Όταν το Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) δέχεται μια προσφυγή, μπορεί να απαιτήσει από ένα Κράτος να λάβει ορισμένα μέτρα προσωρινά, όσο συνεχίζεται η εξέταση της υπόθεσης. Συνήθως απαιτεί από ένα Κράτος να απέχει από κάποιες ενέργειες, όπως να μην απελαύνει άτομα σε χώρες όπου καταγγέλλεται ότι θα αντιμετωπίσουν ποινή θανάτου ή βασανιστήρια.
Τα προσωρινά μέτρα χορηγούνται από το Δικαστήριο μόνο σύμφωνα με σαφώς καθορισμένες προϋποθέσεις, συγκεκριμένα όταν υπάρχει κίνδυνος ότι θα συντελεστούν σοβαρές παραβιάσεις της Σύμβασης. Μεγάλο ποσοστό των αιτημάτων για προσωρινά μέτρα δεν πληρούν τις προϋποθέσεις και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Ειδικότερα,το Δικαστήριο, βάσει του Άρθρου 39 του κανονισμού του, μπορεί να υποδείξει προσωρινά μέτρα, τα οποία είναι υποχρεωτικά για το Κράτος που αφορούν. Τέτοια μέτρα υποδεικνύονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Το Δικαστήριο υποδεικνύει προσωρινά μέτρα σε ένα Κράτος μέλος μόνο εφόσον, έχοντας εξετάσει πρώτα όλες τις σχετικές πληροφορίες, θεωρεί ότι ο αιτών αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής και μη αναστρέψιμης βλάβης εάν δεν εφαρμοστούν τα μέτρα αυτά. Οι αιτούντες ή οι νομικοί τους εκπρόσωποι που ζητούν προσωρινά μέτρα βάσει του Άρθρου 39 του κανονισμού του Δικαστηρίου, οφείλουν να συμμορφώνονται με τις παρακάτω προϋποθέσεις.
Κάθε αίτηση που απευθύνεται στο Δικαστήριο οφείλει να είναι αιτιολογημένη. Ο αιτών οφείλει συγκεκριμένα να εκθέσει λεπτομερώς τα στοιχεία στα οποία βασίζονται οι φόβοι του, τη φύση των ενδεχόμενων κινδύνων και τις διατάξεις της Σύμβασης που θεωρεί ότι παραβιάστηκαν. Δεν αρκεί μια απλή παραπομπή σε στοιχεία που περιλαμβάνονται σε άλλα έγγραφα ή στις εσωτερικές διαδικασίες. Είναι πολύ σημαντικό να συνοδεύονται οι αιτήσεις από όλα τα απαραίτητα υποστηρικτικά έγγραφα, και κυρίως όλες τις σχετικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από δικαστήρια, επιτροπές ή άλλα όργανα της χώρας σας, καθώς και κάθε άλλο έγγραφο που θεωρείται ότι αποδεικνύει τους ισχυρισμούς του αιτούντος.
Το Δικαστήριο δεν έρχεται απαραιτήτως σε επικοινωνία με τους αιτούντες των οποίων οι αιτήσεις για προσωρινά μέτρα δεν είναι πλήρεις, και κατά κανόνα δεν αποφαίνεται σχετικά με αιτήσεις που δεν περιλαμβάνουν τις πληροφορίες οι οποίες απαιτούνται για να εκδώσει απόφαση. Όταν η υπόθεση ήδη εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να αναφέρεται ο αριθμός πρωτοκόλλου της κατάθεσης προσφυγής.
Σε υποθέσεις απέλασης ή έκδοσης, πρέπει να αναφέρεται λεπτομερώς η προγραμματισμένη ημερομηνία και ώρα απομάκρυνσης, η διεύθυνση ή ο τόπος κράτησης του αιτούντος και ο αριθμός πρωτοκόλλου του επίσημου φακέλου του. Το Δικαστήριο πρέπει να ενημερώνεται όσο το δυνατόν πιο σύντομα για οποιαδήποτε αλλαγή των στοιχείων αυτών (ημερομηνία και ώρα απομάκρυνσης, διεύθυνση κλπ.). Το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει να εξετάσει ταυτόχρονα το παραδεκτό της υπόθεσης και την αίτηση για προσωρινά μέτρα.
Αιτήσεις για προσωρινά μέτρα βάσει του Άρθρου 39 πρέπει να αποστέλλονται με τηλεομοιοτυπία ή ταχυδρομικώς. Το Δικαστήριο δεν εξετάζει αιτήσεις που αποστέλλονται με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Εφόσον αυτό είναι εφικτό, οι αιτήσεις πρέπει να έχουν συνταχθεί σε μια από τις επίσημες γλώσσες των Συμβαλλόμενων Μερών. Σε όλες τις αιτήσεις πρέπει να σημειώνεται, στην πρώτη σελίδα του εγγράφου, εμφανώς και με έντονα γράμματα, το εξής:
« Rule 39 – Urgent Όνομα υπευθύνου (όνομα και στοιχεία επικοινωνίας): … [Σε υποθέσεις απέλασης ή έκδοσης] Ημερομηνία και ώρα απέλασης/έκδοσης και προορισμός: …»
Οι αιτήσεις για προσωρινά μέτρα θα πρέπει κανονικά να παραλαμβάνονται όσο το δυνατόν συντομότερα μετά τη λήψη οριστικής απόφασης του εμπλεκόμενου Κράτους, προκειμένου το Δικαστήριο και η γραμματεία του να έχει στη διάθεσή του επαρκή χρόνο για την εξέταση του ζητήματος. Το Δικαστήριο ενδέχεται να μην έχει τη δυνατότητα να εξετάσει αιτήσεις που παραλαμβάνονται λιγότερο από μία εργάσιμη ημέρα πριν από την προγραμματισμένη ημερομηνία και ώρα απομάκρυνσης.
Όταν η οριστική εσωτερική απόφαση επίκειται και η εφαρμογή της μπορεί να είναι άμεση, ειδικά σε υποθέσεις απέλασης ή έκδοσης, οι αιτούντες και οι εκπρόσωποί τους οφείλουν να υποβάλουν την αίτηση προσωρινών μέτρων χωρίς να αναμένουν την απόφαση αυτή, αναφέροντας σαφώς την ημερομηνία που αναμένεται η έκδοση της απόφασης και δηλώνοντας ότι η αίτησή τους υπόκειται στην αρνητική οριστική εσωτερική απόφαση.
Το Δικαστήριο δεν αποτελεί δικαστική αρχή εφέσεων στις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων. Στις υποθέσεις απέλασης ή έκδοσης, οι αιτούντες οφείλουν να χρησιμοποιούν τα εθνικά μέσα που είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε αναστολή της απομάκρυνσης, προτού υποβάλουν στο Δικαστήριο αίτηση προσωρινών μέτρων. Σε περίπτωση που ο αιτών έχει τη δυνατότητα προσφυγής σε εθνικά ένδικα μέσα με ανασταλτικό αποτέλεσμα, το Δικαστήριο δεν εφαρμόζει το Άρθρο 39 για να εμποδίσει την απομάκρυνση.
Οι αιτούντες προσωρινά μέτρα βάσει του Άρθρου 39 οφείλουν να απαντούν στις επιστολές που τους απευθύνει η γραμματεία του Δικαστηρίου. Σε περίπτωση απόρριψης μιας αίτησης προσωρινών μέτρων, οφείλουν να ενημερώσουν το Δικαστήριο εάν επιθυμούν να διατηρήσουν την προσφυγή τους. Όταν το Δικαστήριο υποδεικνύει προσωρινά μέτρα, οφείλουν να ενημερώνουν το Δικαστήριο τακτικά και εγκαίρως για την πρόοδο κάθε συνεχιζόμενης εθνικής δικαστικής διαδικασίας, διαφορετικά η υπόθεση ενδέχεται να διαγραφεί από το πινάκιο. (πηγή:ΕΔΔΑ)