγινε καινούργιας αγωνίας σταθμός. Σβυστά τά καντήλια τών τάφων. Τά κυπαρίσσια σάν μαύρες λαμπάδες υψώνονται δεητικά στον ουρανό, πού ξάστερος κι ολόλαμπρος σκεπάζει τό μέγα δράμα. Νεκροί και ζωντανοί μαζι…» Κώστας Μισαηλίδης, – Η καταστροφή και οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης, Αθήνα 1925,
«A la fuite de la colonie anglaise et la deroute de l’armee grecque succederent l’ entree de la cavalerie turque le samedi 9 septembre (νέο ημερολόγιο) et, dans la nuit, le pillage du quartier armenien, les massacres et les rapts de femmes et de filles. Le gouverneur militaire Nourreddine Pacha ordonna la chasse aux Armeniens, probablement encourage par Mustapha Kemal arrive le 10. Refugies dans leur cathedrale, des Armeniens furent bombardes avant d’ etre massacres a l’ interieur. D’ autres, dans la nuit du 12, furent executes par groupe de cent au konak du gouverneur. Les Grecs subirent le meme sort, leurs femmes ou leurs filles etant violees en pleine rue.
L’ incendie de Smyrne eclata dans l’apres-midi du 13 septembre (νέο ημερολόγιο) au sein du quartier armenien, les soldats turcs jetant du petrole dans les maisons avant d’y mettre le feu. Les observateurs constateront que «la haine des kemalistes a l’egard des Armeniens etait beaucoup plus violente qu’ a l’egard des Grecs.
Les tchete (τσέτες) penetrerent a Bournabat (Μπουρνόβα), dans la banlieue de Smyrne, au matin du 9. En represailles de quelques actes isoles de resistance, le village fut mis a sac. Les servantes grecques et armeniennes de certains residents britanniques furent outragees et egorgees. Des soldats turcs briserent des vases sur la tete du Docteur Murphy qui mourut le lendemain. Saccageant piano, meubles et objets d’ art, leur officier declara que «la civilisation et l’ humanite ne comptaient pas.»
A Boudja (Βουτζά), les Hollandais Oscar de Jongh et sa femme furent tues par balle en pleine rue. Nourreddine Pacha livra Mgr Chrysostome a la foule qui lui arracha la barbe, lui creva les yeux, lui coupa le nez et les oreilles, puis abandonna son cadavre aux chiens. Un temoin oculaire, protege francais, corrobora ces violences commises par des soldats reguliers et des civils turcs.» Puaux Rene – La Mort de Smyrne – Paris 1922
Είχαν ήδη φύγει άπαντες οι Ελληνες στρατιώτες, όταν φλόγες άρχισαν νά ξεπηδούν πρώτα από τήν αρμενική συνοικία καί μετά από τήν ελληνική. Καί βέβαια καταρρίπτεται εύκολα ο ισχυρισμός του κεμαλισμού καί των εγχώριων λακέδων του ότι τήν φωτιά τήν έβαλαν Έλληνες στρατιώτες. Ήταν 30 Αυγούστου 1922. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες πού αναφέρουν Τούρκους ένστολους νά κουβαλούν μπιτόνια μέ βενζίνη. Καί βέβαια γιά νά μήν γίνονται λάθη, η τουρκική διοίκησις είχε φροντίσει νά αναρτηθεί η επιγραφή: «Σαχιλί ισλαμντίρ» (ισλαμικό ίδρυμα), σέ κάθε τουρκικό κτίριο. Ολα τά υπόλοιπα ήταν καταδικασμένα.
Ενδεικτικά αναφέρω τήν διευθύντρια της Αμερικανικής Σχολής M. Mills, η οποία αναφέρει ότι είδε δεκάδες Τούρκους νά μεταφέρουν δοχεία πετρελαίου καί νά βάζουν φωτιά σέ σπίτια, όπως καί τή μαρτυρία της αμερικανίδος King Birge πού έβλεπε από τό αμερικανικό κολλέγιο στον Παράδεισο Σμύρνης, Τούρκους στρατιώτες νά βάζουν φωτιά. Τόση είναι η βαρβαρότητα του Τούρκου, πού καίει μία πόλη πού μόλις τήν κατέλαβε. Αλλά τό ίδιο δέν έκαναν αιώνες πρίν; Καίγανε γιά νά εξαλείψουν κάθε ίχνος ρωμαίϊκο. Τό δήλωναν μέ υπερηφάνεια 500 χρόνια πρίν, στόν Μανουήλ Παλαιολόγο, όταν αυτός ήταν όμηρος του σουλτάνου Βαγιαζήτ. «Καταστρέφουμε τόσο πολύ τίς πόλεις σας, ώστε νά χαθεί ακόμα καί τό όνομά τους.»
Τό πρωΐ της 31ης Αυγούστου 1922 (μέ το νέο ημερολόγιο 13 Σεπτεμβρίου), η Γκιαούρ Ιζμίρ καιγόταν από άκρη σ’ άκρη, μέ εξαίρεση τά χαμόσπιτα του τουρκομαχαλά. Καίγονταν οι συνοικίες του Αγίου Κωνσταντίνου, Αγίου Νικολάου, Αγίου Δημητρίου, Αγίας Φωτεινής, Αγίου Τρύφωνος, οι Μεγάλες Ταβέρνες, τά Μορτάκια, η Τερψιθεά, ο Νέος Κόσμος, τό Κεντρικό Παρθεναγωγείο, τά Σπιτάλια, ο Καινούργιος Μαχαλάς, τά Σερβετάδικα, τά Γυαλιάδικα, ο Φραγκομαχαλάς, η οδός Νοσοκομείων μέ τά τρία νοσοκομεία της (Ολλανδικό, Γραικικό, Καθολικό), οι Πορτάρες, ο Φασουλάς, τά Μπογιατζίδικα, τά Τράσσα, τά Ταμπάχανα, τά Κογιουμτζίδικα, τά Μαλτέζικα, η Τσικουδιά, το Κιουπετζόγλου, το Χαλεπλή.
Στό Τεπεντζίκι εσφάγησαν 300 γυναίκες καί 66 βρέφη, ενώ στήν εκκλησία της Μυρτιδιώτισσας στό Μερσινλή, βρέθηκαν στραγγαλισμένα δεκάδες κορίτσια στήν Αγία Τράπεζα.
Στόν Αγιο Στέφανο, πού ήταν αρμενικός ναός, οι Αρμένιοι προέβαλαν στοιχειώδη αντίσταση καί εσφάγησαν πλέον των 5.000. Στή συνέχεια, οι Τούρκοι μέ επικεφαλής τόν διευθυντή της αστυνομίας του Κορδελιού, άρχισαν νά καίνε τήν αρμενική συνοικία. Η τουρκική προπαγάνδα της Ρεπούση καί της Δραγώνα σέ αυτούς τούς δυστυχισμένους Αρμένιους επέρριψε τήν κατηγορία του εμπρησμού της Σμύρνης! Στή Σμύρνη αποτεφρώθηκαν όλοι οι ορθόδοξοι ναοί, 117 σχολεία, τό αρχαιολογικό μουσείο, τό Ομήρειο Παρθεναγωγείο, νοσοκομεία καί πλήθος άλλων νεοκλασσικών πανέμορφων ιδρυμάτων.
Οι ξένοι ναύαρχοι πού έκαναν συστάσεις στόν Βενιζέλο, όταν έμπαινε στή Σμύρνη, γιά τήν συμπεριφορά του ελληνικού στρατού, τί έκαναν; Κινηματογραφούσαν τίς σκηνές καί τίς απολάμβαναν μέ μουσική υπόκρουση γιά νά μήν ακούγονται οι κραυγές καί τά ουρλιαχτά του πλήθους. Ισως η υποκρισία μπροστά στό έγκλημα νά είναι χειρότερη καί από τό ίδιο τό έγκλημα. Μήπως ο Χριστός, τούς φαρισαίους δέν κτύπησε, ενώ συγχώρησε τούς ληστές καί τίς πόρνες; Ο δέ Γάλλος πρόξενος M. Graillet όχι μόνο δέν βοήθησε όσους ζητούσαν προστασία, αλλά τούς ειρωνεύονταν λέγοντας: «Νά πάτε νά βρείτε τόν Κεμάλ νά σας βοηθήσει.»
Ο ορίζοντας είχε κοκκινήσει από τίς φλόγες, καθώς οι τσέτες του Νουρεντίν τροφοδοτούσαν τή φωτιά μέ βενζίνη καί χειροβομβίδες. Οι στριμωγμένοι στήν προκυμαία, αλλόφρονες άνδρες, γυναίκες καί παιδιά έπεφταν στήν θάλασσα γιά νά φθάσουν σέ κανένα πλοίο ή νά πνιγούν. Ο θάνατος ήταν λύτρωση. Όσοι ήταν στοιβαγμένοι στά κτίρια πού καίγονταν, έτρεχαν νά βρουν τή σωτηρία σέ άλλα κτίρια, μέχρι νά πιάσουν καί αυτά φωτιά καί νά τρέξουν αλλόφρονες σέ διάφορες κατευθύνσεις. Τά ίδια μαρτύρια πέρασαν καί τά πάλαι ποτέ πανέμορφα προάστια της Σμύρνης: τό Κορδελιό, ο Μπουτζάς, ο Κουκλουτζάς, τά Πετρωτά, τό Χαλκά Μπουνάρ, τό Μερσινλί, η Καραντίνα, τό Γκιόζ Τεπέ, ο Μπουρνόβας. Ολοι τους οι δρόμοι ήταν διάσπαρτοι μέ πτώματα Ελλήνων καί Αρμενίων.
Αντίθετα μέ τούς δυτικούς ναύτες πού πέταγαν πίσω στή θάλασσα, όσους ανέβαιναν στά πολεμικά πλοία, υπήρχαν πολλοί απλοί ξένοι πολίτες πού βοήθησαν Έλληνες καί Αρμένιους, ή κρύβοντάς τους στά σπίτια τους, ή οργανώνοντας συσσίτια γιά τά παιδιά ή περισυλλέγοντας τούς τραυματίες. Καί πολλοί εξ αυτών πλήρωσαν μέ τήν ζωή τους τήν φιλανθρωπία τους. Ενδεικτικά αναφέρω τόν Ιταλό πλοίαρχο του φορτηγού «Μέγκ», ο οποίος αντίθετα μέ τίς εντολές του Ιταλού ναυάρχου, περισυνέλεξε 400 πρόσφυγες, χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Μεταξύ των προσφύγων πού διέσωσε ήταν οι εκδότες Γεώργιος Υπερείδης, Γεώργιος Αναστασιάδης καί Λέανδρος Κοκκινίδης. Οπως αξίζει νά αναφερθούμε επίσης στήν αμερικανική «Near East Relief», η οποία σύμφωνα μέ τόν Χρήστο Αγγελομάτη διέσωσε χιλιάδες ορφανά, τά οποία όταν έπεφταν στά χέρια των Τούρκων στρατιωτών τά σούβλιζαν μέ τίς ξιφολόγχες τους.
Τό μαρτύριο του Χρυσοστόμου
Ο Εθνομάρτυρας Χρυσόστομος Καλαφάτης, γεννήθηκε στήν Τριγλία της Προποντίδος τό 1867. Γονείς του Χρυσοστόμου ήσαν ο Νικόλαος Καλαφάτης και η Καλλιόπη Λεμωνίδου. Το ζεύγος απέκτησε 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κορίτσια. Από τ’ αγόρια επέζησαν ο πρωτότοκος Ευγένιος (γεννήθηκε το 1865) και ο Χρυσόστομος. Τό 1884 πήγε στή Χάλκη γιά να φοιτήσει στήν Θεολογική Σχολή όπου έλαβε τά φώτα του ελληνικού πνεύματος, γιά τό οποίο έλεγε: «το ελληνικόν πνεύμα ελαξεύθη εις το μάρμαρον, εσμιλεύθη εις τους θριγκούς των ναών, εχαράχθη εις τον πάπυρον, έλαμψεν εις τας δέλτους της Ιστορίας, εκράτησε τας επάλξεις του πολιτισμού, περιεσώθη διά της παραδόσεως και κρύπτεται ακόμη εις τα σπλάγχνα της γης αναμένον την σκαπάνην του αρχαιολόγου.»
Τό 1902 χειροτονήθηκε από τόν Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, μητροπολίτης Δράμας. Όταν πήγε ν’ αποχαιρετίσει και ν’ ασπασθεί τον Πατριάρχη, του είπε τά ακόλουθα λόγια: «Εν όλη τη καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου»
Αγωνίσθηκε μέ όλες του τίς δυνάμεις γιά τό καλό των πιστών. Εκτισε εκκλησίες, σχολεία, οργάνωσε συλλόγους, φιλανθρωπικά ιδρύματα, αλλά, πριν απ’ όλα, έκτισε ελληνικές ψυχές. Ηταν πατριώτης, σήμερα οι γλύφτες των κεμαλιστών θά τόν έλεγαν ρατσιστή, ενώ προσπαθούσε πάντα νά τονώσει τό εθνικό φρόνημα των σκλαβωμένων χριστιανών. Η δραστηριότητά του ενόχλησε τήν Υψηλή Πύλη καί τόν χαρακτήρισε, – όχι εθνικιστή όπως κάνει η Νέα Τάξη Πραγμάτων του Συνασπισμού καί του ΠΑΣΟΚ – αλλά επικίνδυνο γιά τήν δημόσια τάξη. Γι’ αυτό καί ανακλήθηκε από τή μητρόπολη Δράμας.
Στίς 11 Μαρτίου 1911 εξελέγη Μητροπολίτης Σμύρνης. Στήν Μητρόπολη Σμύρνης συνέχισε τό κοινωνικό του έργο κτίζοντας γηροκομεία, εκκλησίες, βιβλιοθήκες, πολιτιστικές αίθουσες θεάτρου και μουσικής, γυμναστήρια. Συνέχισε όμως καί τούς εθνικούς του αγώνες, ενώ οργάνωσε πάνδημο συλλαλητήριο γιά νά καταγγείλει τίς βιαιότητες των Βουλγάρων στήν Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων, τήν υποστήριξη των τουρκικών αρχών πρός τήν βουλγαρική προπαγάνδα καί τίς γενικότερες καταπιέσεις της Υψηλής Πύλης εναντίον του Ελληνισμού του Οθωμανικού κράτους.
Ηταν τό 1914, τότε πού είχαν γίνει σφαγές στη Νέα Φώκαια, τη Μαινεμένη, τήν Κρήνη, τήν Πέργαμο καί σέ δεκάδες άλλα χωριά. Ο Χρυσόστομος οργάνωσε στρατό σωτηρίας και μετέφερε τρόφιμα στους πεινασμένους, ναύλωσε καράβια γιά νά μεταφέρει τούς πρόσφυγες στά νησιά καί έγραψε επιστολές στους πρόξενους των Μεγάλων Δυνάμεων καί τούς αρχηγούς των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών, ώστε να ξεσηκώσει το χριστιανικό κόσμο κατά της τουρκικής θηριωδίας. Ο Ραχμή μπέης ο διοικητής της Σμύρνης έπνεε μένεα εναντίον του ιεράρχη, τόν απειλούσε ότι θά σφάξει καί τούς Ρωμιούς της Σμύρνης, ενώ πέτυχε τήν απομάκρυνσή του από τήν πόλη. Ο Χρυσόστομος επέστρεψε μετά τήν ανακωχή του Μούδρου τόν Σεπτέμβριο του 1918.
Τό 1919, όταν ο ελληνικός στρατός ελευθέρωνε τή γη της Ιωνίας καί υλοποιούσε τήν Μεγάλη Ιδέα της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο Χρυσόστομος συνεπικουρούσε τόν στρατό μας μέ όσα μέσα διέθετε, ενώ δέν σταματούσε, καθόλη τή διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας, νά γνωστοποιεί σέ ξένους επισκόπους καί στόν πάπα τούς σκοπούς της, πού ήταν κυρίως η σωτηρία των καταπιεζομένων χριστιανών:
«Τόπος συγκεντρώσεως των εκλεκτών του Θεού δέν πρέπει νά ειναι ένα βασιλικό ανάκτορον, αλλά μία εκκλησία. Καμμία όμως άλλη εκκλησία δέν είναι ενδεδειγμένη ή η αρχαιοτάτη καί ιερωτάτη της όλης υφηλίου, ο ναός της του Θεού Σοφίας, του ιδρυμένου εις τήν Βασιλίδα των πόλεων καί ο οποίος κατά τήν στοιχειώδη απαίτησην πρέπει νά αποδοθή εις τάς χείρας της κατά τήν Ανατολήν χριστιανοσύνης.
Ωσεί νά μή ήρκουν τά δεινά μαρτύρια των χριστιανών της Ανατολής των στεναζόντων επί πέντε ατελείωτους αιώνας από τόν πλέον σκληρόν ζυγόν των σουλτάνων, τόν τρομερώτερον όν εγνώρισε η παγκόσμιος ιστορία, ζυγόν του αντιχρίστου εχθρού μας, ωσεί μή ήρκουν οι συνολικοί εξανδραποδισμοί καί εξοντώσεις των χριστιανικών στοιχείων…
Δεινοί μας ταράττουσι φόβοι ότι μέγα παρασκευάζεται ανοσιούργημα κατά της ιστορίας καί του χριστιανισμού μέ τήν ληφθείσαν εν Παρισίοις απόφασιν των τριών υπουργών Αγγλίας, Γαλλίας καί Ιταλίας της επαναφοράς των διά θυσίας ποταμών αίματος ελευθερωθέντων λαών τών επτά εκκλησιών της Αποκαλύψεως υπό τήν σκληροτάτην καί πάλιν δουλείαν. Μή ανεχθήτε Μακαριώτατε να διαπραχθή τηλικούτο βδελυρό κατά των ελευθερωθέντων άπαξ τέκνων του Χριστού ανοσιούργημα ανασταυρώσεως καί παντελούς αυτών αφανισμού…»
Σέ καιρούς πού οι νεογενίτσαροι απαγόρευαν στόν αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο να ομιλεί περί εθνικών θεμάτων, επειδή προφανώς έθιγε τούς σκοπούς των ξένων κυβερνήσεων, πρέπει οι νεοέλληνες νά θυμόμαστε ότι γιά τόσους αιώνες τουρκοκρατίας, ο μητροπολίτης κάθε περιοχής, ήταν η φωνή των ραγιάδων Ρωμιών, ελλείψει εθνικού κράτους. Είναι λοιπόν χαραγμένο στήν παράδοση τόσων αιώνων, σέ σοβαρά θέματα, νά ορθώνει η Εκκλησία τήν φωνή της. Υψωνε πανταχόθεν τήν φωνή του ο Χρυσόστομος Σμύρνης γιά τή σωτηρία των κατοίκων καί ο Νουρεντίν πού ανέλαβε τήν διοίκηση της Σμύρνης δέν τόν ξέχασε. Στίς 25 Αυγούστου 1922 ο Χρυσόστομος έγραψε τό ακόλουθο γράμμα στόν Λέοντα Φιλιππίδη:
«Διο εξωρίσθην καί πλειστάκις υπέμεινα τά πάνδεινα ονειρευόμενος ελληνικήν καί ελευθέραν τήν δούλην πατρίδα. Η πραγματοποίησις των ονείρων μέ εύρε παρήλικα μέν, ουχί δέ λευκότριχα. Καί ιδού, επί των ημερών εμού, τόν καυχώμενον ότι όπου πατώ, εκείθεν απελαύνεται ο Τούρκος, τό όνειρον, τό λαβόν σάρκα καί οστά εξαφανίζεται, διαλύεται, αποσυντίθεται. Καί ιδού πρό των πυλών της Σμύρνης, της ελληνικής, οι σφαγείς, Θεέ μου.
Οίον καί θέαμα καί άκουσμα. Εγώ νά εγκαταλείψω τήν Σμύρνην καί Μητρόπολίν μου; Ποτέ. Θά μέ κατεδίωκαν αι σκιαί του ιερού Πολυκάρπου, ως άνανδρον καί του Αγίου Γρηγορίου του Ε’ ως ανάξιον διάδοχόν του. Θνήσκων ίσως ενισχύσω καί άλλους ίνα μένουν πιστοί στό καθήκον καί ποιμαίνωσι τό ποίμνιον εκτελούντες όσα κηρύττουν. Ισως, ίσως τό αίμα τό οποίον θά χύσει ο σφαγεύς… συγκλονίσει τήν ανθρωπίνην συνείδησιν, ίσως φωτίσει τόν νούν καί θερμάνει τήν καρδίαν των ισχυρών της γής νά κατανοήσουν ότι ο συντριβόμενος Ελληνισμός είναι άξιος ζωής καί ελευθερίας».
Τό πρωΐ της 27ης Αυγούστου 1922 βρήκε τη Μητρόπολη της Αγίας Φωτεινής γεμάτη πρόσφυγες. Είχαν σπεύσει νά βρουν προστασία στην εκκλησία καί στόν ιεράρχη τους. Τις τελευταίες του ώρες, ο Χρυσόστομος διένειμε συσσίτια, κλινοσκεπάσματα, φάρμακα στους πληγωμένους. Βρισκόταν στο άμβωνα καί μιλούσε στό πλήθος, όταν Τούρκος υπαστυνόμος, συνοδευόμενος από ένοπλο στρατιώτη, άνοιξε με τρομερό πάταγο την πύλη της εκκλησίας. Οι πρόσφυγες πάγωσαν. Ο Τούρκος πήρε τόν Δεσπότη καί τόν πήγε στόν φρούραρχο. Ο φρούραρχος Σαλήχ Ζεκί ήταν ευγενικός μαζί του, όπως μαρτυρεί ο κλητήρας της μητρόπολης Θωμάς Βούλτσος, καί αφού του υπαγόρευσε μία προκήρυξη γιά τούς Ελληνες της Σμύρνης, τόν άφησε νά φύγει. Τό βράδυ ήρθε πάλι ένα αυτοκίνητο στήν Μητρόπολη μέ τόν ίδιο αστυνόμο καί δύο στρατιώτες, ώπλισμένους μέ λόγχες. Πήραν τόν Αγιο Χρυσόστομο μαζί με τούς δημογέροντες Τσουρουκτσόγλου καί Κλιμάνογλου καί κατευθύνθηκαν πρός τό Διοικητήριο όπου τούς περίμενε ο Νουρεντίν πασάς.
Ακολουθεί η μαρτυρία του Γάλλου ιερωμένου Εδουάρδου Σουλιέ (Soulie):
«Τό απόγευμα της 9ης Σεπτεμβρίου [νέο ημερολόγιο], τό γαλλικό προξενείο ειδοποιήθη ότι ο Έλλην μητροπολίτης Χρυσόστομος, διέτρεχε κίνδυνον καί ότι θά έπρεπε νά σταλή άγημα από Γάλλους ναύτας διά νά τόν προστατεύσουν. Ο Γάλλος πρόξενος Γκραγιέ έστειλε αμέσως άγημα.
Ο επί κεφαλής του αγήματος επρότεινεν εις τόν Χρυσόστομον νά τόν οδηγήση εις τήν εκκλησία του Sacre Coeur ή εις τό γαλλικό προξενείον. Ο Χρυσόστομος δέν ανήκει εις τήν εκκλησίαν της Γαλλίας, αλλά αυτό δέν μέ εμποδίζει νά εκφράσω τόν βαθύτατον σεβασμόν πρός τήν μνήμην του. Μέ ωραιότητα ψυχής ηρνήθη νά δεχθή τό προσφερόμενον καταφύγιον λέγων ότι τό καθήκον του είναι νά μείνει μαζί μέ τό ποιμνίον του.
Οταν τό γαλλικόν άγημα απεχώρησε, κατέφθασε μέ άμαξαν τούρκος αξιωματικός, συνοδευόμενος από δύο στρατιώτας καί εζήτησεν από τόν Χρυσόστομον νά τόν ακολουθήση. Ωδήγησαν τότε τόν ιεράρχην εις τά άκρα των ευρωπαϊκών συνοικιών εμπρός εις ένα κουρείον. Εκεί του εφόρεσαν άσπρην μπλούζαν καί διεδραματίσθη φρικτόν έγκλημα, από εκείνα πού είναι γεμάτη η ιστορία των μαρτύρων.
Τού εξερίζωσαν τά γένια, τόν εμαχαίρωσαν, του έκοψαν τήν μύτην καί τά αυτιά. Παρά τό πλευρό των ανδρών, έλαβαν μέρος εις τά βασανιστήρια καί αι γυναίκες. Οι παρόντες ναύται μας πάνοπλοι, ήσαν αγανακτισμένοι, έξαλλοι. Υποχρεωμένοι, όμως από τάς διαταγάς πού είχεν ο επί κεφαλής αξιωματικός, τούς απειλεί μέ περίστροφον εις τό χέρι ότι θά τούς πυροβολήση αν θελήσουν νά επέμβουν. Μετέφεραν κατόπιν τόν ιεράρχην εις τάς τουρκικάς συνοικίας όπου τόν διεμέλισαν καί τόν αφήκαν βορά εις τούς σκύλους.»
Η αφήγηση αυτή του Γάλλου ιερωμένου τά λέει όλα. Καταδεικνύει τήν βαρβαρότητα του τουρκικού όχλου, καταδεικνύει τήν απανθρωπιά της τουρκικής διοίκησης, καταδεικνύει τήν συνενοχή των Ευρωπαίων στή γενοκτονία των Ρωμιών της Μικράς Ασίας.
Φθάσαμε μπροστά στον Μεγάλο Στρατώνα, όπου βρισκόταν ο στρατιωτικός διοικητής, ο στρατηγός Νουρεντίν. Ο αξιωματικός που συνόδευε τον Χρυσόστομο, τον οδήγησε μπροστά στον Νουρεντίν. Σε δέκα λεπτά, και ενώ ο Χρυσόστομος κατέβαινε, βγήκε στο μπαλκόνι του κτιρίου ο Νουρεντίν πασάς, ο οποίος απευθύνθηκε στους χίλους με χίλιους πεντακόσιους μουσουλμάνους, άνδρες και γυναίκες, που βρίσκονταν στην πλατεία· τους είπε ότι τους παραδίδει, τον μητροπολίτη, προσθέτοντας χαρακτηριστικά τις φράσεις:
«Αν σας έκανε καλό, να του το ανταποδώσετε· αν σας έκανε κακό, να του κάνετε και εσείς κακό!»
Ο όχλος άρπαξε χωρίς χρονοτριβή τον μητροπολίτη και τον οδήγησε πιο πέρα, μπροστά στο κομμωτήριο του Ismail, ενός Ιταλού προστατευόμενου· εκεί σταμάτησαν και τον έντυσαν με μία άσπρη μπλούζα που πήραν από τον κομμωτή· άρχισαν αμέσως να τον χτυπούν λυσσασμένα με γροθιές και με ξύλα, και να τον φτύνουν στο πρόσωπο του τρύπησαν με μαχαιριές το σώμα· του ξερίζωσαν τη γενειάδα· του έβγαλαν τα μάτια· του έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά.
Πρέπει να σημειώσουμε, ότι η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε τα γεγονότα μέχρι τη σκηνή που περιγράψαμε. Οι άνδρες που την αποτελούσαν (επρόκειτο για ναύτες), είχαν βγει έξω από τα ρούχα τους, έτρεμαν χωρίς υπερβολή από την αγανάκτηση και ήθελαν να επέμβουν. Ο επικεφαλής, όμως, αξιωματικός, με το περίστροφο στο χέρι ακολουθούσε τις διαταγές που τους είχαν δοθεί και τους εμπόδισε να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση. Στη συνέχεια, δεν είδαμε πια το μητροπολίτη, που τον αποτελείωσαν σε μικρή απόσταση πιο πέρα. Καθώς εβάδιζα μέ τήν περίπολο, συναντήσαμε αυτοκίνητο, μέ δεμένο από πίσω καί συρόμενο στό λιθόστρωτο τόν Τσουρουκτσόγλου, διεθυντή εφημερίδος.»
Rene Puaux – La mort de Smyrne, μαρτυρία του αυτόπτου Joseph M.
Σύμφωνα μέ τόν Χρήστο Σολομωνίδη («Ο Σμύρνης Χρυσόστομος, Αθήνα 1971»), από τούς 459 ιερείς της επαρχίας Σμύρνης οι 347 βρήκαν οικτρό θάνατο. Ο Μητροπολίτης Μοσχονησίων, Αμβρόσιος Πλειανθίδης, επεταλώθη μαζί μέ 9 ιερείς του. Ο 46χρονος Μυτιληνιός Μητροπολίτης Ζήλων, Ευθύμιος Αγριτέλης, φυλακίστηκε καί μετά από σαράντα μία ολόκληρες μέρες καί νύχτες φρικτών βασανιστηρίων, δίψας καί ασιτίας, ξεψύχησε. Ο 58χρονος Μητροπολίτης Κυδωνίων, Γρηγόριος Ωρολογάς ετάφη ζωντανός μέ πλήθος κληρικών καί λαϊκών. Ο επικεφαλής των δημίων του, τούρκος υπολοχαγός, οδηγώντας τον στόν θάνατο, είχε τό θράσος νά τόν περιπαίξει, λέγοντάς του: «Ελα σου ετοίμασα έναν όντά, νά κατοικείς όλα τά χρόνια της ζωής σου». Ο επίτροπος του Μπουτζά σουβλίστηκε, ο διάκονος του ναού Αγίας Μαρίνας Κορδελιού στραγγαλίστηκε, ιερεά στό Κοκαργιαλί τόν περιέλουσαν μέ ζεματιστό λάδι,, τόν ιερέα Νείλο του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στόν Μπουρνόβα τόν τεμάχισαν ενώ τόν διάκονο Μελέτιο τόν σταύρωσαν σέ πεύκο.
«Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μια ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’ ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ’ αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες μ’ επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβανον θύματα που ετυφεκίζοντο.
Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή. «Είσαι δάσκαλος;» με ρωτά. «Αυτήν την τιμή είχα» του απαντώ. «Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;» -«Ναί», του λέγω. «Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ». – «Ελάτε μαζί μου έξω», λέγω στους συντρόφους μου. «Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος».
Ποια ήταν η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τουρκο-Κρητικό να λέει: «Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μια τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος».
Και συνέχισε «Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ’ εκείνους που τον τύφλωσαν, που του ‘βγάζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά,τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.
Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε, ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει την χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δυό χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου.
Τόσο τον λυπήθηκα τότε που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι’ αυτό σας χάρισα τη ζωή «. «Και πού τον έθαψαν;» ρώτησαμε αγωνία. «Κανείς δεν ξέρει πού έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί» Ακαδημαϊκός Γεώργιος Μυλωνάς. Ακαδημία Αθηνών 1982
Ολες οι εκκλησίες της Σμύρνης κατεστράφησαν ολοσχερώς – αυτά γιά όσους ζητούν τζαμιά στήν Αθήνα. Καί βέβαια οι θιασώτες του 50 – 50, ας μας πούν άν μαρτύρησαν έτσι οι μουσουλμάνοι ελληνικής υπηκοότητας πού ζούσαν στήν ελληνική επικράτεια, ας μάς πούν πόσοι Τούρκοι εξοντώθηκαν σε φυλακές καί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από τόν Βενιζέλο ή αργότερα από τόν Γούναρη. Καί ας μάς πούν οι δημοκράτες γενίτσαροι εάν γνωρίζουν Ελληνα δήμαρχο πού νά είχε φτιάξει τόν τοίχο του σπιτιού του από κεφάλια Τούρκων, όπως καμάρωνε ότι έκανε ο Τούρκος δήμαρχος του Αχμετλή Αβδούλ Μπάϊτ, πού πριόνισε εκατοντάδες μικρασιάτες, καί μέ τά κεφάλια τους έχτισε τοίχο γιά τήν αυλή του. Μάλιστα τούς πριόνιζε μπροστά στούς Τούρκους κατοίκους του Αχμετλί, τούς οποίους συγκέντρωνε στήν κεντρική πλατεία γιά νά απολαύσουν τό θέαμα. Μέ αυτό τό φρικτό τρόπο πέθαναν ο Αριστείδης Κυριακίδης, Χρήστος Τουτουντζής, Δημοσθένης Ασημάκης, Ιωάννης Κουλαγκόζης, Ανέστης Χατζηθεολόγου, Νικόλαος Κλασιώτης. –
«Ολοι οι Έλληνες καί Αρμένιοι από του 18ου έτους μέχρι του 45ου, οι ευρισκόμενοι εις τά απελευθερωθέντα εδάφη από τόν στρατόν μας, καθώς καί οι Έλληνες καί Αρμένιοι οι μεταφερθέντες από τόν ελληνικό στρατόν εις τά παράλιαν πρός επιβίβασιν καί εγκαταλειφθέντες κατόπιν της ακατασχέτου καταδιώξεως του στρατού μας πρέπει να παραδοθούν πάραυτα. Θά κρατηθούν αιχμάλωτοι μέχρι πέρατος των εχθροπραξιών. Τό μέτρον τούτο λαμβάνεται εναντίον των διότι έλαβον επισήμως τά όπλα εναντίον της πατρίδος, διότι κατετάγησαν εις τόν εχθρικόν στρατόν, διότι τελευταίως ακόμη επυρπόλησαν πόλεις καί χωριά καί διέπραξαν ανηκούστους ωμότητας εναντίον του ειρηνικού πληθυσμού…
Ολοι εκείνοι τούς οποίους δέν αφορά τό πρώτον άρθρον καί γενικώς όλαι αι Σμυρνιωτικαί οικογένειαι ή Έλληνες καί Αρμένιοι πρόσφυγες, δύνανται νά μεταναστεύσουν μέχρι της 30ης Σεπτεμβρίου 1338 [τουρκικό ημερολόγιο]. Οσοι, παρελθούσης της προθεσμίας ταύτης, δέν θά έχουν εγκαταλείψει τήν χώραν καί θά κριθούν ύποπτοι απειλής κατά της ασφάλειας του στρατού καί της δημοσίας τάξεως, θά οδηγηθούν μακράν της πολεμικής ζώνης…
Οσοι εκ των Ελλήνων οθωμανών καί ισραηλιτών, Ελλήνων υπηκόων, των καταγομένων εκ των παραλίων της Σμύρνης, δέν ήθελον αναχωρήση διά θαλάσσης μέχρι της εσπέρας της 30ης Σεπτεμβρίου πρόκειται νά αποσταλούν εις τό εσωτερικόν… Ο διοικητής του στρατού Νουρεντίν»
Οταν ο ελληνικός στρατός εισέρχοταν στή Σμύρνη, όλες οι επίσημες εντολές πρός τούς στρατιώτες μας, τόσο από τήν πολιτική ηγεσία όσο καί από τήν στρατιωτική ηγεσία, ήταν νά σεβασθούν τούς πληθυσμούς, ανεξαρτήτως δόγματος καί νά μήν προβούν σέ ενέργειες πού θά αμαύρωναν τόν πολιτισμό μας. Η παραπάνω εντολή του διοικητή της Σμύρνης, όπως καί αυτή πού ακολουθεί καταρρίπτει τήν θεωρία 50 – 50 των νεογενίτσαρων, ότι αντίστοιχα εγκλήματα μέ τόν τουρκικό στρατό έκανε καί ο ελληνικός στρατός. Δέν υπήρχαν διαταγές της ελληνικής διοίκησης γιά εξόντωση του τουρκικού γένους ούτε γιά συγκέντρωση όλων των ανδρών σέ στρατόπεδα συγκέντρωσης.
«Ως προκύπτει εκ γραπτής διαταγής την οποίαν έλαβον παρά της διοικήσεως λόχου χωροφυλακής, λόγω της παρούσης καταστάσεως είναι ενδεχόμενον το ελληνικόν στοιχείον να προέλθει εις υπερβολικήν έξαψιν. Δια τούτο, η πατρίς επιβάλλει την υποχρέωσιν όπως, ενώπιον του ελαχίστου τοιούτου κινήματος, έκαστος οπλίτης αμέσως εκπληρώσει το καθήκον του, της γενικής σφαγής, όπερ του έχει ανατεθεί. Έκαστος υποχρεούται να φονεύσει τέσσαρες πέντε Έλληνες.
Διαταγή του Αρχηγού Χωροφυλακής του Αϊδινίου Μεχμέρ Χρηφ»
Σύμφωνα μέ τήν αυτόπτη μάρτυρα αμερικανίδα ιατρό Εσθήρ Λαβτζόϋ (Dr. Esther Lovejoy), η οποία είχε υπηρετήσει ως νοσοκόμα στή Γαλλία, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν γιορτή συγκρινόμενος μέ τά φρικώδη εγκλήματα των Τούρκων πού έβλεπε στήν προκυμαία της Σμύρνης. Τά παιδιά αγκάλιαζαν τά γόνατα των πατεράδων τους γιά νά μήν τά εγκαταλείψουν καί οι γυναίκες τους γατζώνονταν πάνω τους μέχρι νά τίς αποσπάσουν τά τουρκικά θηρία καί νά κορέσουν πανω τους τά άγρια ένστικτά τους. Οι άντρες έφευγαν γιά νά μήν ξαναδούν ποτέ τίς οικογένειές τους. Καί βέβαια κατηγορεί καί τόν «πολιτισμένο» κόσμο πού έμενε απαθής, ενώ σέ πολλές φορές συνεργούσε μέ τούς εγκληματίες, όπως σέ μία περίπτωση πού είδε μέ τά μάτια της, αμερικάνους ναύτες νά παραδίδουν δύο πρόσφυγες πού κολυμπούσαν πρός τά πλοία τους, στούς Τούρκους στρατιώτες.
«Καί ήρχισε τότε τό φρικαλέον θέαμα των χιλιάδων ρακένδυτων καί ανυπόδητων ανδρών – διότι τούς εγύμνωσαν τά στίφη του Νουρεντίν πρίν εκκινήσουν – οδηγουμένων κατά πυκνάς φάλαγγας υπό τήν βάσανον της πείνης καί της δίψης καί υπό συνεχή βασανιστήρια πρός τό εσωτερικόν. Τό θέαμα ατελείωτων σειρών ανθρώπων συνεχώς δεκατιζομένων καί εξοντουμένων από τάς κακουχίας, τάς σφαίρας καί τούς λογχισμούς.
Τότε καί οι κρυμμένοι εις τά ερείπια καί νεκροταφεία ηναγκάσθησαν νά εξέλθουν εις τό φώς της ημέρας, διά νά αναζητήσουν τρόπον σωτηρίας, άν ήτο δυνατόν νά ευρεθή, καί διαφυγής εις τήν Ελλάδα, συμφώνως πρός τήν διαταγήν του Νουρεντίν. Οι παραδιδόμενοι ή συλλαμβανόμενοι, έπρεπε νά δηλώσουν αν κατάγωνται από τήν Ελλάδα ή από τήν Μικρασίαν. Η λύσσα των Τούρκων εστρέφετο ιδιαιτέρως εναντίον των μικρασιατών…
Ο Νουρεντίν είχε τάξει προθεσμίαν μέχρι της 17 Σεπτεμβρίου όπως έχη συντελεσθεί η αναχώρησις των γυναικοπαίδων καί υπερηλίκων καί η αποστολή των ανδρών εις τό εσωτερικόν. Εις τό βιβλίον του αμερικάνου προξένου Χόρτων εδημοσιεύθησαν μερικαί αληθινά φοβεραί φωτογραφίαι από τάς σκηνάς αυτάς πού απεκορύφωσαν τήν τραγωδίαν…
Εις άλλην φωτογραφίαν βλέπουμε τούς άνδρες πού φεύγουν διά νά μήν ξαναγυρίζουν. Πολλοί, καταφανώς πολύ μεγαλύτεροι από τήν ηλικίαν πού καθώρισεν ο Νουρεντίν. Πολλοί έχουν βάλει φέσια. Οι περισσότεροι, όμως εξακολουθούν νά φορούν καπέλλα καί άλλοι έχουν τυλίξει τό κεφάλι τους μέ οιονδήποτε κάλυμμα.»
Χρήστος Αγγελομάτης – Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας
Πάνω από 150.000 Ελληνες της Σμύρνης οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τίς πρώτες κιόλας μέρες, 3.000 απ΄αυτούς δολοφονήθηκαν στο Μπουνάρμπασι, καί 1.000 σφάχτηκαν στ’ ανατολικά του Μπουρνόβα. Από τους 8.000 Ελληνες που εκτοπίστηκαν στην Κιουτάχεια, μόνον οι μισοί επέζησαν. Στην περιφέρεια του Μπαλίκ Κεσέρ οι Τούρκοι συγκέντρωσαν στις 4 Σεπτεμβρίου γύρω στούς 3.000 Ελληνες και τους έσφαξαν στήν κεντρική πλατεία. Αντίστοιχη τύχη είχαν οι περισσότεροι αφού περίπου μόνο 15% κατάφεραν νά επιβιώσουν καί νά επιστρέψουν στούς συγγενείς τους.
Οι περίφημες Κυδωνιές (Αϊβαλί) της αρχαίας Αιολίας είχαν 40.000 Ελληνες κατοίκους καί είχαν υποστεί σφαγές καί τό 1821 καί τό 1917. Η ελληνική κυβέρνηση καί η Αρμοστεία του Στεργιάδη είχαν αφήσει τελείως απληροφόρητο τόν πληθυσμό γιά τήν κατάρρευση του μετώπου, ενώ οι κυβερνητικοί υπάλληλοι είχαν αποχωρήσει κρυφά γιά τήν Μυτιλήνη. Στή θέση του περέμεινε μόνο ο μητροπολίτης Γρηγόριος γιά νά καθοδηγήσει τούς χριστιανούς οι οποίοι σύντομα θά έπεφταν θύματα της μουσουλμανικής θηριωδίας. Μετά από συμβούλιο των προκρίτων αποφασίστηκε να μείνουν οι χριστιανοί στήν πόλη τους. Μόλις μπήκαν οι τσέτες μέ αρχηγό τους τόν Καχιρμάν εφέ, οι Τούρκοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι οποίοι είχαν παραμείνει στίς θέσεις τους κατά τή διάρκεια της ελληνικής κατοχής, καί φυσικά δέν είχαν πάθει τό παραμικρό, παρέδωσαν όλους τούς καταλόγους μέ τά ονόματα όσων Αϊβαλιωτών είχαν καταταγεί στόν ελληνικό στρατό ή στήν πολιτοφυλακή.
Ο μητροπολίτης έσπευσε νά χαιρετήσει τόν διοικητή της 2ας Μεραρχίας ιππικού του τακτικού τουρκικού στρατού, γιά νά λάβει τήν απάντηση: «Απορώ πού τά κεφάλια σας βρίσκονται ακόμα στούς ώμους σας.» Τό λάθος τους νά μη φύγουν καί να μείνουν σέ ένα πολυπολιτισμικό αντιρατσιστικό περιβάλλον, αδελφωμένοι μέ τούς μουσουλμάνους, θά τό πλήρωναν ακριβά οι Αϊβαλιώτες. Πρέπει νά ξέρουν όλοι οι αντιρατσιστές σάν τόν Δήμαρχο Χίου πού ζητάει από τούς Τούρκους νά εποικίσουν τήν Χίο, ότι όταν ο μουσουλμάνος αποκτά τήν εξουσία μεταμορφώνεται καί γίνεται αδίστακτος καί καταπατά όλα τά ανθρώπινα δικαιώματα των χριστιανών. Ειδικά ο Τούρκος πού είναι δουλοπρεπής όταν δέν έχει δύναμη μεταμορφώνεται σέ σφαγέα όταν τήν αποκτήσει. Οι ψυχες των Αϊβαλιωτών τό ξέρουν καλά αυτό. 4.000 άρρενες μεταξύ 18 καί 45 ετών συνελήφθησαν γιά να σταλούν σέ στρατόπεδα του εσωτερικού, αλλά κοντά στό χωριό Φρένελι εσφάγησαν, καί τά πτώματα τά πέταξαν στήν χαράδρα Μουσούλ Δαγ.
Στά Βουρλά όπου ζούσαν 35.000 Ρωμιοί, μερικοί νέοι αντιστάθηκαν μέ τά όπλα πού πήραν από τούς στρατιώτες μας πού έτρεχαν στά Αλάτσατα καί απο εκεί στό Τσεσμέ. Ολοι σχεδόν οι άντρες κατακρεουργήθηκαν. Οι Τούρκοι έκαψαν τήν πόλη ολοσχερώς καί ξέσπασαν τή μανία τους πάνω στά γυναικόπαιδα. Πολλές Βουρλιώτισσες έπεφταν στά πηγάδια ή από τά μπαλκόνια των σπιτιών τους σέ ένα νέο χορό του Ζαλόγγου. Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία του Ιωάννη Μιχαηλίδη στό μεγάλο πηγάδι πού υπήρχε στό κήπο του σπιτιού του, ρίχτηκαν η αδελφή του η Αργυρώ, δύο ξαδέλφες του, η υπηρέτρια Γλυκερία ενώ άλλη αδελφή του λούστηκε μέ πετρέλαιο καί αυτοπυρπολήθηκε. Στή Μαρία Τόπογλου πού αρνήθηκε νά πάει μέ Τούρκο (φαίνεται δέν ήταν πολυπολιτισμική αλλά ρατσίστρια), της έκοψαν πρώτα τά δάκτυλα, μετά τή μύτη καί τέλος τούς μαστούς. Τόν αρχιμανδρίτη Νεόφυτο τόν πετάλωσαν, ενώ τόν Α. Μυτιληνιό τόν τύφλωσαν. Στά τσιγκέλια των κρεοπωλείων κρέμονταν ανθρώπινα κορμιά.
Τό Αξάρι είχε πάνω από 10.000 Ρωμιούς κατοίκους. Μέ τήν είσοδό του ο τουρκικός στρατός κατέγραψε τούς άρρενες, περίπου 7.000, γιά νά τούς οδηγήσει σέ στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αντί γιά τά στρατόπεδα τούς οδήγησαν σέ μία χαράδρα στό Κιρτίκ Ντερέ όπου τούς κατέσφαξαν. Οσες γυναίκες ήταν ρατσίστριες καί δέν ήθελαν νά δωθούν στούς Τούρκους αυτοκτόνησαν. Σύμφωνα με τήν Στέλλα Επιφανείου – Πετράκη, η Ερασμία Κάρπου έπεσε από τό μπαλκόνι του σπιτιού της μαζί μέ τό παιδί της, οι τρείς αδελφές Στάμου καί η Ευθαλία Κασάμπογλου ήπιαν δηλητήριο, οι αδελφές Παναβόγλου κρεμάστηκαν, η Δέσποινα καί Σοφία Βουτσαόγλου έπεσαν σέ γκρεμό, η Στυλιανή Λουΐζου έπεσε μέ τά παιδιά της σέ πηγάδι.
Ο Στεργιάδης, εάν είχε ειδοποιήσει τούς κατοίκους των πόλεων της Μικράς Ασίας νά φύγουν, θά είχε σώσει δεκάδες ίσως καί εκατοντάδες χιλιάδες. Δέν τό έκανε καί μάλιστα έστελνε ψεύτικα τηλεγραφήματα ότι δέν διατρέχουν οι πληθυσμοί κανένα κίνδυνο. Στή Μαγνησία ο Υπατος Αρμοστής είχε δώσει εντολή νά παραμείνουν οι κάτοικοι στά σπίτια τους.
Ο συνταγματάρχης όμως Φίλιππος Φιλίππου, παράκουσε την διαταγή του Αρμοστή, προέτρεψε τόν πληθυσμό νά φύγει καί επιβίβασε σέ τραίνα κατοίκους της Μαγνησίας. Σώθηκαν έτσι κάποιες ψυχές. Οσοι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν καί ανάμεσά τους ο ίδιος ο Φιλίππου, ο υπολοχαγός Φαίδων Πολυμερόπουλος, ο υπολοχαγός Γαρδίκας καί ο υπολοχαγός Αμοιραδάκης σφάχτηκαν μέ τσεκούρι σέ κοντινή χαράδρα. Τά ίδια μαρτύρια πέρασαν καί οι άμαχοι. Ο προύχοντας Σάββας Σαββόπουλος παλουκώθηκε, ο Γρηγόριος Χατζηδημητρίου σύρθηκε πίσω από τό άλογο Τούρκου αξιωματικού μέχρι πού πέθανε, ο Παύλος Παλαιολόγος σκοτώθηκε από ξιφολόγχη, ενώ εκατοντάδες άλλοι άμαχοι κάηκαν ζωντανοί στίς εκκλησίες.
Αν όλα αυτά πού έγιναν κάτω από τίς διαταγές του οργανωμένου τουρκικού στρατού δέν αποτελούν γενοκτονία τότε τί αποτελεί; Η μήπως έκανε αντίστοιχες ενέργειες ο ελληνικός στρατός δηλαδή να καταγράφει όλους τούς άνδρες πάνω από 16 χρονών καί νά τούς δολοφονεί σωρηδόν στίς χαράδρες; Εδινε τέτοιες εντολές ο Παπούλας ή ο Παρασκευόπουλος, όπως έδινε ο διοικητής της 1ης Τουρκικής Στρατιάς Νουρεντίν πασάς;
Τρομερά εγκλήματα κατά των αιχμαλώτων έγιναν στό Ουσάκ, τό οποίο αποτέλεσε τόπο βασανιστηρίων καί εκτελέσεων γιά 8.000 περίπου Έλληνες στρατιώτες. Τούς νεκρούς τούς πέταγαν λίγο πιό έξω από τό στρατόπεδο καί τούς έτρωγαν τά σκυλιά.
Ενας Τούρκος δεσμοφύλακας παινευόταν ότι είχε σκοτώσει μέ τό ρόπαλό του 50 Ρωμιούς. Σύμφωνα μέ τόν αιχμάλωτο ιατρό Αποστολίδη από τό νοσοκομείο του Ουσάκ κανείς δέν έβγαινε ζωντανός.
Οι τραυματίες ήταν σκελετωμένοι καί βρίσκονταν πάνω σέ αχυρένια στρώματα, μέσα στήν βρώμα καί στήν εγκατάλειψη. Δέν υπήρχαν ούτε τζάμια, ούτε πόρτες στά δωμάτια καί τό μονο φάρμακο πού υπήρχε ήταν τό λάβδανο.
Κάθε μέρα πέθαιναν περίπου 50 άρρωστοι. Αλλα στρατόπεδα αιχμάλωτων σχηματίσθηκαν στό Τάλας της Καισάρειας, στό χωριό Κουπλιά έξω από τή Νικομήδεια (Ισμίτ), στό Αφίον Καραχισάρ, στήν Αγκυρα, στό Κίρ Σεχίρ.
Προηγήθηκαν τά στρατόπεδα του Κεμάλ από αυτά του Χίτλερ. Καί τόν Κεμάλ είχε σαν πρότυπο ο Χίτλερ όταν έφτιαξε τά στρατόπεδα στό Νταχάου καί τό Αουσβιτς. Καί γιά να βρεί ο αναγνώστης καί άλλες ομοιότητες των δύο σφαγέων, αναφέρω ότι τά κόκκαλα των πεθαμένων ελλήνων στρατιωτών τά μετέφεραν αργότερα στήν χώρα του πολιτισμού τή Γαλλία γιά νά γίνουν σαπούνι (Χρήστος Αγγελομάτης).
«Πλησιάζαμε στο Ουσάκ. Η φήμη του ερχομού μας είχε προηγηθή. Ανδρες, γυναικόπαιδα καί γέροι μας περίμεναν… και μόλις ζυγώσαμε χύμηξαν εναντίον μας σάν κοράκια. Αρχισαν να μας χτυπούν μέ ξύλα, μέ πέτρες, μέ σίδερα, μέ κεραμίδια. Μας πετούσαν παλιά τσουκάλια, ότι άχρηστο είχαν, φτάνει νά ήταν βαρύ καί νά μας προξενούσε πόνο.
Ήσαν καί κάτι παλιόπαιδα, οπλισμένα μέ σουγιάδες. Έπεφταν επάνω μας καί κομμάτιαζαν τίς σάρκες μας. Κι’ όλοι διασκέδαζαν τρομερά με τίς «κουμπότρυπες», πού μας άνοιγαν οι μικροί καννίβαλοι… Θυμήθηκα πόσες φορές είχα δώσει το συσσίτιό μου σέ Τουρκόπουλα- τριγύριζαν τήν ώρα τής διανομής τούς λόχους κι’ έφευγαν μέ τά τσουκάλια γεμάτα. Θυμήθηκα πόσο βοηθούσεν ό Στρατός μας τούς Τούρκους χωριάτες…
Οί συνοδοί μας έβλεπαν τό άγριο ξυλοκόπημα καί γελούσαν μέ τήν καρδιά τους. Είχαν βαρεθή νά μάς δέρνουν καί παρώτρυναν τούς άλλους νά μάς χτυπούν αλύπητα…
Οί Τούρκοι γιά νά μάς βασανίσουν ακόμη περισσότερο, μάς υπέβαλλαν στό έξης μαρτύριον: Έφερναν έξω άπό τά συρματοπλέγματα κουβάδες γεμάτους νερό καί τούς άδειαζαν χάμω, μπροστά στά μάτια μας. Τούς παρακαλούσαμε, τούς ικετεύαμε νά μάς δώσουν λιγάκι νά βρέξουμε τά χείλη μας… Εκείνοι, όμως εξακολουθούσαν να διασκεδάζουν μέ τήν αγωνία μας…
Ήταν ή ώρα δύο τ’ απόγευμα τής 22ας Αυγούστου, όταν είδα ενα απαίσιο θέαμα, πού ποτέ δέν θά μπορέσω νά τό ξεχάσω: Πολλοί αιχμάλωτοι, ξετρελλαμένοι άπό τήν δίψα είχαν πέσει μπρούμυτα μέσα στ’ αποχωρητήρια κι έπιναν βρωμόνερα… Ποτέ δέν θά μπορούσα να φαντασθώ, ότι ή απόγνωσις μπορεί να σπρώξη τόν άνθρωπο σέ τέτοιο φρικτό σημείον… Οί Τούρκοι σκοποί παρακολουθούσαν τήν οικτρά κατάσταση τών αιχμαλώτων καί γελούσαν.» Αιχμάλωτοι των Τούρκων, Χρήστου Σπανομανώλη
Γιά τά μαρτύρια των αιχμαλώτων στρατιωτών υπάρχουν εκατοντάδες αφηγήσεις. Μία πού μέ εντυπωσίασε είναι του Ε. Βασιλάκη, στρατιώτη της 11ης Μεραρχίας πού παραδόθηκε στά Μουδανιά. Τούς στρατιώτες πού παρέδωσαν οι Γάλλοι στούς Τούρκους τούς παρέταξαν καί τούς εκτέλεσαν μέ τά μυδραλλιοβόλα …παρουσία Γάλλων αξιωματικών. Καί νά σκεφθεί κανείς οτι οι Γάλλοι έκαναν συστάσεις στούς υποχωρούντες Ελληνες να μην πειράξουν τά τζαμιά της Προύσσας. Ο Κρητικός αιχμάλωτος Βασιλάκης γλύτωσε τήν εκτέλεση καί μεταφέρθηκε μέ χιλιάδες άλλους σέ στρατόπεδο στό Γενή Σεχίρ. Σύμφωνα πάντα μέ τή μαρτυρία του, βάδιζαν νηστικοί καί διψασμένοι γιά μέρες, ενώ τούς θέριζε ο τύφος. Κάθε μέρα πορείας σήμαινε καί τόν θάνατο όσων εξασθενούσαν ή αρρώσταιναν από τίς κακουχίες.
Ο καθηγητής Καλογήρου ήταν επικεφαλής υγειονομικής επιτροπής, η οποία τό 1923, θά παραλάμβανε τούς Έλληνες αιχμαλώτους. Ο γιατρός, σύμφωνα μέ μαρτυρία του έμεινε κατάπληκτος όταν έκανε τήν σύγκριση των Τούρκων αιχμαλώτων πού ανταλλάσσονταν μέ τούς Έλληνες. Ολοι οι Τούρκοι ήταν ευτραφείς, υγιέστατοι, καλοντυμένοι καί αγενείς στήν συμπεριφορά. Οι αξιωματικοί έφεραν ακόμα καί τά περίστροφα τους! Οι Έλληνες ήταν σκιές του εαυτού τους, ημίγυμνοι ή ντυμένοι μέ τσουβάλια, σκελετωμένοι, άρρωστοι, σημαδεμένοι από ξιφολόγχες, βούρδουλες, μαχαίρια ή τσεκούρια. Μόλις δέ ανέβαιναν στό πλοίο ξέσπαγαν σέ κλάματα.
Η τελευταία μάχη
Κάπως έτσι θά έκλεινε η θλιβερότερη σελίδα της Ιστορίας μας. Καί βέβαια είναι η χειρότερη περίοδος του Ελληνισμού, ακόμα καί από τό 1071 (είσοδος τον Τούρκων στή Μικρά Ασία), είναι χειρότερη ακόμα καί από τό 1204 (διάλυση της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου από τούς Φράγκους) είναι χειρότερη ακόμα καί από τό 1453 (οριστική κατάλυσις τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), γιατί στίς προηγούμενες περιόδους διαλύονταν η ελληνική εξουσία, διαλύονταν τό ελληνικό κράτος. Παρέμενε όμως η Ρωμιοσύνη. Τό 1922 όμως αυτό πού έσβησε ήταν τό ελληνικό έθνος, ήταν η Ρωμιοσύνη αυτή πού χάθηκε από τά Ματωμένα Χώματα του Πόντου, της Καππαδοκίας καί της Ιωνίας.
Ο επίλογος της σελίδας αυτής δέν θά είναι η Συνθήκη της Λωζάνης ούτε η παράδοση της Ανατολικής Θράκης – κατά απαίτηση των καταραμένων Συμμάχων μας – ούτε η εκτέλεση των έξι, οι οποίοι θά έπρεπε νά είναι πολύ περισσότεροι καί νά συγκαταλέγεται σέ αυτούς καί ο Στεργιάδης καί ο πρίγκηπας Ανδρέας καί όσοι αξιωματικοί πέταξαν τά όπλα τους καί παράτησαν τούς οπλίτες στήν τύχη τους.
Ο επίλογος της σελίδας αυτής θά είναι η τελευταία μάχη. Τήν τελευταία μάχη φυσικά τήν έδωσε ποιός άλλος; Ο Πλαστήρας (Καραπιπέρ τόν αποκαλούσαν οι Τούρκοι) μέ τό Σεϊτάν Ασκέρ (τό 5/42 τάγμα Ευζώνων του). Τήν έδωσε κοντά στό Τσεσμέ στήν περιοχή Σταυρός (Ζέγκουϊ στά τουρκικά). Εκεί πολέμησε ο Πλαστήρας, σέ μία προσπάθεια νά προστατέψει τά τελευταία τμήματα του στρατού μας πού υποχωρούσαν πρός τήν σωτηρία των πλοίων. Οι Τσέτες αποδεκατίστηκαν καί μάλιστα αργότερα, οι Τούρκοι έστησαν μνημείο εκεί πού μαρτυρά τήν τελευταία μάχη καί τόν χαμό 147 Τούρκων ιππέων. Αφήνω τόν Γιάννη Καψή νά περιγράψει τη μάχη του Σταυρού, σύμφωνα μέ διήγηση του ηρωϊκού συνταγματάρχη:
«Το πρωί της 28ης Αυγούστου το 5/42 έφθασε στον Σταυρό εκεί που ο δρόμος χωρίζει προς τον Τσεσμέ. Σ’ όλη τη μαρτυρική πορεία του έμενε μακριά από τη μάζα του Νότιου Συγκροτήματος. Ο πανικός είναι μια ασθένεια μεταδοτική και ο Πλαστήρας ήταν αποφασισμένος να κρατήσει το Σύνταγμα του μέχρι τέλους. Και το κατόρθωσε, δίνοντας ο ίδιος το παράδειγμα της αυτοθυσίας.
Για δέκα πέντε ημέρες είναι πάνω στ’ άλογό του. Έφιππος τρώγει ότι του φέρνουν οι άνδρες του, κάτι ελάχιστο – μήπως έχουν κι οι Τσολιάδες μας να φάνε; Έχουν πετάξει τα πάντα, καζάνια, τρόφιμα, καραβάνες.
Μόνον τα όπλα και τα φυσίγγια τους κρατούν και μαζεύουν στον δρόμο φρούτα, στα χωριά κανένα καρβέλι ψωμί – τρώγουν όποτε έχουν, αλλά πολεμούν πάντοτε με την ίδια ορμή, που έχει προκαλέσει το δέος, τον τρόμο στους Τούρκους. Κι ο Πλαστήρας μένει ακλόνητος πάνω στ’ άλογό του. Παρακολουθεί τα πάντα, εμψυχώνει τους άνδρες του.
Και, πολλές φορές την νύκτα τους αφήνει να κοιμηθούν χωρίς να βγάλουν σκοπιές. Μένει ο ίδιος άγρυπνος πάνω στ’ άλογό του, φροντίζοντας για τα παλικάρια του – μάρτυρες οι ίδιοι οι άνδρες του 5/42, που τον είχαν δει με τα μάτια τους στο καραούλι. Είχε γίνει κάτισχνος, τα οστά του προσώπου του ξεχώριζαν κάτω από την ηλιοκαμένη, την μαυρειδερή επιδερμίδα του. Μόνον το βλέμμα του διατηρούσε την παλιά εκείνη λάμψη… Θα πίστευε κανείς, ότι ήταν έτοιμος να σωριασθεί νεκρός.
Εκεί, στο Σταυρό, το 5/42 στάθηκε και πάλι. Οι πρόσφυγες είχαν βραδυπορήσει, μια ατέλειωτη φάλαγγα ξεκινούσε από τη ζωσμένη στις φλόγες Σμύρνη ως το Τσεσμέ. Κάποιος έπρεπε να τους βοηθήσει,να τους προστατεύσει από τους Τσέτες, που ορμούσαν εναντίον τους σαν τα τσακάλια. Έπιασαν μετερίζια οι Τσολιάδες μας και περίμεναν τη φάλαγγα των προσφύγων να περάσει.
Κι εκεί τους απονεμήθηκε το πολυτιμότερο παράσημο, που μπορεί να ποθήσει ένας πολεμιστής: Οι τρομαγμένοι, οι πανικόβλητοι πρόσφυγες αυτοί, που έφευγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, σταματούσαν γιά να φιλήσουν τα πληγιασμένα χέρια των στρατιωτών μας. Χαροκαμένες μάνες ήθελαν ν’ αγκαλιάσουν, να χαϊδέψουν τα φλογισμένα μέτωπα των παιδιών εκείνων, που πολεμούσαν τόσο μακριά από τα σπίτια τους, τις οικογένειες τους. Ήταν στιγμές γεμάτες συγκίνηση, στιγμές τραγικού μεγαλείου, γεμάτες ανθρωπιά και πόνο.
Στον Σταυρό περίμενε το «Σεϊτάν – Ασκέρ». Και μέσα στην καταχνιά του πρωινού φάνηκαν οι Τσέτες του Μπεχλιβάν. Κάλπαζαν ουρλιάζοντας – θύμιζαν τις ορδές του Αττίλα. Ορμούσαν κατά των προσφύγων και τους σπάθιζαν, κάρφωναν στα ξίφη τους ματωμένα κεφάλια και τα εξεσφενδόνιζαν στον αέρα. Δεν τους αρκούσε το ξερρίζωμα του Ελληνισμού, ήθελαν τον αφανισμό του.
Ο Πλαστήρας είδε τους Τσέτες. Ήταν συντριπτική αριθμητικά η υπεροχή, ήταν ψυχωμένοι από την ανέλπιστα μεγάλη νίκη τους, είχαν ξαποστάσει στη Σμύρνη. Η σωφροσύνη θα του επέβαλλε, ίσως, να υποχωρήσει αλλά τότε ούτε ένας από τους πρόσφυγες δεν θα διασωζόταν, οι Τσέτες θα έφθαναν στην αποβάθρα του Τσεσμέ πριν από τον Στρατό μας. Κι αποφάσισε να δώσει μια ακόμη μάχη.
Οι άνδρες του 5/42, με γρήγορες κινήσεις, σχημάτισαν ένα μεγάλο πέταλο κι «ελούφαξαν», έμειναν ακίνητοι, περιμένοντας τους Τούρκους να πέσουν στις κάνες των όπλων τους. Είχαν διαταγή να μη πυροβολήσουν, αν ο Πλαστήρας δεν έδινε το σύνθημα, πυροβολώντας – πρώτος. Πειθαρχικοί, εμπειροπόλεμοι, έβλεπαν τους Τούρκους να πλησιάζουν κι έμεναν ακίνητοι. Πολλοί άκουγαν τις αναπνοές τους, αισθάνθηκαν τη μυρωδιά των αλόγων τους. Κι όμως δεν πυροβόλησαν. Λίγο ακόμη κι οι Τσέτες θα είχαν πέσει στον κλοιό τους.
Αλλ’ ένας λοχίας έτρεμε από τη λύσσα του. Είχε δει τους Τσέτες να σφάζουν γυναικόπαιδα και δεν μπορούσε να συγκρατηθεί – έσφιγγε το όπλο του, δάγκωνε τα χείλη του για να μη φωνάξει και προδοθεί. Κι έξαφνα ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Σχεδόν αμέσως ένας καταιγισμός πυρός σάρωσε τους Τούρκους. Οι θάμνοι άναψαν, τα πολυβόλα κελάηδησαν ανατριχιαστικά. Η κοιλάδα αντήχησε στο βογγητό των πληγωμένων.
Οι Τούρκοι ξαφνιάστηκαν πήδησαν από τ’ άλογα κι έτρεξαν να καλυφθούν – θέλησαν να πιάσουν μετερίζια και να πολεμήσουν. Δεν γνώριζαν ακόμη ότι είχαν απέναντι τους το «Σεϊτάν Ασκέρ». Αλλά, μετά τον πρώτον αιφνιδιασμό, οι Τσολιάδες δεν κρατήθηκαν – δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει κανείς· ούτε ο Πλαστήρας.
Οι λόγχες σύρθηκαν και πάλι από τις θήκες τους. Και για μια ακόμη φορά – την τελευταία -όπως τότε σε μια εποχή που φαινότανε τόσο μακρινή, ακούστηκε η λεβέντικη κραυγή: «Αέρα…».
Έφυγαν οι Τσέτες, έφυγαν τρομοκρατημένοι, πανικόβλητοι πήδησαν στ’ άλογα τους κι άλλοι έφυγαν τρέχοντας. Επέστρεψαν ασθμαίνοντας στη Σμύρνη για να ρίξουν καινούργιο λάδι στο καντήλι του θρύλου, που θα καίει αιώνια. Είναι θρύλος, που αφηγείται η αναμνηστική στήλη, εκείνη, που υπάρχει μέχρι σήμερα στο Ζέγκουϊ – τον Σταυρό.
– Αχ, μωρέ… Αν δεν βιαζότανε εκείνος ο λοχίας, θα τους είχα φάει όλους τούς Τσέτες…